2017-12-19 00:24
{Εισήγηση στο πλαίσιο της εκδήλωσης με θέμα: Η θρησκευτική ελευθερία στην εποχή της Θεωρίας του Παντός - μια συνάντηση με την ομάδα νέων ερευνητών "Άρθρο 13", 15/12/2017 στο Βooks plus / Art & Coffee}
Κυρίες καὶ Κύριοι!
Ἡ ἐνασχόλησή μου μὲ τὴ στήλη αὐτὴ τοῦ ἄρθρου 13 καὶ η συμπόρευσή μου μὲ τοὺς ἐκεῖ συναδέρφους, έλαβε χώρα στο πλαίσιο τῶν μεταπτυχιακών μου σπουδῶν στον πολὺ ἐνδιαφέροντα κλάδο τοῦ κανονικοῦ δικαίου. Ἡ στήλη στην ὁποία μου ἀνατέθηκε να ἀρθρογραφὼ καὶ θὰ σᾶς παρουσιάσω ἐν συντομία, ὀνομάζεται «θέματα κανονικού δικαίου».
Τὸ δίκαιο καὶ ἡ κοινωνία εἶναι δύο ἔννοιες, οἱ ὁποῖες συμπορεύονται μέσα στον χρόνο καὶ τὴν ἱστορία. Μὰ πράγματι πολλὲς φορὲς παρατηρεῖται οἱ δύο αὐτὲς ἔννοιες να ἀπέχουν μεταξὺ τοὺς παρασάγγας. Αὐτὴ ἡ πραγματικὴ καὶ βιωματικὴ ἐμπειρικὴ ἀντιλήψη τῆς ἀποστάσης τῶν δύο αὐτῶν ἐννοιῶν, ἔρχεται να προστεθεὶ σὲ μία σειρὰ ἄλλων προβλημάτων που ταλανίζουν τὸν ἄνθρωπο στο δαιδαλῶδες πέρασμά του ἀπὸ τὴν ἱστορία.
Τὸ δίκαιο που κανονίζει καὶ ῥυθμίζει τις σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, κάθε ἐποχῆς καὶ κάθε κοινωνίας, δεν μπορεὶ ἀπὸ μόνο τοῦ να σταθεί, να ἀφομοιωθεὶ καὶ να γίνει αὐτομάτως ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὰ μέλη τῆς κοινωνίας για τὴν ὁποία δημιουργήθηκε. Τὰ δικαϊκὰ συστήματα ὡς ἐπὶ τὸ πλείστον στηρίζονται πάνω σὲ ἀρχὲς καὶ ἀξίες που δεν προέρχονται ἀπὸ τὴν ξηρὴ σκέψῃ τοῦ ἑκάστοτε νομοθέτῃ. Ἀλλὰ εἶναι ἐμποτισμένα καὶ βασισμένα σὲ λιπαρὲς ἀρχὲς καὶ ἀξίες, ποὺ περικλείουν, τὸν σεβασμό, τὴν ἠθικὴ διάπλαση τοῦ χαρακτῆρα ἑκάστου πολίτη, τὴν προσήλωση καὶ τὴν πιστὴ σὲ ἰδεώδη καὶ ἰδανικά, στην ἀριστεία, στα ἀτομικὰ δικαιώματα καὶ ἐν γένει στην ἀντιμετώπιση τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου1.
Ἄνθρωπος, δίκαιο καὶ κοινωνία εἶναι τρεῖς ἔννοιες οἱ ὁποῖες περιέχονται ἡ μία στην ἄλλη, ἀλληλοπεριχωρούνται, ὥστε ἡ ζωὴ τοὺς ἂν δεν μπορεὶ να γίνει μία προεικόνιση τοῦ παραδείσου, να μὴν γίνει κόλασῃ. Στο πλαίσιο τῆς εὐρύτερης θεματικῆς τῆς ἐν λόγῳ ἐκδήλωσης, θὰ ἀνακαλύψουμε τὴν συμβολὴ τοῦ κανονικοῦ δικαίου τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας στόν σύγχρονο κόσμο, θα περιοριστούμε δέ στήν ελληνική επικράτεια, όπου αφενός κατοχυρώνεται στό ἄρθρο 3 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος αφετέρου ἡ διοίκηση τῆς ελληνικής ὀρθοδόξου ἐκκλησίας κατά τό κανονοθετικό του πλαίσιο πηγάζει καί από τό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος.
«Κανονικὸ δίκαιο καὶ κοσμικά δικαϊκά συστήματα»
Τὸ κανονικὸ δίκαιο εἶναι τὸ δίκαιο ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ τὴν παράδοση τῆς ἐκκλησίας, εἶναι καρπὸς τοῦ ἁγίου πνεύματός που ἐκφράζεται μέσῳ τῶν ἑπτὰ (7) οἰκουμενικῶν συνόδων καὶ ἀποτυπώνεται διαμέσου τῶν ἱερῶν κανόνων2, οἱ ὁποῖοι ὡς ἐπὶ τὸ πλείστον ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν ἐν τρούλλῳ πενθέκτη3 οἰκουμενικὴ, ἡ ὁποία, τόσο μὲ τὸ δικὸ τῆς ἔργο (102) κανόνες, ὄσο καὶ μὲ τὴν ἐπικύρωση κανόνων προγενεστέρων συνόδων καὶ πατέρων (623), δημιούργησε οὐσιαστικὰ τὸ corpus canonoum τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας.
Τὰ κοσμικὰ δίκαια, δείχνουν να ἀδυνατοὺν να ὀριοθετήσουν τις σχέσεις τῶν ἀνθρώπων στον σύγχρονο κόσμο καὶ σὲ ἕνα εὐρὺ φάσμα στην καθημερινότητα. Τὸ κανονικὸ δίκαιο εἶναι κατὰ τὸ λόγιο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «Τάξις ἀρίστη, παντὸς ἀρχομένου καὶ λόγου καὶ πράγματος, ἐκ Θεοῦ τε ἄρχεσθαι, καὶ εἰς Θεὸν ἀναπαύεσθαι», δηλαδή, εἶναι ἕνα δίκαιο τὸ ὁποῖο ἀρχίζει, προοδεύει καὶ τελειοποιεῖται μὲ τὴν βοήθεια καὶ τὴν χαρῇ τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦ στόματος τῆς ἑκάστοτε οἰκουμενικῆς συνόδου.
Εἰδοποιὸς διαφορά, ἀνάμεσα στο κανονικὸ καὶ τὰ ὑπόλοιπα δικαϊκὰ συστήματα, εἶναι ὅτι οἱ κυρώσεις που ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτὸ - διότι δεν πρέπει να λησμονοῦμε ὅτι τὸ κανονικὸ δίκαιο μπορεὶ να μὴν ἐντάσσεται στα δικαϊκὰ συστήματα μὲ τὴν στενὴ ἔννοια τοῦ ὀροῦ, ἀλλὰ τὰ ὅσα ἀπὸ αὐτὸ ἀπορρέουν δεν παύουν να εἶναι πηγὴ δικαίου καὶ ἐν πολλοῖς αὐτὸ καθ’ αὐτὸ τὸ κανονικὸ δίκαιο κάνει χρήση τῶν ὁρῶν τῶν κοσμικῶν δικαϊκὼν σχημάτων - εἶναι κυρώσεις θεραπευτικοῦ χαρακτῆρα ἐντασσόμενες σὲ ἕνα τελείως διαφορετικὸ πλαίσιο ἑρμηνείας ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ πολιτειακού ποινικοὺ νόμου.
Οἱ ἱεροὶ κανόνες καὶ οἱ εκκλησιαστικές ποινές που ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτοὺς δεν εἶναι πρὸς καταστολὴ τυχόν παθογενειὼν ἣ ἐγκληματικὼν τάσεων ἣ παραβατικὼν συμπεριφορῶν που ὁ πολιτειακός νόμος προσπαθεὶ να προλάβει ἣ καὶ να ἐξαλείψει ἄκομα τὶς πιθανότητές που θὰ ὁδηγήσουν στο ἔγκλημα. Οἱ ἱεροὶ κανόνες τίθενται πρὸς «ψυχῶν θεραπεία καὶ ἰατρεῖα παθών», γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο, ὥστε μὲ τὴν μεθοδικότητα τοὺς καὶ τὴν διαφορετικότητα τοὺς ἀπὸ τὸν κοινὸ νομοθέτῃ, να μπορέσουν να φτάσουν στην πηγὴ τοῦ ὅλου προβλήματος.
«Κανονικὸ δίκαιο καὶ κατοχύρωσή του»
Τὸ ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο προσδίδει κῦρος καὶ ἰσχὺ νόμου4 στους ἱεροὺς κανόνες τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας. Αὐτὴ εἶναι μία ἀξιακὴ βάσῃ για τὴν θεματικὴ μας ἑνότητα. Ἡ διατάξῃ αὐτὴ τοῦ συντάγματος εἶναι ἀπόρροια τῶν ἀπὸ αἰώνων σχέσεων μεταξὺ ἐκκλησίας καὶ πολιτείας καὶ ἰδίως τῆς περιόδου τῶν βυζαντινῶν χρόνων. Τὴν ἐποχὴ για τὴν ὁποία μιλάμε, οἱ ἱεροὶ κανόνες ἀποτελοῦν πλήρως τὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοταξία5, λειτουργώντας παράλληλα μὲ τὴν πολιτειακή6. Ἡ καταστάσῃ αὐτῇ διατηρείται ἐν πολὺς καὶ στα χρόνια τῆς τουρκοκρατίας7,φτάνοντας ὥς τις ἡμέρες μας8.
Σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὴν ὡς ἄνω ἀναφορά, παρενθετικὰ θὰ θέσουμε στη διάθεση κάθε καλόπιστου τὴν προβληματικὴ τὴν ὁποία ἐξέθεσε ὁ Μητροπολίτης Διδυμοτείχου, Ὀρεστιάδος καὶ Σουφλίου κ. Δαμασκηνὸς Καρπαθάκης, νομικὸς καὶ ὁ ἴδιος, στην εἰσηγήσῃ τῆς ἱεραρχίας τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τὸν περασμένο Ὀκτώβριο. Ὁ Μητροπολίτης, μιλώντας στην εἰσηγήσή του για τὶς σχέσεις ἐκκλησίας καὶ πολιτείας, ἀλλὰ καὶ για τὴν ενδεχόμενη συνταγματικὴ ἀναθεώρηση, μας ἀναλύει τὴν δαιδαλώδη καὶ πολύπλευρη ἐρμηνευτικὴ προσέγγιση τῶν ἄρθρων 3 καὶ 13 τοῦ Συντάγματος.
Ἀναφέρονται χαρακτηριστικά: «Ἡ συνταγματικὴἐπιταγὴ τοῦ ἄρθρου 3 περιγράφει ἐπίπλεον τόσο τὴν σχέση τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὄσο καὶ πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ συγχρόνως προσδιορίζει τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς κάθε σχέσης, τόσο πρὸς ἀλλῆλα ὄσο καὶ πρὸς τρίτους. Διαχρονικὰ τὸ ἄρθρο 3, ὅπως ἑρμηνεύεται ἀπὸ τὰ δικαστήρια, ἔχει χρησιμοποιηθεὶ μὲ θετικὸ τρόπο […] Τὸ δεύτερο ἐδάφιο τῆς ἰδίας διατάξῃς ὅμως ἑρμηνεύεται ὑπὸ τὶς διάφορες ἐκδοχὲς τοῦ στα ἑλληνικὰ Συντάγματα, ὅπως καὶ στο ἰσχῦον Σύνταγμα τοῦ 1975 […] Ὁ τότε Ὑπουργὸς Παιδείας Γ. Ῥάλλης ἀπαντῶντας στην Ἱερὰ Σύνοδο, ἐπανέλαβε τὴν κυβερνητικὴ θέση ὅτι, θεωροῦμεν ἀναγκαίαν τὴν διευκρίνησιν ὅτι διὰ τῶν διατάξεων τῆς παραγρ. 1 τοῦἄρθρου 3 τοῦἐν ἰσχύι Συντάγματος ἐκυρώθησαν ὄχι πᾶσαι αἱ διατάξεις τοῦ Συνοδικοὺ Τόμου τοῦ 1850 καὶ τῆς Πατριαρχικὴς Πράξεως τοῦ 1928, ἀλλὰ μόνον οἱἀναφερόμεναι εἰς τὸν τρόπο συγκροτήσεως τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου […] ἡ νομολογία τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας ἐπὶ τῆς ὑποχρεώσεως ταύτης τῆς Ἑλλαδικὴς Ἐκκλησίας καὶἐν συνδυασμῷ πρὸς τὴν διὰ τοῦἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος ὁριζομένην ἐλεθερίαν τῆς λατρείας ἐδέχθη τὸ δικαίωμα τῆς αὐτοδιοικήσεως τῆς ἐν Ἑλλάδι ἐπικρατούσης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ κατοχύρωσε τοῦτο ὡς Συνταγματικὴν ἐπιταγὴν διὰ σειρὰς σχετικῶν ἣ περιστατικῶν ἀποφάσεων».
«Στο σημεῖο ἐτοῦτο ὅμως πρέπει να σημειωθεὶ ὅτι, ἀπὸ τῆς ἱδρύσεώς του τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας νομολογεὶ ὅτι ὄχι μόνο δεν εἶναι κατοχυρωμένοι πλήρως οἱ ἱεροὶ κανόνες καὶ παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τὸ ἄρθρο 3 ἣ τὸ ἄρθρο 13 περὶ προστασίας τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἀλλὰ ἐπιπλέον νομολογεὶ ὅτι ὁ νομοθέτης εἰδικὰ ὡς πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔχει τὸ δικαίωμα να νομοθετεῖ, εἴτε ἐρήμην τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, εἴτε ἄκομα καὶ σὲ πλήρη διαφωνία μὲ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, διότι τοῦτο ἐπιβάλλει τὸ κοινὸ συμφέρον Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας. Πρόκειται για μία ἀπολύτως ἀορίστη ἔννοια, ἡ ὁποία δεν θεμελιώνεται σὲ καμία διατάξῃ τοῦ Συντάγματος».
Ἀφήνοντας στην κρίσῃ τῆς ἐπιστημονικῆς κοινότητας τὰ ὅσα διαβάσαμε καὶ συνεχίζοντας τὴν ἀναφορὰ μας για τὴν κατοχύρωση των ιερών κανόνων, συναντάμε στη βιβλιογραφία τὰ ἑξῆς: «Ὁ κοινὸς νομοθέτης παραπέμπει ῥητὰ στους κανόνες τῆς ἐκκλησίας καὶ ἔτσι σήμερα ἔχουμε ῥητὴ ἀναγνώριση τῆς ἰσχῦος τῶν κανόνων τῆς ἐκκλησίας ὡς νόμων τοῦ κράτους»9.
Ὁ καταστατικὸς χάρτης τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος που εἶναι καὶ νόμος τοῦ κράτους, στο ἄρθρο 29, ἐπιτρέπει στους ἐπισκόπους, να ἀσκοῦν τὰ καθήκοντα τοὺς βάσῃ τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ τῶν νόμων τῆς πολιτείας10. Ἀσκώντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ καὶ τὴν προτροπὴ τοῦ νομοθέτῃ, τὴν ἐξουσία τοὺς βάσῃ δύο δικαιοταξιών: Τῆς Πολιτειακῆς καὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς.
Πλειάδα ἄλλων ἀποφάσεων ἀνασυρόμενες ἀπὸ τὴν νομολογία, μας πιστοποιοῦν τὴν ἰσχὺ αὐτὴ τῶν ἱερῶν κανόνων στο σήμερα. Ἡ ἀπόφαση 6453/2004 τοῦ πολυμελοῦς πρωτοδικείου Ἀθηνῶν, ἀναφερόμενη στους ἕλληνες παλαιοημερολογίτες ἀναφέρει ὅτι: οἱ μονὲς τῶν παλαιοημερολογιτὼν ἔχουν αὐτοδικαίως ἱκανότητα δικαίου καὶ διαδίκου, ἐφόσον ἔχουν ἰδρυθεὶ σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνες.
Σὲ ἄλλο σημεῖό που συναντοῦμε στην νομολογία καὶ συγκεκριμένα στην 34/2009 ἀπόφαση τοῦ Γ΄ τμήματος τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, στην μεταξὺ Μητροπολίτου καὶ ἱερὰς μονῆς διένεξης, ἐνῶ ἀρχικὰ τὸ Σ.τ.Ἕ, μας πληροφορεὶ ὅτι: οἱ σχετικοὶ ἱεροὶ κανόνες (ΛΗ καὶ ΜΑ Ἀποστολικοί, Δ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς καὶ Ἅ΄ τῆς Πρωτοδευτέρας), ἀπὸ τοὺς ὁποίους συνάγεται, κατὰ τοὺς ἰσχυρισμοὺς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἡ ὑποχρέωση προηγουμένης ἔγκρισης τῆς ἀσκήσῃς ἐνδίκου μέσου, δεν δύνανται να ὑπερισχύσουν διατάξεων τοῦ πολιτειακοῦ δικαίου. Ἐξακολουθώντας καὶ ἐκθέτοντας τὴν σκέψῃ τοῦ, μας παραθέτει δύο ἀποφάσεις τοῦ ἰδίου δικαστηρίου λέγοντας μας: Παραδεκτὼς προσβάλλεται μὲ τὴν κρινόμενη αἰτήσῃ ἡ ἀνωτέρω πράξῃ τοῦ Μητροπολίτῃ, ἡ ὁποία ἐκδόθηκε κατὰ τὴν ἀσκήσῃ τῶν διοικητικῶν τοῦ καθηκόντων μὲ βάσῃ ὄχι τοὺς ἱεροὺς κανόνες αὐτὸ χρίζει προσοχῆς, ἀλλὰ διατάξεις νόμου (Σ.τ.Ε. 3291/1976, πρβλ. Σ.τ.Ε. 1441/1993).
Ἐξακολουθώντας, τὸ ἴδιο δικαστήριο μας τονίζει στην 2569/90 ἀπόφαση τοῦ Δ’ τμήματός του περὶ τῆς ὁπλοφορίας τὰ ἑξῆς: Κατὰ τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς κανόνες ΞΣΤ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Ἡ΄ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου που ἐκφράζουν τῇ διδασκαλίᾳ αὐτῇ ἀπαγορεύοντας στους κληρικοὺς καὶ μοναχοὺς να χρησιμοποιοὺν βία καὶ ἑπομένως να φέρουν ὅπλα. Ἀντιθέτως ἑρμηνεία τοῦ νόμου, ἐπιτρέπουσα τὴν ὁπλοφορίαν τῶν κληρικὼν καὶ μοναχῶν, θὰ καθιστᾲ τὸ νόμο τοῦτο ἀντίθετο πρὸς τὴν συνταγματικὴ διατάξῃὡς παραβιάζοντα τὴν εἰρημένη θεμελιώδη ἀρχὴ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Καὶ τοῦτο, γιατὶ ἡ ἔννοια τοῦ ἄρθρου 3 παράγραφος 1 τοῦ Συντάγματος εἶναι ὅτι ἡ πολιτεία δεν μπορεὶ να θεσπίσει διατάξεις ἀντίθετες πρὸς τὸ περιεχόμενο τῶν ἱερῶν κανόνων που τὸ Σύνταγμα κατοχυρώνει.
Εὔκολα, λοιπὸν, ἀντιλαμβάνεται κανεὶς τὴν ταύτιση καὶ νοηματοδότηση τοῦ πολιτειακοῦ νόμου ἀλλὰ καὶ τὶς ἀντιθέσεις λόγῳ ἰδεοληψιὼν στο πεδίο ἐφαρμογῆς, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς καὶ τῆς ἀξίες τοῦ θρησκευτικοῦ οὐμανισμοὺ καὶ πλουραλισμού. Δεν μπορεὶ εὔκολα κανεὶς να παρακάμψει τὴν 564/2005,ἀπόφαση τοῦ Συμβουλίου Ἐφετῶν Ἀθηνῶν, ὅπου στο ἀναφέρει: Ὅτι οἱ νόμοι τῆς πολιτείας ῥητὰ παραπέμπουν στους κανόνες τῆς ἐκκλησίας.
Ἡ βασικὴ δομικὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στη συνταγματική κατοχύρωση των ἱερών κανόνων καὶ στην θρησκευτικὴ αυτονομία του άρθρου 13 ποὺ δύσκολα κανεὶς ἀντιλαμβάνεται, ἀναφύεται στην ἀπὸ τὸν νόμο παραπομπὴ καὶ συνταγματικὴ κατοχύρωση τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ ὄχι στο κανονιστικὸ πλαίσιο κάθε θρησκείας, ποὺ διέπει τὴν ἐλεύθερη καὶ ἀπροσκόπτη λειτουργία τῆς. Ὅπως ἀπὸ το ἄρθρο 9 σε συνδυασμό με το άρθρο 11 τῆς Εὐρωπαϊκὴς Συμβάσης Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου, ποὺ κατοχυρώνουν τὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία καὶ τὴ θρησκευτικὴ αὐτονομία ὡς συλλογικὸ δικαίωμα.
Ἀρκεῖ κάποιος για να στοιχειοθετήσει τὰὡς ἄνω, να ἀνατρέξει στον Ἀστικὸ Κώδικα ὅπου θὰ συναντήσει πλειάδα ἄρθρων τοῦ, ποὺ κανονίζουν τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὅσοι ἐπιλέξουν τὸν θρησκευτικὸ τύπο τοῦ γάμου ὀφείλουν να ἀκολουθήσουν προκειμένου αὐτὸ να καταστεὶ ἐφικτό11. Τονίζοντας τὴν σπουδαιότητα αὐτοῦὡς μυστηρίου καὶ τὸν σεβασμὸ τῆς πολιτειακῆς νομοθεσίας πρὸς τὴν παράδοση τῆς ἐκκλησίας, ἡὁποία στηρίζεται ἀποκλειστικὰ για τὸ θέμα αὐτὸ στην ῥωμαιοβυζαντινὴ νομοθετικὴ κουλτούρα καὶ στους ἱεροὺς κανόνες12.
Κυρίες καὶ Κύριοι…
Κλείνοντας τὴν εἰσηγήσῃ μας αὐτή, προσπαθήσαμε ἐν συντομία να καταδείξουμε τὴν συμπόρευση τοῦ δικαίου τῆς ἐκκλησίας, μὲ ἔναν νόμο τῆς πολιτείας ὅπου ἣ δημιουργία τοῦ ὡς σκοπὸ ἔχει τὴν προστασία τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Ὁ νομοθέτης τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος, ἀναφέρεται στη θρησκευτικὴ ἐλευθερία ὡς ατομικό δικαίωμα και δικαίωμα κάθε θρησκευτικής κοινότητας που θεωρείται γνωστή θρησκεία, και αὐτὸ δεν μπορεὶ παρὰ να εἶναι τὸ σημεῖο σύγκλισης μεταξὺ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου, ἀφότου καὶ ἡ ἐκκλησία βλέπει να πραγματώνεται τὸ δίκαιο τῆς ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς εὐχαριστιακὴς καὶἐσχατολογικὴς προοπτικὴς τῆς κοινότητας13.
Βέβαια, δεν πρέπει να ταυτίζουμε τὸν ὄρο κοινότητα, παρὰ μόνο ἐννοιολογικά. Ἡ κοινωνικὴ συνοχή που ἐπιδιώκεται μέσῳ τοῦ νόμου δείχνει τὴν ἀγωνία τῆς πολιτείας για τὴν σωστὴ καὶ ἁρμονικὴ σχεσιακὴ καὶ φιλοσοφικὴ προοπτικὴ τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας καί πως αὐτὸ δείχνει να ἐπιτυγχάνεται, ὁμαλοποιώντας τὴν καθημερινότητα τῶν μελῶν τόσο τῆς κοινότητας, τὰ ὁποῖα δεν χάνουν τὴν ἰδιότητα τοὺς ὡς μελῶν τῆς κοινωνίας.
Στον ἀντίποδα τῆς φυσιολογικῆς ἐν πολλοῖς συμπόρευσης τοῦ ἑνὸς δικαίου μὲ τὸ ἄλλο, ἡ ἐκκλησία προτάσει τὴν πλήρη ἐλευθερία τοῦ δικαίου τῆς ὅπως αὐτὴ προβάλλεται μέσῳ τοῦ μυστηρίου τῆς εὐχαριστίας, καὶ τοῦτο πραγματώνεται μὲ τὴν συμμετοχὴ τῶν πιστῶν στο μυστήριο, γι’ αὐτὸ ἄλλωστε γίνεται καὶ λόγος για κοινότητα, κοινότητα εὐχαριστιακή, ὅπου τὸ δίκαιο βρίσκει ἐλεύθερη βουλητικὴ ἐφαρμογὴ ἀπὸ τὰ μέλη τῆς καὶ ὄχι ἀναγκαστικὴ ἐφαρμογὴ σὲ μία συμφωνία ἁπλῆς συνυπάρξῃς, ἀλλά, οὐσιαστικῆς ἐσχατολογικὴς τελείωσης.
Ἡ κομβικὴ διαφορὰ ἔγκειται, στην μὴ αἰτιοκρατικὴ διαδικασία τοῦ δικαίου τῆς ἐκκλησίας, πρᾶγμά που εἶναι ἀναγκαῖο στο κοσμικὸ δίκαιο14. Τὸ κανονικὸ δίκαιο καθρεπτίζει τὴν ὅλη ἐκκλησιολογία καὶ τονίζει τοὺς ἀρρήκτους δεσμοὺς τοῦἑνὸς μὲ τὸ ἄλλο15.Ἡ διαφορὰ πλέον, ἀποκτᾷ διαστάσεις φυσικὲς καὶ ὄχι τεχνικὲς μιᾶς καὶ τὸ δίκαιο τῆς ἐκκλησίας εἶναι αὐτό που εἶναι ἀπὸ τὴν φύσῃ τοῦ16.
Καὶ στις δύο περιπτώσεις σκοπὸς εἶναι ἡ ἐλευθερία, κάτι για τὸ ὁποῖο στην πρώτη περίπτωση τῆς ἐκκλησίας καὶ τοῦ δικαίου τῆς φαντάζει φυσικὴ ἐξέλιξη τῆς πορείας πρὸς τὴν τελείωση, ἐνῶ στην δεύτερη, ἡ ἀγωνία τοῦ πολιτικοῦ νομοθέτῃ εἶναι ἐμφανής, ἀναζητώντας, σεβασμό, ἑνότητα καὶ οἰκουμενικότητα σὲ ἄλλους θεσμοὺς καὶ ὄχι στην ἴδια τοῦ τὴν φύσῃ, γεγονὸς για τὸ κανονικὸ δίκαιό που θεωρεῖται αὐτονόητο.
Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ!!!
----------------------------------------------------------------------------
1.Βλ. Ε. Βενιζέλος, Το Σύνταγμα του 1975/1986/2001, εκδ, Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2001, 16, Μητρ. Ἱ. Βλάχος, Τό Πρόσωπο στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἐκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, 76 – 88.
2.Βλ. Β. Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ Θεολογία τῶν Οἰκουμενικών Συνόδων, έκδ. Ἔννοια, Ἀθήνα 20112, 13 – 38, Β. Φειδᾶς, Ἱεροί Κανόνες, Ἀθῆναι 1998, 5 – 6.
3.Βλ. Β. Γιαννόπουλος, ὅπ.π., 660 – 661.
4.Βλ. Ε. Βενιζέλος, ὅπ.π., 16.
5.Βλ. Γ. Πουλῆς, Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο, ἐκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 20082, 21.
6.Βλ. Σ. Τρωιάνος, Βυζαντινά 132 (1985), 1191 – 1200.
7.Βλ. Γ. Πουλῆς, ὅπ.π., 21.
8.Βλ. ὅπ.π., 22.
9.Πρβλ. ὅπ.π., 23.
10.Βλ. Ἄρθρο 29 παραγ. 1 τοῦ ν. 59071977.
11.Βλ. Λίλας Καρατζά, 4 Κώδικες, Νομική Βιβλιοθήκη, 201645, 145, «ΑΚ. ἄρθρα 1356,1357,1360».
12.Βλ. Β. Τρομπούκη, «Η διαδικασία ελέγχου των προϋποθέσεων τελέσεως του Γάμου», Νομοκανονικά 1 (2011), 89 – 127.
13.Βλ. Μητρ. Ἰ. Ζηζιούλα, Ἔργα Α΄ Ἐκκλησιολογικά μελετήματα, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 2016, 759.
14.Βλ. ὅπ.π., 766.
15.Βλ. ὅπ.π., 769.
16.Βλ. ὅπ.π., 769.