2021-02-21 13:01
του Μάριου Μανιατάκου,
Ασκούμενου Δικηγόρου,
LLM Εκκλησιαστικού Δικαίου ΕΚΠΑ
Το θέμα της αναγνωρίσεως του Αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ουκρανίας από την Εκκλησία της Ελλάδας και τα βασικά της διοικητικά όργανα με προεξέχοντα τον Αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο, μίας αναγνώρισης που έλαβε και επίσημη μορφή τον Οκτώβριο του 2019.
Ωστόσο, πλέον, βαδίζοντας στο κατώφλι του 2021 και έχοντας τα πράγματα κάπως ηρεμήσει τόσο σε εκκλησιαστικό όσο και σε διεθνοπολιτικό επίπεδο θα ήθελα να προβώ σε μία προεπισκόπηση αυτών που διαδραματίστηκαν και να τα σχολιάσω βασισμένος στην απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού δικαστηρίου της χώρας (ΟλΣτΕ 944/2020). Η υπόθεση αφορά την απορριφθείσα αίτηση της «Πανελλήνιας Ορθόδοξης Ένωσης» και ιδιωτών, οι οποίοι ζητούσαν να ακυρωθεί η απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την οποία αναγνωρίστηκε το κατά το κανονικό δίκαιο δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, για την παραχώρηση αυτοκέφαλου καθεστώτος στην Ουκρανική Εκκλησία, καθώς και το προνόμιο του Αρχιεπισκόπου να χειριστεί περαιτέρω το ζήτημα της αναγνωρίσεως της Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Το ΣτΕ έκρινε πως η προσβαλλόμενη πράξη αφορά εσωτερικό εκκλησιαστικό ζήτημα σχετικό με την διάρθρωση της καθόλου Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς και τις διορθόδοξες σχέσεις, δηλαδή τις σχέσεις των Αυτοκέφαλων Ορθοδόξων Εκκλησιών μεταξύ τους και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται αποκλειστικά από το κανονικό δίκαιο – γραπτό και εθιμικό - και όχι από πολιτειακούς κανόνες, οι οποίοι ουδέν προβλέπουν επί των ζητημάτων αυτών, δεν συνεπάγεται δε έννομες συνέπειες στην κατάσταση και τις αρμοδιότητες πολιτειακών οργάνων. Βάσει των προαναφερθέντων, το Δικαστήριο έκρινε πως η προσβαλλόμενη πράξη της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, καθώς και το θεωρούμενο ως συμπροσβαλλόμενο, από 21-10-2019 Ειρηνικό Γράμμα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών προς τον Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ. Επιφάνιο, που αναφέρονται σε ζήτημα το οποίο δεν ρυθμίζεται από το πολιτειακό, αλλά αποκλειστικά από το κανονικό δίκαιο, δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις εκκλησιαστικής αρχής αλλά πράξεις με πνευματικό αμιγώς χαρακτήρα, και συνεπώς απαραδέκτως προσβλήθηκαν με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφέρω κάποιες λεπτομέρειες για το λεγόμενο ζήτημα αναγνώρισης Αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής Εκκλησίας που θα βοηθήσουν στην ευκολότερη κατανόηση του κειμένου. Το ιστορικό της υπόθεσης αναλύεται πιο ενδελεχώς στη σκέψη με αριθμό 4 της υπό εξέταση απόφασης. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης απέστειλε έγγραφο στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, μέσω του οποίου γνωστοποίησε την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να ανακηρύξει την Εκκλησία της Ουκρανίας αυτοκέφαλη, καθώς και το γεγονός ότι ο Προκαθήμενος της εν λόγω Εκκλησίας αναγνωρίζεται ως ο «Μακαριώτατος Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ουκρανίας».
Έπειτα, στις 6.1.2019 υπογράφηκε ο σχετικός Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος και καθορίστηκαν οι ειδικότεροι όροι του αυτοκεφάλου. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, με την από 5.3.2019 εντολή του, παρέπεμψε τη μελέτη του ζητήματος στις δύο Συνοδικές Επιτροπές επί των Δογματικών και Νομοκανονικών και επί των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών ζητημάτων, οι οποίες εισηγήθηκαν από κοινού ότι δεν υφίσταται κώλυμα για την εναρμόνιση της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο έχει το κανονικό προνόμιο να ανακηρύσσει την αυτοκεφαλία των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος έκανε δεκτή την εισήγηση των ως άνω Συνοδικών Επιτροπών και αποφάσισε την αποστολή εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου Ειρηνικού Γράμματος, με το οποίο απευθύνονται συγχαρητήρια στον Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ουκρανίας για την ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας και την ανάληψη των καθηκόντων του. Ακολούθως, συνεκλήθη η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία ενέκρινε όπως αναφέρθηκε παραπάνω την απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.
Τέλος, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών απέστειλε το από 21.10.2019 Ειρηνικό Γράμμα στον Μητροπολίτη Κιέβου, το οποίο σηματοδότησε την επίσημη έναρξη της εκκλησιαστικής επικοινωνίας (κοινωνίας) μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Η υπό εξέταση απόφαση φαίνεται να περιλαμβάνει στο σκεπτικό της το δικαίωμα της θρησκευτικής αυτοοργάνωσης, το οποίο αρχίζει να γίνεται αντιληπτό και να διαπλάσσεται στην ελληνική έννομη τάξη σύμφωνα με το ειδικότερο περιεχόμενό της. Επιπλέον, αν και η απόφαση είναι ιδιαίτερα συνοπτική, θίγει το ζήτημα της εκτελεστότητας των πράξεων που εκδίδονται από τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τα όργανά τους, το οποίο διαμορφώνεται διαρκώς μέσα από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει διαμορφώσει, μια ιδιαίτερη κατηγορία μη εκτελεστών διοικητικών πράξεων, τις πνευματικές. Αυτό που μπορεί, ωστόσο, να αναφερθεί, είναι ότι κάθε μία από τις ως άνω πράξεις πνευματικού χαρακτήρα είναι διαφορετικής σημασίας για την ζωή και την εσωτερική οργάνωση της Εκκλησίας. Για παράδειγμα, το ζήτημα του επιτιμίου της ακοινωνησίας σε μέλος του πληρώματος της Εκκλησίας είναι διαφορετικής φύσης από ένα διεκκλησιαστικό ζήτημα, όπως, η αναγνώριση της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ουκρανίας, καθώς το πρώτο αφορά την υπαγωγή των πολιτών στο κανονιστικό πλαίσιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ το δεύτερο την επικοινωνία δύο Εκκλησιών που εδρεύουν σε διαφορετικές χώρες και έχουν ως μέλη τους πολίτες διαφορετικών κρατών. Βέβαια, οι συμπροσβαλλόμενες πράξεις ορθώς κρίθηκαν μη εκτελεστές. Η μη εκτελεστότητά τους, ωστόσο, δεν έγκειται στη μη ύπαρξη πολιτειακών εννόμων συνεπειών, αλλά στην αρχή της ουδετερότητας του κράτους ως απόρροια του δικαιώματος θρησκευτικής αυτοοργάνωσης.
Στην εν λόγω απόφαση, ειδικά στη σκέψη με αριθμό 5, ανακύπτουν και ορισμένα ζητήματα ουσιαστικού εκκλησιαστικού δικαίου. Ειδικότερα, το ΣτΕ αναφέρει στο σκεπτικό του την εσωτερική ζωή και οργάνωση της Εκκλησίας, η οποία, όταν λειτουργεί ως αμιγώς πνευματικός οργανισμός, απολαμβάνει πλήρους αυτονομίας. Το δικαίωμα της θρησκευτικής αυτονομίας στο δίκαιο της ΕΣΔΑ και τη νομολογία του ΕΔΔΑ εντάσσεται στο κανονιστικό πλαίσιο του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, είναι, όμως, ευρύτερο του δικαιώματος της θρησκευτικής αυτοδιοίκησης.
Σύμφωνα με τη θρησκευτική αυτονομία, οι θρησκευτικές κοινότητες είναι οργανωμένα σύνολα που έχουν διττή φύση, την υπερβατική και την κοσμική ως προς την προσέγγιση του δικαίου τους. Η αυτόνομη, λοιπόν, και χωρίς κρατικές επεμβάσεις ύπαρξη μιας θρησκευτικής κοινότητας είναι στοιχείο πλουραλισμού σε μια δημοκρατική κοινωνία και βρίσκεται στον πυρήνα προστασίας του άρθρου 9 της Σύμβασης.
βλ. Μ.- Ω. ΚΟΥΤΣΟΥΠΙΑ, Ε. ΠΑΛΙΟΥΡΑ, σχόλιο στη ΣτΕ 944/2020 Ολομέλεια, ΔιΔικ 4/2020, σ.627-651