Interdisciplinary Journal of Ecclesiastical Law
Τα Χριστούγεννα δεν εορτάζονταν κατά τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού. Απο το τέλος του 3ου αιώνα ξεκίνησαν να εορτάζονται μαζί με τα Θεοφάνεια την 6η Ιανουαρίου. Απο τον 4ο αιώνα καθιερώθηκε, έπειτα από πολλές συζητήσεις και διαφωνίες, να εορτάζονται τα Χριστούγεννα την 25η Δεκεμβρίου. Είχαν προταθεί διάφοροι μήνες του έτους λόγω κυρίως του ότι ούτε στην Παλαιά, αλλά ούτε και στην Καινή Διαθήκη δεν δινόταν κάποιο χρονολογικό στοιχείο για το πότε γεννήθηκε ο Χριστός. Η εκκλησία όρισε την 25η του Δεκέμβρη ως ημέρα εορτασμού της γέννησης του Χριστού για να μπορέσει να αντικαταστήσει την μεγάλη εθνική εορτή του αήτητου Ήλιου. Ο ορισμός της γιορτής αυτής έλαβε χώρα στη Δύση, ενώ στην Ανατολή ήρθε προς το τέλος του 4ου αιώνα. Γνωρίζουμε ότι τα Χριστούγεννα εορτάστηκαν πρώτα στην Κωνσταντινούπολη το 378 και στην Αντιόχεια το 386. Για την Αντιόχεια γνωρίζουμε την χρονολογία λόγω ομιλίας του Ιωάννου Χρυσοστόμου, που εκφωνήθηκε με την ευκαιρία της γιορτής. Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι στη Βηθλεέμ, την γενέθλιο πόλη του Χριστού, τα Χριστούγεννα γιορτάστηκαν για πρώτη φορά το 433. Η παγίωση της γιορτής οφείλεται στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο και τον Γρηγόριο τον Θεολόγο.
Το χρονικό διάστημα μεταξύ Χριστουγέννων και των Φώτων ονομάζεται κατά τους Βυζαντινούς γιορτή των Καλανδών.
Οι γιορτές στο Βυζάντιο είναι στενά συνυφασμένες με την εκκλησία, πόσο μάλλον η γιορτή των Χριστουγέννων. Το πρωί της 25ης Δεκεμβρίου γινόταν λειτουργία στην εκκλησία και για να εορταστεί η γέννηση του Χριστού ο κόσμος καθόταν με τέτοιον τρόπο, έτσι ώστε να δίνεται η εντύπωση σπηλαίου και στο κέντρο τοποθετείτο ένα στρώμα πάνω στο οποίο ξάπλωνε ένα παιδί που παρίστανε τον Χριστό. Η παράδοση αυτή μαρτυρείται μέχρι και τον 12ο αιώνα από τον Θεόδωρο Βαλσαμών.
Την επομένη των Χριστουγέννων υπήρχε το έθιμο να ανταλλάσσεται ως δώρο στις οικίες το λεγόμενο «λοχόζεμα». Το λοχόζεμα είναι ζωμός, στον οποίο ανακάτευαν ψημένο σιμιγδάλι και το έδιναν στις λεχώνες για να παράγουν περισσότερο γάλα και ανταλλασσόταν προς τιμήν της λοχείας της Παναγίας. Το έθιμο αυτό κατακρίθηκε από την εκκλησία και καταργήθηκε με τον 79ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, γνωστή ως η εν Τρούλω Σύνοδος. Ωστόσο, ο Συμεών ο Μεταφραστής το αναφέρει τον 10ο αιώνα, πράγμα που δείχνει πως παρά τις προσπάθειες της εκκλησίας δεν καταργήθηκε εντελώς. Φαίνεται, όμως, ότι μέχρι τον 12ο αιώνα είχε εγκαταλειφτεί από όσο ξέρουμε, τουλάχιστον στην Κωνσταντινούπολη.
Κατά τη διάρκεια της γιορτής οι άνθρωποι πρόσεχαν οι οικίες τους να είναι φροντισμένες, στόλιζαν τα υπέρθυρα, καθάριζαν τους δρόμους και στόλιζαν τα καταστήματα τους. Στολίζονταν, επίσης, και διάφορα δημόσια μνημεία. Ο στολισμός αποτελείτο κυρίως από δενδρολίβανο, κλαδιά μυρτιάς και εποχιακά άνθη.
Οι Βυζαντινοί, καθ’ όλη την διάρκεια των εορτών, μπαίνοντας σε σπίτια έλεγαν τα κάλαντα πάντα με συνοδεία μουσικών οργάνων. Κάλαντα έλεγαν και τα παιδιά, τα οποία, όμως, πρόσθεταν και εγκωμιασμούς προς τους ιδιοκτήτες των οικιών για να λάβουν και την αντίστοιχη αμοιβή τους.
Πέρα από τους ενήλικες και τα παιδιά, κάλαντα έλεγαν και μέλη ορχηστρών, οι οποίοι κυκλοφορούσαν στους δρόμους και το βράδυ τραγουδώντας και δεν σταματούσαν αν δεν έπαιρναν αμοιβή ή κέρασμα.
Οι Βυζαντινοί και τις δώδεκα μέρες των γιορτών μεταμφιέζονταν και ταυτόχρονα έλεγαν τα κάλαντα και πολλές φορές με καλυμμένα τα πρόσωπα χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών και ενοχλούσαν τους ιδιοκτήτες.
Ο αυτοκράτορας έδινε διαταγή κατά τις ημέρες των γιορτών να γίνονται ιπποδρομίες, ένα θέαμα πολύ αγαπητό στους Βυζαντινούς. Η εκκλησία ήταν αρνητικά προσκείμενη προς αυτό και προσπάθησε να σταματήσει αυτή τη συνήθεια, ωστόσο δεν φαίνεται να κατόρθωσε τίποτα, καθώς τα θεάματα αυτά συνεχίστηκαν χωρίς να καταργηθούν.
Ο Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος στο έργο του De Cerimoniis αναφέρει ότι την ημέρα των Χριστουγέννων ο αυτοκράτορας έμπαινε στην Αγία Σοφία φορώντας το στέμμα του και χλαμύδα, συνοδευόμενος από την αυτοκρατορική αυλή. Στη διαδρομή από το ανάκτορο προς την Μεγάλη εκκλησία ο λαός τον επευφημούσε και οι εκπρόσωποι των Δήμων του απήυθυναν ευχές. Οι δρόμοι ήταν φροντισμένοι και στολισμένοι με κλαδιά μυρτιάς, δενδρολίβανο και άνθη.
Όταν βρισκόταν μέσα στην Αγία Σοφία έβγαζε το στέμμα του και μπροστά στη βασίλειο πύλη συναντιόταν με τον Πατριάρχη και εισέρχονταν μαζί στον ναό. Έπειτα, προχωρούσαν προς το Ιερό, ο αυτοκράτορας προσκυνούσε και αποχωρούσε στο μιτατώριο, μέχρι τη στιγμή που έπρεπε να κοινωνήσει. Στην επιστροφή ο λαός επευφημούσε ξανά τον αυτοκράτορα, ενώ ακούγονταν και ευχές στην λατινική γλώσσα. Ακολουθούσε μεγαλόπρεπο γεύμα στο ανάκτορο, στο οποίο παρευρίσκονταν μέλη της αυτοκρατορικής αυλής, ξένοι διπλωμάτες και δώδεκα φτωχοί σε αντιστοιχία με τους μαθητές του Χριστού. Την ημέρα εκείνη απαγορεύονταν οι συλλήψεις μόνο για μικρά παραπτώματα.
Η 1η Ιανουαρίου ήταν πέρα από την πρώτη μέρα του μήνα και η πρώτη μέρα του χρόνου, κάτι που είχε καθιερωθεί ήδη από τον 1ο αιώνα π.Χ.. Τον εορτασμό αυτό τον διατήρησαν και οι Βυζαντινοί, οι οποίοι, όπως και οι Ρωμαίοι, συνήθιζαν να στολίζουν τις πόρτες τους με κλαδιά δάφνης ή στεφάνια από λουλούδια. Η ημέρα αυτή γιορταζόταν με μεγάλη χαρά από τους Βυζαντινούς, ενώ κατά τη διάρκεια της ανταλλάσσονταν χρηματικά δώρα. Στα παιδιά δινόταν δώρο μετά την ανταλλαγή των ευχών, ένα νόμισμα. Πέρα, όμως, από τα χρηματικά δώρα, ο κόσμος αντάλλασε δώρα, καρπούς και γλυκίσματα. Υπήρχε δε η αντίληψη ότι πρέπει να περάσουν την ημέρα όσο πιο εύθυμα και χαρούμενα γινόταν για να έχουν αντίστοιχα ένα χαρούμενο χρόνο. Για αυτό και φρόντιζαν να διασκεδάζουν με γεύματα και χορού,ς αλλά και να μεταμφιέζονται σε διάφορα ζώα. Οι Βυζαντινοί, επίσης, ήταν προληπτικοί και φρόντιζαν ο πρώτος άνθρωπος, που θα μπει την 1η Ιανουαρίου σπίτι τους να τους φέρει και καλοτυχία για την καινούργια χρονιά, μια δοξασία που ισχύει ακόμη και στις μέρες μας.
Στην Κωνσταντινούπολη, για όσο ίσχυε ο θεσμός της υπατείας, ο ύπατος μοίραζε σακουλάκια με χρήματα στο λαό, τα λεγόμενα «αποκόμβια». Από την περίοδο του Ιουστινιανού Α΄ και εξής δόθηκε η εντολή να μοιράζονται μόνο αργυρά νομίσματα, τα μιλιαρήσια, και όχι χρυσά.
Την 3η Ιανουαρίου διοργανώνονταν ιπποδρομίες, που ακολουθούνταν από συμπόσια και τυχερά παιχνίδια. Στο ανάκτορο ο αυτοκράτορας παρέθετε μεγαλοπρεπή συμπόσια.
Κατά την διάρκεια των Καλάνδων τα σχολεία έκλειναν και δεν γίνονταν δίκες.
Βιβλιογραφία
arthro 13
της Αναστασίας Κόλλια Μεγάλη Πέμπτη σήμερα και η Αγία Εκκλησία μας, τη στιγμή μεταξύ του 5ου και του 6ου Ευαγγελίου ψάλλει το αντίφωνο... Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου, ὁ ἐν ὕδασι τὴν...
—————
της Ολυμπίας-Μαρίας Ποντίκη, Νομικού - ΜΦ Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας ΕΚΠΑ Τα εγκλήματα του λευκού κολάρου γνωρίζουμε ότι εντάσσονται στην κατηγορία των εγκλημάτων των οικονομικών που...
—————
της Αναστασίας Κόλλια, Δικηγόρου - Θεολόγου Η ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού αποτελεί ακατάλυπτο μυστήριο και παράδοξο. Στο κοσμοσωτήριο έργο της Θείας οικονομίας και στο ανερμήνευτο...
—————
ARTICLE 13: INTERDISCIPLINARY JOURNAL OF ECCLESIASTICAL LAW
—————
του Θωμά Παπασάνδα, Φαρμακοποιού - 'Οικονομία της Υγείας & Πολιτική Υγείας' Msc * η παρούσα αποτελεί την εισήγηση που εκφωνήθηκε στο πλαίσιο εκδήλωσης που διοργανώθηκε από...
—————
Στο παρόν αναρτάται η Βιντεοσκοπημένη έκδοση των εργασιών του διήμερου Διεπιστημονικού Συνεδρίου με τίτλο "Θρησκευτικές κοινότητες: Νομοκανονικές προσεγγίσεις ιστορικών και επίκαιρων...
—————
Χαιρετισμοί Αγαπητές και αγαπητοί Συνάδελφοι Κυρίες και κύριοι, Στο πλαίσιο των παρουσιάσεων νέων ερευνητών από το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών "Θεολογία και Κοινωνία" του Τμήματος...
Υλοποιήθηκε από Webnode