2017-11-30 05:18
{Το παρόν αποτελεί απόσπασμα από το άρθρο μου στο περιοδικό ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΚΑΙΟ (Τεύχη 2-3, 2017, σ.235-253) με τίτλο "Δικαιώματα των νομικών προσώπων που εξυπηρετούν θρησκευτικούς σκοπούς", www.publiclawjournal.com.}
Από το δικαίωμα της θρησκευτικής αυτονομίας και ειδικότερα της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι χάριν θρησκευτικών σκοπών1 απορρέει και η αξίωση των θρησκευτικών κοινοτήτων απέναντι στο κράτος για αναγνώριση νομικής προσωπικότητας2. Πράγματι, η αναγνώριση νομικής προσωπικότητας βρίσκεται στον πυρήνα της πραγμάτωσης του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας υπό τη συλλογική του διάσταση3, καθώς είναι ζωτικής σημασίας για την ικανότητα μιας θρησκευτικής κοινότητας να λειτουργεί ως ένα οργανωμένο σύνολο εντός της εθνικής έννομης τάξης4, καθώς συνδέεται άμεσα με την απόκτηση περιουσίας και την ενεργητική και παθητική νομιμοποίησή της5. Το διεθνές δίκαιο μπορεί να αποδίδει προστασία στις θρησκευτικές κοινότητες, ωστόσο, για την εξυπηρέτηση των σκοπών της εκάστοτε κοινότητας, καθώς και για την ευέλικτη δράση της εντός της επικράτειας, στην οποία εδράζεται, είναι μείζονος σημασίας η δυνατότητα λήψης νομικής προσωπικότητας εκ μέρους ενώσεων προερχομένων από αυτή, για τον επιπρόσθετο λόγο της δημιουργίας με τον τρόπο αυτό σχέσης συνεργασίας με το κράτος, μέσω της οποίας το τελευταίο είναι δυνατόν να προβεί σε επωφελείς για τις ενώσεις αυτές ενέργειες, όπως είναι ένα προνομιακό φορολογικό καθεστώς και η πρόσβαση στη δημόσια εκπαίδευση6.
Το είδος της νομικής προσωπικότητας και η ονομασία της αποτελούν αρμοδιότητα του εθνικού νομοθέτη7, ενώ σημειώνεται ποικιλία τρόπων για τη διασφάλιση της δυνατότητας λήψης της εν λόγω προσωπικότητας εκ μέρους των ενώσεων των θρησκευτικών κοινοτήτων. Ορισμένα εθνικά συστήματα για παράδειγμα προβλέπουν απόκτηση νομικής προσωπικότητας μέσω της διαδικασίας της αίτησης σε δικαστήριο ή στη διοίκηση. Σε κάθε περίπτωση, ενόψει του ότι σειρά νομικών ενεργειών δύνανται να υλοποιηθούν μόνο από συσταθέντα νομικά πρόσωπα, η απόκτηση της νομικής προσωπικότητας θα πρέπει να είναι γρήγορη, διαφανής, δίκαιη, χωρίς αποκλεισμούς και χωρίς διακρίσεις.8
Η δυνατότητα αναγνώρισης νομικής προσωπικότητας στις θρησκευτικές κοινότητες και τις ενώσεις τους δεν ισοδυναμεί με υποχρέωση υλοποίησή της εκ μέρους τους, ενώ οποιαδήποτε άρνηση για αναγνώριση της εν λόγω προσωπικότητας ή αναστολή της είναι απαραίτητο να θεμελιώνεται σε αυστηρές προϋποθέσεις. Κατ’ αρχήν δηλαδή είναι δυνατή η άρνηση αναγνώρισης νομικής προσωπικότητας, για λόγους ουσιαστικούς ή τυπικούς, διαφορετικά δε θα υπήρχε λόγος ορισμού κριτηρίων προς την απόκτησή της, ούτε θα υπήρχε συμβατότητα με την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Στη Γερμανία για παράδειγμα, θεμελιώνεται άρνηση για αναγνώριση νομικής προσωπικότητας σε θρησκευτική ένωση, αν οι σκοποί της εν λόγω ένωσης δε συμφωνούν με τον ποινικό νόμο, τις συνταγματικές επιταγές και το διεθνές δίκαιο. Στην Εσθονία η άρνηση αυτή είναι επιβεβλημένη σε περίπτωση που η διδασκαλία και το καταστατικό των θρησκευτικών ενώσεων είναι ασύμβατα προς την πολιτειακή νομοθεσία, τη δημόσια υγεία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ το ίδιο συμβαίνει και στην Πολωνία με την επιπρόσθετη θεμελίωση άρνησης στην έλλειψη των χαρακτηριστικών εκείνων που δίνουν σε μία ένωση το θρησκευτικό της χαρακτήρα9.
Η απουσία, πάντως, επιθυμίας εκ μέρους μιας θρησκευτικής κοινότητας για σύσταση νομικών προσώπων δεν ισοδυναμεί με μη υπαγωγή της στα υποκείμενα του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας10. Σχετικά με την άρνηση των θρησκευτικών ενώσεων για λήψη νομικής προσωπικότητας, λόγω ασυμβατότητας της τελευταίας με την υπόστασή τους, έχει κριθεί σε ορισμένες έννομες τάξεις ότι, επειδή οι σκοποί που εξυπηρετούν οι εν λόγω ενώσεις δεν προσιδιάζουν στη φύση των σκοπών των υπόλοιπων ενώσεων που λειτουργούν εντός του πλαισίου τους, οι ενώσεις που φέρουν θρησκευτικό χαρακτήρα έχουν τη δυνατότητα να υπαχθούν σε ιδιαίτερο τύπο νομικής προσωπικότητας. Στην Τσεχία μάλιστα δεν υπάρχει καν η δυνατότητα επιλογής μεταξύ του γενικού τύπου νομικής προσωπικότητας και του ειδικού εκ μέρους των θρησκευτικών ενώσεων, οι οποίες είναι περιορισμένες στον τελευταίο σε περίπτωση επιδίωξης απόκτησης νομικής προσωπικότητας11.
Ως προς τη διαδικασία αναγνώρισης νομικής προσωπικότητας, είναι απαραίτητο πρώτον να είναι ανοιχτή και σε όλες τις θρησκευτικές κοινότητες, όχι μόνο στις παραδοσιακές ή στις τυχόν αναγνωρισμένες μέσα σε ένα κράτος, και δεύτερον να μη διέπεται από επαχθείς απαιτήσεις παρακωλυτικές της απόκτησής της. Παραδείγματα τέτοιων επαχθών απαιτήσεων αποτελούν η υπογραφή της αίτησης απόκτησης νομικής προσωπικότητας από όλα τα μέλη της θρησκευτικής κοινότητας, με τα πλήρη ονόματά τους, τις ημερομηνίες γέννησης και τους τόπους διαμονής, καθώς και η αδυναμία λειτουργίας της ένωσης εκτός της έδρας της, η μακροχρόνια αναμονή για την απόκτηση της προσωπικότητας ή η περιττή γραφειοκρατία. Οι απαιτήσεις αυτές είναι ασύμφωνες με το διεθνές δίκαιο και την αρχή της αναλογικότητας, υπό τη μορφή της αναγκαιότητας ενός μέτρου σε μία δημοκρατική κοινωνία12. Μη συμβατός, επίσης, με τα διεθνή ανθρώπινα δικαιώματα είναι ο έλεγχος νομιμότητας των θρησκευτικών πεποιθήσεων, καθώς και των τρόπων εκδήλωσής τους13, οι οποίοι βέβαια είναι απαραίτητο να μην αντιβαίνουν στους γενικούς περιορισμούς του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας.
Χαρακτηριστική υπόθεση της αξίωσης των θρησκευτικών ενώσεων για αναγνώριση νομικής προσωπικότητας, που εξετάστηκε από το ΕΔΔΑ είναι η αυτή της Μητροπολιτικής Εκκλησίας της Βεσσαραβίας14, που συμπεριλαμβάνει την ανάγκη η αναγνώριση νομικής προσωπικότητας στις ως άνω αναφερόμενες ενώσεις να μην εξαρτάται από την απόλυτη κρίση της διοίκησης, που ενδέχεται να φτάσει στα όρια της αυθαιρεσίας15. Η υπόθεση βασίζεται σε προσφυγή που κατέθεσαν η Μητροπολιτική Εκκλησία της Βεσσαραβίας και δώδεκα Μολδαβοί υπήκοοι, ένας εκ των οποίων απεβίωσε το 1999, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά της Δημοκρατίας της Μολδαβίας, με τον ισχυρισμό ότι η άρνηση αναγνώρισης νομικής προσωπικότητας στην αιτούσα Εκκλησία εκ μέρους των Μολδαβικών αρχών καθιστούσε την τελευταία θύμα δυσμενούς διάκρισης.16
Πιο αναλυτικά, η Μητροπολιτική Εκκλησία της Βεσσαραβίας υπέβαλε το πρώτον αίτηση αναγνώρισης από τις Μολδαβικές αρχές στις 8 Οκτωβρίου 1992, βάσει του μολδαβικού νόμου για τις θρησκευτικές κοινότητες της 24ης Μαρτίου 1992, χωρίς ωστόσο να λάβει απάντηση. Στις επόμενες δύο αιτήσεις της που πραγματοποιήθηκαν το 1995, έλαβε αρνητική απάντηση, με αποτέλεσμα η Εκκλησία να προσφύγει στη δικαιοσύνη το καλοκαίρι του 1995, η οποία στον πρώτο βαθμό αποφάνθηκε υπέρ της. Το Ανώτατο Δικαστήριο, ωστόσο, αποφάσισε πως τα δικαστήρια ήταν αναρμόδια να εξετάσουν την αίτηση της Εκκλησίας για αναγνώριση, οπότε η τελευταία υπέβαλε εκ νέου αίτηση στις μολδαβικές αρχές το 1996, δίχως αποτέλεσμα. Έπειτα από μια σειρά αιτήσεων και προσφυγών στη δικαιοσύνη17, με αποκορύφωμα την αίτηση του έτους 1999, στην οποία απάντησε αρνητικά με επιστολή ο Πρωθυπουργός ισχυριζόμενος μάλιστα ότι η εν λόγω Εκκλησία ήταν μια σχισματική ομάδα στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Μολδαβίας18, πραγματοποιήθηκε η προσφυγή των αιτούντων στην Επιτροπή.
Στο ΕΔΔΑ η προσφεύγουσα πλευρά υποστήριξε ότι είναι παραδεκτή η δυνατότητα ενός κράτους να θέτει προϋποθέσεις για την αναγνώριση μίας θρησκευτικής ένωσης, χωρίς να παραβιάζει το άρθρο 9 της Σύμβασης και ότι πρέπει να μην παραβιάζεται εκ μέρους του η ελευθερία της εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Επιπλέον, προέβαλε το επιχείρημα ότι η δράση της Μητροπολιτικής Εκκλησίας της Βεσσαραβίας ήταν καθόλα νόμιμη και σύμφωνη με την αρχή της διασφάλισης της δημόσιας τάξης, ενώ το κράτος δε θα μπορούσε να είναι σε θέση να διακρίνει τις ομολογιακές αντιφάσεις μεταξύ διαφορετικών θρησκευτικών ομάδων και να αποφανθεί σχετικά ή ακόμη και να ευνοήσει μία θρησκευτική κοινότητα έναντι μίας άλλης βασιζόμενο σε μία τέτοια κρίση19.
Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι η άρνηση αναγνώρισης της προσφεύγουσας Εκκλησίας δεν ισοδυναμούσε με παραβίαση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, καθώς τόσο αυτή όσο και τα μέλη της είχαν τη δυνατότητα να ασκούν τα λατρευτικά τους καθήκοντα ακώλυτα. Επιπροσθέτως, τόνισε ότι η υπόθεση αφορούσε εκκλησιαστική διοικητική διαμάχη, στην οποία δεν ήταν δυνατόν να εμπλακεί, δίχως να παραβιάσει την υποχρέωση της για ουδετερότητα, καθώς και ότι μια τέτοια εμπλοκή θα ήταν ενδεχομένως επιζήμια για την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της νεοσύστατης Δημοκρατίας της Μολδαβίας20.
Το Δικαστήριο στην ανάπτυξη του αιτιολογικού της απόφασης τόνισε ότι, σύμφωνα με το Μολδαβικό νόμο για το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων, η άρνηση της αναγνώρισης ισοδυναμούσε με στέρηση της λειτουργίας μιας θρησκευτικής ένωσης, καθώς στερούσε τη δυνατότητα ορισμένων ενεργειών με κυριότερη τη δικαστική προστασία της περιουσίας της. Συνεπώς, η άρνηση αναγνώρισης της προσφεύγουσας Εκκλησίας συνιστούσε περιορισμό του δικαιώματός της στη θρησκευτική ελευθερία21. Σύμφωνα με τα περιστατικά και τα επιχειρήματα που εκτέθηκαν, το Δικαστήριο απεφάνθη υπέρ της νομιμότητας του περιορισμού αυτού, που αποσκοπούσε στη διατήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας22, αλλά και υπέρ της παράβασης του άρθρου 9 λόγω μη αναγκαιότητάς του σε μια δημοκρατική κοινωνία23.
Η ως άνω εξεταζόμενη απόφαση, πάντως, εγείρει προβληματισμούς σχετικά με τη φύση των κριτηρίων για παροχή νομικής προσωπικότητας ή αναγνώρισης24 στις ενώσεις που έχουν συσταθεί χάριν θρησκευτικών σκοπών. Έχει παρατηρηθεί ότι σε ορισμένες χώρες τα κριτήρια αυτά αποκλείουν τις μικρές ή νεοσύστατες θρησκευτικές κοινότητες, είναι κατασκευασμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξυπηρετούν τα παραδοσιακά θρησκεύματα, ή προβλέπουν άρνηση της αίτησης μιας θρησκευτική ένωσης για λόγους ήσσονος σημασίας, όπως ορθογραφικά λάθη, σημειώνονται δε σε ορισμένες περιπτώσεις μεγάλες καθυστερήσεις στην εξέταση της αίτησης25. Πριν, ωστόσο, από την εξαγωγή ειδικών συμπερασμάτων σχετικά με το ζήτημα αυτό, είναι σκόπιμο να εξετάζεται κάθε ρυθμιστικό του καθεστώτος των θρησκευτικών κοινοτήτων νομοθέτημα υπό το πρίσμα της έννομης τάξης, η οποία το δημιούργησε26.
-------------------------------------------------------------------------------------
1.Η οργάνωση μίας θρησκευτικής κοινότητας από το κράτος συμφωνεί και με την προστασία της δημόσιας τάξης, καθώς συνεισφέρει στη θρησκευτική ειρήνη, όπως καταδεικνύει και η απόφαση του ΕΔΔΑ Chaare Shalom Ve Tsedek κατά Γαλλίας {2.6.2000}, βλ.Σαρμάς, Κρατος και Δικαιοσύνη, σ.166.
2.Βλ.Νικόλαος Χ. Μαγγιώρος, «Αυτονομία, Ατομικά Δικαιώματα και δίκαιο της Εκκλησίας», ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ 2/2015, σ. 158, όπου σχολιάζει και τον πρόσφατο νόμο 4301/2014 (υποσ.13), εντοπίζοντας τη συμβολή του στην επίλυση του θέματος της νομικής προσωπικότητας των θρησκευτικών κοινοτήτων στο ελληνικό κράτος.
3.Το γεγονός αυτό δε βρίσκεται κατοχυρωμένο σε διεθνή συνθήκη ή στα εθνικά Συντάγματα, αλλά έχει διαπλαστεί από τα πορίσματα της νομολογίας του ΕΔΔΑ, βλ.Silvio Ferrari, «Religious communities as legal persons: an introduction to the national reports», σε Churches, σ.3.
4.Επιπλέον, το καθεστώς αναγνώρισης νομικής προσωπικότητας σε ενώσεις χάριν θρησκευτικών σκοπών δε θα πρέπει να τελεί υπό δυσχερέστερες συνθήκες από τα ισχύοντα στις λοιπές ενώσεις. Για παράδειγμα, από τη στιγμή που μία έννομη τάξη επιτρέπει τη αναγνώριση νομικής προσωπικότητας σε μη θρησκευτικού χαρακτήρα ενώσεις χωρίς παρέμβαση της διοίκησης και στενό καθεστώς ελέγχου, όπως συμβαίνει σε Γαλλία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία, το ίδιο είναι σκόπιμο να συμβαίνει και στην περίπτωση των ενώσεων χάριν θρησκευτικών σκοπών, βλ.Silvio Ferrari, «Religious entities as legal persons – Southern Europe (Cyprus, France, Greece, Italy, Spain, Portugal)», σε Churches and other religious organizations as legal persons, Leuven 2007,σ.21.
5.Βλ.Norman Doe, Law and religion in Europe. A Comparative introduction, New York 2011, σ.88.
6.Βλ. Ferrari, «Religious communities as legal persons», σ.6.
7.Βλ. CDL-AD(2014)023, Joint guidelines on the legal personality of religious or belief communities, Venice, 13-14 June 2014, §17 και §20.
8.Βλ. CDL-AD(2014)023, Joint guidelines, ο.π., §22 και §24.
9.Βλ. Doe, Law and religion, ο.π., σ.107-108.
10.Βλ. CDL-AD(2014)023, Joint guidelines, ο.π., §21.
11.Βλ.Ferrari, «Religious communities as legal persons», ο.π., σ.3.
12.Βλ. CDL-AD(2014)023, Joint guidelines, ο.π., §25 και §26.
13.Βλ.ΕΔΔΑ Μανουσάκης κλ. κατά Ελλάδος, 59/1995/565/651, {26.9.1996}, §47.
14.Metropolitan Church of Bessarabia and Others v. Moldova, no. 45701/99, 27.3.2001, συνοπτικά σε ΣΑΡΜΑΣ, Κράτος και Δικαιοσύνη, ο.π., σ.167, επίσης αναλυτική περίληψη της κρίσης του 2001 επί της προσφυγής, δίχως όμως κριτική επισκόπηση σε HRCD 12/2001, σ.919-922.
15.Βλ. Council of Europe, «Human rights in culturally diverse», ο.π., σ.102.
16.§1 και §2 της απόφασης ∙ Η Μολδαβική Εκκλησία της Βεσσαραβίας επρόκειτο για μία αυτόνομη με κανονική δικαιοδοσία στο έδαφος της Δημοκρατίας της Μολδαβίας, ενώ οι υπόλοιποι προσφεύγοντες μέλη του επαρχιακού συμβουλίου της, και ιδρυτές της από την 14.9.1992. Μέχρι την εξέταση της υπόθεσης από το ΕΔΔΑ, η εν λόγω Εκκλησία είχε ιδρύσει 117 κοινότητες στην επικράτεια της Μολδαβίας, τρεις κοινότητες στην Ουκρανία, μία στις Λιθουανία, ένας στη Λεττονία, δύο στη Ρωσική Ομοσπονδία και ένα στην Εσθονία, ενώ οι κοινότητες στη Λετονία και τη Λιθουανία ήταν αναγνωρισμένες από το κράτος αρχές και είχαν νομική προσωπικότητα. Η Εκκλησία διέθετε επίσης πάνω από 160 κληρικούς και αναγνωριζόταν από όλα τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία με εξαίρεση της Μόσχας, §9-12.
17.Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση ισχυριζόταν ότι η υπόθεση αφορούσε μια εκκλησιαστική διαμάχη μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Μολδαβίας, η οποία θα μπορούσε να επιλυθεί μόνο από τη Ρουμανική και τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, και ότι οποιαδήποτε αναγνώριση της αιτούσας Εκκλησίας θα προκαλούσε συγκρούσεις στην Ορθόδοξη κοινότητα, §23.
18.§13-28 της απόφασης.
19.§95-96 της απόφασης
20.§97-98 της απόφασης
21.§105 της απόφασης
22.§113 της απόφασης
23.§130 της απόφασης
24.Επισημαίνεται ότι η αναγνώριση νομικής προσωπικότητας σε μία ένωση που εξυπηρετεί θρησκευτικούς σκοπούς και το καθεστώς της αναγνωρισμένης θρησκείας είναι δύο διαφορετικές νομικές κατασκευές, όπως διαφαίνεται και από το κείμενο του Μολδαβικού νόμου, που αναφέρεται στην απόφαση του ΕΔΔΑ (αναγράφεται ότι οι θρησκευτικές κοινότητες που αναγνωρίζονται πρέπει να είναι νομικά πρόσωπα).
25.Βλ.Paul M. Taylor, Freedom of religion. UN and European Human Rights law and practice, New York 2005, σ.231-232.
26.Πράγματι, από κράτος σε κράτος διαφέρουν τόσο τα κριτήρια για την καταχώριση μιας θρησκευτικής ένωσης, όσο και τα αρμόδια όργανα για την απόφαση περί της καταχώρισης. Παρατηρείται, ωστόσο, μια γενική τάση συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με το ζήτημα αυτό προς το περιεχόμενο της ΕΣΔΑ, βλ.Sergej Flere, «Registration of religious communities in European countries», Politics and Religion 1/2010 vol. IV, p.99.