2021-02-21 12:55
του Μάριου Μανιατάκου,
Ασκούμενου Δικηγόρου,
LLM Εκκλησιαστικού Δικαίου ΕΚΠΑ
Όπως και για τους κληρικούς έτσι και για τους μοναχούς η κατάσταση στην οποία βρίσκονται οδηγεί σε διάφορες περιπτώσεις και σε διάφορους κλάδους του δικαίου στην ιδιαίτερη μεταχείρισή τους. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έχει απασχολήσει, σχετικά πρόσφατα, το ζήτημα της άσκησης δικηγορίας από μοναχό και η απόρριψη αιτήματός του προς εγγραφή στο μητρώο Δικηγορικού Συλλόγου. Μάλιστα μια ιδιαιτερότητα της υποθέσεως είναι πως ο μοναχός απέκτησε τη δικηγορική ιδιότητα σε άλλο κράτος της Ε.Ε. Είναι γεγονός ότι η υπό κληρικών παράλληλη άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος αποτελεί ζήτημα το οποίο απασχόλησε την Εκκλησία ήδη πριν την υιοθέτηση της πρακτικής της χειροτονίας άμισθων κληρικών.
Άλλωστε, η ιδιάζουσα θέση που οι κληρικοί κατέχουν στην κοινωνία ως εκ του λειτουργήματός τους δικαιολογεί και επιβάλλει ανάλογη αντιμετώπισή τους από την έννομη τάξη κατά τρόπο πολλές φορές διαφορετικό από τους υπόλοιπους πολίτες. Έτσι, βαθμιαίως, δημιουργήθηκε ένα πλέγμα κανόνων δικαίου που συνθέτουν την ιδιότυπη μεταχείριση των κληρικών, και για την ταυτότητα του νομικού λόγου και των μοναχών. Βέβαια η ιδιαίτερη νομική μεταχείριση δε σημαίνει αυτοδικαίως προνομιακή μεταχείριση και αυτό διότι ενίοτε αυτά τα «προνόμια» είναι δυσμενή, αφού συνεπάγονται σημαντικούς περιορισμούς. Συνεπώς, κάθε απόκλιση από τις γενικές ρυθμίσεις είναι επιτρεπτή, εφόσον δικαιολογείται ικανοποιητικώς από τις ιδιαίτερες υποχρεώσεις που οι κανόνες επιβάλλουν στα μέλη του κλήρου. Μια τέτοια έκφανση της ιδιαίτερης νομοκανονικής μεταχείρισης κληρικών και μοναχών συνιστά η εγγενής δυσκολία τους να ασκούν το δικηγορικό λειτούργημα.
Η προσέγγιση του εν λόγω ζητήματος θα επιχειρηθεί σε δύο επίπεδα· από τη μια, θα εξεταστεί η συμβατότητα της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών με την κανονοθεσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, το εσωτερικό της δηλαδή δίκαιο και από την άλλη, θα διερευνηθεί κατά πόσο η σχετική διάταξη του Δικηγορικού Κώδικα, η οποία έχει ενσωματώσει θεολογικές αρχές στο δικαιϊκό σύστημα της χώρας και πραγματώσει τη μετουσίωσή τους σε νομοθετική επιταγή, είναι σύμφωνη τόσο με το εθνικό δίκαιο των ατομικών δικαιωμάτων όσο και με τους, υπερεθνικής ισχύος, κανόνες του ενωσιακού δικαίου. Σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, το τρίπτυχο της μοναχικής επαγγελίας -ακτημοσύνη, υπακοή, σαρκική εγκράτεια- συνεπάγεται για τον μοναχό την ολοκληρωτική απάρνηση των εγκοσμίων και την ισόβια εγκαταβίωση στη μονή της μετανοίας του. Μάλιστα, λόγω των σημαντικών μεταβολών στην προσωπική κατάσταση του ατόμου που «συνοδεύουν» την απόκτηση της μοναχικής ιδιότητας, ο μοναχός ανέκαθεν θεωρείτο ως «αποθανών τω κόσμω» Αυτήν την κατά πλάσμα δικαίου εξομοίωση της κουράς με τον θάνατο δέχεται και η πολιτειακή νομοθεσία, ρυθμίζοντας το 1909 τις περιουσιακές σχέσεις του μοναχού, ο οποίος, μόνος αυτός, κληρονομείται δύο φορές, αφού η κληρονομική του διαδοχή ανοίγει τόσο κατά τον χρόνο της κουράς του όσο και κατά τη στιγμή του φυσικού του θανάτου.
Από την επισκόπηση της κανονικής νομοθεσίας συνάγεται ότι για να εξασφαλίσει η Εκκλησία την αποκλειστική εκμετάλλευση της δραστηριότητας των οργάνων της με σκοπό την καλύτερη επιτέλεση των ιερατικών τους καθηκόντων, αντιμετώπιζε πάντοτε με δυσμένεια την ανάληψη από τους κληρικούς/μοναχούς φροντίδων και έργων κοσμικών. Στο πλαίσιο αυτό, απαγορεύεται στους κληρικούς, πολλώ δε μάλλον και στους μοναχούς η απροϋπόθετη άσκηση παράλληλης επαγγελματικής δραστηριότητας, ιδίως εκείνης που δεν συνάδει με την ιερατική τους επαγγελία. Στη συνάφεια αυτή, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο πλαίσιο της μέριμνάς της για την τήρηση των ιερών κανόνων και παραδόσεων, έχει εκδώσει κατά καιρούς εγκυκλίους και σημειώματα, που απαγορεύουν σε κληρικούς και μοναχούς να ασκούν, «προς αποφυγήν αφορμής σκανδάλων και κατακρίσεων», μεταξύ άλλων, συμβολαιογραφικά καθήκοντα η οποία απαγορεύει στους κληρικούς την ενασχόληση με το επάγγελμα του συμβολαιογράφου και τη σύνταξη συμβολαίων, διαθηκών και παρόμοιων εγγράφων «ίνα μη γενώνται αίτιοι καταχρήσεων και παρανομιών». επίτροποι/κηδεμόνες ορφανών ή σχολάζουσας κληρονομίας, εκτιμητές δημητριακών καρπών και άλλων προϊόντων, ενοικιαστές ή εγγυητές δημοσίων προσόδων κ.α., διότι τέτοιες ενέργειες οδηγούν πολλές φορές στα δικαστήρια. Και τούτο, διότι οφείλουν ο μεν μοναχός, «ἀπεταξάμενο[ς] τῷ κόσμῳ καί ὅλως τῷ θεῷ ἀφιερωθε[ίς], σχολάζειν ἡμέρας τε καί νυκτός ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ», οι δε κληρικοί «ως ὑπηρέτ[αι] καί διάκον[οι] τῶν θείων μυστηρίων, προσευκαιρεῖν ταῖς εκκλησιαστικαῖς χρείαις τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος» Μάλιστα, σε επικαιροποιημένη εγκύκλιό της, που εξέδωσε τον Απρίλιο 2005, η Ιερά Σύνοδος επιχειρεί αγιογραφική και κανονική κατοχύρωση των επαγγελμάτων που είναι συμβατά με την ιερωσύνη, ενώ απαριθμεί, ασφαλώς ενδεικτικά, και εκείνα που απάδουν εντελώς με την ιδιότητα του κληρικού. Στα τελευταία καταλέγονται και τα νομικά επαγγέλματα, εξαιρετικώς δε καθίσταται επιτρεπτή μόνο η ακαδημαϊκή ενασχόληση με τη νομική επιστήμη. Ως μία πρόδρομη παρατήρηση, πάντως, πρέπει να τονιστεί ότι η παράλληλη ενάσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος και ιερατικής διακονίας δεν μπορεί να απορριφθεί εκ προοιμίου. Το ζήτημα κρίνεται κατά περίπτωση και το κριτήριο για την καταλληλότητα ή μη ενός επαγγέλματος έγκειται στο εάν και κατά πόσο οι συνθήκες ασκήσεώς του επηρεάζουν τον κληρικό στην ομαλή και απρόσκοπτη τέλεση του ιερατικού έργου. Έτσι, δεν μπορεί το επάγγελμα που τυχόν ασκείται να προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά βιοποριστικού επαγγέλματος, τέτοιου που να καλύπτει κατά κύριο λόγο την όλη δραστηριότητα του κληρικού/μοναχού. Και τούτο, διότι η άσκηση κύριου βιοποριστικού επαγγέλματος συνεπάγεται ευρεία και συστηματική ανάμειξη στις συναλλαγές, η οποία δεν ταιριάζει με τις αρχές του μοναχικού βίου και της ιερατικής διακονίας.
Όσον αφορά το Δικηγορικό Κώδικα, ο ισχύων, όπως και ο προηγούμενος, αποκλείει τους κληρικούς και τους μοναχούς από τα πρόσωπα τα οποία μπορούν να αποκτήσουν τη δικηγορική ιδιότητα. Το ασυμβίβαστο που προβλέπει ο Κώδικας Δικηγόρων τέθηκε το πρώτον στην κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Αφορμή στάθηκε η απόρριψη από τον Υπουργό Δικαιοσύνης μίας αίτησης ενός πρώην πρωτόδικη και μετέπειτα ορθόδοξου κληρικού, συγκεκριμένα διακόνου της Ι. Μητροπόλεως Πρεβέζης να επανεγγραφεί στα μητρώα του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Το ζήτημα, αφού δίχασε το δικαστήριο, επιλύθηκε οριστικώς με απόφαση του Γ´ Τμήματός του, που εκδόθηκε 31 χρόνια πριν, το 1989. Έτσι, στο εσωτερικό του δικαστηρίου διατυπώθηκαν σχηματικά οι εξής τρεις (3) επιμέρους απόψεις: η πρώτη θεωρεί ότι ο Έλληνας νομοθέτης, ρυθμίζοντας τις προϋποθέσεις για την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, απαιτεί να υφίστανται πνευματικά και ηθικά προσόντα και επομένως, η σχετική διάταξη του Δικηγορικού Κώδικα, που δεν κινείται σε αυτό το πλαίσιο, είναι αντισυνταγματική. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και μία συγκλίνουσα άποψη, η οποία εντοπίζει την αντισυνταγματικότητα της διάταξης στο γεγονός ότι αναφέρεται σε ελευθέριο επάγγελμα, ενώ η θέσπισή της θα δικαιολογείτο μόνο εάν αφορούσε σε κάποιο δημόσιο λειτούργημα. Σύμφωνα με τη δεύτερη, εκ διαμέτρου αντίθετη, άποψη, με την οποία στοιχήθηκε η Ολομέλεια του δικαστηρίου το 1988, η δικηγορία συνιστά δημόσιο λειτούργημα, που απαιτεί, για λόγους δημόσιου συμφέροντος, πλήρη ενασχόληση, πράγμα το οποίο δεν επιτρέπει η σύγχρονη κατοχή της ιδιότητας του κληρικού. Στην ίδια συνάφεια επισημαίνεται ότι αναπόσπαστο μέρος της δικηγορίας αποτελεί και η «αντιδικία», η οποία είναι αναγκαία για την υπεράσπιση των συμφερόντων του εντολέα, που δεν συνάδει με την ιδιότητα του θρησκευτικού λειτουργού. Όσον αφορά την ΣτΕ 1753/2017 Τμ. Γ΄, που απασχόλησε το ΣτΕ 30 χρόνια μετά, εμφανίζει δύο διαφοροποιήσεις. Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω η υπόθεση αφορά σε μοναχό (και όχι κληρικό) της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ παρατηρούνται και έντονα στοιχεία κοινοτικότητας, καθώς ο μοναχός είχε αποκτήσει τη δικηγορική ιδιότητα σε χώρα κράτους- μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Κύπρο και ήθελε να εγγραφεί, δυνάμει της Οδηγίας 98/5/ΕΚ στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (Δ.Σ.Α). Επί της αρνήσεως του Δ.Σ.Α. να τον εγγράψει στα μητρώα του, ο μοναχός προσέφυγε στο ΣτΕ. Ενώπιον του Σ.τ.Ε. ο τελευταίος υποστήριξε ότι η προσκόμιση στην αρμόδια αρχή του πιστοποιητικού εγγραφής στα μητρώα του κράτους μέλους καταγωγής είναι η μοναδική προϋπόθεση από την οποία πρέπει να εξαρτάται η εγγραφή του ενδιαφερομένου στα μητρώα του κράτους μέλους υποδοχής και επομένως, η αντίστοιχη διάταξη του Δικηγορικού Κώδικα αντίκειται στην Οδηγία, καθώς θεσπίζει αρνητική προϋπόθεση που δεν προβλέπεται σε αυτήν. Από την άλλη, ο Δ.Σ.Α. αντέτεινε ότι ο αποκλεισμός των μοναχών από την απόκτηση της δικηγορικής ιδιότητας δικαιολογείται από θεμελιώδεις αρχές και κανόνες που διέπουν την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος.
Ειδικότερα: 1. Ο δικηγόρος πρέπει να απασχολείται πλήρως με την άσκηση του λειτουργήματός του, ο δε μοναχός δεν δύναται να το επιτύχει αυτό. 2. Προϋπόθεση της άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος είναι η ανεξαρτησία του δικηγόρου, ο δε μοναχός υπόκειται στον πειθαρχικό έλεγχο των εκκλησιαστικών οργάνων και δικαστηρίων 3. Ο δικηγόρος οφείλει να έχει έδρα και γραφείο στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου όπου είναι διορισμένος, ενώ ο μοναχός οφείλει να εγκαταβιώνει στη μονή της μετανοίας του, δυνάμενος κατ’ εξαίρεση να λαμβάνει άδειες από τον Ηγούμενο, γεγονός που καταδεικνύει και την έλλειψη ανεξαρτησίας του· 4 Δεν επιτρέπεται στον δικηγόρο να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα, ενώ ο μοναχός δεν επιτρέπεται να ασκεί κατά σύστημα αμειβόμενη επαγγελματική δραστηριότητα.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας αφού επισήμανε ότι από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της Οδηγίας δεν προκύπτει πως κατά τη νομοθέτησή της λήφθηκε υπόψη η ιδιαιτερότητα της κατάστασης των μοναχών, ζήτησε από το Δικαστήριο της Ε.Ε., καταφάσκοντας την ανάγκη διαλόγου μεταξύ των εθνικών και των κοινοτικών δικαστηρίων, να διευκρινισθεί εάν είναι συμβατή με την κοινοτική οδηγία η άρνηση των αρμόδιων αρχών να εγγράψουν στα μητρώα τους τον εν λόγω μοναχό. Στις 19 Δεκεμβρίου 2018 η Γεν. Εισαγγελέας E. Sharpston δημοσίευσε τις προτάσεις της επί της υποθέσεως. Σύμφωνα με αυτές, η Οδηγία αποκλείει την εφαρμογή εθνικής ρύθμισης, η οποία δεν επιτρέπει την εγγραφή προσώπου ως δικηγόρου υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, για τον λόγο ότι φέρει την ιδιότητα του μοναχού.
Προσθέτως, δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να απαγορεύει αυτοδικαίως σε πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις εγγραφής του ως δικηγόρου να ασκεί στην επικράτειά του το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, για τον λόγο ότι, επειδή υπόκειται σε θρησκευτικούς κανόνες, δεν μπορεί, εξ ορισμού, να συμπεριφέρεται με τον δέοντα τρόπο, ώστε να παρέχει τα αναγκαία εχέγγυα για την άσκηση του επαγγέλματός του. Πάντως, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Ανδρουτσόπουλος, σύμφωνα με τη σχετική κοινοτική οδηγία, ο δικηγόρος, ο οποίος ασκεί τη δικηγορία με τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής, υπόκειται στους ίδιους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες, όπως και οι λοιποί δικηγόροι - μέλη του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, για όλες τις δραστηριότητες που ασκεί στην ελληνική επικράτεια. Σε αυτούς τους κανόνες καταλέγονται ασφαλώς και εκείνοι που αναφέρονται στο ασυμβίβαστο και την άσκηση άλλων, ξένων προς το δικηγορικό λειτούργημα δραστηριοτήτων. Μάλιστα, οι κανόνες αυτοί, αντιθέτως προς εκείνους που αφορούν στις προϋποθέσεις για την εγγραφή στο ειδικό μητρώο, δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο εναρμόνισης και, συνεπώς, μπορούν να διαφέρουν σημαντικά από εκείνους που ισχύουν.
Επομένως, ελλείψει ειδικών κανόνων δικαίου της Ένωσης, κάθε κράτος - μέλος είναι ελεύθερο να ρυθμίσει την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στο έδαφός του. Ήδη εκδόθηκε σχετικώς η από 7 Μαΐου 2019 απόφαση του ΔΕΕ (τμήμα Μείζονος Συνθέσεως) η οποία στοιχήθηκε με το σκεπτικό των ανωτέρω εισαγγελικών προτάσεων.
Συμπερασματικά, δύναται να επισημανθεί ότι μπορεί το ασυμβίβαστο της ιδιότητας του μοναχού με αυτή του δικηγόρου, ως προϋπόθεση για την εγγραφή στα μητρώα του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, να αντίκειται, με μία stricto sensu ερμηνεία, στην κοινοτική οδηγία, δεν συμβαίνει, όμως, αναγκαίως, το ίδιο εάν το ασυμβίβαστο αυτό αντιμετωπιστεί ως περιεχόμενο των επαγγελματικών και δεοντολογικών κανόνων που διέπουν, σε ένα δεύτερο πλέον επίπεδο, την άσκηση της δικηγορίας από τον μοναχό.