2019-10-15 22:13
Γεώργιος Γαλανόπουλος – Ελένη Παλιούρα, Δικηγόροι
*αναδημοσίευση από εφημερίδα ΚΙΒΩΤΟΣ 3.10.2019, σ.20-21.
Με την υπ’ αριθ. 28/2019 απόφαση της ΑΠΔΠΧ εξετάζεται για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη το θρήσκευμα υπό τις διατάξεις του GDPR. Η απόφαση εκδόθηκε έπειτα από υποβολή καταγγελιών της Ένωσης Αθέων και της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και πραγματεύεται στο σκεπτικό της δύο ζητήματα: πρώτον, την αναγραφή του θρησκεύματος και της ιθαγένειας στο απολυτήριο Λυκείου και στο πληροφοριακό σύστημα «MySchool», και δεύτερον, την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών στη δημόσια εκπαίδευση.
Η αναγραφή του θρησκεύματος και της ιθαγένειας των μαθητών στους τίτλους σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και στο πληροφοριακό σύστημα «MySchool», αποτελώντας πράξη επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, κρίθηκε ότι αντίκειται στην αρχή της αναγκαιότητας και την αρχή της ελαχιστοποίησης της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αφού «δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την επίδοση του μαθητή». Μάλιστα, η ΑΠΔΠΧ διαπιστώνει ότι ακόμα και η καταχώρηση του θρησκεύματος στο σχετικό αρχείο τίτλων του εκάστοτε σχολείου είναι παράνομη. Τούτο σημαίνει ότι, εκτός από την απαλοιφή του θρησκεύματος και της ιθαγένειας στους εφεξής εκδιδόμενους τίτλους σπουδών, το Υπουργείο πρέπει να μεριμνήσει ώστε το τηρούμενο αρχείο τίτλων κάθε σχολικής μονάδας να τροποποιηθεί προκειμένου να μην περιλαμβάνει τα εν λόγω προσωπικά δεδομένα. Επιπροσθέτως, σε περίπτωση επαναχορήγησης τίτλων σπουδών που εκδόθηκαν πριν από τη δημοσίευση της ως άνω απόφασης, τα σχολεία υποχρεούνται να ενημερωθούν άμεσα για το πλαίσιο συμμόρφωσής τους, ώστε να μην παραλείψουν τη διαγραφή του θρησκεύματος και της ιθαγένειας των μαθητών. Ωστόσο, προκειμένου να μπορέσει το Υπουργείο να εκπληρώσει τη σχετική αυτή υποχρέωση, είναι αναγκαίο o ορισθείς Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων να ενημερώσει το προσωπικό κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να αποφευχθεί η οποιαδήποτε μη σύννομη επεξεργασία.
Περαιτέρω, η δήλωση απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, υπό τον όρο αποκάλυψης ότι ο μαθητής δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος, θίγει το απαραβίαστο της θρησκευτικής συνείδησης και το δικαίωμα των γονέων «όπως εξασφαλίζωσι την μόρφωσιν και εκπαίδευσιν (των παιδιών τους) συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις». Έτσι, οι μαθητές, ή οι γονείς τους στην περίπτωση που είναι ανήλικοι, θα μπορούν να υποβάλουν δήλωση απαλλαγής από την παρακολούθηση του μαθήματος με μόνη την επίκληση λόγων συνείδησης, χωρίς ειδικότερη αναφορά. Τούτο δεν αποκλείει, ωστόσο, το ενδεχόμενο η δήλωση αυτή να υποβάλλεται ακόμα και από Ορθόδοξους μαθητές, υποβαθμίζοντας κατά μία έννοια τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του μαθήματος και δημιουργώντας στο σχολικό περιβάλλον διακρίσεις.
Το ενδιαφέρον πάντως της απόφασης ως προς το δικαίωμα θρησκευτικής ελευθερίας επικεντρώνεται στην απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών με επίκληση λόγων «συνείδησης» και όχι «θρησκευτικής συνείδησης» (βλ. απόφαση 94/2015 ΑΠΔΠΧ). Οι προστατευτικές της θρησκευτικής ελευθερίας διατάξεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο περιλαμβάνουν στο κανονιστικό τους πεδίο τόσο τις θρησκευτικές όσο και τις άθρησκες ή αθεϊστικές πεποιθήσεις. Θα μπορούσε άραγε να θεωρηθεί ότι η επιλογή του όρου «συνείδηση» στη σχετική δήλωση αποτελεί μία περαιτέρω προσπάθεια «εκκοσμίκευσης» της δημόσιας εκπαίδευσης; Πάντως, το άρθρο 2ΠΠΠ ΕΣΔΑ προστατεύει το σεβασμό των θρησκευτικών ή φιλοσοφικών πεποιθήσεων των γονέων στη δημόσια εκπαίδευση στο πλαίσιο της αρχής του πλουραλισμού, γεγονός που έχει αναλυθεί στη νομολογία του ΕΔΔΑ (ενδ. ΕΔΔΑ Kjeldsen, Busk Madsen και Pedersen v. Denmark, απόφαση της 7.12.1976). Ο ως άνω σεβασμός δεν περιορίζεται στην απλή αναγνώριση των πεποιθήσεων των γονέων, αλλά περιέχει αξίωση έναντι του κράτους (ενδ. ΕΔΔΑ Valsamis v. Greece, απόφαση της 18/12/1996).
Από την απόφαση αυτή μπορούν να εξαχθούν τα εξής:
α) Ο δημόσιος τομέας αρχίζει σταδιακά να συμμορφώνεται με τις επιταγές του Γενικού Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, λαμβάνοντας υπόψη και τα νέα μέτρα εφαρμογής του ν.4624/2019. Το πρώτο και ουσιαστικό βήμα συμμόρφωσης έγινε με την πρόσφατη απόφαση της Υπουργού Παιδείας βάσει της οποίας απαλείφεται το θρήσκευμα και η ιθαγένεια από τους τίτλους του Γενικού Λυκείου. Σημειώνεται ότι ως προς την αναγραφή του θρησκεύματος στα απολυτήρια, το ΣτΕ ακολούθησε τη συλλογιστική της απόφασης της ΑΠΔΠΧ (ΣτΕ Ολ. 1759-1760/2019).
β) Το κράτος δεν θρησκεύεται και ούτε πρέπει να θρησκεύεται χάριν διασφάλισης των δικαιωμάτων τόσο των πολιτών που αναπτύσσουν την προσωπικότητά τους εντός μιας δημοκρατικής κοινωνίας όσο και των θρησκευμάτων που υπάρχουν και λειτουργούν νόμιμα εντός της δικαιοταξίας του. Είναι σημαντικό, λοιπόν, το μάθημα των θρησκευτικών στη δημόσια εκπαίδευση να κατανοηθεί ως εκπλήρωση των δικαιωμάτων των πολιτών που απορρέουν από τη συσχέτιση θρησκείας και δικαίου.
γ) Εντός του πλαισίου της ευρύτητας περιθωρίου εκτίμησης του κράτους, είναι απαραίτητος ο αναπροσδιορισμός της διδασκαλίας του θρησκευτικών με γνώμονα το σεβασμό της θρησκευτικής αυτονομίας, του θρησκευτικού αυτοπροσδιορισμού, αλλά και την αποφυγή αθέμιτης απώλειας διδακτικών ωρών. Το μάθημα των θρησκευτικών είναι κατ’ αρχήν θρησκευτικά «χρωματισμένο». Στο μέτρο, όμως, της μη παρέμβασης της πολιτείας στα εσωτερικά ζητήματα των θρησκευτικών κοινοτήτων, ένα από τα οποία είναι και η διδασκαλία των μελών τους, οφείλει να είναι ουδέτερο. Συνεπώς, κρίσιμο είναι το ερώτημα του αν η δήλωση απαλλαγής εξυπηρετεί την ανάπτυξη και την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών καλύτερα από ό,τι η δυνατότητα παρακολούθησης εναλλακτικών μαθημάτων.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε διατυπώσει στο σκεπτικό του ότι το κράτος είναι αρμόδιο για την οργάνωση του μαθήματος των θρησκευτικών ως ομολογιακού. Αναγνώριζε, όμως, τη δυνατότητα παράλληλης διδασκαλίας ενός θρησκειολογικού μαθήματος που να περιλαμβάνει το σύνολο των θρησκευμάτων (ΟλΣτΕ 926/2018, σκ.12). Με τις αποφάσεις της Ολομελείας του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου ΣτΕ Ολ. 1749-1752/2019, η διαπίστωση της δυνατότητας παράλληλης διδασκαλίας άλλου μαθήματος εξειδικεύτηκε περαιτέρω προς αποτροπή του κινδύνου ύπαρξης «ελεύθερης ώρας».
Καταληκτικά, η υπό αριθμ. 28/2019 απόφαση της ΑΠΔΠΧ δίνει αφορμή για την εξέταση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας σε σχέση με το θεσμικό περιβάλλον εφαρμογής των διαφορετικών της εκφάνσεων. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν η μερική, κατά το προηγούμενο καθεστώς, εκδήλωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων στην περίπτωση της απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών ήταν απαραίτητη για την ενάσκηση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας. Σκόπιμο είναι να αναφερθεί ότι παρόμοια εκδήλωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων διενεργείται και σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. αντιρρησίες συνείδησης, σύσταση ενορίας, ίδρυση θρησκευτικού νομικού προσώπου του ν.4301/2014). Ενδιαφέρον, για παράδειγμα, παρουσιάζει η αντίστιξη της λειτουργίας του δικαιώματος θρησκευτικής ελευθερίας των αντιρρησιών συνείδησης στο πλαίσιο της υποχρέωσης στράτευσης, όπου κατ’ ανάγκη απαιτείται η αποκάλυψη του θρησκεύματος. Η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών στη δημόσια εκπαίδευση στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής και πλουραλιστικής κοινωνίας, δεν δικαιολογεί πλέον την αποκάλυψη των θρησκευτικών πεποιθήσεων στη διαδικασία απαλλαγής.