2019-05-24 02:05
της Ελένης Παλιούρα
1. Εισαγωγή: Η Εκκλησία εντός του ελληνικού Κράτους
Σε οποιοδήποτε εγχείρημα επισκόπησης των σχέσεων κράτους - εκκλησίας, σκόπιμη είναι η εννοιολογική αποσαφήνιση των δύο υποκειμένων των υπό εξέταση σχέσεων και η οριοθέτηση του πεδίου έρευνας, καθώς το ζήτημα αυτό έχει απασχολήσει τις ανθρωπιστικές επιστήμες γενικότερα από πολλές πτυχές, γεγονός που δικαιολογείται από την πολυδιάστατη παρουσία της Εκκλησίας μέσα στην πολιτεία (2). Ποιο είναι το Κράτος και ποια η Εκκλησία, ποιοι είναι οι δύο θεσμικοί παράγοντες, η διασύνδεση των οποίων εξετάζεται σε κάθε περίπτωση; Πιο αναλυτικά, η εννοιολογική προσέγγιση της Εκκλησίας δεν απαντά ούτε σε έναν ενιαίο ορισμό, ούτε σε μία μονάχα πνευματική και διοικητική συγκρότηση. Η ένταξη του όρου Εκκλησία στο περιεχόμενο του αρχαιοελληνικού δημόσιου δικαίου, δεν σχετίζεται με τη μετέπειτα εξέλιξή του, που αφετηρία έχει τον πρώτο αποστολικό αιώνα και τη διάδοση του χριστιανισμού (3).
Από την πλευρά, πάντως, του Εκκλησιαστικού δικαίου ο όρος Εκκλησία ανταποκρίνεται συνοπτικά στο σύνολο των ομοδόξων Χριστιανών, σημασία που προέκυψε μετά τη διακοπή κοινωνίας μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας το 1054 και τη διασάλευση της εκκλησιαστικής ενότητας (4). Ποια είναι, όμως, η Εκκλησία μέσα στο ελληνικό κράτος; Όταν γίνεται λόγος για την ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, αναφερόμαστε ουσιαστικά σε κατ' αρχήν πέντε διαφορετικές εκκλησιαστικές δικαιοταξίες, που συνυπάρχουν στην ελληνική επικράτεια. Πρόκειται για την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, στην οποία θα επικεντρωθεί και η παρούσα διερεύνηση των σχέσεων κράτους - εκκλησίας, το ιδιαίτερο καθεστώς των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών, την ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης, τις Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, που υπάγονται απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, και το 'Αγιο Όρος (5). Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος συγκροτήθηκε το 1830, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου, ενώ η τελική προσάρτηση εδαφών σημειώθηκε μετά το πέρας του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, γεγονός που έχει σημασία στη συγκρότηση των ως άνω αναφερόμενων εκκλησιαστικών δικαιοταξιών (6).
Δεν παραγνωρίζεται, πάντως, από τη νομοθεσία η ιδιαίτερη φύση της εκκλησιαστικής έννομης τάξης, αφού στον ισχύοντα καταστατικό χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος είναι νόμος του Κράτους (7) προερχόμενος εκ της ολομέλειας του κοινοβουλευτικού σώματος, αναφέρεται η εκκλησία ως θείον καθίδρυμα, και η νομική προσωπικότητα που της παρέχεται καθίσταται εμφανές ότι εξυπηρετεί τις νομικές μόνο σχέσεις της, τη διευκόλυνσή της δηλαδή στις συναλλαγές και την προστασία της έναντι τρίτων (8). Ο πολιτειακός νόμος τόσο ο υπέρτατος μέσα στον κρατικό οργανισμό, το Σύνταγμα δηλαδή, όσο και ο κοινός, καθορίζουν το νομικό περίβλημα και δεν υπεισέρχονται στον καθορισμό της πνευματικής αποστολής της Εκκλησίας.