Interdisciplinary Journal of Ecclesiastical Law
Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην από 14.12.1999 Απόφασης ΕΔΔΑ, ο προσφεύγων, Ι. Σερίφ, είναι Έλληνας υπήκοος, γεννημένος το 1951, απόφοιτος θεολογικής σχολής και κάτοικος της Κομοτηνής. Όταν το 1985 απεβίωσε ο Μουφτής της Ροδόπης, το ελληνικό Κράτος διόρισε προσωρινό Μουφτή. Όταν εκείνος παραιτήθηκε, διορίστηκε ένας δεύτερος προσωρινός Μουφτής. Στις 6 Απριλίου 1990 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επικύρωσε τον διορισμό του ως άνω στη θέση του Μουφτή της Ροδόπης. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, οι δύο ανεξάρτητοι Μουσουλμάνοι βουλευτές Ξάνθης και Ροδόπης αιτήθηκαν από το Κράτος να διοργανώσει εκλογές για την θέση του Μουφτή της Ροδόπης, ως οριζόταν από το νομικό πλαίσιο και συγκεκριμένα τον ν.2345/19201. Μη λαμβάνοντας απόκριση, οι δύο ανεξάρτητοι βουλευτές αποφάσισαν να διεξάγουν οι ίδιοι εκλογική διαδικασία στα μουσουλμανικά τεμένη την 28η Δεκεμβρίου 1990 μετά το πέρας των προσευχών. Δέον να επισημανθεί ότι λίγες ημέρες νωρίτερα εκδόθηκε η από 24.12.1990 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου σύμφωνα με την οποία μετεβλήθη η διαδικασία ανάδειξης των Μουφτήδων, η οποία πραγματοποιείται με διορισμό από την πολιτεία αντί για εκλογή από μουσουλμάνους εκλογείς, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 της οποίας καταργήθηκε ο ν.2345/1920. Εντούτοις, παρά τη δημοσίευση της ως άνω Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, στις 28 Δεκεμβρίου 1990 ο Σερίφ εξελέγη Μουφτής της Ροδόπης από τους Μουσουλμάνους στα τεμένη. Εν συνεχεία, από κοινού µε άλλους Μουσουλμάνους προσέβαλε τη νομιμότητα του διορισμού του Μουφτή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Ο εισαγγελέας Ροδόπης άσκησε ποινική δίωξη κατά του Σερίφ σύμφωνα µε τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 175 και 176 του Ποινικού Κώδικα για αντιποίηση της άσκησης υπηρεσίας λειτουργού γνωστής θρησκείας και για δημόσια εμφάνιση µε την στολή αυτού του θρησκευτικού λειτουργού χωρίς δικαίωμα2. Τον Νοέμβριο του 1991 ο Άρειος Πάγος, κρίνοντας ότι υπήρχε το ενδεχόμενο ταραχών στην Ροδόπη, αποφάσισε την εκδίκαση της υπόθεσης στη Θεσσαλονίκη. Tο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την από 12.12.1994 απόφασή του έκρινε τον Σερίφ για μια σειρά αδικημάτων που κατά το δικαστήριο είχαν διαπραχθεί μεταξύ 17 Ιανουαρίου 1991 και 28 Φεβρουαρίου 1991, περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας εκείνος ασκούσε υπηρεσίες Μουφτή στη Ροδόπης, ιερουργώντας σε τελετές γάμου, βαπτίζοντας παιδιά, κηρύσσοντας και λαμβάνοντας μέρος σε διοικητικές δραστηριότητες. Το Δικαστήριο επέβαλε στον Σερίφ ποινή φυλάκισης οκτώ μηνών, μετατρέψιμη. Κατά της αποφάσεως, ο Σερίφ άσκησε έφεση επί της οποίας το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης εξέδωσε απόφαση με την οποία έκανε δεκτή την καταδίκη του Σερίφ προσφεύγοντος και του επέβαλε µία ποινή φυλάκισης έξι μηνών μετατρέψιμη σε χρηματική ποινή. Εν συνεχεία, ο Σερίφ κατέθεσε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου, προβάλλοντας μεταξύ άλλων ότι συντελέστηκε παραβίαση των άρθρων 9, 10 και 14 της ΕΣΔΑ μέσω της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης του Εφετείου, καθώς ισχυρίστηκε ότι i.) είχε δικαίωμα να προβεί στις δηλώσεις για τις οποίες είχε καταδικαστεί, ii.) ότι το λειτούργημα του Μουφτή εκπροσωπούσε την ελεύθερη εκδήλωση της Μουσουλμανικής θρησκείας’ καθώς και iii.) ότι η μουσουλμανική κοινότητα είχε το δικαίωμα σύμφωνα µε την Συνθήκη της Ειρήνης των Αθηνών του 1913 να εκλέγει τους Μουφτήδες.
Ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμόν 495/1997 Απόφαση του ΣΤ’ Τμήματός του απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως του Σερίφ κρίνοντας ότι το αδίκημα του Άρθρου 175 του Ποινικού Κώδικα διαπράττεται «όταν κάποιος εμφανίζεται ως λειτουργός γνωστής θρησκείας και εκτελεί τις υπηρεσίες του αξιώματος του λειτουργού, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε εκ των σχετικών διοικητικών υπηρεσιών». Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι ο Σερίφ είχε διαπράξει το αδίκημα αυτό, καθώς είχε φερθεί και εμφανιστεί ως ο Μουφτής της Ροδόπης, φορώντας την στολή που, στη συνείδηση των ανθρώπων, ανήκε στο Μουφτή. Αξίζει να επισημανθεί ότι το δικαστήριο δεν εξέτασε ειδικά τους ισχυρισμούς του Σερίφ σύμφωνα µε τα Άρθρα 9, 10 και 14 της ΕΣΔΑ.
Κατόπιν τούτων, ο Σερίφ κατέθεσε κατά της ελληνικής κυβέρνησης την υπ’ αριθμόν 38178/1997 Προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ. Ισχυρίστηκε , μεταξύ άλλων, ότι η καταδίκη του για αντιποίηση άσκησης υπηρεσίας λειτουργού γνωστής θρησκείας και η δημόσια εμφάνιση µε την στολή του θρησκευτικού λειτουργού αντιστοιχεί σε παραβίαση των δικαιωμάτων του σύμφωνα µε τα Άρθρα 9 και 10 της ΕΣΔΑ. Η εν λόγω προσφυγή δικάστηκε από το δεύτερο Τμήμα του ΕΔΔΑ, στις 2.12.2999, το οποίο εξέδωσε την από 14.12.199 Απόφαση.
Ο Μ. Αγκά γεννήθηκε το 1932. Το 1990 απεβίωσε ο Μουφτής της Ξάνθης. Στις 15 Φεβρουαρίου 1990 ο αρμόδιος νομάρχης διόρισε τον Αγκά τοποτηρητή της Μουφτείας. Ως ήδη αναφέρθη ανωτέρω, οι δύο ανεξάρτητοι Μουσουλμάνοι βουλευτές Ξάνθης και Ροδόπης αιτήθηκαν από το Κράτος να διοργανώσει εκλογές για την θέση του Μουφτή της Ροδόπης, ως οριζόταν από το νομικό πλαίσιο και συγκεκριμένα τον ν.2345/1920. Μη λαμβάνοντας απόκριση, οι δύο ανεξάρτητοι βουλευτές αποφάσισαν να διεξάγουν οι ίδιοι εκλογική διαδικασία στα μουσουλμανικά τεμένη την 17η Αυγούστου 1990 μετά το πέρας των προσευχών. Αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής αποτέλεσε η εκλογή του Αγκά ως Μουφτής Ξάνθης.
Δέον να επισημανθεί ότι μερικούς μήνες μετά, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, εκδόθηκε η από 24.12.1990 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου σύμφωνα με την οποία μετεβλήθη η διαδικασία ανάδειξης των Μουφτήδων, η οποία πραγματοποιείται με διορισμό από την πολιτεία αντί για εκλογή από μουσουλμάνους εκλογείς, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 της οποίας καταργήθηκε ο ν.2345/1920, κυρώθηκε αναδρομικά με το άρθρο μόνο του ν.1920/1991. Στις 20 Αυγούστου 1991, σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις των σχετικών διατάξεων της εν λόγω Π.Ν.Π., το Ελληνικό Κράτος διόρισε άλλο Μουφτή, εντούτοις ο Αγκά, αρνήθηκε να αποχωρήσει από τη θέση του.
Κατά του Αγκά ασκήθηκαν οκτώ ποινικές διώξεις σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 175 και 176 του Ποινικού Κώδικα λόγω αντιποίησης άσκησης υπηρεσίας λειτουργού «γνωστής θρησκείας». Προς αποφυγή αναταραχών στην πόλη της Ξάνθης, αποφασίστηκε η διεξαγωγή των δικών σε άλλες πόλεις. Συγκεκριμένα, κατηγορούμενος ότι εξέδωσε μηνύματα υπό την ιδιότητα του Μουφτή Ξάνθης καταδικάστηκε από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αγρινίου στις 28.6.1996 και δυνάμει των αποφάσεων 2206/1996 και 2207/1996) σε δεκάμηνη φυλάκιση, κατά των οποίων άσκησε έφεση. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αγρινίου απέρριψε την έφεση και μειώνοντας την ποινή σε εξάμηνη φυλάκιση μετατρέψιμη σε χρηματική ποινή. Ακόμη, καταδικάστηκε από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Λαμίας, στις 3.4.1997 σε δωδεκάμηνη φυλάκιση, κατά της οποίας ο Αγκά άσκησε έφεση, η οποία απερρίφθη καταδικάζοντας τον Αγκά σε οκτάμηνη φυλάκιση, μετατρέψιμη σε χρηματική ποινή. Περαιτέρω, δυνάμει της 1335/1997 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας ο Αγκά καταδικάστηκε σε οκτάμηνη φυλάκιση, κατά της οποίας άσκησε έφεση, η οποία απερρίφθη, μειώνοντας την ποινή σε εξάμηνη φυλάκιση μετατρέψιμη σε χρηματική. Ακόμη, καταδικάστηκε από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης σε δεκάμηνη φυλάκιση, κατά της οποίας ο Αγκά άσκησε έφεση, η οποία απερρίφθη με τον Αγκά να καταδικάζεται σε οκτάμηνη φυλάκιση, μετατρέψιμη σε χρηματική ποινή. Κατά των προαναφερθέντων αποφάσεων, ο Αγκά άσκησε αιτήσεις αναιρέσεως ενώπιον του Άρειου Πάγου, ισχυριζόμενος ότι η καταδίκη του συνιστούσε παραβίαση των άρθρων 6, 9, 10 και 14 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο απέρριψε όλες τις ως άνω αιτήσεις αναίρεσης του Αγκά3 κρίνοντας, κατ’ αρχάς, ότι το αδίκημα του άρθρου 175 του Ποινικού Κώδικα διαπράττεται «όταν κάποιος εμφανίζεται ως λειτουργός γνωστής θρησκείας και όταν ασκεί την υπηρεσία του εν λόγω λειτουργού, συμπεριλαμβανομένων σχετικών διοικητικών καθηκόντων». Κρίθηκε ότι ο Αγκά είχε διαπράξει το αδίκημα αυτό , καθώς εμφανιζόταν και συμπεριφερόταν ως Μουφτής Ξάνθης. Περαιτέρω το δικαστήριο έκρινε ότι η καταδίκη του προσφεύγοντος δεν αντίκειται στα άρθρα 9, 10 και 14 της ΕΣΔΑ, αφού, κατά το Δικαστήριο, ο Αγκά δεν είχε καταδικαστεί για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις ούτε παρακωλύθηκε κατά οποιονδήποτε τρόπο η ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων του αλλά αντίθετα καταδικάστηκε μόνο για την εκ μέρους του παράνομη άσκηση υπηρεσίας θρησκευτικού λειτουργού την ιδιότητα του οποίου ο ίδιος δεν έφερε, σύμφωνα με το νόμο.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούν δύο ακόμη εφετειακές αποφάσεις, τις οποίες εξέδωσε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λαμίας οι οποίες έκριναν ότι ο Αγκά απευθύνοντας θρησκευτικά μηνύματα σε μια ομάδα ανθρώπων που τον ακολουθούσαν οικειοθελώς ως θρησκευτικό ηγέτη τους, δεν είχε αντιποιηθεί την άσκηση υπηρεσίας λειτουργού «γνωστής θρησκείας», αλλά είχε εκφράσει το δικαίωμα εκδήλωσης της θρησκείας του, το οποίο εγγυάται το άρθρο 9 της Σύμβασης. Επισημαίνεται ότι το εφετείο προέβη στην έκδοση των συγκεκριμένων αποφάσεων σε συνέχεια της από 14.12.1999 Απόφαση ΕΔΔΑ (Σερίφ κατά της Ελλάδας).
Δεδομένων των ανωτέρω, ο Αγκά άσκησε τις από 31-8-1999 και 23-11-1999, υπ’ αριθμόν 50776/99 και 52912/99 προσφυγές ενώπιον του ΕΔΔΑ, δια των οποίων ισχυρίστηκε ότι οι καταδίκες του για αντιποίηση άσκησης υπηρεσίας λειτουργού «γνωστής θρησκείας» συνιστούσαν παραβίαση των δικαιωμάτων του σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10 της ΕΣΔΑ. Ακόμη, ο Αγκά άσκησε την από 6-08-2002 υπ’ αριθμόν 32186/02 προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ επικαλούμενος ακριβώς τους ισχυρισμούς που εκτέθηκαν στις προαναφερόμενες προσφυγές και την από 6-06-2002 υπ’ αριθμόν 33331/02 προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ επικαλούμενος ακριβώς τους ισχυρισμούς που εκτέθηκαν παραπάνω.
Ένεκα των κοινών σημείων, οι ως άνω αναφερθείσες προσφυγές εξετάζονται για τις ανάγκες της παρούσας από κοινού. Στο σύνολο αυτών, οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι οι σχετικές ποινικές τους καταδίκες αντιστοιχούσαν σε παραβίαση του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ4, συνιστώντας παραβίαση και αντίθετη επέμβαση στο δικαίωμά τους για ελεύθερη έκφραση και άσκηση της θρησκείας τους, αλλά και των πιστών εκείνων απέβλεπαν στα πρόσωπά τους για πνευματική καθοδήγηση. Περαιτέρω, υποστήριξαν ότι η ως άνω παράνομη επέμβαση στο δικαίωμά τους για ελεύθερη έκφραση και άσκηση της θρησκείας τη δική τους και των άλλων δεν δικαιολογείται από κάποιον από τους περιορισμούς που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, καθώς, κατά τους ίδιους η επέμβαση δεν επιβαλλόταν από οποιαδήποτε διάταξη νόμου και δεν εξυπηρετούσε οποιονδήποτε νόμιμο σκοπό. Ακόμη, οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι οι ποινικές τους καταδίκες δεν αποτελούσαν αναγκαίο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία ούτε μπορούσαν κατ’ οποιονδήποτε τρόπο να δικαιολογηθούν σε μια κοινωνία όπου το Κράτος δεν θα έπρεπε να επεμβαίνει στις ατομικές επιλογές στον τομέα της προσωπικής συνείδησης. Επεσήμαναν δε, ότι οι τόσο οι Χριστιανοί όσο και οι Εβραίοι πολίτες στην Ελλάδα είχαν το δικαίωμα να εκλέγουν τους θρησκευτικούς ηγέτες τους, ενώ η στέρηση του αντίστοιχου δικαιώματος για τους μουσουλμάνους συνιστά διακριτική μεταχείριση της πολιτείας προς μια συγκεκριμένη μειονότητα, ενδεικτική -ως υποστήριξαν- της γενικότερης καταπιεστικής πολιτικής του ελληνικού κράτους απέναντι στην μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης. Τέλος, υποστήριξαν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μουσουλμάνων της Θράκης επιθυμούσε τους ίδιους στη θέση των Μουφτήδων στους νομούς στους οποίους είχαν “εκλεγεί”.
Ως προς τα προαναφερθέντα επιχειρήματα των Σερίφ και Αγκά, η ελληνική κυβέρνηση υποστήριξε ότι ουδεμία επέμβαση είχε υπάρξει στο προβλεπόμενο από το άρθρο 9 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δικαίωμα των προσφευγόντων ως προς την ελευθερία άσκησης της θρησκείας τους, καθώς το άρθρο δεν εγγυάται σε αυτούς το δικαίωμα της επιβολής σε τρίτους της δικής τους αντίληψης σχετικά με την ισχύ της Συνθήκης Ειρήνης των Αθηνών ή των υποχρεώσεων της Ελλάδας από αυτήν. Περαιτέρω, η κυβέρνηση υποστήριξε ότι σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος των προσφευγόντων από το αρ. 9 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, η επέμβαση αυτή Δικαιολογείται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 9 της Σύμβασης δεδομένου ότι προβλεπόταν από το νόμο, και συγκεκριμένα από τα Άρθρα 175 και 176 του Ποινικού Κώδικα. Όσον αφορά τούτο, η κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι ποινικές καταδίκες των προσφευγόντων δεν συνδέονταν σε καμία περίπτωση με τις διατάξεις του ν.2345/1920 περί εκλογής Μουφτήδων ούτε με τη Συνθήκη Ειρήνης των Αθηνών, καθώς ο μεν νόμος 2345/1920 είχε περιπέσει σε αχρησία, οι, δε, διατάξεις της Συνθήκης των Αθηνών είχαν ήδη αντικατασταθεί υποχρεωτικά από τις διατάξεις της Συνθήκης των Σεβρών για την Προστασία των Μειονοτήτων στην Ελλάδα και της Συνθήκης της Ειρήνης της Λωζάννης, οι οποίες αποτέλεσαν και αποτελούν το ισχύον διεθνές νομικό πλαίσιο για τη μουσουλμανική μειονότητα στη Δυτική Θράκη. Οι προαναφερθείσες, δε, Συνθήκες δεν περιλαμβάνουν καμία πρόβλεψη για την εκλογή των Μουφτήδων. Περαιτέρω, η κυβέρνηση διευκρίνισε ότι οι διατάξεις της Συνθήκης της Ειρήνης των Αθηνών, που είχε συναφθεί όταν η Θράκη δεν αποτελούσε τμήμα της Ελλάδας, ήταν πλέον άνευ αντικειμένου, μετά την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923. Ακόμη, υποστηρίχθηκε από την κυβέρνηση ότι η συγκεκριμένη επέμβαση εξυπηρετούσε νόμιμο σκοπό, καθώς προστατεύοντας την εξουσία και το κύρος διορισμού του Μουφτή κατά τη νόμιμη διαδικασία στους κατά τόπους νομούς τα εθνικά δικαστήρια επεδίωκαν τη διαφύλαξη της τάξης στην συγκεκριμένη θρησκευτική κοινότητα, αλλά και στην ευρύτερη τοπική κοινωνία. Υπογράμμισαν ότι με τέτοιο τρόπο πράττοντας επεδίωκαν την προστασία των διεθνών σχέσεων της χώρας, τομέας επί του όπου τα Κράτη διατηρούν και ασκούν απεριόριστη διακριτική ευχέρεια.
Ακόμη, η κυβέρνηση προέβαλε και το επιχείρημα ότι οι επεμβάσεις αποτέλεσαν ουσιαστικά αναγκαίο μέτρο στην ελληνική δημοκρατική κοινωνία για τους ακόλουθους λόγους κατ’ αρχάς διότι οι Μουφτήδες διορίζονταν από το κράτος σε πολλές χώρες, και κατά συνέπεια ο διορισμός του Μουφτή από το Κράτος δεν καθίστατο δυνατό αφ’ εαυτού να συνιστά παραβίαση του Άρθρο 9 παρ.1 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον, οι Μουφτήδες στην Ελλάδα έχουν σημαντικές δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, καθώς ασκούν δικαστικές εξουσίες, και οι δικαστές στην Ελλάδα δεν επιτρέπεται να εκλέγονται από τον λαό, πολλώ δε μάλλον στις υπό κρίση περιπτώσεις, κατά τις οποίες, -ως υποστήριξε η Ελληνική Κυβέρνηση- στις υποτιθέμενες εκλογές των προσφευγόντων υπήρξε νοθεία. Συνεπώς, τούτες δεν υπήρξαν αποτέλεσμα μιας δημοκρατικής διαδικασίας, αλλά οι προσφεύγοντες αποτέλεσαν ανδρείκελο των μουσουλμάνων βουλευτών για πολιτικούς λόγους.
Ακόμη, η κυβέρνηση υποστήριξε ότι το ανώτατο δικαστήριο, ο Άρειος Πάγος, δεν είχε καταδικάσει τους προσφεύγοντες αποκλειστικά και μόνο για τον λόγο ότι είχαν κάνει εμφανίσεις ως Μουφτήδες, καθώς είχε κρίνει ότι το αδίκημα του άρθρου 175 ΠΚ διαπράττεται όταν κάποιος εκτελεί υπηρεσίες θρησκευτικού λειτουργού, και σε αμφότερες τις περιπτώσεις των προσφευγόντων διαπιστώθηκε ότι οι πράξεις τους ενέπιπταν στις διοικητικές αρμοδιότητες Μουφτή.
Τέλος, η κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι ποινικές καταδίκες των προσφευγόντων ήταν αναγκαίες σε μία δημοκρατική κοινωνία, καθώς οι πράξεις των τελευταίων υπονόμευαν τις ρυθμίσεις που είχε θεσπίσει το Κράτος για την οργάνωση της θρησκευτικής ζωής της μουσουλμανικής κοινότητας της περιοχής. Ειδικότερα, η κυβέρνηση εξήγησε ότι δεδομένου ότι υπήρχαν τέσσερις Μουφτήδες στην Ροδόπη και την Ξάνθη, δύο διορισμένοι από το κράτος και δύο «δήθεν» εκλεγέντες τον Αύγουστο και τον Δεκέμβριο του 1990, και οι προσφεύγοντες είχαν ευθέως αμφισβητήσει τη νομιμότητα των πράξεων των νόμιμων Μουφτήδων υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες της υπόθεσης, οι αρχές και τα δικαστήρια ήταν υποχρεωμένα να παρέμβουν και να καταδικάσουν τους «νόθους» Μουφτήδες. Τούτο δε ήταν απαραίτητο προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία έντασης μεταξύ των Μουσουλμάνων στις συγκεκριμένες περιοχές, μεταξύ των Μουσουλμάνων και Χριστιανών, καθώς και μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Συνεπώς, η ελληνική κυβέρνηση επεδίωκε την προστασία του θεσμού του Μουφτή στην Ελλάδα και τη διατήρηση των ισορροπιών μεταξύ των πολιτών.
Προς πληρότητα της παρούσας, δέον να επισημανθεί ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Άρειος Πάγος εφάρμοσε την διάταξη του άρθρου 175 ΠΚ. Ενδεικτικά, αξίζει να γίνει αναφορά στην απόφαση 378/1980, περίπτωση κατά την οποία πρώην ιερέας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εξακολουθούσε να ενδύεται το ιερατικό ράσο της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας, ενώ είχε ήδη καθαιρεθεί, σε συνέχεια της προσχώρησής του στους Παλαιοημερολογίτες. Επιπλέον, αναφέρονται οι αποφάσεις 454/66, 140/64 και 476/71, περιπτώσεις προσώπων που είχαν εμφανιστεί να ασκούν είτε τα διοικητικά είτε τα θρησκευτικά καθήκοντα λειτουργών της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας.
Το ΕΔΔΑ αναφέρθηκε διεξοδικά στη νομοθεσία που αφορά σε ζητήματα των λειτουργών «γνωστών θρησκειών» στην Ελλάδα, επισημαίνοντας ότι «Οι λειτουργοί της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού και άλλων γνωστών θρησκειών απολαμβάνουν ενός αριθμού προνομίων σύμφωνα µε το εθνικό δίκαιο. Μεταξύ άλλων, οι θρησκευτικοί γάμοι που τελούν παράγουν τα ίδια έννομα αποτελέσματα όπως οι πολιτικοί γάμοι και οι ίδιοι έχουν απαλλαγή από την στρατιωτική θητεία.». Ιδιαίτερη βαρύτητα έδωσε το Δικαστήριο στο γεγονός ότι η θρησκευτική ελευθερία συνιστά θέμα προσωπικής συνείδησης, και περιλαμβάνει την ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας, ατομικώς ή συλλογικώς, μέσω της λατρείας, κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 1 του αρ. 9 της ΕΣΔΑ5.
Επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι ο προσφεύγων Σερίφ καταδικάστηκε για αντιποίηση της άσκησης υπηρεσίας λειτουργού «γνωστής θρησκείας» και για δημόσια εμφάνιση µε την στολή τέτοιου λειτουργού χωρίς δικαίωμα, ενώ ο προσφεύγων Αγκά καταδικάστηκε για αντιποίηση της άσκησης υπηρεσίας λειτουργού «γνωστής θρησκείας». Ως προκύπτει δε από τα πραγματικά περιστατικά τα οποία και οδήγησαν στην καταδίκη του Σερίφ, εκείνος φαίνεται να προέβη στην έκδοση μηνύματος σχετικά µε την θρησκευτική σημασία μιας εορτής, στην εκφώνηση ομιλίας σε θρησκευτική συγκέντρωση και στην εμφάνιση µε το ένδυμα θρησκευτικού ηγέτη. Αντίστοιχα, στην περίπτωση του Αγκά, τα πραγματικά περιστατικά συνίστανται στην έκδοση μηνυμάτων θρησκευτικού περιεχομένου υπό την ιδιότητα του Μουφτή Ξάνθης.
Το Δικαστήριο, κατ’ αρχάς, έκρινε ότι οι συγκεκριμένες ποινές συνιστούν Κρατική επέμβαση στο δικαίωμα των προσφευγόντων να εκδηλώνουν τη θρησκεία τους συλλογικά και δημόσια, δια της λατρείας και της παιδείας σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 9 ΕΣΔΑ. Εν συνεχεία, το ΕΔΔΑ εξέτασε το περιεχόμενο των περιορισμών στη θρησκευτική ελευθερία, όπως αυτές τίθενται από την παρ. 2 του αρ. 9 ΕΣΔΑ και τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις νομιμότητας των περιορισμών, το υπό κρίση κρατικό μέτρο επέμβασης απαιτείται i. να προβλέπεται από το νόμο, ii. να εξυπηρετεί ή και να επιδιώκει νόμιμο σκοπό και iii. να είναι αναγκαίο στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Προς πληρότητα της παρούσας, δέον να εξεταστούν οι κρίσεις αναφορικά με έκαστη των ανωτέρω προϋποθέσεων:
i. Επέμβαση προβλεπόμενη από το νόμο6
Οι διάδικοι έφεραν αντίθετα επιχειρήματα αναφορικά με τον χαρακτηρισμό της υπό εξέταση επέμβασης, καθώς αφενός η Κυβέρνηση υποστήριζε πως τούτη «προβλεπόταν από το νόμο» δυνάμει των αρ.175-176 ΠΚ, ενώ, αντίθετα, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι η επέμβαση «απαγορευόταν από το νόμο» δυνάμει του αρ.11 της Συνθήκης των Αθηνών που προέβλεπε την εκλογή των Μουφτήδων. Το Δικαστήριο δεν προέβη σε σχετική κρίση περί του θέματος αυτού, καθώς οι ποινικές καταδίκες των προσφευγόντων αποδείχτηκαν ασυμβίβαστες με το αρ. 9 ΕΣΔΑ, διότι δεν πληρούσαν έτερη προϋπόθεση νομιμότητας που τίθεται7 στην παρ. 2 του αρ. 9 ΕΣΔΑ.
ii. Επέμβαση που επιδιώκει/εξυπηρετεί ένα νόμιμο σκοπό
Το ΕΔΔΑ έκανε δεκτό τον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι οι συγκεκριμένες ποινικές καταδίκες, ως μέτρο κρατικής επέμβασης στο απορρέον από το άρθρο 9 παρ. 1 ΕΣΔΑ δικαίωμα, επεδίωκαν ένα νόμιμο σκοπό, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, και συγκεκριμένα την προάσπιση και διαφύλαξη της δημόσιας τάξης8. Εντούτοις, το Δικαστήριο σχετικοποίησε την προβαλλόμενη από την κυβέρνηση επιδίωξη της προστασίας της δημόσιας τάξης στη χώρα, επισημαίνοντας ότι οι προσφεύγοντες δεν ήταν τα μόνα πρόσωπα που διεκδικούσαν να είναι οι θρησκευτικοί ηγέτες της τοπικής μουσουλμανικής κοινότητας στην Ροδόπη και την Ξάνθη. Ειδικότερα, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι στις 6 Απριλίου 1990 οι αρχές είχαν διορίσει ένα άλλο πρόσωπο ως Μουφτή της Ροδόπης και η σχετική απόφαση είχε προσβληθεί ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ στις 20 Αυγούστου 1991 οι αρχές είχαν διορίσει άλλο πρόσωπο Μουφτή Ξάνθης.
iii.) Επέμβαση ως αναγκαίο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία
Το ΕΔΔΑ διατύπωσε την πάγια θέση ότι η ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας αποτελεί ένα από τα θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας κατά την έννοια της ΕΣΔΑ., στην οποία βασίζεται ο πλουραλισμός. Ακόμη, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, υπό προϋποθέσεις, σε μια δημοκρατική κοινωνία καθίσταται αναγκαία η επιβολή περιορισμών στη θρησκευτική ελευθερία προκειμένου να συμβιβαστούν συμφέροντα, ενδεχομένως αντικρουόμενα, των διαφορετικών θρησκευτικών ομάδων9. Ωστόσο, κάθε τέτοιος περιορισμός θα πρέπει να αντιστοιχεί σε μια επιβεβλημένη, πιεστική κοινωνική ανάγκη και να χαρακτηρίζεται από αναλογικότητα10 προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό.11
Επίσης, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι προσφεύγοντες καταδικάστηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 175 και 176 του Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με τα οποία συνιστούν ποινικά αδικήματα ορισμένες πράξεις κατά λειτουργών «γνωστών θρησκειών12. Σημειώνεται ότι το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ δεν απαιτεί ούτε υποχρεώνει τα κράτη μέλη να ενδύουν με νομική ισχύ και να παρέχουν έννομο αποτέλεσμα i.) σε θρησκευτικούς γάμους που τελούνται από τους λειτουργούς των γνωστών θρησκειών», εξομοιώνοντας έτσι αυτούς με τους πολιτικούς γάμους, ii.) σε αποφάσεις θρησκευτικών δικαστηρίων, όπως εν προκειμένω στην περίπτωση των Μουφτήδων που έχουν αρμοδιότητα εκδίκασης ορισμένων οικογενειακών και κληρονομικών διαφορών μεταξύ μουσουλμάνων, εξομοιώνοντάς τις έτσι με τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων. Εντούτοις, δυνάμει των όσων προβλέπονται στην ελληνική έννομη τάξη, το Δικαστήριο καταλήγει ότι θα ήταν δυνατό να υποστηριχθεί ότι η λήψη ειδικών μέτρων από το Κράτος είναι δυνατό να συντελείται προς το δημόσιο συμφέρον αποσκοπώντας στην προστασία εκείνων των ατόμων των οποίων οι έννομες σχέσεις θα ήταν δυνατό να θιγούν από τις πράξεις θρησκευτικών λειτουργών που έχουν έννομο αποτέλεσμα, για την περίπτωση εκείνη που διαπράττεται απάτη εκ μέρους του προσώπου εκείνου που εμφανίζεται ως λειτουργός «γνωστής θρησκείας». Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι αφενός οι προσφεύγοντες είχαν τελέσει τις εν ευρεία έννοια διοικητικές αρμοδιότητες του Μουφτή, εντούτοις στις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων που καταδίκασαν τους προσφεύγοντες γίνεται ουδεμία αναφορά σε συγκεκριμένες πράξεις αυτών που να τελέστηκαν αποσκοπώντας στην παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων ή έστω να απέβλεπαν στην επέλευση τέτοιων εννόμων συνεπειών.
Συγκεκριμένα, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια καταδίκασαν τον Σερίφ για ορισμένα πραγματικά περιστατικά, ως αυτά διαπιστώθηκαν και συγκεκριμένα για την έκδοση µμηνύματος σχετικά µε την θρησκευτική σημασία μίας εορτής, την εκφώνηση ομιλίας σε θρησκευτική συγκέντρωση, την έκδοση άλλου μηνύματος επί τη ευκαιρία θρησκευτικής αργίας και την εμφάνιση µε το ένδυμα θρησκευτικού ηγέτη. Ο προσφεύγων Αγκά καταδικάστηκε επειδή είχε εκδώσει μηνύματα θρησκευτικού περιεχομένου και τα είχε υπογράψει ως Μουφτής Ξάνθης. Επισημάνθηκε δε, ότι δεν αμφισβητήθηκε η υποστήριξη που δέχτηκαν οι προσφεύγοντες έστω μέρους των μουσουλμανικών κοινοτήτων της Ροδόπης και της Ξάνθης. Εντούτοις, επισημαίνεται ότι η τιμωρία ενός ατόμου αποκλειστικά και μόνον για τον λόγο ότι ενέργησε ως θρησκευτικός ηγέτης μίας ομάδας ατόμων που εκούσια και οικειοθελώς τον ακολουθούσε, δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται µε τις επιταγές του θρησκευτικού πλουραλισμού σε µία δημοκρατική κοινωνία.
Στις αιτιολογικές σκέψεις του Δικαστηρίου, αυτό αναφέρει ότι δεν παραβλέπεται το γεγονός ότι στην Ροδόπη και την Ξάνθη υπήρχαν, εκτός των προσφευγόντων και οι επίσημα από το κράτος διορισμένοι Μουφτήδες, καθώς και το ότι η κυβέρνηση με έμφαση ισχυρίστηκε ότι οι καταδίκες των προσφευγόντων ήταν αναγκαία μέτρα για την ελληνική δημοκρατική κοινωνία. Τούτο δε διότι ως αναφέρει η Κυβέρνηση οι πράξεις των προσφεύγοντων υπονόμευαν το σύστημα που είχε καθιερώσει το Κράτος για την οργάνωση της θρησκευτικής ζωής της μουσουλμανικής κοινότητας της περιοχής. Εντούτοις, αναφορικά με αυτόν τον ισχυρισμό, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη, εκ των διαπιστωμένων πραγματικών περιστατικών που δέχτηκαν τα εθνικά δικαστήρια, ότι οι προσφεύγοντες είχαν αποπειραθεί οποιαδήποτε στιγμή να ασκήσουν τα διοικητικά και δικαστικά καθήκοντα που προβλέπει η νομοθεσία περί Μουφτήδων καθώς και των άλλων λειτουργών «γνωστών θρησκειών».
Αναφορικά με το επιχείρημα περί δημιουργίας έντασης μεταξύ των Μουσουλμάνων στην Ροδόπη και την Ξάνθη, καθώς και μεταξύ των Μουσουλμάνων και Χριστιανών στην περιοχή όπως και μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, το Δικαστήριο αναγνώρισε αρχικά ότι είναι πιθανή η δημιουργία έντασης σε καταστάσεις όπου διχάζεται µία θρησκευτική ή άλλη κοινότητα. Εντούτοις, τόνισε ότι θεωρεί ότι πρόκειται για μια από τις αναπόφευκτες συνέπειες για µία αναπόφευκτη συνέπεια του πλουραλισμού. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο ρόλος των εθνικών αρχών δεν έγκειται στο να απαλείφουν την αιτία της έντασης καταργώντας τον πλουραλισμό, αλλά στο να εξασφαλίζουν ότι οι αντιμαχόμενες ομάδες επιδεικνύουν ανοχή και αμοιβαία ανεκτικότητα μεταξύ τους. Επιπλέον, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι πέραν µίας γενικής αναφοράς στην δημιουργία ενδεχόμενης έντασης, η Κυβέρνηση δεν προέβη σε καμία συγκεκριμένη αναφορά σε ταραχές13 ή ενδεχόμενες ταραχές μεταξύ των Μουσουλμάνων στη Ροδόπη και την Ξάνθη εξαιτίας της ύπαρξης δύο θρησκευτικών ηγετών. Μάλιστα, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν προβλήθηκε κανένας λόγος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει ύπαρξη κινδύνου έντασης μεταξύ των Μουσουλμάνων και των Χριστιανών ή μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας ως οτιδήποτε άλλο εκτός από µία ελάχιστη πιθανότητα.
Δεδομένων των ανωτέρω, στις υποθέσεις και των τεσσάρων σχετικών προσφυγών το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι καταδίκες των προσφευγόντων, σύμφωνα µε τα Άρθρα 175 και 176 του Ποινικού Κώδικα ήταν δικαιολογημένες από «πιεστική κοινωνική ανάγκη» βάσει των ιδιαίτερων συνθηκών της υποθέσεων. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι οι ποινικές καταδίκες των προσφευγόντων αποτέλεσαν κρατικές επεμβάσεις στο δικαίωμά τους να εκδηλώνουν τη θρησκεία τους, συλλογικά και δημόσια, δια της λατρείας και της παιδείας, καθώς δεν συνιστούν αναγκαία μέτρα σε μια δημοκρατική κοινωνία για την προάσπιση ενός νόμιμου σκοπού, όπως της δημόσιας τάξης κατά την παρ. 2 του αρ. 9, και κατά συνέπεια, οι κρινόμενες κρατικές επεμβάσεις παραβίασαν το άρθρο 9 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Δεδομένου τούτου, το ΕΔΔΑ δεν έκρινε απαραίτητο να εξετάσει, αν στοιχειοθετούταν, παράλληλα, και παραβίαση του δικαιώματος αυτών από το αρ. 10 ΕΣΔΑ.
Στην από 14.12.1999 Απόφασή του το ΕΔΔΑ14, επιδίκασε στον Σερίφ, ως αποζημίωση περιουσιακής βλάβης ποσό ίσο με εκείνο της χρηματικής ποινής που είχε καταβάλει ως αποτέλεσμα της ποινικής καταδίκης του. Το ΕΔΔΑ, επιπλέον, έκρινε ότι συνεπεία της παραβίασης που υπέστη ο προσφεύγων στο δικαίωμά του από το αρ. 9 ΕΣΔΑ ο τελευταίος υπέστη και ηθική βλάβη, και ως εκ τούτου το Δικαστήριο αποφάσισε να του επιδικάσει το συνολικό ποσό των 2.700.000 δρχ.
Στην από 17.10.2002 Απόφασή του το ΕΔΔΑ, διαπιστώθηκε ότι ο Αγκά υπέστη μη χρηματική βλάβη καθώς αυτός ζήτησε συμβολικά μία δραχμή ως αποζημίωση, το Δικαστήριο έκρινε ότι μόνη η διαπίστωση περί παραβίασης του δικαιώματος του Αγκά από το αρ. 9 ΕΣΔΑ, συνιστά επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για τους σκοπούς του αρ.41 ΕΣΔΑ. Στην από 13.7.2006 Απόφασή του το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του προσφεύγοντος για επιδίκαση αποζημίωσης λόγω υλικής βλάβης, καθώς διαπιστώθηκε ότι ο Αγκά δεν απέδειξε ότι πλήρωσε το ποσό της χρηματικής ποινής που του είχε επιβληθεί. Ακόμη, απέρριψε και το αίτημά του για επιδίκαση αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης, καθώς έκρινε ότι μόνη η διαπίστωση δια περί παραβίασης του δικαιώματος του Αγκά από το αρ. 9 ΕΣΔΑ, συνιστά επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για τους σκοπούς του αρ.41 ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο, ωστόσο, επιδίκασε αποζημίωση για δικαστικά έξοδα για το μέρος εκείνων ως προς τα οποία προσκομίστηκαν τα απαραίτητα παραστατικά και μόνο για το ποσό εκείνο ως προς το οποίο το Δικαστήριο έκρινε ότι τα έξοδα ήταν πραγματικά, αναγκαία, εύλογα και σε συνάρτηση με τη διαπιστωθείσα παράβαση της ΕΣΔΑ. Στην από 13.7.2006 Απόφασή του το Δικαστήριο απέρριψε, επίσης, το αίτημα του Αγκά τόσο ως προς το σκέλος της υλικής όσο και της ηθικής αποζημίωσης για τους ίδιους λόγους και με την ίδια αιτιολογία, όπως εκτέθηκε προηγουμένως. Εντούτοις, επιδίκασε αποζημίωση στον Αγκά για δικαστικά έξοδα, με τις διακρίσεις και την αιτιολογία, όπως αυτή εκτέθηκε ακριβώς παραπάνω.
Μελετώντας τις ως άνω αποφάσεις το αντικείμενο των υποθέσεων που οδηγήθηκε ενώπιον του ΕΔΔΑ ήταν σαφώς οριοθετημένο, καθώς αφορούσε την ποινική καταδίκη των προσφευγόντων για ένα συγκεκριμένο αδίκημα (175 ΠΚ) και όχι το θεσμό του Μουφτή στην Ελλάδα εν γένει15.
Από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ ερμηνεύεται με τρόπο τέτοιο που να επιβάλλεται η εκλογή του Μουφτή από τους πιστούς ή να καθορίζεται ότι απαγορεύεται ο διορισμός αυτού από την Πολιτεία. Το Δικαστήριο φαίνεται να αφήνει στον εθνικό νομοθέτη τη διακριτική ευχέρεια ώστε να ανάλογα με τη βούλησή του να καθορίζει την αναγνώριση στον Μουφτή εκείνων των διοικητικών και δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων στα πρόσωπα χωρίς να πηγάζουν ευθέως από το αρ. 9 ΕΣΔΑ συγκεκριμένα κριτήρια. Η καταδίκη της Ελλάδας δεν συντελέστηκε με το σκεπτικό ότι το νομοθετικό πλαίσιο και η πρακτική της εν γένει ήταν αντίθετη προς το αρ.9 της ΕΣΔΑ, αλλά επειδή μια συγκεκριμένη ποινική διάταξη (175 ΠΚ) εφαρμόσθηκε, χωρίς επαρκή αιτιολογία από τα εθνικά δικαστήρια, με αποτέλεσμα να μην στοιχειοθετείται «επιτακτική κοινωνική ανάγκη» για τον περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας. Επισημαίνεται ότι το σκεπτικό του Δικαστηρίου επικεντρώνεται σε δύο σημεία, και συγκεκριμένα, στο αναιτιολόγητο των ποινικών καταδικών των προσφευγόντων, και στα όρια της κρατικής παρέμβασης σε περίπτωση Σύμφωνα, εξάλλου, με τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, και η ύπαρξη μιας ομάδας εντός ενός θρησκεύματος, ομάδα η οποία ακολουθεί έναν άλλο θρησκευτικό ηγέτη, συνιστά λόγο δημιουργίας διαφορετικής θρησκευτικής ομάδας από νομική άποψη Το Κράτος δύναται να διορίζει και να αναγνωρίζει ένα πρόσωπο ως θρησκευτικό ηγέτη μιας θρησκευτικής κοινότητας, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, αλλά θα πρέπει να είναι ανεκτή η ύπαρξη και άλλου θρησκευτικού ηγέτη της ίδιας κοινότητας, αν αυτόν αναδεικνύει ένα μέρος, μεγαλύτερο ή μικρότερο, της κοινότητας αυτής. Μάλιστα το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι σε καμία περίπτωση δε θεωρεί ότι η πολιτεία σε μια δημοκρατική κοινωνία χρειάζεται ή καλείται να λαμβάνει μέτρα, για να διασφαλίσει ότι οι θρησκευτικές ομάδες παραμένουν ή φέρονται υπό μιας ενοποιημένης θρησκευτικής ηγεσίας. Τούτο δε, συμβαίνει διότι στο πλαίσιο της θρησκευτικής ελευθερίας ο καθένας μπορεί να είναι λειτουργός οποιασδήποτε θρησκείας16, εφόσον τούτο συνιστά έκφραση της θρησκευτικής πίστης, όπως αυτή ασκείται σύμφωνα με τους τύπους της θρησκείας αυτής. Οι πιστοί δε που συμμετέχουν στις λατρευτικές εκδηλώσεις είναι ελεύθεροι να ασκούν την πίστη τους, σύμφωνα από τα οριζόμενα από τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη. Καθώς οι εξεταζόμενες περιπτώσεις προσεγγίζονται κατ΄αυτόν τον τρόπο, οι πιστοί ήταν ελεύθεροι να ακολουθήσουν τον Μουφτή της επιλογής τους. Για τους ως άνω λόγους το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η καταδίκη ενός προσώπου αποκλειστικά και μόνο για το λόγο ότι εμφανίζεται ως θρησκευτικός ηγέτης μιας ομάδας που τον ακολουθεί πρόθυμα και οικειοθελώς είναι αντίθετη προς την ΕΣΔΑ (αρ. 9 παρ. 1).
Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι στην περίπτωση εκείνη που μια εθνική έννομη τάξη έχει αποδώσει δικαιοδοτικές αρμοδιότητες σε λειτουργούς γνωστής θρησκείας, είναι θεμιτή η λήψη από το Κράτος ειδικών μέτρων για την προστασία από εξαπάτηση των προσώπων εκείνων που οι έννομες σχέσεις τους μπορούν να επηρεαστούν από τις πράξεις των θρησκευτικών λειτουργών17, καθώς τούτο εξυπηρετεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Μοναδική προϋπόθεση συνιστά τα μέτρα αυτά να σέβονται τα κριτήρια που απορρέουν από την εφαρμογή της αρχής της αναγκαιότητας σε μια δημοκρατική κοινωνία. Εντούτοις, το Δικαστήριο δεν προέβη σε κρίση αναφορικά με το γεγονός της ύπαρξης και δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων στο πρόσωπο του Μουφτή που διορίζεται κατά τα προβλεπόμενα από την κείμενη ελληνική νομοθεσία, καθώς διαπίστωσε ότι τα ελληνικά δικαστήρια δεν καταδίκασαν τους προσφεύγοντες για εξαπάτηση των πιστών, δηλαδή για τέλεση πράξεων που ενδεχομένως θα μπορούσαν να δημιουργήσουν νομικές συνέπειες για τους εμπλεκομένους, αποσκοπώντας λ.χ. στην έκδοση εγγράφων που θα μπορούσαν να έχουν έννομα αποτελέσματα.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στη σημασία του θρησκευτικού πλουραλισμού σε μια δημοκρατική κοινωνία, καθώς και στην πιστή τήρηση της αρχής της αναλογικότητας κατά την εφαρμογή ποινικών διατάξεων, όταν αυτά θίγουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Η ένταση που δημιουργείται σε περιπτώσεις που είναι διαιρεμένη μια θρησκευτική ομάδα αποτελεί μια από τις αναπόφευκτες συνέπειες της θρησκευτικής πολυφωνίας σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η πολυφωνία αυτή πρέπει να γίνεται σεβαστή χωρίς προσπάθειες για περιορισμό της. Ακόμη, υπογραμμίζεται ότι ο ισχυρισμός περί διατάραξης της δημόσιας τάξης δεν αρκεί να είναι γενικός και αόριστος, αλλά η ύπαρξη ή η πιθανότητα ενός τέτοιου κινδύνου θα πρέπει να στοιχειοθετείται επαρκώς, γεγονός που δεν θεμελιώθηκε στις περιπτώσεις των προσφυγών. Τέλος, το ΕΔΔΑ δεν έκρινε αναγκαίο να εξετάσει, εάν οι επίδικες ποινικές καταδίκες των προσφευγόντων παραβίαζαν την νομοθεσία που προέβαλαν οι ίδιοι ως την ισχύουσα. Κατά πάγια πρακτική του ΕΔΔΑ, τούτο δεν εμπλέκεται σε θέματα ερμηνείας και εφαρμογής διεθνών συμβάσεων άλλων πέραν της ΕΣΔΑ, καθώς εκτιμάται ότι αρμόδια προς τούτο είναι τα εθνικά δικαστήρια.
Με την ψήφιση του ν.1920/1991 δυνάμει του οποίου κυρώθηκε η από 24.12.1990 Π.Ν.Π. αναφορικά με το νομικό καθεστώς της Μουφτείας και του Μουφτή, και, δη σχετικά με τον τρόπο ανάδειξης του τελευταίου, οδήγησε σε μείζον πολιτικό ζήτημα. Τούτο δε, συνέβη διότι σημαντικό ποσοστό μουσουλμάνων πιστών στη Δυτική Θράκη δεν αποδέχτηκε τον τρόπο διορισμού που προβλέφθηκε στην Π.Ν.Π και προέβη στην εκλογή δύο Μουφτήδων, έναν στη Ροδόπη και έναν στην Ξάνθη. Έκτοτε και οι δύο δρουν ως παράλληλοι Μουφτήδες προς τους διορισμένους, χωρίς οι εκλεγέντες να έχουν τις διοικητικές και δικαιοδοτικές αρμοδιότητες που αναγνωρίζει ο νόμος. Οι μη διορισμένοι σύμφωνα με τον νόμο Μουφτήδες διώχθηκαν κατ’ επανάληψη και καταδικάστηκαν για αντιποίηση αρχής, κυρίως διότι απηύθυναν μηνύματα θρησκευτικού περιεχομένου στους μουσουλμάνους που τους αναγνώριζαν ως θρησκευτικούς ηγέτες. Οι υποθέσεις αυτές εξετάστηκαν από τον ΑΠ και οι σχετικές αναιρέσεις είχαν αρνητική έκβαση για τους αναιρεσείοντες Μουφτήδες.
Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι στην πρώτη χρονικά υπόθεση, ο Άρειος Πάγος με την από 2.4.1997 υπ’ αριθμόν 495/1997 Απόφαση του ΣΤ΄ Τμήματός του απέκλεισε το ενδεχόμενο παραβίασης του αρ. 9 ΕΣΔΑ, υποστηρίζοντας ότι η καταδίκη του κατηγορούμενου δεν αντίκειται στο εν λόγω άρθρο. Στην κρίση αυτή δε, κατέληξε το ανώτατο δικαστήριο της χώρας υποστηρίζοντας ότι δεν είχε παρακωλυθεί η ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών του καθηκόντων του Σερίφ, αλλά μόνο η εκ μέρους του παράνομη άσκηση υπηρεσίας θρησκευτικού λειτουργού, του Μουφτή, την ιδιότητα του οποίου ο ίδιος σύμφωνα με τον νόμο δεν έφερε.
Η απόφαση αυτή οδήγησε στην καταδίκη της Ελλάδας με την από 14.12.1999 Απόφαση ΕΔΔΑ, ο αντίκτυπος της οποίας υπήρξε σημαντικός, καθώς οδήγησε στη μεταστροφής18 στη νομολογία του Αρείου Πάγου, και ειδικότερα του ίδιου του ΣΤ΄ Τμήματος αυτού στην υπ’ αριθμόν 1045/2002 Απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση αναίρεσης του Αγκά κατά απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, η οποία τον καταδίκασε ως ένοχο για αντιποίηση κατά 175 ΠΚ υπηρεσίας θρησκευτικού λειτουργού. Ειδικότερα, στην Απόφαση αυτή ο ΑΠ παραπέμποντας ρητά στην απόφαση Σερίφ, έκρινε ότι μόνη η επίκληση της ιδιότητας Μουφτή από πρόσωπο που δεν την έχει κατά νόμο, χωρίς, όμως, ταυτόχρονη άσκηση των διοικητικών ή δικαστικών καθηκόντων που απονέμει η κείμενη νομοθεσία σε Μουφτή, δεν στοιχειοθετεί αντιποίηση άσκησης υπηρεσίας Μουφτή. Επομένως, δε συνιστά αξιόποινη πράξη κατά το άρθρο 175 ΠΚ η έκδοση από κάποιο πρόσωπο, με τη ευκαιρία θρησκευτικής εορτής, μηνύματος θρησκευτικού περιεχομένου προς ομοθρήσκους του χωρίς την παράλληλη άσκηση εκείνων των αρμοδιοτήτων που η νομοθεσία απονέμει σχετικά σε θρησκευτικό λειτουργό. Με την απόφαση αυτή, ταυτίζεται η ερμηνευτική προσέγγιση του Έλληνα δικαστή για το αρ. 9 της ΕΣΔΑ με το ΕΔΔΑ. Επισημαίνεται ο ΑΠ σε δύο άλλες συναφείς υποθέσεις, με αναιρσείοντα επίσης τον.Αγκά, δεν έλαβε υπόψη την ανωτέρω ερμηνεία του ΕΔΔΑ και συγκεκριμένα στις Αποφάσεις του Ε΄ Τμήματός του 304/2002 και 708/2002. Συγκεκριμένα με τις Αποφάσεις αυτές ο ΑΠ απέρριψε τις αιτήσεις αναίρεσης και επικύρωσε την ποινική καταδίκη του Μ.Αγκά. Αποτυπώνεται η τάση του Αρείου Πάγου, αλλά και γενικότερα των ελληνικών δικαστηρίων, να υιοθετούν την ερμηνευτική προσέγγιση του ΕΔΔΑ.
Περαιτέρω, οι ως άνω αναφερόμενες αποφάσεις του ΕΔΔΑ αποτέλεσαν δυναμικό εφαλτήριο για την έναρξη ενός παραγωγικού διαλόγου αναφορικά με ενδεχόμενη τροποποίηση των άρθρων 175 και 176 του Ποινικού Κώδικα, ώστε να εναρμονίζονται με τη θρησκευτική πολυφωνία και τον θρησκευτικό πλουραλισμό σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω έχει προταθεί η τροποποίηση του αρ.175 παρ.2 ΠΚ19 ως εξής:
«Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για την αντιποίηση της άσκησης δικηγορίας, καθώς επίσης και για την αντιποίηση άσκησης υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ή άλλης θρησκείας γνωστής στην Ελλάδα, εφόσον αυτή σχετίζεται με πολιτειακές, διοικητικές ή δικαστικές αρμοδιότητες».
Δεδομένου δε ότι η κρίση του ΕΔΔΑ στις εξεταζόμενες Αποφάσεις δεν επηρεάστηκε ουδόλως από το γεγονός του αν ειδικά ο προσφεύγων Σερίφ φορούσε ή όχι τη στολή του Μουφτή ή αν πράγματι υπήρχε τέτοια επίσημη στολή ή όχι, κατά τα προβλεπόμενα στη μουσουλμανική θρησκεία, υποστηρίζεται από μερίδα της θεωρίας το αρ.176 ΠΚ δέον να καταργηθεί20.
Ακόμη, δέον να επισημανθεί ότι σε συνέχεια των διαπιστώσεων του ΕΔΔΑ και των όσων διατυπώθηκαν, μερίδα της θεωρίας έχει εισηγηθεί ενδεχόμενη τροποποίηση του οικογενειακού δικαίου. Συγκεκριμένα, το άρθρο 9 παρ.1 της ΕΣΔΑ αναφορικά με το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας που κατοχυρώνει και με τον τρόπο που αυτό προσεγγίζεται δεν απαιτεί από τα κράτη να προσδίδουν έννομα αποτελέσματα σε θρησκευτικούς γάμους, ούτε να απονέμουν διοικητικές αρμοδιότητες, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, σε λειτουργούς γνωστών θρησκειών, τα οποία αφορούν σε θέματα προσωπικής και οικογενειακής κατάστασης των πιστών μιας θρησκείας. Η κατάργηση αναγνώρισης έννομων αποτελεσμάτων του μουσουλμανικού γάμου είναι δυνατό να υλοποιηθεί στο πλαίσιο μιας ενδεχόμενης ευρύτερης τροποποίησης του οικογενειακού δικαίου21 προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης έννομων αποτελεσμάτων μόνο στον πολιτικό γάμο για όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως θρησκεύματος.
Ακόμη, θεωρία και ΕΔΔΑ συγκλίνουν στην άποψη ότι δεν απαιτείται από τα Κράτη να αναγνωρίζουν έννομα αποτελέσματα σε αποφάσεις θρησκευτικών δικαστηρίων, ως δύναται εν προκειμένω ο Μουφτής στο πλαίσιο των δικαστικών αρμοδιοτήτων του. Η κατάργηση, επομένως, της υποχρεωτικής δικαστικής δικαιοδοσίας των Μουφτήδων σε ορισμένες υποθέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου των Μουσουλμάνων φαίνεται ότι δε θα δημιουργούσε σε προβλήματα από πλευράς ΕΣΔΑ22. Εν αντιθέσει, τούτο μπορεί να υποστηριχθεί δεδομένου ότι το Κράτος δεν είναι δυνατό να προβαίνει σε διακρίσεις, ως προκύπτει από τον συνδυασμό των άρθρων 9 και 14 ΕΣΔΑ. Κάτι τέτοιο δε, δεν δύναται να συμβαίνει μεταξύ των διαφορετικών τοπικών μουσουλμανικών κοινοτήτων που ακολουθούν διαφορετικούς θρησκευτικούς ηγέτες. Και προς τούτο οδηγείται το Κράτος, όταν εκείνο το τμήμα της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης που έχει εκλέξει τον Μουφτή της, προστρέχει σε αυτόν για την πνευματική και θρησκευτική του καθοδήγηση που αναγνωρίζει και στην οποία προσβλέπει από το πρόσωπό του, και ταυτόχρονα αναγκάζεται να προστρέχει23 στον νόμιμα διορισμένο από το Κράτος Μουφτή για εκείνες τις πράξεις που στο πλαίσιο των διοικητικών και δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων, καθώς αποκλειστικά ο προαναφερόμενος είναι δυνατό να προσδώσει έννομες συνέπειες σε εκείνες τις σχέσεις/καταστάσεις των πιστών μουσουλμάνων, προσωπικού και οικογενειακού δικαίου, των οποίων οι εν λόγω πιστοί επιδιώκουν ενίοτε τη ρύθμιση.
Η συγκεκριμένη πρόταση της θεωρίας νομοθετικά υλοποιείται δια της τροποποίησης του άρθρου 5 της από 24.12.1990 ΠΝΠ από το άρθρο του ν.4511/2018 (αρ. 1). Δυνάμει αυτού οι δικαιοδοτικές και δικαστικές εξουσίες του Μουφτή αποτελούν, πλέον, συντρέχουσα δικαιοδοσία ως προς εκείνη των πολιτικών δικαστηρίων για τις υποθέσεις που υπάγονται στις εξουσίες του Μουφτή, τα οποία διατηρούν το τεκμήριο της αρμοδιότητας. Η αρμοδιότητα του Μουφτή ως προς τις υποθέσεις αυτές πρέπει πλέον να αποδεικνύεται κατά τον ειδικότερο τρόπο που προβλέπει οι διατάξεις των παρ. 4α και του αρ. 5 της ΠΝΠ.
*το παρόν αποτελεί τμήμα της διπλωματικής εργασίας της γράφουσας στο πλαίσιο του ΠΜΣ Εκκλησιαστικού Δικαίου ΕΚΠΑ 2017-2018, με τίτλο "Η νομική θέση του Μουφτή στην ελληνική έννομη τάξη" και επιβλέποντα καθηγητή τον κ. Γ. Ι. Ανδρουτσόπουλο. Για το πλήρες κείμενο της διπλωματικής πατήστε ΕΔΩ.
[1] Ζήτησαν επίσης να διοργανωθούν εκλογές από το Κράτος για την θέση του Μουφτή της Ξάνθης.
[2] Άρθρο 175 ΠΚ προβλέπει τα ακόλουθα:
1. Όποιος µε πρόθεση αντιποιείται την άσκηση κάποιας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας τιμωρείται µε φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή µε χρηματική ποινή.
2. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για την αντιποίηση της άσκησης δικηγορίας, καθώς επίσης και για την αντιποίηση άσκησης υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ή άλλης θρησκείας γνωστής στην Ελλάδα.
31. Άρθρο 176 ΠΚ προβλέπει τα ακόλουθα :
‘Όποιος δημόσια και χωρίς δικαίωμα φορεί στολή ή άλλο διακριτικό σημείο δημόσιου, δημοτικού, κοινοτικού ή θρησκευτικού λειτουργού από εκείνους που αναφέρει η παρα.2 του Άρθρου 175 … τιμωρείται µε φυλάκιση μέχρι έξη μηνών ή µε χρηματική ποινή’.
[3] Τσιτσελίκης, Κ., Η προσφυγή Σερίφ, σελ.963-964.
[4] Άρθρο 9 ΕΣΔΑ: ‘1. Παν πρόσωπο δικαιούται εις την ελευθερία σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας. Το δικαίωµα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων µεµονωµένως ή συλλογικώς, δηµοσία ή κατ’ιδίαν, διά της λατρείας, της παιδείας και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και λειτουργιών.
2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέσει αντικείµενον ετέρων περιορισµών πέραν των προβλεποµένων υπό του νόµου και αποτελούντων αναγκαία µέτρα, εν δηµοκρατική κοινωνία, διά την δηµοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δηµοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής, ή την προάσπισιν των δικαιωµάτων και ελευθεριών των άλλων’.
[5] Σχετική η απόφαση της 25ης Μαΐου 1993 επί της υπόθεσης Κοκκινάκης κατά Ελλάδος.
[6] Τσιτσελίκης, Κ., Η προσφυγή Σερίφ, σελ. 955.
[7] Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, απόφαση Μανουσάκης κ.α. κατά της Ελλάδας της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, Reports of Judgements and Decisions 1996-IV, σελ.1362.
[8] Τσιτσελίκης, Κ.,, Η προσφυγή Σερίφ, σελ. 956.
[9] Υπόθεση Κοκκινάκης κατά Ελλάδας, σελ.17 & 18, παρα.31 και 33.
[10] Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο Ανθρώπινων ∆ικαιωµάτων, απόφαση Wingrove κατά Ηνωµένου Βασιλείου της 25ης Νοεµβρίου 1996, Reports of Judgements and Decisions 1996-V, σελ. 1956, παρα.53.
[11] Τσιτσελίκης, Κ., Η προσφυγή Σερίφ, σελ. 956.
[12] Σύμφωνα με το αρ. 13 παρ.2 Σ, γνωστή θεωρείται η θρησκεία της οποίας τα δόγματα και οι αρχές δεν είναι κρυφές, ενώ η λατρεία της γίνεται δημόσια. Γνωστή δε σημαίνει αναγνωρισμένη αλλά προσιτή θρησκεία.
[13] Τσιτσελίκης, Κ., Η προσφυγή Σερίφ, σελ. 960.
[14] Κατά τα προβλεπόμενα στο αρ. 41 ΕΣΔΑ, επίκληση της οποίας διάταξης γίνεται σε όλες τις εδώ εξεταζόμενες Αποφάσεις ΕΔΔΑ.
[15] Κυριαζόπουλος, σελ. 370.
[16] Τσιτσελίκης, Κ., Η προσφυγή Σερίφ, 960-962.
[17] Τσιτσελίκης, Κ. σελ. 961-963.
[18] Τσιτσελίκης, Κ., Απόφαση 1045/2002 Τμ.ΣΤ΄(Εισηγητής Κ.Κωστήρης), Νομοκανονικά 2/2002, σελ. 130-133.
[19] Κυριαζόπουλος, σελ.366 και 372-373.
[20] Κυριαζόπουλος, σελ. 372-373.
[21] Κυριαζόπουλος, σελ. 371-372.
[22] Κυριαζόπουλος, σελ.372.
[23] Κυριαζόπουλος, σελ.370.
arthro 13
της Αναστασίας Κόλλια Μεγάλη Πέμπτη σήμερα και η Αγία Εκκλησία μας, τη στιγμή μεταξύ του 5ου και του 6ου Ευαγγελίου ψάλλει το αντίφωνο... Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου, ὁ ἐν ὕδασι τὴν...
—————
της Ολυμπίας-Μαρίας Ποντίκη, Νομικού - ΜΦ Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας ΕΚΠΑ Τα εγκλήματα του λευκού κολάρου γνωρίζουμε ότι εντάσσονται στην κατηγορία των εγκλημάτων των οικονομικών που...
—————
της Αναστασίας Κόλλια, Δικηγόρου - Θεολόγου Η ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού αποτελεί ακατάλυπτο μυστήριο και παράδοξο. Στο κοσμοσωτήριο έργο της Θείας οικονομίας και στο ανερμήνευτο...
—————
ARTICLE 13: INTERDISCIPLINARY JOURNAL OF ECCLESIASTICAL LAW
—————
του Θωμά Παπασάνδα, Φαρμακοποιού - 'Οικονομία της Υγείας & Πολιτική Υγείας' Msc * η παρούσα αποτελεί την εισήγηση που εκφωνήθηκε στο πλαίσιο εκδήλωσης που διοργανώθηκε από...
—————
Στο παρόν αναρτάται η Βιντεοσκοπημένη έκδοση των εργασιών του διήμερου Διεπιστημονικού Συνεδρίου με τίτλο "Θρησκευτικές κοινότητες: Νομοκανονικές προσεγγίσεις ιστορικών και επίκαιρων...
—————
Χαιρετισμοί Αγαπητές και αγαπητοί Συνάδελφοι Κυρίες και κύριοι, Στο πλαίσιο των παρουσιάσεων νέων ερευνητών από το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών "Θεολογία και Κοινωνία" του Τμήματος...
Υλοποιήθηκε από Webnode