2017-11-18 23:21
Κοινωνία καὶ Κανονικὸ Δίκαιο: Ὁ πολιτισμὸς μας εἶναι ἔνας κατ’ ἐξοχὴν πολιτισμὸς δικαίου. Εἶναι ἔνας πολιτισμὸς ὁ ὁποῖος μαθαίνει τοὺς ἀνθρώπους να ζουν, να σέβονται ὁ ἔνας τὸν ἄλλο, να συνυπάρχουν μεταξὺ τοὺς, να σέβονται ἀπὸ κοινοῦ τὸ περιβάλλον καὶ ὅλα ἐκεῖνα τὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα βοηθοῦν μία κοινωνία να ἀναπτύσσεται μὲ κανόνες ὅπου ἐμπεριέχουν ἀρχὲς καὶ ἀξίες. Τὸ εἰσαγωγικὸ αὐτὸ ἄρθρο, θὰ ἀσχοληθεὶ μὲ τὸ κανονικὸ δίκαιο καὶ τὴν συμβολὴ τοῦ σήμερα στην κοινωνία, ὅπως ἄλλωστε μαρτυρεῖ καὶ ὁ τίτλος τῆς στήλης μας. Ὅπως εὔκολα γίνεται ἀντιληπτό, τὰ κοσμικὰ δίκαια δηλαδὴ ὄχι τὸ κανονικὸ δίκαιο, τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ δίκαιο τῆς ἐκκλησίας, δείχνουν να ἀδυνατοὺν να ὀριοθετήσουν τις σχέσεις τῶν ἀνθρώπων στον σύγχρονο κόσμο καὶ σὲ ἕνα εὐρὺ φάσμα στην καθημερινότητα, δεν ὑπερτονίζουν τὴν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου να προστατέψει τίποτε γύρω τοῦ, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸ περιβάλλον τοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ὄσο καὶ ἂν δεν φαίνεται αὐτὸ στο δίκαιό που τὸν περικλείει, ἀντὶ να κοινωνικοποιεῖται καὶ να μπορεὶ να συνυπάρχει, ἀπομονώνεται σὲ ἔναν ἰδιότυπο ἀτομισμό, ὁ ὁποῖος δεν εἶναι ἀπόρροια ἀποκλειστικὰ τοῦ δικαίου τοῦ, ἀλλὰ τῆς ὅλη τοῦ κουλτούρας. Στο παρόν ἄρθρο δεν θὰ κάνουμε μία εἰσαγωγὴ οὔτε ἐκτενῇ ἀναφορὰ στην φιλοσοφία τοῦ δικαίου, δεν εἶναι ἄλλωστε καὶ τὸ πεδίο ἐνασχόλησης μας, ἀλλὰ θὰ ἐξετάσουμέ τις διαφορὲς τοῦ κανονικοῦ δικαίου μὲ τὰ κοσμικὰ δικαϊκὰ συστήματα καὶ τὴν χρησιμότητα τοῦ πρώτου στον βασικὸ κορμὸ τῆς κοινωνίας καὶ τὸν ἴδιο τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο.
Τὸ κανονικὸ δίκαιο εἶναι κατὰ τὸ λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «Τάξις ἀρίστη, παντὸς ἀρχομένου καὶ λόγου καὶ πράγματος, ἐκ Θεοῦ τε ἄρχεσθαι, καὶ εἰς Θεὸν ἀναπαύεσθαι», δηλαδή, εἶναι ἕνα δίκαιο τὸ ὁποῖο ἀρχίζει, προοδεύει καὶ τελειοποιεῖται μὲ τὴν βοήθεια καὶ τὴν χαρῇ τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦ στόματος τῆς ἑκάστοτε οἰκουμενικῆς συνόδου ἡ ὁποία οὐσιαστικὰ εἴτε πιστοποιεῖ προγενέστερες αὐτῆς παραδόσεις κανονικῆς ὑφής, εἴτε δημιουργεῖ ἡ ἴδια τὶς προοπτικὲς για τὴν κανονογένεση στον τόπο καὶ τὸν χρόνο τῆς συνόδου. Εἰδοποιὸς διαφορά, ἀνάμεσα στο κανονικὸ καὶ τὰ ὑπόλοιπα δικαϊκὰ συστήματα, εἶναι ὅτι οἱ ποινές που ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτὸ - διότι δεν πρέπει να λησμονοῦμε ὅτι τὸ κανονικὸ δίκαιο μπορεὶ να μὴν ἐντάσσεται στα δικαϊκὰ συστήματα μὲ τὴν στενὴ ἔννοια τοῦ ὀροῦ, ἀλλὰ τὰ ὅσα ἀπὸ αὐτὸ ἀπορρέουν δεν παύουν να εἶναι πηγὴ δικαίου καὶ ἐν πολλοῖς αὐτὸ καθ’ αὐτὸ τὸ κανονικὸ δίκαιο κάνει χρήση τῶν ὁρῶν τῶν κοσμικῶν δικαϊκὼν σχημάτων - εἶναι ποινὲς θεραπευτικοῦ χαρακτῆρα ἐντασσόμενες σὲ ἕνα τελείως διαφορετικὸ πλαίσιο ἑρμηνείας ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ κοινοῦ ποινικοὺ νόμου. Οἱ ἱεροὶ κανόνες καὶ οἱ ποινές που ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτοὺς δεν εἶναι πρὸς καταστολὴ τυχόν παθογενειὼν ἣ ἐγκληματικὼν τάσεων ἣ παραβατικὼν συμπεριφορῶν που ὁ κοινὸς νόμος προσπαθεὶ να προλάβει ἣ καὶ να ἐξαλείψει ἄκομα τὶς πιθανότητές που θὰ ὁδηγήσουν στο ἔγκλημα. Οἱ ἱεροὶ κανόνες τίθενται πρὸς «ψυχῶν θεραπεία καὶ ἰατρεῖα παθών», γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο, ὥστε μὲ τὴν μεθοδικότητα τοὺς καὶ τὴν διαφορετικότητα τοὺς ἀπὸ τὸν κοινὸ νομοθέτῃ, να μπορέσουν να φτάσουν στην πηγὴ τοῦ ὅλου προβλήματος. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει τὸ ἑξῆς δεδομένο, ποὺ δυστυχῶς καὶ ἀπὸ τὴν κοινὴ ποινικὴ δικαιοσύνη δεν γίνεται ἀντιληπτὸ εὐρέως: οἱ ἱεροὶ κανόνες ἐμπεριέχουν μία ἰδιαίτερη διεισδυτικὴ τάση καὶ μία θεραπευτικὴ ῥοπή, φαντάζοντας καὶ ὁμοιάζοντας περισσότερο μὲ τὴν ἰατρικὴ παρὰ μὲ τὴν νομικὴ ἐπιστήμη. Στην ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς ὅπως γνωρίζουμε ὑπάρχει ἡ ἀρχὴ τοῦ «προλαμβάνειν παρὰ τοῦ θεραπεύειν», ἡ ὀσμὴ αὐτὴ ὑπάρχει καὶ στο κανονικὸ δίκαιο τῆς ἐκκλησίας καὶ αὐτὸ ἐκφράζεται ποικιλόμορφα. Οἱ ἀρχὲς τῆς οἰκονομίας, τῆς ἐξατομίκευσης τῆς ποινῆς – ἐπιτιμίου, ἀλλὰ καὶ τοῦ σκόπιμου πολλὲς φορὲς κενοῦ νόμου, δείχνουν τὴν βασικὴ διαφορὰ τοῦ κανονικοῦ ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα κοινὰ πολιτειακὰ δίκαια, ἀλλὰ ἐπίσης, δεν πρέπει να παραθεωροῦμε καὶ τὴν βουλητικὴ διάθεση τῶν ἀνθρώπων, ἐφόσον τὸ δίκαιο τῆς ἐκκλησίας, εἶναι ἐμπειρικὸ – βιωματικὸ καὶ ἐν πολλοῖς δίκαιο ἀγάπης τοῦ Θεοῦ για τὸν πτωτικὸ ἄνθρωπο.
Τὸ κανονικὸ δίκαιο καὶ ἡ κοινωνία εἶναι δύο ἔννοιές που στην ἐποχὴ μας μπορεὶ να φαντάζουν μακρινὲς, μὰ εἶναι πολὺ κοντὰ ἡ μία στην ἄλλη. Τὸ κανονικὸ δίκαιο ἀποπνέει ἕνα ἄρωμα ἐξιδανικευμένου τρόπου ζωῆς, μὰ ὄχι οὐτοπικοὺ στην σφαῖρα τοῦ φαντασιακοὺ καὶ τοῦ ἀπόκοσμου. Ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ μὲ τις μορφές που προαναφέραμε, θὰ ἔφτανε σὲ σημεῖο, ὄσο καὶ ἂν αὐτὸ ἀκούγεται ἐγωιστικὸ, να συμπαρέσυρε τὰ ὑπόλοιπα κοσμικὰ δικαϊκὰ συστήματα, ἔχοντας καταφέρει να πείσει τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο γι’ αὐτό που δεν κατάφεραν να κανοῦν πράξη ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ ῥεύματα καὶ οἱ νομικὲς τάσεις κάθε ἐποχῆς. Ἀκόμη καὶ κατακλείνοντας, μὴν λησμονοῦμέ τις σωτηριολογικὲς προοπτικὲς τοῦ ἐν λόγῳ δικαίου στῇ βάσῃ τῆς ἐλεύθερης βούλησης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὴν σκληρὴ καὶ ἀναγκαστικὴ ἐφαρμογὴ τοῦ ποινικοὺ νόμου.