2019-06-23 11:55
της Ελένης Παλιούρα
*η παρούσα δημοσιεύθηκε στα πρακτικά του κύκλου διαλέξεων με θέμα τις θρησκευτικές κοινότητες στην Ελλάδα (Οι θρησκευτικές κοινότητες στην Ελλάδα: νομοθετικό πλαίσιο ελληνικό και ευρωπαϊκό) που συνδιοργάνωσαν το Ινστιτούτο Ανθρωπιστικών Σπουδών "Νίκος Σβορώνος" του Ευρωπαϊκoύ Οργανσμού Δημοσίου Δικαίου EPLO και ο Σύλλογος μεταπτυχιακών φοιτητών και υποψήφιων διδακτόρων του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Σ.ΜΕ.Κ..ΘΕ.), https://www1.eplo.int/event/1070.
1.Εισαγωγή
Οι σχέσεις κράτους – θρησκευμάτων περιλαμβάνουν τη ρύθμιση του καθεστώτος των θρησκευτικών κοινοτήτων μέσα στον κρατικό οργανισμό. Σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη βρίσκονται σε λειτουργία ειδικά νομοθετήματα, τα οποία περιλαμβάνουν ρυθμίσεις σχετικές με την απόκτηση νομικής προσωπικότητας, το δικαίωμα θρησκευτικής έκφρασης ή την αναγνώριση ενός θρησκεύματος και των ενώσεών του1. Στην Ελλάδα μέχρι το έτος 2014 δεν υπήρχε κάποια ειδική ρύθμιση για τις θρησκευτικές κοινότητες που δεν διέθεταν νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου, με αποτέλεσμα να σημειώνεται ένα κενό στη νομοθετική αντιμετώπιση των θρησκευμάτων. Ο νόμος 4301/2014 επιχείρησε να καλύψει αυτό το κενό προσθέτοντας στην ελληνική έννομη τάξη ένα σύνολο ρυθμίσεων με πιο σημαντικές τη δυνατότητα αναγνώρισης θρησκευτικής νομικής προσωπικότητας. Πρέπει να σημειωθεί, λοιπόν, ότι πρόκειται για ένα ιδιαίτερο νομοθέτημα με μακρά προκοινοβουλευτική διαδικασία2 που ρυθμίζει συνολικά για πρώτη φορά στην Ελλάδα το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων που δραστηριοποιούνται στην επικράτειά της3.
Ο νόμος 4301/20144 αποτελείται συνολικά από 56 άρθρα, εκ των οποίων τα πρώτα 18, το πρώτο μέρος του νομοθετήματος δηλαδή ρυθμίζουν το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Ελλάδα. Συνοπτικά, το πρώτο άρθρο προσεγγίζει εννοιολογικά τη θρησκευτική κοινότητα, τα άρθρα δύο έως δώδεκα εισάγουν δύο νέες μορφές νομικής προσωπικότητας για τις ενώσεις των θρησκευτικών κοινοτήτων, με πρόσθετες προβλέψεις για τη διοικητική τους διάρθρωση, τη διάλυση και τον κανονισμό λειτουργίας τους, το δέκατο τρίτο άρθρο συνιστά ex lege απόδοση νομικής προσωπικότητας σε ορισμένες Εκκλησίες, με έμφαση στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στην Ελλάδα, το δέκατο τέταρτο άρθρο προβλέπει δημιουργία ηλεκτρονικού μητρώου νομικών προσώπων και θρησκευτικών λειτουργών, το δέκατο πέμπτο άρθρο αναγνωρίζει ικανότητα διαδίκου στις μη έχουσες νομική προσωπικότητα θρησκευτικές κοινότητες, το δέκατο έκτο άρθρο οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής του νομοθετήματος, το δέκατο έβδομο άρθρο ορίζει τεκμήριο γνωστής θρησκείας και τέλος το δέκατο όγδοο άρθρο ρυθμίζει περιουσιακά ζητήματα.
2.Τα πρώτα 18 άρθρα του ν.4301/2014
Στην παρούσα ενότητα πρόκειται να πραγματοποιηθεί συνοπτική ανάλυση των πρώτων 18 άρθρων του υπό εξέταση νομοθετήματος με γνώμονα τις βασικές επισημάνσεις που μπορούν να διατυπωθούν για την κατανόηση του περιεχομένου και του σκοπού του ν.4301/2014, καθώς και τη μετάβαση στην επόμενη ενότητα που περιγράφει την εφαρμογή του νόμου. Αξιοσημείωτο είναι ότι η βιβλιογραφία που απαντά σε ζητήματα ανάλυσης και εφαρμογής του ν.4301/2014 είναι ακόμα περιορισμένη5.
Πιο αναλυτικά, το πρώτο άρθρο περιγράφει τα συστατικά στοιχεία μιας θρησκευτικής κοινότητας. Η αναφορά στον όρο θρησκευτική κοινότητα δεν πραγματοποιείται για πρώτη φορά στον ν.4301/20146. Για πρώτη φορά όμως εισάγεται ορισμός της θρησκευτικής κοινότητας, το περιεχόμενο του οποίου διατυπώνεται στο πρώτο άρθρο του νόμου που φέρει τον τίτλο «Έννοια Θρησκευτικής Κοινότητας»7. Η θρησκευτική κοινότητα, λοιπόν, συντίθεται από τα εξής στοιχεία: ικανός αριθμός φυσικών προσώπων, συγκεκριμένη θρησκευτική Ομολογία, γνωστή θρησκεία, η μόνιμη εγκατάσταση σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή και σκοπός συλλογικής έκφρασης των οικείων θρησκευτικών πεποιθήσεων. Τα δύο στοιχεία του ορισμού που έχουν προκαλέσει τις πιο έντονες και ενδιαφέρουσες διχογνωμίες είναι η έννοια του ικανού αριθμού και ο προσδιορισμός της γεωγραφικής περιοχής8.
Περαιτέρω, η έννοια του Θρησκευτικού Νομικού Προσώπου εισάγεται για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη με το δεύτερο άρθρο του υπό εξέταση νομοθετήματος («Θρησκευτικό νομικό πρόσωπο»9) και αποτελεί μία από τις δύο νέες μορφές νομικής προσωπικότητας που προβλέπει ο υπό εξέταση νόμος για το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων. Ο ορισμός του αποτελείται από τρία στοιχεία: ένωση προσώπων της ίδιας θρησκευτικής κοινότητας, με σκοπό την άσκηση των λατρευτικών καθηκόντων. Το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο αποκτά νομική προσωπικότητα με την εγγραφή σε ειδικό δημόσιο βιβλίο θρησκευτικών νομικών προσώπων που τηρείται στο κατά τόπον αρμόδιο Πρωτοδικείο, ενώ για τη σύστασή του δύο είναι οι βασικές προϋποθέσεις: η συγκέντρωση τουλάχιστον 300 προσώπων με πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, εκ των οποίων το ένα να είναι θρησκευτικός λειτουργός, ιερουργός ή ποιμένας της θρησκευτικής κοινότητας με τελετουργική ικανότητα και αρμοδιότητα, Έλληνας ή πολίτης κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή αλλοδαπός νόμιμα διαμένων στην Ελλάδα. Το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο εντάσσεται στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση10.
Στα επόμενα άρθρα αναλύονται διαδικαστικά ζητήματα, τα οποία έχουν πολλές ομοιότητες με τις διατάξεις για τα σωματεία. Συνοπτικά, οι διαδικασίες και διατυπώσεις σύστασης θρησκευτικού νομικού προσώπου αναλύονται εκτενώς στο τρίτο άρθρο του υπό εξέταση νόμου («Διαδικασίες και διατυπώσεις σύστασης») και περιγράφει κατά κύριο λόγο τον τρόπο εγγραφής ενός θρησκευτικού νομικού προσώπου στο ειδικό βιβλίο και τον τρόπο υποβολής της αίτησης, η οποία εισάγεται υποχρεωτικά με πράξη του δικαστηρίου προς συζήτηση που διενεργείται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η νομική προσωπικότητα αποκτάται όχι τη στιγμή της έκδοσης της απόφασης, αλλά τη στιγμή της εγγραφής στο ειδικό βιβλίο, η οποία πραγματοποιείται αμέσως μετά, ενώ ένας προβλεπόμενος περιορισμός είναι η αδυναμία ταυτόχρονης συμμετοχής σε οποιοδήποτε άλλο θρησκευτικό νομικό πρόσωπο είτε αυτό ανήκει στην ίδια θρησκεία ή δόγμα είτε σε διαφορετική.
Στο τέταρτο άρθρο του νόμου καθορίζονται τα στοιχεία εγκυρότητας του κανονισμού του θρησκευτικού νομικού προσώπου και σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να σημειωθεί ένα στοιχείο που συνδέεται άμεσα με το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των θρησκευτικών κοινοτήτων που είναι το γεγονός ότι η επωνυμία του θρησκευτικού νομικού προσώπου πρέπει οπωσδήποτε να φέρει δύο στοιχεία: τη χαρακτηριστική λέξη της πρεσβευόμενης θρησκείας στην ελληνική γλώσσα ή πιστή απόδοσή της με ελληνικούς χαρακτήρες, καθώς και την ένδειξη «θρησκευτικό νομικό πρόσωπο»11. Ως προς τις παρεμβάσεις και τα ένδικα μέσα εφαρμόζονται σε γενικό πλαίσιο οι διατάξεις του κώδικα πολιτικής δικονομίας, με ορισμένες διευκρινίσεις που παρέχει το άρθρο υπ’ αριθμόν έξι του νόμου («Παρεμβάσεις και ένδικα μέσα»), το οποίο είναι προσαρμοσμένο ακριβώς στο χαρακτήρα της νομικής προσωπικότητας που παρέχεται και ο οποίος είναι καθαρά θρησκευτικός, καθώς αναγνωρίζει δικαίωμα πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του αιτούντος σε εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο του άρθρου 12 ν.4301/2014 που πρεσβεύει την ίδια θρησκεία και το οποίο συνδέεται διοικητικά με το αιτούν, ή σε άλλα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα της αυτής θρησκείας και δόγματος σε περίπτωση που δεν υπάρχει τέτοιο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο12.
Πρόβλεψη για την περιουσία του θρησκευτικού νομικού προσώπου πραγματοποιείται σε αυτοτελές άρθρο του νόμου13, το οποίο ορίζει την προέλευσή της. Για παράδειγμα, το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο μπορεί να αποκτήσει περιουσία από τακτικές ή έκτακτες εκούσιες εισφορές των μελών της, καθώς και από δωρεές, κληρονομιές, ενισχύσεις προερχόμενες από ημεδαπά νομικά πρόσωπα της ίδιας εκκλησίας ή θρησκείας που συνδέονται με το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο. Σε περίπτωση διάλυσης του θρησκευτικού νομικού προσώπου, υπάρχει η δυνατότητα ρητής πρόβλεψης στον κανονισμό του για μεταβίβαση της περιουσίας σε άλλο θρησκευτικό νομικό πρόσωπο της ίδιας Ομολογίας ή σε Εκκλησία που έχει ήδη συσταθεί και που ανήκει στην ίδια θρησκεία. Περιουσιακά ζητήματα ρυθμίζονται και στο άρθρο υπ’ αριθμόν 18 του νόμου.
Η διοίκηση του θρησκευτικού νομικού προσώπου αναλύεται στον κανονισμό του και ασκείται από τον θρησκευτικό λειτουργό ή από πολυμελές όργανο, στο οποίο υποχρεωτικά μετέχει και ο θρησκευτικός λειτουργός. Ανώτατο όργανο μπορεί να οριστεί από τον κανονισμό η συνέλευση των μελών, οι αποφάσεις της οποίας, όμως, πρέπει να έχουν να κάνουν με θέματα αποκλειστικής αρμοδιότητάς της, που μπορούν να είναι η εκλογή των μελών της διοίκησης, η έγκριση των οικονομικών και η απόφαση για διάλυση του νομικού προσώπου14.
Στη συνέχεια, το ένατο άρθρο του νόμου περιέχει ρυθμίσεις για την ίδρυση ευκτήριων οίκων και ησυχαστηρίων και γενικότερων χώρων λατρείας που μπορούν να ιδρύονται εντός της επικράτειας από το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο στο όνομά του και ως παραρτήματά του χάριν λατρευτικών σκοπών, ενώ στα επόμενα δύο άρθρα περιγράφεται το καθεστώς διάλυσης και αναστολής της λειτουργίας των θρησκευτικών νομικών προσώπων. Αναλυτικότερα, η διάλυση είναι όμοια με τη διάλυση ενός σωματείου, ενώ η αναστολή μπορεί να πραγματοποιηθεί με αίτηση της εποπτεύουσας αρχής ή του αρμόδιου εισαγγελέα μόνο σε δύο περιπτώσεις: αν συντρέχουν οι λόγοι διάλυσης ή αν τίθεται θέμα διασάλευσης της δημόσιας τάξης.
Η δεύτερη μορφή θρησκευτικής νομικής προσωπικότητας που προβλέπει ο νόμος 4301/2014 είναι το Εκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο, όπως ορίζεται στο δωδέκατο άρθρο («Εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο»15). Ο κεντρικός όρος που χρησιμοποιείται στο άρθρο αυτό είναι η «Εκκλησία», η οποία συνίσταται στη συνένωση τουλάχιστον τριών θρησκευτικών νομικών προσώπων της ίδιας θρησκείας, η οποία έχει ως χαρακτηριστικό της επισκοπική, συνοδική ή άλλη κεντρική δομή. Η επωνυμία του νέου νομικού προσώπου φέρει απαραιτήτως τη φράση «Εκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο», ενώ προβλέπεται ρητά η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων για τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα. Προβλέπεται, επίσης, για τις θρησκευτικές κοινότητες που στερούνται των ως άνω αναφερόμενων κριτηρίων, ή και νομικής προσωπικότητας, η δυνατότητα προσθήκης του όρου «Εκκλησία» στην επωνυμία τους, υπό την προϋπόθεση της μη αντιποίησης της επωνυμίας των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων. Κατά την αιτιολογική έκθεση, ο όρος Εκκλησία είναι απαλλαγμένος από το εκκλησιολογικό του περιεχόμενο, που εξάλλου είναι αντικείμενο της επιστήμης της θεολογίας, και νοείται ρητά μονάχα ως «τύπος διοικητικής οργάνωσης»16.
Το νομοθέτημα, όμως, ρυθμίζει και ειδικότερα ζητήματα. Το άρθρο υπ’ αριθμόν 14 προβλέπει ένα ενιαίο Ηλεκτρονικό Μητρώο Θρησκευτικών Κοινοτήτων. Το εν λόγω μητρώο τηρείται στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων και το γράμμα του νόμου το διαιρεί σε δύο διακριτά τμήματα, στο μητρώο θρησκευτικών και εκκλησιαστικών νομικών προσώπων και στο μητρώο θρησκευτικών λειτουργών. Ακόμη, στο άρθρο με αριθμό δεκαπέντε του νόμου αναγνωρίζεται η δυνατότητα θρησκευτικών κοινοτήτων χωρίς νομική προσωπικότητα να είναι διάδικοι ενώπιον αστικού και διοικητικού δικαστηρίου. Εξαιρούνται από το κείμενο της διάταξης τα ποινικά δικαστήρια ως προς την παράσταση πολιτικής αγωγής, διότι η τελευταία προϋποθέτει ύπαρξη νομικής προσωπικότητας17. Το άρθρο υπ’ αριθμόν 16 με τίτλο «Διατήρηση ειδικότερων νομικών καθεστώτων» ορίζει το πεδίο εφαρμογής του νομοθετήματος18. Εξαιρούνται, λοιπόν, από τις διατάξεις του ν.4301.2014 η ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, οι ισραηλιτικές κοινότητες και οι μουφτείες. Το σημαντικό σε αυτό το σημείο είναι ότι εξαιρούνται, επίσης, και οι Εκκλησίες που βρίσκονται σε κοινωνία με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας. Μια ομάδα δηλαδή φυσικών προσώπων προερχόμενη από το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν έχει δικαίωμα ίδρυσης θρησκευτικού νομικού προσώπου στην ελληνική επικράτεια, καθώς το Οικουμενικό Πατριαρχείο βρίσκεται σε κανονική επικοινωνία με την ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και μια τέτοια ίδρυση θα ταυτιζόταν με παραβίαση της επισκοπικής δικαιοδοσίας που κατοχυρώνεται από τους ιερούς κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αναγνωρίζεται ρητά στην ελληνική νομοθεσία πρωτίστως στο άρθρο 29 παρ. 1 Κ.Χ.Ε.Ε.19. Τέλος, το δέκατο έβδομο άρθρο του υπό εξέταση νόμου εισάγει μαχητό τεκμήριο γνωστής θρησκείας για όσες κοινότητες έχουν αδειοδοτημένο χώρο λατρείας και δεν μεταβάλει το ισχύον καθεστώς, βοηθάει απλώς τη δικηγορική και δικονομική πρακτική20.
Το άρθρο υπ’ αριθμόν 13 του νόμου προβλέπει εξαιρετικό δίκαιο σε σχέση με την ένταξη στο νέο νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων. Συγκεκριμένα, προβλέπει την δίχως άλλη διατύπωση και τήρηση των προβλεπόμενων διαδικασιών αναγνώριση ορισμένων Εκκλησιών ως νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου. Ειδικότερα, και κατά το γράμμα του νόμου αναγνωρίζεται ως εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα, με έδρα την Αθήνα, έχουσα ως ανώτατη αρχή την Ιερά Σύνοδο της Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος. Αναγνωρίζεται, επίσης, ένας σημαντικός αριθμός θρησκευτικών νομικών προσώπων της Καθολικής Εκκλησίας, τα οποία διέπονται ως προς τη ρύθμιση των εσωτερικών τους υποθέσεων από το κανονικό τους δίκαιο. Εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός έτους από τη δημοσίευση του νόμου στην ΕτΚ απαιτήθηκε η υποβολή αίτησης στο κατά τόπον αρμόδιο πρωτοδικείο, με τα δικαιολογητικά που προβλέπονται για τη σύσταση των θρησκευτικών και εκκλησιαστικών νομικών προσώπων κατά τα οριζόμενα στα οικεία άρθρα, αλλά και περιγραφή των ορίων της εδαφικής δικαιοδοσίας κάθε ένωσης. Αρμόδιος για την υποβολή των σχετικών αιτήσεων, διά των οποίων πραγματοποιείται η αυτόματη εγγραφή στο ειδικό δημόσιο βιβλίο είναι ο Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Καθολικής Ιεραρχίας στην Ελλάδα. Πάντως, σε περίπτωση έλλειψης συστατικής πράξης και κανονισμού υπογεγραμμένου από τα μέλη των ενώσεων, η αίτηση υποβάλλεται δίχως αυτά. Η εγγραφή πραγματοποιείται με πράξη του προϊσταμένου του δικαστηρίου, ενώ σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της ως άνω προβλεπόμενης αποκλειστικής προθεσμίας, προβλέπεται ρητά ότι «καμία δημόσια υπηρεσία δε συναλλάσσεται» με τις ενώσεις αυτές. Σε παρόμοιο καθεστώς υπάγονται και ορισμένες άλλες Εκκλησίες που αναγνωρίζονται υπό του νόμου ως θρησκευτικά ή εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, χωρίς να απαιτείται η τήρηση των οικείων διατάξεων, καθώς και ο προβλεπόμενος ελάχιστος αριθμός μελών. Συγκεκριμένα, οι Εκκλησίες αυτές είναι οι εξής: η Αγγλικανική Εκκλησία, η Αιθιοπική Εκκλησία, η Κοπτορθόδοξη Εκκλησία και δύο ενορίες της, η Εκκλησία των Ορθοδόξων Αρμενίων και εννέα ενορίες της, η Ευαγγελική Εκκλησία των γερμανόγλωσσων, η Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία και οκτώ ενορίες της, η Ορθόδοξη Εκκλησία των Ασσυρίων, η Αρμενική Ευαγγελική Εκκλησία.
Στην ακρόαση εξωκοινοβουλευτικών φορέων εκ μέρους της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων εξέφρασαν τις απόψεις τους επί του νομοσχεδίου εκπρόσωποι των Εκκλησιών του άρθρου 13 του νόμου. Σκόπιμο είναι να αναφερθεί το παράδειγμα του Αρχιεπισκόπου των Καθολικών Αθηνών, Σεβασμιοτάτου Νικολάου, ο οποίος πραγματοποίησε ιστορική αναδρομή στη συγκρότηση της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα αλλά και στην προσπάθεια ρύθμισης των σχέσεων της με το ελληνικό κράτος μέσω της σύναψης κονκορδάτου. Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στα προβλήματα που αντιμετώπισε η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα, λόγω της έλλειψης ρύθμισης του θέματος της νομικής προσωπικότητας. Φαίνεται, ότι η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα εξέφραζε επί σειρά ετών το αίτημά της για λήψη ιδιαίτερης νομικής προσωπικότητας και ότι αυτό ικανοποιήθηκε με το νομοσχέδιο για τις θρησκευτικές κοινότητες21.
3.Η εφαρμογή του ν.4301/2014: Βασικές παρατηρήσεις
Θα εκτεθούν σε αυτή την ενότητα τρεις βασικές παρατηρήσεις που συνοψίζουν την εφαρμογή του υπό εξέταση νομοθετήματος, σε συνάρτηση με την υπάρχουσα νομολογία:
Πρώτη παρατήρηση. Θρησκευτική νομική προσωπικότητα και θρησκευτική αυτονομία: Κατά πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι ο νόμος 4301 βρίσκεται στο πλαίσιο του δικαιώματος της θρησκευτικής αυτονομίας των θρησκευτικών κοινοτήτων, του δικαιώματος δηλαδή αυτοοργάνωσής τους σύμφωνα με το εσωτερικό τους σύστημα22. Αυτό συμβαίνει κυρίως, διότι εισάγει δύο μορφές νομικής προσωπικότητας καθαρά θρησκευτικού χαρακτήρα, χωρίς να καταργεί τη δυνατότητα στις θρησκευτικές ενώσεις να λάβουν άλλη παρεχόμενη μορφή νομικής προσωπικότητας. Διατυπώθηκε και στα πρακτική συζητήσεων της Βουλής με ρητή αναφορά των άρθρων, και όχι του όρου το γεγονός ότι από το δικαίωμα της θρησκευτικής αυτονομίας πηγάζει και το δικαίωμα των θρησκευτικών κοινοτήτων να ασκούν τη συλλογική έκφραση των πεποιθήσεών τους έχοντας τη δυνατότητα μιας αποτελεσματικής προς αυτόν τον σκοπό νομικής καταχώρισης23. Ειδικότερα, ο νόμος εκφράζει την αξίωση των θρησκευτικών κοινοτήτων για αναγνώριση νομικής προσωπικότητας εντός του κράτους στο οποίο δραστηριοποιούνται και σε αυτό το σημείο γίνεται αντιληπτή με σαφήνεια η διαφορά των διατάξεων του 4301 από άλλες εκφάνσεις του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως το καθεστώς αδειοδότησης χώρου λατρείας. Η καθαρά θρησκευτικού χαρακτήρα νομική προσωπικότητα ανταποκρίνεται στη φύση και το σκοπό των θρησκευτικών ενώσεων. Κατά τα άλλα οι ομοιότητες των ρυθμίσεων με τις σωματειακές είναι εμφανείς και στη νομολογία, στην οποία εντοπίζουμε αναλογική εφαρμογή του άρθρο 84ΑΚ σε περίπτωση τροποποίησης κανονισμού θρησκευτικού νομικού προσώπου. Συγκεκριμένα, το Μονομελές Πρωτοδικείο Θηβών έκρινε ότι τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα παρουσιάζουν λειτουργική ομοιότητα με τα σωματεία του ΑΚ24.
Επιπροσθέτως, αναφορικά με τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 13, σε περίπτωση που κάποιο δεν έχει τηρήσει την αποκλειστική προθεσμία για την εγγραφή στο ειδικό δημόσιο βιβλίο, δεν χάνει τη νομική προσωπικότητα που του έχει δοθεί εκ του νόμου. Σε αυτό το σημείο υπάρχει μια εσφαλμένη δικαστηριακή απόφαση, η οποία δέχτηκε αίτηση της Αιθιοπικής εκκλησίας για σύσταση θρησκευτικού νομικού προσώπου, καθώς δεν είχε τηρήσει την αποκλειστική προσθεσμία25. Μια δεύτερη περίπτωση εσφαλμένης απόφασης είναι διάταξη του ειρηνοδικείου Νέας Ιωνίας που απέρριψε αίτηση σύστασης σωματείου από θρησκευτική κοινότητα με την αιτιολογία ότι έπρεπε να συστήσει θρησκευτικό νομικό πρόσωπο, παραγνωρίζοντας ότι η δυνατότητα σύστασης σωματείου από θρησκευτική κοινότητα δεν έχει φυσικά καταργηθεί26.
Δεύτερη Παρατήρηση. Γνωστή θρησκεία: Αναφέρθηκε ότι ο νόμος 4301/2014 εισάγει τεκμήριο γνωστής θρησκείας για τις κοινότητες που έχουν νομίμως αδειοδοτημένο χώρο λατρείας. Η έννοια της γνωστής θρησκείας στην Ελλάδα δεν περιορίζεται μόνο στην ύπαρξη αδειοδοτημένου χώρου λατρείας και σίγουρα είναι πολύ διαφορετική από την έννοια της αναγνωρισμένης θρησκείας που συναντάται στον ευρωπαϊκό χώρο. Αυτό που πρέπει να επισημανθεί, όμως, είναι η ποικιλία των νομικών συστημάτων που βρίσκονται σε λειτουργία στην Ευρώπη σε θέματα ρύθμισης των θρησκευμάτων, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συγκριθεί απόλυτα ο νόμος 4301/2014 με αντίστοιχα νομοθετήματα του εξωτερικού παρά μόνο για θεωρητικούς λόγους. Αξίζει να αναφερθεί πάντως ότι μέχρι το 2018, έχουν λάβει άδεια ίδρυσης και λειτουργίας χώρου λατρείας πάνω από εκατό θρησκευτικές κοινότητες. Συγκεκριμένα, οι καταγεγραμμένοι ευκτήριοι οίκοι αντιστοιχούν σε 115 ετερόδοξες θρησκευτικές κοινότητες και σε 5 ετερόθρησκες θρησκευτικές κοινότητες. Πιο αναλυτικά, η Καθολική κοινότητα έχει συνολικά 231 λατρευτικούς χώρους, από τους οποίους οι 48 είναι νομίμως αδειοδοτημένοι, οι Προτεστάντες 324, από τους οποίους οι 312 είναι νομίμως αδειοδοτημένοι, οι Χριστιανοί Μάρτυρες του Ιεχωβά 88 νομίμως αδειοδοτημένους χώρους, οι Αιγύπτιοι Κοπτορθόδοξοι 5 νομίμως αδειοδοτημένους χώρους, οι Αιθίοπες κανέναν, οι Αρμένιοι 10, από τους οποίους 3 νομίμως αδειοδοτημένους, οι Ασσύριοι 1 και κανέναν νομίμως αδειοδοτημένο, οι Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (ΓΟΧ) 148 και κανέναν νομίμως αδειοδοτημένο, οι Βουδιστές 7 νομίμως αδειοδοτημένους, οι Ινδουιστές 3 νομίμως αδειοδοτημένους, οι κοινότητες του Ισλάμ 8 νομίμως αδειοδοτημένους, οι Μπαχάι 6 νομίμως αδειοδοτημένους και η Ελληνική Εθνική Θρησκεία έναν νομίμως αδειοδοτημένο χώρο. Σε αυτά τα αριθμητικά στοιχεία περιλαμβάνονται και οι χώροι λατρείας που ανήκουν στα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα του ν.4301/201427.
Στο σύστημα της αναγνωρισμένης θρησκείας απαιτείται κατά βάση μια διοικητικής φύσεως αναγνώριση της νομικής υπόστασης της κοινότητας εν συνόλω. Ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν κριτήρια για τη ρύθμιση της ύπαρξης των θρησκευτικών κοινοτήτων με αυτόν τον τρόπο. Για παράδειγμα, ένα σύστημα αναγνώρισης δεν πρέπει να είναι υποχρεωτικό, οι διατάξεις καταχώρισης πρέπει να είναι σαφείς, ενώ η καταχώριση δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για λόγους αποτροπής της ιεραποστολικής δράσης. Ένα σύστημα αναγνώρισης επίσης πρέπει να κινείται με γνώμονα τη μη διάκριση των θρησκευμάτων, καθώς και με γνώμονα την εύκολη πρόσβαση σε αυτό. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το βελγικό μοντέλο αναγνώρισης, το οποίο κατά πρώτον την ορίζει ως προαιρετική. Εάν, όμως, μια θρησκευτική ένωση επιλέξει να εγγραφεί, λαμβάνει κρατική επιχορήγηση. Φυσικά η μη εγγραφή δεν επηρεάζει την άσκηση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας. Κατά το Βελγικό σύστημα, λοιπόν, βρίσκεται σε λειτουργία ένας κατάλογος αναγνωρισμένων θρησκειών, μέσα στις οποίες περιλαμβάνεται και ο χριστιανισμός, και σε ένα δεύτερο επίπεδο αναγνωρίζονται οι επιμέρους ενώσεις αυτών των θρησκειών. Οι απαιτήσεις για την αναγνώριση μιας θρησκείας είναι κυρίως οι εξής: σχετικά μεγάλος αριθμός (αρκετές δεκάδες χιλιάδες), αντιπροσωπευτικό όργανο στις πολιτικές αρχές, χρονική διάρκεια, ύπαρξη κάποιου επιπέδου κοινωνικού οφέλους, μη ύπαρξη δραστηριότητας που αντίκειται στη δημόσια τάξη. Σε δεύτερο επίπεδο, τα κριτήρια αναγνώρισης μιας θρησκευτικής ένωσης είναι κυρίως τα εξής: ορισμένες διοικητικές απαιτήσεις όπως οικονομικός σχεδιασμός και υποδομές, κοινωνική συνάφεια, καθήκοντα ενσωμάτωσης, οικονομική αυτοτέλεια, η γραπτή δήλωση της ένωσης να δεσμεύεται από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, καθώς και η μη υποστήριξη δραστηριοτήτων αντίθετων προς το Σύνταγμα ή την ΕΣΔΑ28.
Η έννοια της γνωστής θρησκείας στο ν.4301/2014 δεν εισάγει κάποια νέα ρύθμιση ούτε μεταβάλλει το ισχύον περιεχόμενό της. Αυτό σημαίνει ότι μικρές θρησκευτικές κοινότητες ή νέες θρησκευτικές κοινότητες με ή χωρίς χώρο λατρείας έχουν τη δυνατότητα να υπαχθούν στο ρυθμιστικό της πεδίο29. Καταληκτικά, λοιπόν, είναι σκόπιμο να παρατηρηθεί ότι το σύστημα της γνωστής θρησκείας είναι ένα ιδιαίτερα ελεύθερο σύστημα ως προς την ύπαρξη των θρησκευτικών κοινοτήτων που δεν έχει ομοιότητες με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες ως προς τις σχετικές με την αναγνώριση διατάξεις.
Τρίτη Παρατήρηση. Δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού θρησκευτικών κοινοτήτων: Ένα ιδιαίτερα σημαντικό δικαίωμα, είναι το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των θρησκευτικών κοινοτήτων, αλλά και των μελών τους, δικαίωμα που έχει εξειδικευθεί από το ΔΕΕ σε υποθέσεις εργασιακών ζητημάτων των θρησκευτικών κοινοτήτων και σε συνάρτηση με την έννοια της διάκρισης30. Το ζήτημα που ανακύπτει στο ν.4301 και συνδέεται με το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού είναι, όπως προαναφέρθηκε, η επωνυμία του νομικού προσώπου που εξυπηρετεί θρησκευτικούς σκοπούς. Στη νομολογία εντοπίζονται δύο απορριπτικές αποφάσεις σύστασης θρησκευτικού νομικού προσώπου, λόγω της επωνυμίας του. Με την ΜΠΑ 2156/201531 το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση ίδρυσης Θρησκευτικού Νομικού Προσώπου με την επωνυμία «Ελληνική Εθνική Θρησκεία – Ύπατο Συμβούλιο των Ελλήνων Εθνικών, Θρησκευτικό Νομικό Πρόσωπο». Η αιτιολόγηση της απόρριψης της αίτησης του υπό σύσταση θρησκευτικού νομικού προσώπου βρίσκεται στην απουσία κατά την κρίση του Δικαστηρίου ενδεικτικού όρου της πρεσβευόμενης θρησκείας από την επωνυμία του, όπως αυτή διατυπώνεται στο πρώτο άρθρο του Κανονισμού. Οι όροι «ελληνική», «εθνική», «Έλληνες εθνικοί» κρίνονται από το Δικαστήριο ως μη παραπεμπτικοί στο περιεχόμενο της ομολογίας πίστεως, με αποτέλεσμα τον κίνδυνο εσφαλμένων συμπερασμάτων εκ μέρους τρίτων προσώπων. Επιπροσθέτως, ο όρος «εθνικός» κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι παραπέμπει σε «επίσημη θρησκεία του ελληνικού έθνους», εφόσον δεν υπάρχει ειδικότερη αποσαφήνιση. Με παρόμοιο τρόπο έκρινε και η απόφαση ΜΕΦ Αθηνών 1519/2017 (14ο)32.
4.Συμπέρασμα
Η Ευρώπη διαθέτει μια ποικιλία νομικών συστημάτων για τη ρύθμιση των θρησκευμάτων εντός του κρατικού οργανισμού. Ο νόμος 4301/2014 αποτελεί την ελληνική ρύθμιση, τη ρύθμιση που ανταποκρίνεται περισσότερο στα δεδομένα της ελληνικής έννομης τάξης. Οι διαφορές μεταξύ των ρυθμίσεων δεν οφείλονται μόνο στη διαφορετική σύσταση των κρατικών εννόμων τάξεων, αλλά και στη διαφορετική λειτουργία και δραστηριοποίηση των θρησκευτικών κοινοτήτων από κράτος σε κράτος. Χαρακτηριστική ως προς αυτό το θέμα είναι η απόφαση με αριθμό 201707148/1 του Dutch Council of State (15.8.2018)33, στην οποία παρατηρείται μια προσέγγιση της έννοιας του θρησκεύματος. Πιο αναλυτικά, η απόφαση αφορούσε μέλος της Εκκλησίας του Ιπτάμενου Μακαρονοτέρατος, το οποίο αξίωνε την εμφάνισή του σε φωτογραφίες ταυτότητας και διπλώματος οδήγησης φορώντας ένα σουρωτήρι στο κεφάλι, με το επιχείρημα ότι το σουρωτήρι αποτελεί θρησκευτικό σύμβολο της Εκκλησίας της. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο Πασταφαριανισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί θρησκεία κατά το άρθρο 9ΕΣΔΑ και κατά το Σύνταγμα των Κάτω Χωρών. Η σατιρική έκφραση απέναντι στη θρησκεία είναι ελεύθερη φυσικά, αλλά δεν μπορεί να ληφθεί ως ιδιαίτερο θρήσκευμα η ίδια και να προστατευτεί με αυτόν τον τρόπο από τα δικαιώματα που απορρέουν από τη θρησκευτική ελευθερία. Για τον ίδιο λόγο ο Πασταφαριανισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε πεποίθηση κατά το άρθρο 9ΕΣΔΑ δεδομένου ότι σύμφωνα με τη νομολογία, για να μπορεί να εμπίπτει ορισμένη πεποίθηση στο κανονιστικό πεδίο του εν λόγω άρθρου πρέπει να πληροί τις ίδιες προϋποθέσεις ευσυνειδησίας, σοβαρότητας, συνοχής και σημασίας, όπως αυτές που ισχύουν για την έννοια της θρησκείας34.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραχωρήθηκαν από τη Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων, «τα Θρησκευτικά νομικά πρόσωπα που έχουν υποβάλει αίτηση και έχουν αποκτήσει νομική προσωπικότητα, μέσω της εκούσιας δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν.4301/2014, ανέρχονται σε έντεκα (11)»35. Ο αριθμός αυτός μπορεί να φαίνεται μικρός σε σύγκριση με τον αριθμό των θρησκευτικών κοινοτήτων που λειτουργούν στην ελληνική επικράτεια υπό το καθεστώς της γνωστής θρησκείας, ωστόσο εξυπηρετεί το σκοπό του νόμου, που είναι η αναγνώριση θρησκευτικής νομικής προσωπικότητας σε σταθερές δομές που διαθέτουν ένα οικονομικό και πληθυσμιακό αντίκρισμα.
------------------------------------------------
1.Βλ.ενδ. W. Cole Durham, Jr. Silvio Ferrari, Laws on Religion and the State in Post-Communist Europe, Laws and Religion Studies 2, 2004, p.VII-XLIII.
2.Βλ.ενδεικτικά, ΕΠΙΣΗΜΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΗΣ, Συνεδρίαση ΜΒ’ – Τρίτη 30.9.2014, σ.3791-3792, και 3807: «το παρόν σχέδιο νόμου είναι απόρροια ενός μακροχρόνιου, πολύπλευρου και εξαντλητικού διαλόγου με όλες τις ενδιαφερόμενες πλευρές».
3.Χαρακτηριστικό απόσπασμα από το κείμενο -που υπογράφει ο τότε Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος- με το οποίο τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο: «Εισάγουμε σε δημόσια διαβούλευση το σχέδιο νόμου για την Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Ελλάδα, με σκοπό να ρυθμιστεί με τον καλύτερο τρόπο και με ταυτόχρονη προστασία και σεβασμό του θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, το ευαίσθητο θέμα της οργάνωσης και της απόκτησης νομικής μορφής θρησκευτικών κοινοτήτων/ομάδων. Η ρύθμιση της οργάνωσης μιας θρησκευτικής κοινότητας με συγκεκριμένο νομικό τύπο, επιλύει σωρευμένα προβλήματα δεκαετιών», βλ.Ελένη Μ. Παλιούρα, Το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Ελλάδα, Νομοκανονικά Ανάλεκτα 12, 2019, σ.77υποσ.214.
4.Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων και λοιπές διατάξεις, (ΦΕΚ Α' 223/07-10-2014).
5.Βλ.κυρίως Σ. Βαζάκας, «Η διαλεκτική των πολιτειακών κανόνων δικαίου περί ορθόδοξης Εκκλησίας και ετεροδόξων και ετεροθρήσκων και ο νέος νόμος 4301/2014», Θεολογία 1/2018, σ.165-180, Γ. Ι. Ανδρουτσόπουλος, Οι ανεξάρτητες αρχές για ζητήματα θρησκείας, Νομοκανονικά Παράφυλλα 1, 2018, Κ. Γ. Παπαγεωργίου, «Ο ν.4301/2014 για την οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και την ίδρυση θρησκευτικών νομικών προσώπων. Μια κριτική προσέγγιση», Αρμ 4/2016, σ.573-584, Th. Tsivolas, «The new legal status of religious organizations in Greece», Law and Justice 2016, σ.42-58, Ελένη Παλιούρα, Το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Ελλάδα, Νομοκανονικά Ανάλεκτα 12, 2019.
6.Βλ.αιτιολογική έκθεση, σ.9.
7.«Θρησκευτική κοινότητα είναι ικανός αριθμός φυσικών προσώπων με συγκεκριμένη θρησκευτική Ομολογία γνωστής θρησκείας, μόνιμα εγκατεστημένων σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή, με σκοπό την κοινή άσκηση της λατρείας της και την τέλεση των καθηκόντων που απαιτούνται από την κοινή Ομολογία των μελών της.»
8.Βλ.και Κ. Παπαγεωργίου, «Ζητήματα συνταγματικότητας διατάξεων του Ν. 4301/2014, για την οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα», www.arthro-13.com {τελευταία πρόσβαση, 18.2.2019}, ΕΠΙΣΗΜΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ, Συνεδρίαση ΜΓ’, ό.π., σ.3815, Σταυρούλα Ξουλίδου: «Όσον αφορά τα άρθρα του συγκεκριμένου νομοσχεδίου και συγκεκριμένα το άρθρο 1 έχουμε να παρατηρήσουμε ότι ο ορισμός της έννοιας της θρησκευτικής κοινότητας είναι αόριστος. Προκαλεί σύγχυση, καθώς δεν καθορίζει τι σημαίνει ικανός αριθμός φυσικών προσώπων ούτε ποια είναι η ορισμένη γεωγραφική περιοχή».
9.«Ένωση προσώπων της αυτής θρησκευτικής κοινότητας, η οποία επιδιώκει τη συστηματική και οργανωμένη άσκηση της λατρείας της και τη συλλογική εκδήλωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων των μελών της, αποκτά προσωπικότητα, όταν εγγραφεί σε ειδικό δημόσιο βιβλίο (Θρησκευτικών Νομικών Προσώπων) που τηρείται στο πρωτοδικείο της έδρας του. Για να συσταθεί θρησκευτικό νομικό πρόσωπο χρειάζονται τριακόσια τουλάχιστον πρόσωπα, εκ των οποίων ένας τουλάχιστον είναι ο θρησκευτικός λειτουργός, ιερουργός ή ποιμένας της θρησκευτικής κοινότητας, στον οποίο έχει ανατεθεί η τέλεση των θρησκευτικών τελετών, ο οποίος πρέπει να είναι Έλληνας ή πολίτης κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή αλλοδαπός νόμιμα διαμένων στην Ελλάδα.»
10.Βλ.και K. PAPASTATHIS, «Church jurisdictional fragmentation, religious discourse and public policy: the Greek case», Studia Z Prawa Wyznaniowego Tom 18 /2015, σ.69.
11.Βλ.και αιτιολογική έκθεση (σ.13), όπου πραγματοποιείται ουσιαστικά εξήγηση της εν λόγω ρύθμισης βάσει του δικαιώματος της θρησκευτικής αυτονομίας. Επίσης, καθίσταται αντιληπτό για ακόμη μια φορά ότι ο σκοπός της νομικής προσωπικότητας που παρέχεται μέσω των διατάξεων του 4301 είναι καθαρά και εκ του νόμου θρησκευτικός: «Ο σκοπός του νομικού προσώπου είναι εκ του νόμου θρησκευτικός (άρα δεν δύναται να αφίσταται αυτού), ήτοι η συστηματική και οργανωμένη άσκηση της λατρείας της και η συλλογική εκδήλωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων των μελών της, ώστε δεν απαιτείται να περιέχεται στον κανονισμό του.».
12.Αρθρο 6. Παρεμβάσεις και ένδικα μέσα: «1. Τρίτο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων μπορεί να ασκήσει μόνο κύρια παρέμβαση κατά τη συζήτηση της αίτησης, ενώ κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Δικαίωμα πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του αιτούντος έχει το κατ' άρθρο 12 του παρόντος εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο που πρεσβεύει την ίδια θρησκεία και στο οποίο εντάσσεται διοικητικά το υπό σύσταση νομικό πρόσωπο ή, εφόσον δεν υφίσταται ήδη ομόδοξο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, άλλα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα της αυτής θρησκείας και δόγματος. 2. Τα δικαιώματα αυτά έχει και ο αρμόδιος εισαγγελέας πρωτοδικών αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων.»
13.Άρθρο 7 ν.4301/2014. Περιουσία νομικού προσώπου.
14.Άρθρο 8 ν.4301/2014. Διοίκηση και γενική συνέλευση.
15.«1. Εκκλησία είναι η ένωση τουλάχιστον τριών θρησκευτικών νομικών προσώπων της αυτής θρησκείας, η οποία έχει επισκοπική ή συνοδική ή άλλη κεντρική δομή, λειτουργεί βάσει του κανονισμού της και διοικείται από εκλεγμένα ή διορισμένα, ατομικά ή συλλογικά όργανα. Για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας και την εγγραφή της στο ειδικό βιβλίο, απαιτείται η κατάθεση κοινής αίτησης των θρησκευτικών νομικών προσώπων στο πρωτοδικείο της έδρας της Εκκλησίας, στην οποία επισυνάπτονται η συστατική πράξη, οι Ομολογίες πίστεως και των τριών θρησκευτικών προσώπων, τα ονόματα των μελών της διοίκησης, η οποία αποτελείται απαραίτητα και από θρησκευτικούς λειτουργούς των μελών της και ο κανονισμός της. Οι διατάξεις που ισχύουν για τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα εφαρμόζονται ανάλογα και για τις Εκκλησίες. Η επωνυμία της περιέχει οπωσδήποτε και την ένδειξη «Εκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο». 2. Θρησκευτικές κοινότητες που δεν φέρουν τα χαρακτηριστικά της πρώτης παραγράφου, έστω και χωρίς νομική προσωπικότητα, μπορούν να χρησιμοποιούν τον όρο «Εκκλησία» στην επωνυμία τους, εφόσον όμως δεν αντιποιούνται την επωνυμία των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων.»
16.Βλ.αιτιολογική έκθεση, σ.17.
17.Βλ.αιτιολογική έκθεση, σ.18-19.
18.«Οι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται: (α) για τους θρησκευτικούς λειτουργούς και την οργάνωση των θρησκευτικών κοινοτήτων, που ανήκουν στην κανονική δικαιοδοσία και κλίμα της κατά το άρθρο 3 του Συντάγματος Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος ή των λοιπών, εντός ή εκτός Ελλάδος, ομόδοξων Εκκλησιών του Χριστού, Πατριαρχείων, Μητροπόλεων ή Μονών, που είναι ενωμένες δογματικώς με τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και τηρούν, όπως και εκείνη, απαρασαλεύτως τους Ιερούς Αποστολικούς και Συνοδικούς Κανόνες και τις Ιερές Παραδόσεις, (β) για τους θρησκευτικούς λειτουργούς και την οργάνωση των θρησκευτικών κοινοτήτων που πιστεύουν στον ιουδαϊσμό, για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις περί ισραηλιτικών κοινοτήτων και (γ) για τους θρησκευτικούς λειτουργούς και την οργάνωση θρησκευτικών κοινοτήτων μουσουλμάνων στις εδαφικές περιφέρειες των μουφτειών.»
19.Αναγράφεται στην αιτιολογική έκθεση το κανονικό αδίκημα της εισπήδησης, που συνιστά την αντικανονική εισέλευση σε περιοχή ξένης επισκοπικής δικαιοδοσίας, βλ.Αρχιμ. Γρηγόρος Παπαθωμάς, «ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ (ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ)», Αθήνα 2011, https://opencourses.uoa.gr, σ.60-61.Βλ.και αιτιολογική έκθεση, σ.19: «Η εξαίρεση αυτή συνάδει όχι µόνο µε την εκκλησιαστική τάξη και τους Ιερούς Κανόνες (τόσο των Οικουµενικών Συνόδων όσο και των τοπικών Συνόδων και των αγίων Πατέρων που επικυρώθηκαν από τις Οικουµενικές), οι οποίοι, στοχεύοντας στην τάξη και στην ειρήνη µεταξύ των οµόδοξων Εκκλησιών, αναγορεύουν σε σοβαρότατο εκκλησιαστικό παράπτωµα την εισπήδηση (π.χ. ίδρυση και λειτουργία ναού) σε δικαιοδοσία έτερου επισκόπου και φυσικά ισχύουν απαρεγκλίτως µεταξύ των διάφορων Ορθόδοξων Εκκλησιαστικών Κλιµάτων (Πρεσβυγενή και µη Πατριαρχεία, Αυτοκέφαλες Εκκλησίες κ.λπ.), που τελούν σε κοινωνία µε το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Πολιτειακή έκφραση αυτού του ιερού κανόνα βρίσκουµε στο άρθρο 39 του ν. 590/1977 (Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος), όπου για την ίδρυση µετοχίων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εκτός του κλίµατος της Εκκλησίας της Ελλάδος, απαιτείται άδεια του κράτους, κατόπιν συγκατάθεσης του επιχώριου Μητροπολίτη και εγκρίσεως της Δ.Ι.Σ..».
20.Βλ.αιτιολογική έκθεση, σ.20.
21.Βλ.Πρακτικά Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων, Συνεδρίαση 24ης Σεπτεμβρίου 2014 και ώρα 12:30.
22.Η θρησκευτική αυτονομία είναι ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, βλ.και Θ. Δ. Παπαγεωργίου, «Ατομικά Δικαιώματα και Εσωτερικό Δίκαιο της Εκκλησίας στην ελληνική έννομη τάξη κατά τη νομολογία», ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ 2/2016, σ.39-77.
23.ΕΠΙΣΗΜΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΗΣ, Συνεδρίαη ΜΒ’, ό.π., σ.3779, Ιωάννης Αμανατίδης: «…η ελευθερία της θρησκείας δεν είναι απλώς ένα ατομικό δικαίωμα, αλλά έχει συλλογική διάσταση. Κατά συνέπεια, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει κρίνει σε αρκετές περιπτώσεις ότι το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που αφορά την ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας, πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται σε συνδυασμό με το άρθρο 11 της ίδιας σύμβασης, σχετικά με την ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, ώστε οι θρησκευτικές κοινότητες να έχουν τη δυνατότητα να καταχωρούνται νομικά, με τρόπο που να καθιστά εφικτό να ασκήσουν αποτελεσματικά και συλλογικά τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις».
24.ΜΠΘηβών 195/2018, ΝΟΜΟΣ: «…Περαιτέρω η υπό κρίση αίτηση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στα άρθρα 3, 4 και 5 του ν. 4301/2014 και στη διάταξη του άρθρου 84 ΑΚ η οποία εφαρμόζεται αναλογικά, καθόσον στον ν. 4301/2014 δεν υπάρχει διάταξη αναφορικά με την έγκριση της τροποποίησης του κανονισμού των θρησκευτικών νομικών προσώπων και την εγγραφή της τροποποίησης στο οικείο ειδικό δημόσιο βιβλίο θρησκευτικών νομικών προσώπων. Η διάταξη αυτή που αφορά την διαδικασία εγγραφής της τροποποίησης του καταστατικού των σωματείων πρέπει να εφαρμοστεί αναλογικά και στην περίπτωση τροποποίησης του κανονισμού των θρησκευτικών νομικών προσώπων για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δεδομένου ότι τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα παρουσιάζουν λειτουργική ομοιότητα με τα σωματεία και υφίσταται και σε αυτά τα νομικά πρόσωπα ανάγκη τήρησης των διατυπώσεων δημοσιότητας των τροποποιήσεων του κανονισμού τους, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών και της προστασίας των τρίτων που συναλλάσσονται με αυτά και προσδίδουν πίστη στα δημοσιευμένα στοιχεία τους.».
25.Βλ.Σ. Βαζάκας, «Ο ν. 4301/2014: Τρία χρόνια μετά», υπό δημοσίευση στα πρακτικά του διεπιστημονικού συνεδρίου «Θρησκευτικές κοινότητες: Νομοκανονικές προσεγγίσεις ιστορικών και επίκαιρων ζητημάτων» που δοργανώθηκε 15-16/2/2018 από το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Θεολογία και Κοινωνία» και το Σύλλογος Μεταπτυχιακών φοιτητών και Υποψηφίων διδακτόρων του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Σ.ΜΕ.Κ.ΘΕ.).
26.Διάταξη με αριθμό 33/2015 του Ειρηνοδικείου Νέας Ιωνίας, ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ 2/2017, σ.182-188, με σχόλιο Γ. Ι. Ανδρουτσόπουλου.
27.ΓΓΘ, Αρ. Πρωτ.: 202635 /Θ1/ 23-11-2018: ΘΕΜΑ: Απάντηση στην με αρ. πρωτ. 193658/Θ1/13-11-2018 αίτησή σας για επικαιροποίηση στοιχείων.
28.Βλ.γενικά Carolyn Evans, Individual and group religious freedom in the European Court of Human Rights: CRACKS IN THE INTELLECTUAL ARCHITECTURE, JOURNAL OF LAW & RELIGION, vol. X-XVI, p.321-343, Leni Franken, State Support for Religion in Belgium: A Critical Evaluation, Journal of Church and State, vol. 59, issue 1, p.59–80.
29.Βλ.αιτιολογική έκθεση, σ.20.
30.Πολύ χαρακτηριστικά στη ΔΕΕ της 17.04.2018, C-414/16, αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, Vera Egenberger κατά Evangelisches Werk für Diakonie und Entwicklung e.V.
31.Αδημ.
32.Αδημ.
33.https://www.raadvanstate.nl/uitspraken/zoeken-in-uitspraken/tekst-uitspraak.html?id=96247 {τελευταία πρόσβαση, 19.2.2019}.
34.Παράγραφοι 1, 9.4, 10.1, 11 της απόφασης.
35.Αρ. Πρωτ.: 202635 /Θ1/ 23-11-2018: ΘΕΜΑ: Απάντηση στην με αρ. πρωτ. 193658/Θ1/13-11-2018 αίτησή σας για επικαιροποίηση Στοιχείων. ∙ Επίσης, στο ειδικό δημόσιο βιβλίο θρησκευτικών νομικών προσώπων του Πρωτοδικείου Αθηνών, βρίσκονται καταχωρισμένα εξήντα τρία νομικά πρόσωπα του νόμου 4301/2014 βάσει της από 27.3.2016 βεβαίωσης του τμήματος εταιρειών – σωματείων του εν λόγω Δικαστηρίου (αρ.πρωτ.23).