Interdisciplinary Journal of Ecclesiastical Law
της Μάρθας Τσαρίδη, Δικηγόρου ΔΣΘ,
ΜΔΕ Εκκλησιαστικού Δικαίου, LLM International Commercial Law (Brunel University),
Συμβούλου στο Rythmisis
*Τμήμα της διπλωματικής της εργασίας που υποστηρίχθηκε τον Οκτώβριο του 2018.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στη θεωρία και στη νομολογία έχει καθιερωθεί η χρήση του όρου “εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα”, ο οποίος αποδίδεται σε μια ιδιαίτερη κατηγορία δημόσιων νομικών προσώπων ή αλλιώς νομικών προσώπων “διφυούς” χαρακτήρα[1], τα οποία “δρούν άλλοτε στο θρησκευτικό πεδίο και άλλοτε στο πεδίο όπου εκδηλώνεται η λειτουργία της πολιτικής εξουσίας” ή διαφορετικά ασκούν περιοριστικά ρυθμιστικές αρμοδιότητες (δημόσια εξουσία)”[2]. Σε αυτά τα διφυή νομικά πρόσωπα, ανήκουν τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου της ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι Ισραηλιτικές Κοινότητες και οι Μουσουλμανικές Κοινότητες. Η Ελληνική έννομη τάξη, σεβόμενη πανανθρώπινα δικαιώματα όπως το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, της ελεύθερης έκφρασης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, της θρησκευτικής αυτονομίας, του συνεταιρίζεσθαι, οφείλει να προστατεύει και να προβλέπει ίση μεταχείριση σε όλα τα θρησκεύματα και τις εκκλησίες.
Αυτή ήταν η πρόθεση του Ν.4301/2014[3], να υπάρξει μια πιο ορθολογική και συστηματοποιημένη οργάνωση των μορφών νομικής προσωπικότητας των θρησκευτικών οργανισμών της επικράτειας. Οι διατάξεις του νόμου εκσυγχρονίζουν αφενός, ορισμένως, το απαρχαιωμένο θεσμικό πλαίσιο της θρησκευτικής ελευθερίας, αφετέρου συνεισέφεραν εν μέρει στην ενδυνάμωση της εκκλησιαστικής αυτοδιοικήσεως και στην προστασία της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Στην Ελλάδα είναι η πρώτη φορά που πραγματοποιείται τέτοια συστηματική προσπάθεια συνολικής ρύθμισης του προβλήματος πέρα από αποσπασματικές και γενικόλογες ρυθμίσεις που αφορούν ειδικά την Καθολική Εκκλησία της Ελλάδας[4], χωρίς ωστόσο να επιλύονται τα προβλήματα διαχρονικά.
Προς αυτό το σκοπό, λοιπόν, κατευθυνόμενος ο νόμος θέλησε να δημιουργήσει ένα νέο τύπο νομικού προσώπου, που να σέβεται την ιδιαιτερότητα της φύσεως και της αποστολής των θρησκευτικών φορέων[5]. Με αυτό τον τρόπο οι εκκλησίες και τα θρησκεύματα δε θα υποχρεώνονταν πλέον στην επιλογή ενός από τους υπάρχοντες τύπους νομικής προσωπικότητας, αλλά θα έχουν τη δυνατότητα απόκτησης νέας μορφής νομικής προσωπικότητας “θρησκευτικού” χαρακτήρα, η οποία εξυπηρετεί αμιγώς τους σκοπούς τους και προσιδιάζει στην ιδιόμορφη φύση τους.
Από το δικαίωμα της θρησκευτικής αυτονομίας και ειδικότερα της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, χάριν θρησκευτικών σκοπών, απορρέει και η αξίωση των θρησκευτικών κοινοτήτων απέναντι στο κράτος για αναγνώριση νομικής προσωπικότητας. Πράγματι, η αναγνώριση νομικής προσωπικότητας βρίσκεται στον πυρήνα της πραγμάτωσης του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, υπό τη συλλογική του διάσταση, καθώς είναι ζωτικής σημασίας για την ικανότητα μιας θρησκευτικής κοινότητας να λειτουργεί ως ένα οργανωμένο σύνολο εντός της εθνικής έννομης τάξης, καθώς συνδέεται άμεσα με την απόκτηση περιουσίας και την ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση της[6][7].
Σε κάθε περίπτωση, ενόψει του ότι σειρά νομικών ενεργειών δύνανται να υλοποιηθούν μόνο από συσταθέντα νομικά πρόσωπα, η απόκτηση της νομικής προσωπικότητας πρέπει να μην περιέχει αποκλεισμούς και διακρίσεις, αλλά να είναι μία διαδικασία γρήγορη, διαφανής και δίκαιη.
Ως προς τη διάρθρωσή του ο Ν. 4301/2014 αποτελείται συνολικά από 56 άρθρα, εκ των οποίων τα πρώτα δεκαοκτώ ρυθμίζουν το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων στην ελληνική επικράτεια. Πιο αναλυτικά: το πρώτο άρθρο προσεγγίζει εννοιολογικά τη θρησκευτική κοινότητα, τα άρθρο δύο έως δώδεκα εισάγουν τις νέες μορφές νομικής προσωπικότητας για τις ενώσεις των θρησκευτικών κοινοτήτων, με επακόλουθες προβλέψεις για τη διοικητική τους διάρθρωση, τη διάλυση και τον κανονισμό λειτουργίας τους, το δέκατο τρίτο άρθρο συνιστά ex lege απόδοση νομικής προσωπικότητας σε ορισμένες Εκκλησίες, με έμφαση στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στην Ελλάδα, το δέκατο τέταρτο άρθρο προβλέπει δημιουργία ηλεκτρονικού μητρώου νομικών προσώπων και θρησκευτικών λειτουργών, το δέκατο πέμπτο άρθρο αναγνωρίζει ικανότητα διαδίκου στις μη έχουσες νομική προσωπικότητα θρησκευτικές κοινότητες, το δέκατο έκτο άρθρο οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής του νομοθετήματος, το δέκατο έβδομο άρθρο ορίζει τεκμήριο ‘γνωστής” θρησκείας και τέλος το δέκατο όγδοο άρθρο ρυθμίζει περιουσιακά ζητήματα.
Όσον αφορά τη δομή της εργασίας, περιλαμβάνει εισαγωγή, συμπέρασμα και εκτυλίσσεται σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο γίνεται μια αναδρομή στο θεσμικό πλαίσιο της νομική προσωπικότητα των θρησκευτικών οργανισμών που ίσχυε πριν την θεσμοθέτηση του Ν. 4301/2014. Στη συνέχεια, στο δεύτερο μέρος γίνεται μια συνοπτική παρουσία του Ν.4301/2014 στα 18 πρώτα άρθρα του. Στο τρίτο μέρος, ακολουθεί αναφορά των συνταγματικά αμφιλεγόμενων ρυθμίσεων που αξίζουν προσοχής και προβληματισμού, καθώς και αναφορά θεωρητικών προσεγγίσεων, και στο τέταρτο μέρος αναφέρεται η νομολογιακή πρακτική μέχρι σήμερα με βάση την Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”. Τέλος, στο συμπέρασμα, δίδεται η προσωπική άποψη του γράφουσας, στο πλαίσιο ενίσχυσης του πεδίου έρευνας αναφορικά με τον εν λόγω πολύκροτο νόμο.
I. TO ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΝΟΜΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΨΗΦΙΣΗ ΤΟΥ Ν. 4301/2014[8]
Το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι για την επιδίωξη θρησκευτικών σκοπών, συνιστά την πλέον άμεση απόρροια της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της αυτοδιοικήσεως των θρησκευτικών κοινοτήτων, στο πλαίσιο του ευρύτερου δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας[9]. Σε εφαρμογή αυτού, τα θρησκεύματα μπορούν για την υλοποίηση των οικείων σκοπών να ιδρύουν, οργανώνουν και λειτουργούν νομικά πρόσωπα, στο πλαίσιο των διατάξεων του εγκεκριμένου καταστατικού τους ή του εσωτερικού τους κανονικού δικαίου.
Στη νεοελληνική έννομη τάξη, η απουσία της έννοιας του νομικού προσώπου ήδη από το οθωμανικό γαιοκτητικό σύστημα εισάγει κατά διαδοχή δικαίων σοβαρές “ρηγματώσεις”[10] στη συνοχή της. Ακόμη και σήμερα, εκκλησιαστικά και μη νομικά πρόσωπα, που κατείχαν και διαχειρίζονται σημαντική έγγεια ιδιοκτησία επί αιώνες πριν, καλούνται με την αρωγή αμφίβολης νομοτεχνικής ποιότητας διατάξεων, να αποδείξουν τα σχετικά εμπράγματα δικαιώματά τους στοιχειοθετώντας αναδρομικά την μακραίωνη νομική ύπαρξη και λειτουργία τους.
Ειδικά εδώ, διαφαίνεται η αξία της αναγνώρισης νομικής προσωπικότητας σε μια θρησκευτική κοινότητα, διότι την καθιστά υποκείμενο δικαίου, διευκολύνοντας τη λειτουργικότερη νομική, κοινωνική και οικονομική της ένταξη στη συναλλακτική πραγματικότητα. Ως νομικό πρόσωπο πλέον κάθε κοινότητα είναι φορέας δικαιοπρακτικής ικανότητας[11] αλλά και ικανότητας δικαστικής παραστάσεως, έχοντας τη δυνατότητα αναλήψεως υποχρεώσεων και δικαιωμάτων.[12]
Στη χώρα μας, ιδιότητα νομικού προσώπου ex lege απέκτησε ο ενοριακός ναός με νόμο του 1910[13], χωρίς ανάγκη τήρησης ορισμένου συστατικού τύπου. Στη συνέχεια, με ΝΔ του 1923[14] η νομική αυτή προσωπικότητα ορίστηκε ως δημοσίου δικαίου.
Με άλλες διατάξεις του ίδιου νομοθετήματος προβλέφθηκε για πρώτη φορά ότι στο εξής η σύσταση ενοριακού ναού προϋπέθετε την έκδοση βασιλικού διατάγματος.[15]
α) Η Εκκλησία της Ελλάδος, η Αρχιεπισκοπή και οι τοπικές Μητροπόλεις, οι Ενορίες με τους ναούς τους και οι Μονές, οργανώθηκαν για πρώτη φορά ως Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου με το αρ. 1 παρ. 4 Ν.Δ 126/1969 (προισχύσαντος Καταστατικού Χάρτη της ΕτΕ), ρύθμιση η οποία επαναλαμβάνεται και στον ισχύοντα Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος[16] (αρ. 1 παρ. 4 Ν. 590/1977).
β) Ως ΝΠΔΔ έχουν χαρακτηριστεί οι ισραηλιτικές κοινότητες με το ν. 2456/1920, τον α.ν. 367/1947 και το ν.δ. 301/1967.
γ) Ακόμα, έχουν χαρακτηρισθεί ως ΝΠΔΔ οι μουσουλμανικές κοινότητες με το ν. 2345/1920, αλλά, οι κατά τόπους Μουφτείες της Δυτικής Θράκης θεωρούνται από το Ν. 1920/1991, ως δημόσιες υπηρεσίες, άρα ως ανήκουσες στο σκληρό πυρήνα του δημοσίου stricto sensu, υπαγόμενες στο Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων[17].
Μέχρι προσφάτως, τα υπόλοιπα θρησκεύματα μπορούσαν απλώς να επιλέξουν για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας έναν εκ των τύπων του ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή σωματείου, ιδρύματος ή αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας. Ορισμένες θρησκευτικές οργανώσεις αρνούνταν ευθέως να δεχθούν την αναγνώρισή τους ως ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ[18], επικαλούμενες εσωτερικούς θεολογικούς και οργανωτικούς λόγους, αντιμετωπίζοντας έτσι διαρκώς αμφισβήτηση της νομικής τους ύπαρξης.
Αυτό, κυρίως, πρόκυπτε από το γεγονός ότι οι θρησκευτικές οργανώσεις αντιλαμβάνονται την ρύθμιση ύπαρξή τους κυρίως μέσω του εσωτερικού τους δικαίου, και θεωρώντας πως όσο περισσότερο τονίζεται ο καθιδρυματικός χαρακτήρας τους και η σύνδεσή τους με την κοσμική – πολιτική εξουσία, τόσο περισσότερο χάνεται η πνευματικότητά τους με αποτέλεσμα να οδηγούνται “στην εκκοσμίκευση και στο στείρο νομικισμό”[19].
Εμφατική τέτοια περίπτωση υπήρξε η Καθολική Εκκλησία[20]. Η ερμηνευτική αναγνώριση αυτοδίκαιης ικανότητας δικαίου των θρησκευτικών κοινοτήτων, δίχως ανάγκη απονομής σε αυτές νομικής προσωπικότητας, ως απόρροια της συνταγματικά κατοχυρωμένης θρησκευτικής ελευθερίας, είχε προταθεί ήδη με αφορμή την υπόθεση της Καθολικής Εκκλησίας “Παναγίας Χανίων” κατά Ελλάδας, στην οποία τελικώς αναγνωρίσθηκε μία ιδιόρρυθμη (sui generis) νομική προσωπικότητα, μόνον μετά από δικαίωσή της στο ΕΔΔΑ το έτος 1997[21]
II. ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΟΚΤΩ (18) ΠΡΩΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΤΟΥ Ν. 4301/2014
Σε αυτή την ενότητα παρουσιάζεται συνοπτικά το περιεχόμενο των δεκαοκτώ (18) πρώτων άρθρων του Ν.4301/2014 με πλάγια μορφοποίηση των γραμμάτων και στις υποσημειώσεις συμπληρώνεται κάθε άρθρο για λόγους εμβάθυνσης.
Αρ. 1 Έννοια Θρησκευτικής Κοινότητας[22] : εισαγωγή στο νομικό κόσμο τον νέου όρου της “θρησκευτικής κοινότητας”[23]και οι προϋποθέσεις για τη δημιουργίας της α) ικανός αριθμός φυσικών προσώπων, β) θρησκευτική ομολογία (πεποιθήσεις, πρακτικές), γ) γνωστή θρησκεία, δ) μόνιμη εγκατάσταση των μελών ε) συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, στ) σκοπός άσκησης λατρείας και ομολογίας πίστης.
Αρ. 2 Θρησκευτικό Νομικό πρόσωπο [24]: εμφάνιση για πρώτη φορά της νομικής μορφής του θρησκευτικού νομικού προσώπου και οι προϋποθέσεις για τη σύσταση αυτής της ένωσης προσώπων α) εγγραφή σε ειδικό δημόσιο βιβλίο β) ύπαρξη 300 τουλάχιστον ατόμων, γ) ένα από τα 300 τουλάχιστον μέλη είναι ο θρησκευτικός λειτουργός δ) ο θρησκευτικός λειτουργός είναι Έλληνας ή πολίτης κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή αλλοδαπός νόμιμα διαμένων στην Ελλάδα.”
Αρ. 3 Διαδικασίες και διατυπώσεις σύστασης[25] : Για τη δημιουργία του ΘΝΠ και την εγγραφή του στο δημόσιο ειδικό βιβλίο χρειάζεται απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας του υπό σύσταση ΘΝΠ, κατόπιν αιτήσεώς του. Η αίτηση αυτή εκδικάζεται με την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Επιπλέον, αναλύονται τα στοιχεία του φακέλλου που είναι αναγκαία με την προσκόμιση της αίτησης, τα οποία είναι α) η συστατική πράξη του νομικού προσώπου, υπογεγραμμένη από τους ιδρυτές- μέλη, με τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας και κατοικίας τους, β) η ομολογία πίστεως, δηλαδή το δόγμα της συγκεκριμένης θρησκείας, που τη διακρίνουν από τις άλλες, γ) τα ονόματα των μελών της διοίκησης, στην οποία περιλαμβάνεται απαραίτητα και ο θρησκευτικός λειτουργός της κοινότητας, δ) πλήρες βιογραφικό σημείωμα του θρησκευτικού λειτουργού, από όπου θα προκύπτουν οι τυχόν θρησκευτικές σπουδές του, ο τρόπος και ο χρόνος ανάδειξής του ως θρησκευτικού λειτουργού, ε) κατάλογος με τους λατρευτικούς χώρους, και στ) ο κανονισμός του ΘΝΠ με τις υπογραφές των μελών του και με ημεροχρονολογία
Αρ. 4 Κανονισμός [26]: αναφορά όλων των απαραίτητων στοιχείων που οφείλει να έχει ο κανονισμός του υπό σύσταση ΘΝΠ, ο οποίος κατατίθεται στα στοιχεία του φακέλλου της αιτήσεως στο Μονομελές Πρωτοδικείο. Αυτά τα στοιχεία είναι : α) επωνυμία, η οποία περιέχει οπωσδήποτε τη βασική προσδιοριστική της θρησκείας λέξη στην ελληνική γλώσσα ή την πιστή απόδοσή της με ελληνικούς χαρακτήρες και την ένδειξη «Θρησκευτικό Νομικό Πρόσωπο», β) την έδρα, γ) την εσωτερική οργανωτική δομή του ΘΝΠ, δ) τα όργανα της διοίκησης του ΘΝΠ, τους όρους ανάδειξης ή διορισμού και παύσης τους και τους κανόνες λειτουργίας τους ε) τους όρους ανάδειξης, εκλογής ή επιλογής των θρησκευτικών λειτουργών, στ) τον τρόπο της δικαστικής και εξώδικης αντιπροσώπευσης, ζ) τους όρους εισόδου, αποχώρησης και αποβολής των μελών του, καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, η) τους όρους με τους οποίους συγκαλείται, συνεδριάζει και αποφασίζει το ανώτατο συλλογικό όργανο, θ) τους πόρους του και την προέλευσή τους, ι) τις τυχόν σχέσεις, αλληλεξαρτήσεις, πνευματικούς και διοικητικούς δεσμούς με ημεδαπό εκκλησιαστικό πρόσωπο, καθώς και με θρησκευτικές κοινότητες ή οργανώσεις της αλλοδαπής, ια) τους όρους τροποποίησης του κανονισμού και ιβ) τους όρους για τη διάλυση του νομικού προσώπου ιγ) ορισμός με σαφήνεια η θρησκεία, το δόγμα και η Ομολογία πίστεως
Αρ. 5 Εγγραφή στο βιβλίο και απόκτηση νομικής προσωπικότητας [27] : εφόσον γίνει δεκτή η αίτηση από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας του υπό σύσταση ΘΝΠ με θετική απόφαση, τότε ακολουθούν μία σειρά από ενέργειες, οι οποίες αναφέρονται σε αυτό το άρθρο. Αυτές είναι : α) τη δημοσίευση στον Τύπο της Ομολογίας πίστεως και περίληψης του Κανονισμού με τα ουσιώδη στοιχεία του, β) εγγραφή του νομικού προσώπου στο ειδικό δημόσιο βιβλίο «Θρησκευτικών Νομικών Προσώπων.
Αρ. 6 Παρεμβάσεις και ένδικα μέσα[28] : το άρθρο περιέχει δικονομικές προϋποθέσεις της συζητήσεως της αιτήσεως του υπό σύσταση ΘΝΠ στο Μονομελές Πρωτοδικείο. Συγκεκριμένα, τρίτα μόνο φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορούν να ασκήσουν κύρια παρέμβαση (αντιποίηση δικαιώματος), ενώ πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του υπό σύσταση ΘΝΠ αναγνωρίζεται σε εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο που πρεσβεύει την ίδια Θρησκεία και στο οποίο εντάσσεται διοικητικά το υπό σύσταση νομικό πρόσωπο, ή εφόσον δεν υφίσταται ομόδοξο ΕΝΠ, άλλα ΘΝΠ της ίδιας Θρησκείας και Δόγματος
Αρ. 7 Περιουσία νομικού προσώπου[29]: Σε αυτό το άρθρο ο νομοθέτης προβλέπει στην πρώτη παράγραφο τους επιτρεπτούς τρόπους απόκτησης περιουσίας του ΘΝΠ (α) εισφορες, β) δωρεές ή κληρονομιές, γ) ενισχύσεις άλλων νομικών προσώπων της ίσιας εκκλησίας ή θρησκείας, δ) δάνεια από τραπεζικά ιδρύματα, και να διενεργεί ε) εράνους για φιλανθρωπικούς σκοπούς) και στην δεύτερη παράγραφο την τύχη της περιουσίας σε περίπτωση διάλυσης του. Επίσης, δεν δύναται να κατέχει εταιρικές μερίδες σε προσωπικές εταιρίες, μπορεί όμως να κατέχει μετοχές σε κεφαλαιουχικές εταιρίες σε ποσοστό, το οποίο δεν υπερβαίνει το εκάστοτε ποσοστό της μεγάλης μειοψηφίας, και χωρίς δικαίωμα διορισμού ή ειδικότερου ελέγχου των μελών της διοίκησής του.
Αρ. 8 Διοίκηση και γενική συνέλευση[30] : Το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο έχει δικαίωμα επιλογής με τον Κανονισμό του ανάμεσα σε δύο μορφές εκπροσώπησης. Σύμφωνα με το νόμο οφείλει να έχει διοίκηση, και μάλιστα, είτε να είναι μονοπρόσωπη, δηλαδή να διοικείται από το θρησκευτικό λειτουργό αμιγώς ή από πολυμελές διοικητικό όργανο, στην οποία μετέχει απαραίτητα ο θρησκευτικός λειτουργός. Το εν λόγω όργανο μπορεί να συνεδριάζει σε περίπτωση έκλειψης ως de facto διοικητικό όργανο. Ακόμα, αν προβλέπεται από τον κανονισμό, ορίζεται η γενική συνέλευση, ως το ανώτατο όργανο του ΘΝΠ, το οποίο αποφασίζει για οποιοδήποτε θέμα που δεν άπτεται των αρμοδιοτήτων άλλων οργάνων. Ο κανονισμός ρυθμίζει τουλάχιστον τους όρους με τους οποίους συγκαλείται, συνεδριάζει και αποφασίζει η συνέλευση και ελεύθερα κάθε άλλο ζήτημα, το οποίο αφορά το όργανο αυτό, τις αρμοδιότητες και το έργο του. Εφόσον ο Κανονισμός δεν ρυθμίζει διαφορετικά, η συνέλευση έχει ως κύριες αρμοδιότητες την εκλογή των προσώπων της διοίκησης, την έγκριση των οικονομικών του ΘΝΠ και αποφασίζει για την τυχόν διάλυση του ΘΝΠ.
Αρ. 9 Ίδρυση ευκτήριων οίκων και ησυχαστηρίων [31] : Εδώ στο άρθρο 9 αναφέρεται στη δυνατότητα ίδρυσης ευκτήριων οίκων και ησυχαστηρίων ως παραρτημάτων των ΘΝΠ, τα οποία θα εποπτεύουν τους ευκτήριους οίκους ή τα ησυχαστήρια πνευματικά και διοικητικά.. Επιπλέον, μπορούν να ιδρύουν και να λειτουργούν κατασκηνώσεις, ιδιωτικά σχολεία, εκπαιδευτήρια, ραδιοφωνικούς σταθμούς, φιλανθρωπικά ιδρύματα, ΜΚΟ και άλλα ΝΠΙΔ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Αρ. 10 Διάλυση θρησκευτικού νομικού προσώπου[32] : Εδώ αναφέρονται οι λόγοι διάλυσης ενός ΘΝΠ. Αυτοί είναι : α) όποτε προβλέπεται από το κανονισμό του, β) σε περίπτωση που τα μέλη του μείνουν λιγότερα από εκατό, γ) με απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου δ) αν το ζητήσει η εποπτεύουσα αρχή ή ο αρμόδιος εισαγγελέας.
Αρ. 11 Αναστολή λειτουργίας νομικού προσώπου[33] : Σε αυτό το άρθρο απαριθμούνται οι ενέργειες που ακολουθούνται εξαιρετικά σε περίπτωση διάλυσης του ΘΝΠ για λόγους διασάλευσης της δημόσιας τάξης με υποβολή αιτήσεως από την εποπτεύουσα αρχή ή από τον εισαγγελέα πρωτοδικών (η δ περίπτωση που αναφέραμε στο άρθρο 10). Λαμβάνονται ασφαλιστικά μέτρα, με βάση το 682 ΚΠολΔ. Η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων έχει ισχύς μέχρι 6 μήνες, όπου υποχρεωτικά σε αυτό το διάστημα προσδιορίζεται και συζητείται η αίτηση διάλυσης του ΘΝΠ από την εποπτεύουσα αρχή ή από τον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών.
Αρ. 12 Εκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο[34] : Εδώ δίδεται για πρώτη φορά από το νομοθέτη ο ορισμός του ‘Εκκλησιαστικού Νομικού Προσώπου” (ΕΝΠ) επισήμως ως νομική “ταυτότητα” μιας Εκκλησίας. Για να συσταθεί αυτό ΕΝΠ, χρειάζεται τουλάχιστον τρία (3) ΘΝΠ της ίδιας θρησκείας, το οποίο έχει επισκοπική ή συνοδική ή άλλη κεντρική δομή. Έχει δικό της κανονισμό και διοικείται από εκλεγμένα ή διορισμένα όργανα, είτε αυτά είναι ατομικά είτε συλλογικά. Για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας (ΕΝΠ) και την εγγραφή του στο ειδικό βιβλίο, απαιτείται η κατάθεση κοινής αίτησης των ΘΝΠ στο πρωτοδικείο της έδρας της Εκκλησίας. Μαζί με την αίτηση απαιτούνται : α) η συστατική πράξη, β) οι Ομολογίες πίστεως και των τριών ΘΝΠ, γ) τα ονόματα των μελών της διοίκησης, η οποία αποτελείται απαραίτητα και από θρησκευτικούς λειτουργούς των μελών του και δ) ο κανονισμός του.
Αρ. 13 Αναγνώριση νομικής προσωπικότητας της εν Ελλάδι Καθολικής Εκκλησίας, λοιπών υφιστάμενων Εκκλησιών και νομικών προσώπων τους [35] :
Η μεγάλη εξαίρεση του νόμου 4301/2014 για ορισμένες χριστιανικές εκκλησίες και συγκεκριμένα την Αγγλικανική, την Αιθιοπική, των Αρμενίων, των Κοπτών, των Ασσυρίων, την Ευαγγελική και την Καθολική Εκκλησία. Αναγνωρίζονται πλέον ex lege ως ΝΠΙΔ χωρίς καμία προϋπόθεση από το νέο νόμο, ο οποίος τις απαριθμεί διεξοδικά μία μία (εδώ για λόγους συντομίας δεν θα αναφερθεί η εν λόγω λίστα αυτών των προσώπων), και περιγράφεται η διαδικασία με την οποία εγγράφονται “αυτόματα” στο οικείο ειδικό δημόσιο βιβλίο ΘΝΠ.
Αρ.14 Μητρώο νομικών προσώπων και θρησκευτικών λειτουργών [36] :
Παρουσιάζεται αναλυτικά η χρήση του ηλεκτρονικού Μητρώου για τα ΘΝΠ και ΕΝΠ, αλλά και το ηλεκτρονικό Μητρώο των θρησκευτικών λειτουργών τους. Τα στοιχεία που καταχωρούνται και η προσβασιμότητα σε αυτά τα στοιχεία.
Αρ.15 Ικανότητα διαδίκου [37] : Δηλώνεται ρητώς ότι οι Θρησκευτικές κοινότητες, ακόμα και αν δεν έχουν νομική προσωπικότητα με βάση τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος, μπορούν να έχουν ικανότητα διαδίκου[38].
Αρ.16 Διατήρηση ειδικότερων νομικών καθεστώτων [39] : Εξαίρεση του πεδίου εφαρμογής του Ν. 4301/2014, εκτός από την Καθολική εκκλησία, με διατήρηση του νομικού τους καθεστώς αποτελούν: α) η Εκκλησία της Ελλάδος, β) οι Ισραηλιτικές Κοινότητες και γ) οι Μουφτείες.
Αρ.17 Τεκμήριο γνωστής θρησκεία [40] : εδώ αυτή η διάταξη του νόμου πραγματεύεται το τεκμήριο της γνωστής θρησκείας. Προβληματική διάταξη, καθώς η γνωστή θρησκεία ως περιεχόμενο έχει προσδιορισθεί από το Σύνταγμα στο άρ. 13 παρ. 2. Σε αυτό το σημείο ο ν.4301/2014 θεσμοθετεί την έννοια της “αναγνωρισμένης” θρησκείας, η οποία πηγάζει από το συνδυασμό του εν λόγω άρθρου 17 και 2 ν. 4301/2017.
Αρ. 18 Μεταβίβαση περιουσίας από υφιστάμενα νομικά πρόσωπα [41]: σε αυτή τη διάταξη ρυθμίζονται τα περιουσιακά θέματα των ΘΝΠ. Μπορούν σωματεία, ιδρύματα ή αστικές εταιρίες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που έχουν συσταθεί από θρησκευτικές κοινότητες να μεταβιβάσουν λόγω δωρεάς την ακίνητη περιουσία τους στα ΘΝΠ που θα συστήσουν. Για να γίνει αυτό χρειάζεται ομόφωνη απόφαση όλων των μελών τους, σε συνέλευση που θα συνέλθει ειδικά για το θέμα αυτό. Πολύ σημαντικό ήταν το γεγονός ότι δεν υπόκειντο σε φορολογική επιβάρυνση, εφόσον η δωρεά λάμβανε χώρα σε ένα χρόνο από την σύσταση του ΘΝΠ και μέχρι τα τρία πρώτα χρόνια έναρξης ισχύος του ν. 4301/2014, δηλαδή μέχρι τις 7/10/2017.
III. ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ Ν. 4301/2014 ΜΕ ΚΡΙΤΙΚΟ ΒΛΕΜΜΑ
α) Η “φύση” της θρησκευτικής κοινότητας
Η χρήση του όρου “Θρησκευτικής κοινότητας”. Η χρήση του όρου που απαντάται στο πρώτο άρθρο του νόμου δεν είναι είναι γνωστή στο ημεδαπό θετικό δίκαιο και δυσχεραίνεται ακόμα περισσότερο η κατανόησή του, καθώς στην ίδια διάταξη συνεχίζεται η παράθεση προϋποθέσεων εννοιολογικά ακαθόριστων ως προς το περιεχόμενό τους, όπως “ικανός αριθμός φυσικών προσώπων”, “μόνιμα εγκατεστημένων σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή”[42][43].
β) Οι προϋποθέσεις σύστασης Θρησκευτικού Νομικού Προσώπων
Στο δεύτερο άρθρο γίνεται μνεία για τη νέα νομική προσωπικότητα θρησκευτικού χαρακτήρα, το Θρησκευτικό Νομικό Πρόσωπο (ΘΝΠ), το οποίο κατ’ ουσία είναι ένας νέος τύπος ΝΠΙΔ στους ήδη υπάρχοντες, σωματειακής φύσεως.
Συγκεκριμένα, ως ΘΝΠ ορίζεται η ένωση προσώπων της ίδιας θρησκευτικής κοινότητας πως ως σκοπό έχουν τη συστηματική και οργανωμένη άσκηση ή εκδήλωση των λατρευτικών και συναφών καθηκόντων τους. Με την εγγραφή στο Ειδικό Δημόσιο Βιβλίο ΘΝΠ, το οποίο τηρείται στο πρωτοδικείο της έδρας του, το κάθε ΘΝΠ αποκτά προσωπικότητα.
β.1. Το δυναμικό των τριακοσίων (300) τουλάχιστον μελών
Ως προϋποθέσεις σύστασης ΘΝΠ, εκτός από την εγγραφή του, χρειάζεται δυναμικό τουλάχιστον 300 πρόσωπα. Αυτή η προϋπόθεση, η οποία είναι σε συνάφεια με τον όρο “ικανός αριθμός φυσικών προσώπων”[44] που αναφέρεται στο αρ. 1 περί θρησκευτικής κοινότητας, υποδηλώνει πως για την υπόσταση στον νομικό κόσμο της θρησκευτικής κοινότητας απαιτείται ένα ελάχιστο αριθμού προσώπων, που είναι το μικρότερο όριο για σύσταση ΘΝΠ, δηλαδή τα 300 τουλάχιστον άτομα.
Η αριθμητική αντιστοίχηση των 300 προσώπων του ΘΝΠ ως κατώτατου ορίου με το όριο των 300 μόνιμων οικογενειών που προβλέπεται στον Καταστατικό Χάρτη (Ν. 590/1977) και τον Κανονισμό 8/1979 για την ίδρυση ενοριών της Εκκλησίας της Ελλάδος που αναφέρει η Αιτιολογική Έκθεση, αν και φαίνεται δίκαιη και λογική, στην πραγματικότητα δεν είναι, διότι εξομοιώνει δύο διαφορετικές νομικές καταστάσεις - φύσεις νομικών προσώπων[45].
Στην πράξη, αυτή η νέα μορφή νομικής προσωπικότητας “θρησκευτικού” χαρακτήρα αυτο-αναιρεί το σκοπό της, διότι καταλήγει ως υπέρμετρος περιορισμός της θρησκευτικής ισότητας, της θρησκευτικής συνειδήσεως[46] και θρησκευτικής λατρείας[47]. Ειδικά άν ληφθεί υπόψιν ότι κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας αρκεί και ένας πολύ μικρός αριθμός πιστών για τη λήψη άδειας ιδρύσεως ευκτήριου οίκου.[48][49] Η διαδικασία αναγνώρισης νομικής προσωπικότητας, είναι απαραίτητο να είναι ανοιχτή και σε όλες τις θρησκευτικές κοινότητες, και όχι μόνο στις παραδοσιακές ή στις τυχόν αναγνωρισμένες μέσα σε ένα κράτος.
β.2. Το Εύρος των Μορφών των Θρησκευτικών Νομικών προσώπων
Οι ενορίες της Εκκλησίας της Ελλάδος αναγνωρίζονται ως ΝΠΔΔ, ενώ οι ΘΝΠ αποτελούν ΝΠΙΔ, σωματειακής φύσεως. Τα ΝΠΔΔ δεν εξομοιώνονται με τα ΝΠΙΔ. Και αυτό, γιατί η αρχή της νομιμότητας έχει διαφορετικό περιεχόμενο στα ΝΠΔΔ και στα ΝΠΙΔ. Τα ΝΠΔΔ δύνανται να προβαίνουν σε εκείνες μόνο τις πράξεις που επιτρέπει ο νόμος, ενώ τα ΝΠΙΔ δικαιούνται να πράξουν ότι δεν απαγορεύει ο νόμος. Συνεπώς, τα ΝΠΙΔ, ιδρύονται από ιδιώτες και διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο και δεν ασκούν ρυθμιστικές αρμοδιότητες (δημόσια εξουσία).
Το είδος της νομικής προσωπικότητας των θρησκευτικών οργανισμών επάγεται σημαντικές συνέπειες, πέρα από την άσκηση της επιτρεπτής δημόσιας εξουσίας, και στο πεδίο της κρατικής δημοσιονομικής και φορολογικής τους μεταχείρησης, όπου προφανώς κατά κανόνα είναι ευμενέσετρη για τα ΘΝΠΔΔ.
β.3. Η επιβολή θρησκευτικού λειτουργού, ιερουργού ή ποιμένα
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι ο νόμος αναφέρει πως μέσα στα 300 τουλάχιστον άτομα συμπεριλαμβάνονται ο θρησκευτικός λειτουργός, ιερουργός ή ποιμένας, παρόλο που στην πράξη υπάρχουν θρησκευτικές ομάδες που δεν αναγνωρίζουν ιερατείο. Όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις συνιστούν υπερβολικό ή δυσανάλογο περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας, της ελευθερίας της λατρείας και της αυτοδιοίκησης των θρησκευτικών κοινοτήτων.
β.4. Η διαχείρηση των προσωπικών δεδομένων που επισυνάπτονται στις αιτήσεις
Ακόμα, προβληματίζει η απαίτηση επίδοσης στον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων και στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών επίσημου αντιγράφου της αίτησης με την πράξη ορισμού της συζήτησης και με συνημμένα όλα τα δικαιολογητικά που τίθενται υπόψη του δικαστηρίου ως προς τη διαχείριση των προσωπικών δεδομένων τόσων ανθρώπων, που αφορούν στις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους. Η απαγόρευση, βέβαια, καταγραφής τους στο δημόσιο ειδικό βιβλίο και η απαγόρευση γνωστοποίησής τους σε τρίτους δεν ισχύει για τα στοιχεία των μελών της διοίκησης, διότι η προστασία των προσωπικών δεδομένων κάμπτεται υπέρ της ανάγκης της αυξημένης δημοσιότητας.
Όσον αφορά τις προϋποθέσεις σύστασης ΘΝΠ, επαχθείς απαιτήσεις αποτελούν η υπογραφή της αίτησης σύστασης για την απόκτησης νομικής προσωπικότητας από όλα τα μέλη της θρησκευτικής κοινότητας (τουλάχιστον 300 άτομα / υπογραφές), με τα πλήρη ονόματά τους, τις ημερομηνίες γεννήσεώς τους και τους τόπους διαμονής τους. Οι απαιτήσεις αυτές είναι ασύμφωνες με το διεθνές δίκαιο[50] και την αρχή της αναλογικότητας, η οποία είναι κατοχυρωμένη Συνταγματικά στο άρθρο 25 παρ.1 Σ, ως περιορισμού των περιορισμών. Η εν λόγω αρχή επιτάσσει κάθε επαχθές διοικητικό μέτρο να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις: να είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, να τελεί σε μία εύλογη σχέση προς αυτό το σκοπό, και να μη προκαλεί δυσανάλογη βλάβη, σε σχέση με τη σκοπούμενη δημόσια ωφέλεια.[51].
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τις αναθεωρημένες διατάξεις περί προστασίας της προσωπικότητας του Ελβετικού Αστικού Κώδικα (γενική ρήτρα άρ. 28), γίνεται δεκτό ότι και τα νομικά πρόσωπα απολαμβάνουν ως ένα βαθμό την προστασία του δικαιώματος στην προσωπικότητα και συναφώς έχει κριθεί ότι απαγορεύεται η δημοσίευση του καταλόγου μελών ενός ιδιωτικού συλλόγου[52].
γ) Απαγόρευση συμμετοχής ενός μέλος ΘΝΠ ταυτοχρόνως σε άλλο ΘΝΠ, ακόμα και παρεμφερούς πίστεως και Ομολογία και δυσχέρειες αλλαγής ΘΝΠ
Υπέρμετρος έλεγχος εκ μέρους του Κράτους που επιβεβαιώνεται και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου είναι το γεγονός της απαγόρευσης συμμετοχής ενός μέλος ΘΝΠ ταυτοχρόνως σε άλλο ΘΝΠ, ακόμα και παρεμφερούς πίστεως και Ομολογίας, επιβάλλεται δε η απόδειξη αυτού με υπεύθυνη δήλωσή του, η οποία συνοδεύει τα υπόλοιπα δικαιολογητικά.
Επίσης, καθίσταται δυσχερές και το γεγονός της αλλαγής ενός μέλος ΘΝΠ του τόπου κατοικίας του, ακόμα και της αλλαγής της πίστεώς του, εφόσον τα πράγματα περιπλέκονται με γραφειοκρατικές διαδικασίες αποδέσμευσής του από το ΘΝΠ που ήδη είναι εγγεγραμμένος. Σε αυτή την περίπτωση οφείλει πρωτίστως να λύσει τον υπάρχοντα νομικό δεσμό με το ΘΝΠ στο οποίο συμμετέχει και να αποχωρήσει από αυτό, κατά τα προβλεπόμενα στον εκάστοτε κανονισμό. Και ειδικά αν ο αριθμός των μελών για την ύπαρξη του ΘΝΠ είναι οριακός, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο πολύπλοκα. Όλα αυτά οδηγούν σε σκέψεις περί συνταγματικότητας ή μη, καθώς έχουμε παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας, συγκεκριμένα της θρησκευτικής συνείδησης (άρ. 13 παρ.1 Σ- forum internum), η οποία προστατεύεται ως στοιχείο της προσωπικότητας[53].
Όταν αναφερόμαστε στο περιεχόμενο της θρησκευτικής συνείδησης, σε αυτή την περίπτωση παραβιάζεται το δικαίωμα να ακολουθεί οποιοδήποτε άτομο όποιο θρήσκευμα ή όσα θρησκεύματα επιθυμεί, ή ακόμα και κανένα θρήσκευμα. Με την απαγόρευση συμμετοχής σε διάφορο ΘΝΠ από αυτό που είναι εγγεγραμμένο το άτομο- μέλος, συνεπώς, τίθεται κριτήριο επιλογής θρησκεύματος, πράγμα που απαγορεύεται από το άρ. 13 παρ.1 Σ
Επιπλέον, αυτό δίνει το έναυσμα στην εποπτεύουσα αρχή που προβαίνει σε τακτικούς ή έκτακτους ελέγχους για τη διαπίστωση ύπαρξης όλων των προϋποθέσεων νόμιμης λειτουργίας του ΘΝΠ ή ΕΝΠ, οι οποίοι βέβαια άν και εκ του νόμου περιορίζονται αποκλειστικά στη συνδρομή ή μη των λόγων διάλυσης, ωστόσο υποβαθμίζεται το θρησκευτικό αίσθημα αλλά και εμποδίζεται η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας[54] και κατ’ επέκταση προσβάλλεται το θεμελιώδες δικαίωμα της αξίας του ανθρώπου[55].
δ) Η επιβολή του θρησκευτικού λειτουργού και σε πνευματικά και σε διοικητικά ζητήματα
Στο άρθρο 8 αναφέρεται πως σύμφωνα με τον Κανονισμό του ΘΝΠ, η διοίκησή του διενεργείται είτε από τον οικείο θρησκευτικό λειτουργό, είτε από τη συνέλευση των μελών του, ωστόσο, παραβλέποντας το γεγονός της ύπαρξης θρησκευτικών κοινοτήτων, οι οποίες δεν αναγνωρίζουν οποιαδήποτε μορφή ιερατείου. Και η Αιτιολογική έκθεση του νόμου δεν βοηθάει καθόλου ως προς τη λύση του προβλήματος, παρόλο που το αναγνωρίζει, επιχειρηματολογεί λέγοντας “αρκεί η συμμετοχή στη διοίκηση του προσώπου που τα μέλη θεωρούν ως αρχηγό της κοινότητας”[56].
Με αυτό, όμως, τον τρόπο, με την αναγκαστική συμμετοχή του θρησκευτικού λειτουργού στη διοίκηση του νομικού προσώπου παραγνωρίζεται η διάκριση πνευματικής και διοικητικής λειτουργίας. Δεν είναι απαραίτητο ο θρησκευτικός λειτουργός, αν υφίσταται, να λειτουργεί και ως διοικητικός λειτουργός.[57] Σε κάθε περίπτωση, η ίδια ρύθμιση μπορεί να θεωρηθεί ως μία αδικαιολόγητη επέμβαση στην εσωτερική αυτοδιοίκηση των θρησκευτικών κοινοτήτων[58].
ε) Οι προϋποθέσεις σύστασης Εκκλησιαστικού Νομικού Προσώπου
Η σύσταση ΕΝΠ γίνεται δυσβάσταχτη ως και απίθανη για θρησκευτικές κοινότητες, οι οποίες δεν μπορούν λόγω έλλειψης επαρκούς αριθμού πιστών να αποκτήσουν ΘΝΠ, πόσο μάλλον η τριπλάσια ποσότητα για ίδρυση Εκκλησίας στον νομικό κόσμο και όχι απλώς να χρησιμοποιούν τον όρο “Εκκλησία”, χωρίς όμως να έχουν τις αξιώσεις ενός ΕΝΠ[59].
Αυτό οδηγεί εξ αρχής στην μη αναγνώριση όλων των μικρότερων αριθμητικά θρησκευτικών κοινοτήτων και συνεπώς στην αοριστία του νομικού καθεστώτος, σε όσες θρησκευτικές κοινότητες δεν μπορούν να συμβαδίσουν με τις απαιτήσεις του Ν. 4301/2014. Αυτό όμως, δεν επηρεάζει τα πλέον ex lege ΝΠΙΔ της Καθολικής Εκκλησίας, που αναγνωρίζονται χωρίς τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις του εν λόγω νόμου και αναφέρονται σε αυτόν ρητά και διεξοδικά, αλλά και τα ήδη αναγνωρισμένα - και ως εκ τούτου- προνομιούχα ΝΠΔΔ, τις πλέον αναγνωρισμένες θρησκευτικές κοινότητες, όπου ο Ν. 4301/2014 δεν αλλάζει κάτι ως προς αυτές.
Αυτό, όμως το γεγονός μελλοντικά θα διαμορφώσει θρησκευτικές κοινότητες “τριών ταχυτήτων”[60]: α) όσες ακολουθούν την θεσμοθέτηση του Ν. 4301/2014, απολαμβάνοντας τα σχετικά θεσμικά προνόμια, β) όσες θα βρίσκονται εκτός της αναγνώρισης που προβλέπει ο Ν. 4301/2014, οι οποίες θα βυθίζονται σε μία επισφαλή για το δίκαιο αοριστία ως προς το νομικό τους καθεστώς, και τέλος γ) οι ανεπιρέαστες τρεις οργανωμένες ως ΝΠΔΔ, και ως εκτούτου προνομιούχες, θρησκευτικές κοινότητες (Ορθοδόξων Ελλήνων, Ισραηλιτών και Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης).
Στην τελευταία περίπτωση, βλέπουμε πως τελικά ο Ν. 4301/ 2014 αντιμετωπίζει άνισα όμοιες καταστάσεις. Στην πράξη όλες οι θρησκευτικές κοινότητες έχουν τον ίδιο σκοπό και τις ίδιες ανάγκες, ανεξαρτήτως ιστορικότητας ή μακροβιότητας, όπως θέτει η αιτιολογική έκθεση, καθεμίας, και η ύπαρξη ανισοτήτων ακριβώς προκύπτει από την παράβλεψη και παραγκώνιση αυτών ως αρρύθμιστων καταστάσεων επί σειρά ετών, μέχρι την εισαγωγή του εν λόγω νόμου.
στ) Οι εξαιρέσεις που εισάγονται στο άρθρο 13 για την ex lege “Αναγνώριση νομικής προσωπικότητας της εν Ελλάδι Καθολικής εκκλησίας, λοιπών υφιστάμενων Εκκλησιών και νομικών προσώπων τους”
Ανησυχητική διάταξη συνταγματικώς αμφισβητούμενη συνιστά η επιλογή του νομοθέτη να αποδώσει ευθέως ΘΝΠΙΔ σε συγκεκριμένες θρησκευτικές κοινότητες και τις οργανωτικές τους υποδιαιρέσεις, χωρίς να ζητά από αυτές καμία τήρηση των διατυπώσεων των άρθρων 3 και 12 του εν λόγω νόμου, που όμως απαιτεί απαρέγκλιτα από όλες τις υπόλοιπες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Καθολική Εκκλησία (άρθρο 13), στην οποία αναγνωρίζονται 240 περίπου ΘΝΠ, η πλειονότητα των οποίων αποτελείται από ενοριακούς ναούς, ναΐδρια και εξωκκλήσια, με ελάχιστους πιστούς ή και κανέναν πιστό.
Επιπλεόν, αναγνωρίζονται υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, ως ΘΝΠ ή ΕΝΠ ιδιωτικού δικαίου, χωρίς την τήρηση των διαδικασιών των άρθρων 3 και 12 του εν λόγω νόμου, ακόμη και αν δεν υφίστανται οι ελάχιστοι αριθμοί πιστών, οι εξής θρησκευτικές κοινότητες: η Αγγλικανική Εκκλησία, η Αιθιοπική Ορθόδοξη Εκκλησία, η Εκκλησία των Ορθόδοξων Αρμενίων, η Κοπτορθόδοξη Εκκλησία, η Ορθόδοξη Εκκλησία των Ασσυρίων, η Ευαγγελική Εκκλησία των γερμανόγλωσσων και η Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία.
Οι υπόλοιπες θρησκευτικές κοινότητες, όμως, επωμίζονται με την υποχρέωση να βρουν για τη νομική τους αναγνώριση 300 μέλη για την ίδρυση ΘΝΠΙΔ, αλλά και 900 τουλάχιστον μέλη για την ίδρυση ΕΝΠ. Με αυτό τον τρόπο, ο νόμος καταλήγει αποτρεπτικό παράδειγμα, που απειλεί τα θεμελιώδη δικαιώματα, και ιδίως για τους ασθενέστερους. Συνεπώς, ο νόμος παραβιάζει κατάφωρα η αρχή της θρησκευτικής ισότητας[61].
ζ) Η προθεσμία του άρθρου 13 περί εγγραφής των ex lege ΝΠΙΔ στο ειδικό δημόσιο βιβλίο ΘΝΠ
Στο άρθρο 13 παρ.2 και 6, του εν λόγω νόμου, τάχθηκε ετήσια προθεσμία από την θέση σε ισχύ του νόμου, εντός της οποίας οι θρησκευτικές κοινότητες του άρθρου 13όφειλαν να επιμεληθούν την εγγραφή τους στο ειδικό δημόσιο βιβλίο θρησκευτικών νομικών προσώπων, με δυσανάλογη συνέπεια. Δηλαδή, σε περίπτωση τυχόν άπρακτης παρόδου αυτής της προθεσμίας «καμία δημόσια υπηρεσία δεν συναλλάσσεται» με αυτές τις θρησκευτικές κοινότητες. Η κύρωση αυτή είναι αμφίβολης συνταγματικότητας,στο βαθμό βέβαια που παρεμποδίζει την ακώλυτη ενάσκηση θρησκευτικής λατρείας, αναιρώντας έτσι τη θρησκευτική ελευθερία των συγκεκριμένων μελών-πιστών.
η) Το περιεχόμενο της γνωστής θρησκείας σύμφωνα με το Ν.4301/2014 και η θεσμοθέτηση της “αναγνωρισμένης θρησκείας”
Ακόμα πιο ανησυχητικό και αμφιβόλως συνταγματικού ερείσματος είναι το γεγονός ότι ο Ν.4301/2014 θεσμοθετεί την έννοια της “αναγνωρισμένης”, και στενά επιτηρούμενης από το ίδιο το Κράτος, θρησκείας. Το Σύνταγμα αναφέρεται απλά σε “γνωστή” και όχι “αναγνωρισμένη” θρησκεία, “Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων”, άρ. 13 παρ. 2, εδ.α Σ.
Η νομική προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας θεμελιώνεται και στο Σύνταγμα αλλά και σε ρυθμίσεις διεθνών συνθηκών[62], ιδίως της ΕΣΔΑ (άρθρο 9). Στο Σύνταγμα θεμελιώνεται κυρίως στις διατάξεις των άρθρων 13 (παρ.1: ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και παρ.2 : ελευθερία της θρησκευτικής λατρείας), άρθρο 2 παρ.1 (σεβασμός της ιδιωτικής ζωής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας), άρ. 5 παρ.1 (ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας).
Συγκεκριμένα, η ελευθερία της λατρείας (forum externum) που μας ενδιαφέρει σε αυτή την περίπτωση, ορίζει ως “γνωστή” θρησκεία, εκείνη της οποίας τα θεολογικά δόγματα και οι λατρευτικές εκδηλώσεις είναι ελεύθερα και προσιτά από οποιονδήποτε θέλει να τα γνωρίσει. Συνεπώς, όσες θρησκευτικές οργανώσεις δεν επιτρέπουν την ελεύθερη πρόσβαση των ενδιαφερομένων στο δόγμα που αντιπροσωπεύουν ή διατηρούν κρυφό το περιεχόμενο της λατρείας τους, δεν μπορούν να θεωρηθούν γνωστές και δεν έχουν συνταγματική προστασία.
Ο Ν. 4301/2014 αντίκειται στο φιλελεύθερο πνεύμα του άρ. 13 παρ.2 Σ, το οποίο αρκείται στο να έχει οποιαδήποτε θρησκευτική κοινότητα φανερό δόγμα και μη κρυφή λατρεία[63]. Συνεπώς, το περιεχόμενο του ορισμού της “γνωστής” θρησκείας στο άρθρο 17 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του Ν. 4301/2014 θεμελιώνουν την έννοια της “αναγνωρισμένης” θρησκείας, και όχι της “γνωστής” θρησκείας. Όμως, αυτή η θεσμοθέτηση αντίκειται στην έννοια της θρησκευτικής ελευθερίας ως forum externum.
Στην πράξη η απαίτηση λήψης ορισμένης κρατικής άδειας ή εγκρίσεως για αναγνώριση θρησκείας αποτελεί υπέρμετρο περιορισμό του πυρήνα του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας. Οι “γνωστές” θρησκείες είναι ελεύθερες και όχι απλώς “ανεκτές”, όπως όριζαν παλαιότερα συντάγματα. Το Σύνταγμα δεν περιορίζεται δηλαδή στην ανεξιθρησκεία, αλλά κατοχυρώνει την ελευθερία της θρησκείας, ευρύτερη της ανεξιθρησκείας, με συνταγματικά συγκεκριμένη εγγυητική λειτουργία. Ο σκοπός είναι διττός, αφενός οι πολίτες να διαμορφώνουν ή να εκδηλώνουν ελεύθερα το περιεχόμενο της θρησκευτικής τους συνείδησης, αφετέρου, να αξιώνουν να αναλαμβάνει ενεργά κάθε απαραίτητη ή σκόπιμη θεσμική πρωτοβουλία (νομοθετική, διοικητική ή δικαστική) για την ολόπλευρη αναγνώριση, ικανοποίηση και προστασία του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας.
Συνεπώς, όπως φαίνεται από τα παραπάνω, παραβιάζεται η εγγυητική λειτουργία του Συντάγματος που προστατεύει το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, εφόσον δεν την εξαρτά από την έκδοση διαπιστωτικής διοικητικής πράξης ή πράξης έγκρισης, όπως ζητά στο άρ. 17 ο Ν. 4301.2014. Με τη θέσπιση της υποχρέωσης λήψης κρατικής άδειας και την εν γένει άσκηση εποπτείας, έστω και σε τυπικές προϋποθέσεις σύστασης - διάλυσης των θρησκευτικών κοινοτήτων, ο νομοθέτης παρεμβαίνει ανεπίτρεπτα στη βούληση του συνταγματικού νομοθέτη, πράξη μη θεμιτή και ανεκτή, για καμία θρησκεία.[64]
Το κράτος οφείλει να προστατεύει πανανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτό της θρησκευτικής ελευθερίας και της θρησκευτικής αυτονομίας, ασκώντας πρωτογενή εξουσία που αντλεί από τη λαϊκή κυριαρχία. Αυτό σημαίνει πως το κράτος δεν μπορεί να είναι θρησκευτικά αδιάφορο, όχι όμως και εχθρικό απέναντι στις θρησκείες.
Όμως, με τη θέσπιση της υποχρέωσης λήψης κρατικής άδειας και την εν γένει άσκηση εποπτείας, ούτε το ίδιο δεν κρατά ίσες αποστάσεις από τις θρησκευτικές οργανώσεις, ούτε σέβεται την συνταγματικά κατοχυρωμένη “ελευθερία” τους, ούτε εγγυάται τη θρησκευτική ισότητα[65]. Συνεπώς, έχουμε παραβίαση του δικαιώματος της θρησκευτικής αυτονομίας[66], το οποίο κατοχυρώνεται συνδυαστικά στα άρ. 9 και 11 ΕΣΔΑ.
Θα μπορούσε να γίνει μια τέτοια πρόβλεψη αποδεκτή συνταγματικά, αλλά θα πρέπει πρώτα να προηγηθεί συνταγματική αναθεώρηση. Μια τέτοια συνταγματική αναθεώρηση θα δημιουργούσε νομικό έρεισμα, διότι σύμφωνα με το άρ. 110 παρ. 1, ως μη υποκείμενη σε αναθεώρηση ορίζεται μόνο το άρ. 13 παρ. 1. Αυτό σημαίνει πως το άρ. 13 παρ. 2 Σ (γνωστή θρησκεία), επιδέχεται συνταγματικής αναθεώρησης[67].
IV. Νομολογιακή πρακτική μέχρι σήμερα (2018)
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα αποτελέσματα της Τράπεζας Νομικών Πληροφοριών “Νόμος”, με τη ΜονΠρ.Θηβών 165/ 2015 απόφαση αναγνωρίσθηκε Θρησκευτικό Νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «Ιερά Μητρόπολις Αττικής και Βοιωτίας της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (ΓΟΧ) της Ελλάδος. Θρησκευτικό Νομικό Πρόσωπο», με 716 ιδρυτικά μέλη. Με την ακόμα πιο πρόσφατη Μον.Πρ.Θηβών 195/ 2018, έγινε δεκτό το αίτημα, το οποίο κατατέθηκε στις 20-10-2017, να εγκριθεί τροποποίηση στον κανονισμό του ΘΝΠ όσον αφορά την αλλαγή της έδρας του.
Ακόμα, με την ΜονΠρ.Πειραιά 2457/ 2015 απόφαση αναγνωρίσθηκε Θρησκευτικό Νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς και Σαλαμίνος της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών της Ελλάδος, Θρησκευτικό Νομικό Πρόσωπο», ή σε συντετμημένη μορφή «Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς και Σαλαμίνος της Εκκλησίας ΓΟΧ Ελλάδος. Θρησκευτικό Νομικό Πρόσωπο» με 449 ιδρυτικά μέλη.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Νομικών προσώπων, τα οποία πλέον αντιμετωπίζονται επισήμως ως ξεχωριστές και ευδιάκριτες νομικές οντότητες, και με αυτοτελή χαρακτήρα. Ο χαρακτήρας αυτός προσιδιάζει περισσότερο στη πραγματική φύση τους και στη “ταυτότητά” τους. Επίσης αξίζει να επισημανθεί ότι λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, χρήζουν διαφορετικής αντιμετώπισης από τα λοιπά μη θρησκευτικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα.
Η δημιουργία μιας μορφής νομικής προσωπικότητας, καθαρά θρησκευτικού χαρακτήρα (που δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο[68]) κρίθηκε απαραίτητη, καθώς πολλές θρησκευτικές κοινότητες δεν επέλεγαν να λάβουν νομική προσωπικότητα, λόγω μη συμβατότητας των μορφών που προσφέρονταν στην εθνική έννομη τάξη με το θρησκευτικό τους χαρακτήρα.
Κατά κάποιο τρόπο, ο νόμος πέτυχε την επίλυση, έστω και με αστοχίες, αρκετών ζητημάτων. Βέβαια υπάρχει ακόμα δρόμος να διανυθεί, τουλάχιστον μέσω της μελλοντικής εφαρμογής και στην πράξη, όλων των ρυθμίσεων που μας προβληματίζουν. Η ομαλότερη ένταξη του νόμου είναι μονόδρομος για τη διατήρηση της ύπαρξής του στο νομικό κόσμο. Όμως, αυτό που προβληματίζει εντονότερα είναι ότι ο νομοθέτης, παρόλο που αναγνωρίζει την ανάγκη ρύθμισης της καταστάσεως (είναι φανερό από τη δημιουργία του), είναι βαθιά επηρεασμένος, (χωρίς να έχει αυτή την πρόθεση) από την ορθόδοξη παράδοση, και τελικά, από τη θεμιτή ανάγκη της προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας, οδηγεί στον περιορισμό και κρατικό έλεγχό της.
Υπάρχουν ψήγματα φόβου απέναντι στο διαφορετικό, το οποίο μπορεί να αλλοιώσει την υφιστάμενη κοινωνική συνοχή, κάτι το οποίο δεν δικαιολογείται στη σημερινή εποχή, η οποία εξελίσσεται ταχύτατα και μεταβάλλεται συνεχώς σε όλους τους τομείς. Μένει ο νόμος να προσαρμοσθεί στις σημερινές νομικές και κοινωνικές ανάγκες, και όχι η κοινωνία να προσαρμοσθεί στο υφιστάμενο νομοθέτημα[69].
[1] Δαγτόγλου Π.Δ, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 6η Έκδοση 2012, σελ. 640
Σπηλιοτόπουλος Επαμεινώνδας, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος Ι, 15η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη 2017, σελ 332 παρ.5 (372-374)
Γέροντας-Λύτρας-Παυλόπουλος-Σιούτη-Φλωγαΐτης, Διοικητικό Δίκαιο, Γ’ Έκδοση, Σάκκουλας 2015, σελ 124-125
[2] “Παρά το γεγονός ότι τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα αποτελούν δημόσια νομικά πρόσωπα, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι έχουν ιδρυθεί κατά εφαρμογή της λειτουργικής οργάνωσης της Δημόσιας Διοίκησης. Άμεση συνέπεια της διαπίστωσης αυτής είναι η αδυναμία άσκησης κλασσικής μορφής εποπτείας πάνω στα πρόσωπα αυτά από την πολιτεία που περιορίζεται απλώς, στο πλαίσιο της “νόμω κρατούσης πολιτείας”, να ασκεί έλεγχο στα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα συμβατό με την ιδιότητα της Εκκλησίας ως πνευματικού οργανισμού.” , Γέροντας-Λύτρας-Παυλόπουλος-Σιούτη-Φλωγαΐτης, σελ 124
[3] Αιτιολογική έκθεση Ν. 4301/2014 Γενικό μέρος σελ.2 επ.
[4] Υπόθεση ΕΔΔΑ Καθολική Εκκλησία «Παναγία Χανίων» κατά Ελλάδος, αναγνωρίσθηκε μία ιδιόρρυθμη (sui generis) νομική προσωπικότητα
[5] Παπαγεωργίου Κωνσταντίνος, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Β’έκδοση, Ostracon Θεσσαλονίκη 2017, σελ.181
[6] “Ο χαρακτηρισμός των ΕΝΠ οφείλεται μοναδικά στο γεγονός πως πρέπει να έχουν οπωσδήποτε μια νομική μορφή για να μπορούν, σε μία με κανόνες δικαίου οργανωμένη κοινωνία, μέσα στην οποία αναγκαστικά λειτουργούν, να προωθήσουν αποφασιστικά τα συμφέροντά τους. Γιατί, πράγματι, αν βασικός πυρήνας της υπόστασής τους είναι τα ζητήματα λατρείας και πίστης, δεν παύουν να έχουν ανάγκες στο πλαίσιο της κοινωνίας, όπου αναπτύσσεται η δράση τους και έτσι να έχουν ανάγκη από μία μορφή, μέσα από την οποία η δράση αυτή να μπορεί να εκφρασθεί. Η νομική δε μορφή του ΝΠΔΔ κρίνεται ως η πιο πρόσφορη για την επίτευξη της αποστολής τους, τόσο περισσότερο, όσο προσφέρει και ορισμένου βαθμού προστασία, που δεν θα είχαν τα ΕΝΠ, αν τυχόν υπάγονταν σε καθεστώς ιδιωτικού δικαίου”, Γέροντας-Λύτρας-Παυλόπουλος-Σιούτη-Φλωγαΐτης, σελ
[7] “Ειδικότερα, η κτήση νομικής προσωπικότητας καθιστά εφικτή την εξυπηρέτηση ζωτικής σημασίας αναγκών των θρησκευμάτων, όπως είναι η απόκτηση στο όνομά τους ιδίας περιουσίας, η ανάληψη νομικών και οικονομικών υποχρεώσεων, η δικαιοπρακτική ικανότητα για τη σύναψη συμβάσεων ή την κατάρτιση δικαιοπραξιών, η αστική ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις και πολλές ακόμη νομικής και συναλλακτικής φύσεως πράξεις.”, Παπαγεωργίου Γ. Κωνσταντίνος, “Ο. Ν 4301/2014 για την οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και την ίδρυση θρησκευτικών νομικών προσώπων”, Αρμ. 70 (2016), Ι 1.3 σελ.573-584
[8] Ταπουρίδου Στυλιανή, «Ο νεοπαγής θεσμός των θρησκευτικών νομικών προσώπων κατά το Ν. 4301/2014», θέμα ομιλίας που πραγματοποιήθηκε στο 4ο συνέδριο Μεταπτυχιακών φοιτητών και Υποψήφιων Διδακτόρων Νομικής ΑΠΘ (27-28 απριλίου 2018), https://ejournals.lib.auth.gr/projustitia/article/download/6410/6148, σελ.2
[9] “Συνταγματικός περιορισμός του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι για θρησκευτικούς σκοπούς, είναι να μην ασκείται αυτό κατά τρόπο αντίθετο προς την αρχή της θρησκευτικής ισότητας, η οποία διασφαλίζει στους πολίτες την απόλαυση των πάσης φύσεως δικαιωμάτων τους ανεξάρτητα από τις όποιες θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις τους ή την ένταξή τους σε συγκεκριμένη θρησκευτική κοινότητα.”, Ταπουρίδου Στυλιανή, «Ο νεοπαγής θεσμός των θρησκευτικών νομικών προσώπων κατά το Ν. 4301/2014», σελ.2
[10] Παπαγεωργίου Γ. Κωνσταντίνος, “Εκκλησιαστική περιουσία και εθνικό κτηματολόγιο. Νομοθετικές, θεωρητικές και νομολογιακές προϋποθέσεις ένταξης της ακίνητης περιουσίας των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων στο Εθνικό Κτηματολόγιο”, σελ. 57
[11] Ρούσσος Κλεάνθης, “Δίκαιο Νομικών Προσώπων”, Αθήνα 2010, Δίκαιο και Οικονομία Π.Ν Σάκκουλα, “Έχει υποστηριχθεί και η άποψη ότι ορισμένα από τα μορφώματα πρέπει να θεωρούνται ως πρόσωπα. Όμως, η αναγνώριση, ερμηνευτικά, ικανότητας δικαίου στις οντότητες αυτές, όπως προτείνεται εδώ, δηλαδή η ορθή αναγωγή τους έτσι σε υποκείμενα δικαίου, δεν εξικνείται πάντως μέχρι το βαθμό να “αναγορεύονται”και νομικά πρόσωπα δίχως σχετική νομική ρύθμιση, ούτε καν “εν μέρει”, αλλά ούτε και ως “ιδιόμορφα” ή “’άλλης μορφής και άλλης προέλευσης από τα καθιερωμένα”, διότι πρώτον δεν θα ήταν ορθό ούτε επιτρέπεται να αποκλίνει κανείς από τις θεμελιώδεις για τα νομικά πρόσωπα αρχές του κλειστού αριθμού των νομοθετικά προβλεπόμενων τύπων νομικών προσώπων, του ελέγχου της νομιμότητάς τους και της δημοσιότητας, που είναι απολύτως αναγκαίες για την ασφάλεια του δικαίου. Και δεύτερον, διότι η νομική προσωπικότητα ως σύλληψη κανονιστική (nomativ), είναι κατά τη νομική της φύση έννομη συνέπεια, πράγμα που σημαίνει ότι η ύπαρξη νομικού προσώπου προϋποθέτει κανόνα δικαίου που το θεσπίζει (συνιστά την έννομη συνέπεια του εκάστοτε “πραγματικού”της ιδρύσεώς του”, σελ.623 επ.
[12] Παπαγεωργίου Γ. Κωνσταντίνος, “Εκκλησιαστική περιουσία και εθνικό κτηματολόγιο. Νομοθετικές, θεωρητικές και νομολογιακές προϋποθέσεις ένταξης της ακίνητης περιουσίας των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων στο Εθνικό Κτηματολόγιο”, Αθήνα -Θεσσαλονίκη 2017, Σάκκουλας, σελ 54-55
[13] Ν. 3596/1910 (ΦΕΚ 93/ 9-3-1910, τ. Α’). Στο άρθρου 1 του νόμου αυτού απέκτησαν νομική προσωπικότητα όλες οι ενορίες της ελληνικής επικράτειας, χωρίς προϋπόθεση ύπαρξης συστατικού τύπου:
“Πας ενοριακός ναός της εν Ελλάδι Ορθοδόξου Εκκλησίας αποτελεί αυτοτελές νομικόν πρόσωπον, έχων ιδίαν περιουσίαν και κτώμενος τοιαύτην καθ’άπαντας τους νομίμους τρόπους και δη δια κληρονομίας και κληροδοσίας” και Παπαγεωργίου Γ. Κωνσταντίνος, “Εκκλησιαστική περιουσία και εθνικό κτηματολόγιο. Νομοθετικές, θεωρητικές και νομολογιακές προϋποθέσεις ένταξης της ακίνητης περιουσίας των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων στο Εθνικό Κτηματολόγιο”, σελ. 59
[14] αρ 1 και αρ. 2 του Ν.Δ. 17.12.1923 «Περί ενοριακών ναών και εφημεριών»
[15] Παπαγεωργίου Γ. Κωνσταντίνος, “Εκκλησιαστική περιουσία και εθνικό κτηματολόγιο. Νομοθετικές, θεωρητικές και νομολογιακές προϋποθέσεις ένταξης της ακίνητης περιουσίας των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων στο Εθνικό Κτηματολόγιο”, σελ. 59
[16] αρ.. 1 § 4 Ν. 590/1977
[17] Στο πρόσφατο άρθρο στον τύπο: Κτιστάκις Γιάννης, “Εκτός ευρωπαϊκής λογικής η νέα τροπολογία για τους Μουφτήδες”, Καθημερινή εφημερίδα 02/09/2018, σε έντυπη μορφή και ηλεκτρονική στο https://www.kathimerini.gr/982848/opinion/epikairothta/politikh/ektos-eyrwpaikhs-logikhs-h-nea-tropologia-gia-toys-moyfthdes, αναφέρει αυτολεξει: “Το νομικό πλαίσιο υπάρχει ήδη: είναι ο νόμος 4301/2014 περί «Οργάνωσης της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα». Ο νόμος αυτός είναι γενικός και επιτρέπει σε ομάδες διακοσίων τουλάχιστον πιστών κάθε θρησκευτικού δόγματος να συστήνουν Θρησκευτικά Νομικά Πρόσωπα (ιδιωτικού δικαίου), αφού λάβουν έγκριση από το οικείο Πρωτοδικείο. Τρία δε τουλάχιστον Θρησκευτικά Νομικά Πρόσωπα μπορούν στη συνέχεια να συστήσουν δευτεροβάθμιο Νομικό Πρόσωπο. Συνεπώς, οι Έλληνες μουσουλμάνοι θα συστήσουν ανά χωριό ή ανά κωμόπολη ή ανά πόλη ένα ή περισσότερα Θρησκευτικά Νομικά Πρόσωπα και το καθένα έχει το δικό του Καταστατικό και τον δικό του τρόπο ανάδειξης μουφτή, χωρίς καμία υπουργική ανάμειξη. Μόνος εγγυητής της νομιμότητας και της ομαλότητας θα είναι το τοπικό Πρωτοδικείο. Ο νόμος 4301/2014 είναι καθόλα σύμφωνος με τα διεθνή και ευρωπαϊκά πρότυπα δικαιωμάτων του ανθρώπου και θρησκευτικών μειονοτήτων.”
Βέβαια, ο Ν.4301/2014 έχει ως προϋπόθεση σύστασης ΘΝΠ τουλάχιστον τριακόσια, και όχι διακόσια μέλη πιστών, και συνεπώς 900 μέλη για σύσταση ΕΝΠ (δευτεροβάθμιο νομικό πρόσωπο) και όχι 600.. Πέραν τούτου, όμως, που έγινε εκ παραδρομής, δεν διαφαίνεται ο λόγο εφαρμογής του Ν. 4301/2014 για τη σύσταση Μουσουλμανικών ΘΝΠ, εφόσον οι Μουφτείες της Δυτικής Θράκης
Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών» (ΦΕΚ Α ́ 182), δημόσιες υπηρεσίες, υπαγόμενες στο Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων. Επίσης, ακόμα και άν συστήσουν σήμερα ΝΠΙΔ σύμφωνα με το Ν. 4301/2014, θα έχουν δυσκολίες διαχείρισης της περιουσίας που ήδη διαθέτουν, καθώς δεν υπάρχει πλέον το προνόμιο φορολογικής ελάφρυνσης μέσω δωρεών (άρθρο 18 Ν. 4301/2014).
[18] Μαγγιώρος Νίκος, “Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και το Κράτος στην Ελλάδα. Μία Νομοκανονική Προσέγγιση”, Πολιτεία, Ορθόδοξη Εκκλησία και Θρησκεύματα στην Ελλάδα, Κατερίνη 2006, σελ146 “Η αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία σε κάθε περίπτωση παραχωρείται αποκλειστικά από την Πολιτεία, αφορά μόνο στα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου”
[19] Μαγγιώρος Νίκος, “Αυτονομία, Ατομικά δικαιώματα και Δίκαιο της Εκκλησίας”, Νομοκανονικά 2/2015, σελ.153
[20] Υπόθεση ΕΔΔΑ Καθολική Εκκλησία «Παναγία Χανίων» κατά Ελλάδος
[21] Το Στρασβούργο με την απόφασή του δέχθηκε ότι: α) οι θρησκευτικές κοινότητες, ανεξάρτητα από τη νομική τους προσωπικότητα, είναι πάντως υποκείμενα των δικαιωμάτων που εγγυάται η ΕΣΔΑ, τα οποία δικαιώματα μπορούν να ασκούν στο όνομα των μελών τους, και β) στην περίπτωση της Καθολικής Εκκλησίας Χανίων, με τη μη αναγνώριση από το ελληνικό δίκαιο της νομικής της προσωπικότητας, περιορίστηκε το δικονομικό της δικαίωμα προσφυγής σε δικαστήριο (άρ.6 παρ. 1 ΕΣΔΑ), με τη σκέψη ότι κάθε εκκλησία, όπως και η Παναγιά Χανίων, από την πράξη της ίδρυσής της σύμφωνα με τους κανόνες της θρησκείας στην οποία είναι αφιερωμένη, “παίρνει εκείνο το χαρακτήρα του διηνεκούς που το δίκαιο αποδίδει κανονικά στα νομικά πρόσωπα. Δεν έχει επομένως ανάγκη να παρουσιάσει έναν τίτλο κτήσης της νομικής προσωπικότητας σύμφωνα με τις διατυπώσεις που προβλέπονταν από το νόμο πριν την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα στην Ελλάδα ή μετά από αυτήν και μέσω των οποίων αναγνωρίζεται ως υποκείμενο δικαίου ένα σωματείο, μια αστική εταιρία ή ένα ίδρυμα”.
[22] “Θρησκευτική κοινότητα είναι ικανός αριθμός φυσικών προσώπων με συγκεκριμένη θρησκευτική Ομολογία γνωστής θρησκείας, μόνιμα εγκατεστημένων σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή, με σκοπό την κοινή άσκηση της λατρείας της και την τέλεση των καθηκόντων που απαιτούνται από την κοινή Ομολογία των μελών της.”
[23] Η θρησκευτική κοινότητα δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο, αλλά υποστηρίζεται (Παναγόπουλος Κ. “Τα “Οιονεί” Νομικά πρόσωπα ως υποκείμενα Δικαίου, 2016” και Παναγόπουλος Κ., “Ικανότητα δικαίου θρησκευτικών κοινοτήτων και ναών”, Digesta, Αθήνα 2015, https://digestaonline.gr/pdfs/Digesta%202015/panagopoulos_naos.pdf, σελ. 120, ότι “η κοινότητα πιστών οποιουδήποτε θρησκεύματος ή δόγματος, έχει ipso jure ικανότητα δικαίου, ατελή, όμως, δηλαδή περιορισμένη στην έκταση που απαιτείται και αρκεί για να επιτελέσει το συνταγματικά κατοχυρωμένο σκοπό της, που είναι η απρόσωπη θρησκευτική λατρεία των πιστών”.
[24] “Ένωση προσώπων της αυτής θρησκευτικής κοινότητας, η οποία επιδιώκει τη συστηματική και οργανωμένη άσκηση της λατρείας της και τη συλλογική εκδήλωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων των μελών της, αποκτά προσωπικότητα, όταν εγγραφεί σε ειδικό δημόσιο βιβλίο (Θρησκευτικών Νομικών Προσώπων) που τηρείται στο πρωτοδικείο της έδρας του. Για να συσταθεί θρησκευτικό νομικό πρόσωπο χρειάζονται τριακόσια τουλάχιστον πρόσωπα, εκ των οποίων ένας τουλάχιστον είναι ο θρησκευτικός λειτουργός, ιερουργός ή ποιμένας της θρησκευτικής κοινότητας, στον οποίο έχει ανατεθεί η τέλεση των θρησκευτικών τελετών, ο οποίος πρέπει να είναι Έλληνας ή πολίτης κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή αλλοδαπός νόμιμα διαμένων στην Ελλάδα.”
[25] “Για την εγγραφή του ΘΝΠ στο οικείο βιβλίο, η διοίκησή του υποβάλλει αίτηση στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο, η οποία εκδικάζεται στο πλαίσιο της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Στην αίτηση επισυνάπτονται: α) η συστατική πράξη του νομικού προσώπου, υπογεγραμμένη από τους ιδρυτές- μέλη, με τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας και κατοικίας τους, β) η ομολογία πίστεως, δηλαδή το δόγμα της συγκεκριμένης θρησκείας, που τη διακρίνουν από τις άλλες, γ) τα ονόματα των μελών της διοίκησης, στην οποία περιλαμβάνεται απαραίτητα και ο θρησκευτικός λειτουργός της κοινότητας, δ) πλήρες βιογραφικό σημείωμα του θρησκευτικού λειτουργού, από όπου θα προκύπτουν οι τυχόν θρησκευτικές σπουδές του, ο τρόπος και ο χρόνος ανάδειξής του ως θρησκευτικού λειτουργού, ε) κατάλογος με τους λατρευτικούς χώρους, και στ) ο κανονισμός του ΘΝΠ με τις υπογραφές των μελών του και με ημεροχρονολογία. Ο κανονισμός δεν πρέπει να προσκρούει στη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη.
Ακόμα, το μέλος ενός ΘΝΠ δεν μπορεί να συμμετέχει ταυτόχρονα σε άλλο ΘΝΠ, της αυτής ή άλλης θρησκείας ή δόγματος. Δεκαπέντε μέρες πριν τη συζήτηση στο ακροατήριο, οι αιτούντες επιδίδουν αντίγραφο της αίτησης με την πράξη ορισμού δικασίμου και με όλα τα δικαιολογητικά στον Υπουργό Παιδείας καθώς και στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών.
Τα στοιχεία ταυτότητας των μελών – ιδρυτών του ΘΝΠ, πλην των μελών της διοίκησης που υπογράφουν την αίτηση, δεν γνωστοποιούνται με οποιονδήποτε τρόπο σε τρίτους ούτε περιλαμβάνονται στο τηρούμενο βιβλίο θρησκευτικών νομικών προσώπων.”
[26] “Ο κανονισμός για να είναι έγκυρος πρέπει να μην έρχεται σε αντίθεση προς τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη (περιορισμοί της θρησκευτικής ελευθερίας, άρ. 13 παρ. 2 εδ. β Σ). Το περιεχόμενο του Κανονισμού πρέπει να καθορίζει:
α) την επωνυμία, η οποία περιέχει οπωσδήποτε τη βασική προσδιοριστική της θρησκείας λέξη στην ελληνική γλώσσα ή την πιστή απόδοσή της με ελληνικούς χαρακτήρες και την ένδειξη «Θρησκευτικό Νομικό Πρόσωπο»,
β) την έδρα,
γ) την εσωτερική οργανωτική δομή του ΘΝΠ,
δ) τα όργανα της διοίκησης του ΘΝΠ, τους όρους ανάδειξης ή διορισμού και παύσης τους και τους κανόνες λειτουργίας τους
ε) τους όρους ανάδειξης, εκλογής ή επιλογής των θρησκευτικών λειτουργών,
στ) τον τρόπο της δικαστικής και εξώδικης αντιπροσώπευσης,
ζ) τους όρους εισόδου, αποχώρησης και αποβολής των μελών του, καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους,
η) τους όρους με τους οποίους συγκαλείται, συνεδριάζει και αποφασίζει το ανώτατο συλλογικό όργανο,
θ) τους πόρους του και την προέλευσή τους,
ι) τις τυχόν σχέσεις, αλληλεξαρτήσεις, πνευματικούς και διοικητικούς δεσμούς με ημεδαπό εκκλησιαστικό πρόσωπο, καθώς και με θρησκευτικές κοινότητες ή οργανώσεις της αλλοδαπής,
ια) τους όρους τροποποίησης του κανονισμού και
ιβ) τους όρους για τη διάλυση του νομικού προσώπου.
Στον κανονισμό ορίζεται με σαφήνεια η θρησκεία, το δόγμα και η Ομολογία πίστεως, την οποία υπηρετεί το νομικό πρόσωπο, περιγράφονται οι διδασκαλίες και οι λατρευτικές εκδηλώσεις και αναφέρονται όλα τα ιερά κείμενα και οι κανόνες, οι οποίοι συγκροτούν το δεσμευτικό θρησκευτικό και οργανωτικό περιεχόμενό της.”
[27] “Αν συντρέχουν οι νόμιμοι όροι, η αίτηση γίνεται δεκτή από το Πρωτοδικείο, που διατάζει: α) τη δημοσίευση στον Τύπο της Ομολογίας πίστεως και περίληψης του Κανονισμού με τα ουσιώδη στοιχεία του, β) εγγραφή του νομικού προσώπου στο ειδικό δημόσιο βιβλίο «Θρησκευτικών Νομικών Προσώπων. Η εγγραφή αυτή, γίνεται αμέσως μετά την έκδοση της απόφαση, είναι ημεροχρονολογημένη και περιλαμβάνει την επωνυμία και την έδρα του ΘΝΠ, την Ομολογία πίστεως, τη χρονολογία του Κανονισμού, τα μέλη της διοικήσεως και τον θρησκευτικό λειτουργό, καθώς και τους όρους που περιορίζουν αυτούς. Ο κανονισμός επικυρώνεται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου, κοινοποιείται στον εισαγγελέα πρωτοδικών και κατατίθεται στο αρχείο του πρωτοδικείου.”
[28] “Κατά τη συζήτηση της αίτησης προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης από τρίτα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μόνον κύριας παρέμβασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠολΔ. Δικαίωμα πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του αιτούντος αναγνωρίζεται σε εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο που πρεσβεύει την ίδια Θρησκεία και στο οποίο εντάσσεται διοικητικά το υπό σύσταση νομικό πρόσωπο, ή εφόσον δεν υφίσταται ομόδοξο ΕΝΠ, άλλα ΘΝΠ της ίδιας Θρησκείας και Δόγματος (αρ.12 παρ. 1 Ν.4301/2014). Τα δικαιώματα αυτά έχει και ο αρμόδιος εισαγγελέας πρωτοδικών αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων (αρ.12 παρ. 2 Ν.4301/2014).”
[29] “Η περιουσία του θρησκευτικού νομικού προσώπου προέρχεται από α) τακτικές ή έκτακτες εκούσιες εισφορές των μελών του, β) δωρεές ή κληρονομίες προς αυτό, γ) από ενισχύσεις συνδεδεμένων με αυτό ημεδαπών νομικών προσώπων της ίδιας εκκλησίας ή θρησκείας και δ) από τις προσόδους αυτής της περιουσίας. Δύναται να λαμβάνει δάνεια από νομίμως λειτουργούντα τραπεζικά ιδρύματα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, καθώς επίσης και να διενεργεί εράνους, κατά τις κείμενες διατάξεις, για συγκεκριμένους φιλανθρωπικούς σκοπούς. Δεν δύναται να κατέχει εταιρικές μερίδες σε προσωπικές εταιρίες, μπορεί όμως να κατέχει μετοχές σε κεφαλαιουχικές εταιρίες, εισηγμένες ή μη, σε ποσοστό, το οποίο δεν υπερβαίνει το εκάστοτε ποσοστό της μεγάλης μειοψηφίας, και χωρίς δικαίωμα διορισμού ή ειδικότερου ελέγχου των μελών της διοίκησής του.
Η περιουσία του ΘΝΠ ούτε διανέμεται ούτε μεταβιβάζεται στα μέλη του για οποιονδήποτε λόγο. Σε περίπτωση διάλυσής του, η περιουσία του μπορεί να περιέρχεται σε άλλο ΘΝΠ της ίδιας Ομολογίας ή σε συνεστημένη Εκκλησία της ίδιας Θρησκείας ή Ομολογίας, εφόσον αυτό προβλέπεται ρητά στον κανονισμό του. Αλλιώς, περιέρχεται στο Δημόσιο και διατίθεται κατά τις διατάξεις περί εθνικών κληροδοτημάτων, για φιλανθρωπικούς σκοπούς στην περιοχή της έδρας του εν λόγω ΘΝΠ.”
[30] “ Το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο διοικείται, σύμφωνα με τον Κανονισμό του α) από τον θρησκευτικό λειτουργό του ή β) από πολυμελές όργανο στο οποίο αυτός μετέχει αναγκαστικά. Το όργανο ούτε συγκαλείται ούτε συνεδριάζει νομίμως εάν απουσιάζει ο θρησκευτικός λειτουργός. Σε περίπτωση που συντρέχει περίπτωση έκλειψης του θρησκευτικού λειτουργού, το όργανο διοίκησης συνεδριάζει και αποφασίζει νομίμως μέχρι την αντικατάσταση του εκλείποντος μέλους του, για θέματα που αφορούν στην εύρυθμη λειτουργία του νομικού προσώπου.
Ο κανονισμός του θρησκευτικού νομικού προσώπου μπορεί να ορίζει ως ανώτατο όργανό του τη συνέλευση των μελών του, η οποία μπορεί να αποφασίζει για κάθε υπόθεσή του που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου οργάνου. Ο κανονισμός ρυθμίζει τουλάχιστον τους όρους με τους οποίους συγκαλείται, συνεδριάζει και αποφασίζει η συνέλευση και ελεύθερα κάθε άλλο ζήτημα, το οποίο αφορά το όργανο αυτό, τις αρμοδιότητες και το έργο του. Εφόσον ο Κανονισμός δεν ρυθμίζει διαφορετικά, η συνέλευση έχει ως κύριες αρμοδιότητες την εκλογή των προσώπων της διοίκησης, την έγκριση των οικονομικών του ΘΝΠ και αποφασίζει για την τυχόν διάλυση του ΘΝΠ.”
[31] “Τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα δικαιούνται κατά τις ισχύουσες διατάξεις, να ιδρύουν, να οργανώνουν και να λειτουργούν οπουδήποτε εντός της Ελληνικής Επικράτειας, “ως παραρτήματά τους”, ευκτήριους οίκους, ησυχαστήρια και γενικότερα χώρους λατρείας για συναθροίσεις με θρησκευτικούς σκοπούς, υπό τη διοικητική και πνευματική τους εποπτεία. Επιπλέον, μπορούν να ιδρύουν και να λειτουργούν κατασκηνώσεις, ιδιωτικά σχολεία, εκπαιδευτήρια, ραδιοφωνικούς σταθμούς, φιλανθρωπικά ιδρύματα, ΜΚΟ και άλλα ΝΠΔΙ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, για την ανάπτυξη της προσφοράς τους και την προώθηση δραστηριοτήτων τους.”
[32] “Το ΘΝΠ διαλύεται α) στις περιπτώσεις που προβλέπει ο κανονισμός του, β) σε περίπτωση που τα μέλη του μείνουν λιγότερα από εκατό, γ) με απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου, αν το ζητήσει η διοίκησή του ΘΝΠ για οποιονδήποτε λόγο και δ) αν το ζητήσει η εποπτεύουσα αρχή ή ο αρμόδιος εισαγγελέας:
α) αν δεν έχει τουλάχιστον έναν θρησκευτικό λειτουργό για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών,
β) αν στην πραγματικότητα επιδιώκει σκοπό διαφορετικό από αυτόν που ορίζει ο νόμος
γ) αν η λειτουργία του έχει καταστεί παράνομη ή ανήθικη ή αντίθετη προς τη δημόσια τάξη.
Η εποπτεύουσα αρχή μπορεί να προβαίνει σε τακτικούς ή έκτακτους ελέγχους για τη διακρίβωση της νόμιμης λειτουργίας του ΘΝΠ, οι οποίοι περιορίζονται αποκλειστικά στη συνδρομή ή μη των λόγων διάλυσής του. “
[33] “Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνον εφόσον συντρέχουν λόγοι διάλυσης του ΘΝΠ ή κίνδυνος διασάλευσης της δημόσιας τάξης, κατόπιν υποβολής αιτήσεως αμελλητί της εποπτεύουσας αρχής ή του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών μπορεί να ανασταλεί η λειτουργία του ΘΝΠ, να σφραγιστούν προσωρινά οι εγκαταστάσεις του και να ληφθούν τα κατάλληλα ασφαλιστικά μέτρα (με απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου της έδρας του ΘΝΠ, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 682 ΚΠολΔ). Η ισχύς της δικαστικής απόφασης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες, χρονικό διάστημα όπου υποχρεωτικά προσδιορίζεται και συζητείται από το αρμόδιο δικαστήριο η αίτηση της εποπτεύουσας αρχής ή του αρμόδιου εισαγγελέα για τη διάλυση του ΘΝΠ.”
[34] “Εκκλησία είναι η ένωση τουλάχιστον τριών (3) θρησκευτικών νομικών προσώπων της αυτής θρησκείας, η οποία έχει επισκοπική ή συνοδική ή άλλη κεντρική δομή, λειτουργεί βάσει του κανονισμού της και διοικείται από εκλεγμένα ή διορισμένα, ατομικά ή συλλογικά όργανα.” Για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας (ΕΝΠ) και την εγγραφή της στο ειδικό βιβλίο, απαιτείται η κατάθεση κοινής αίτησης των ΘΝΠ στο πρωτοδικείο της έδρας της Εκκλησίας, στην οποία επισυνάπτονται:
α) η συστατική πράξη,
β) οι Ομολογίες πίστεως και των τριών ΘΝΠ,
γ) τα ονόματα των μελών της διοίκησης, η οποία αποτελείται απαραίτητα και από θρησκευτικούς λειτουργούς των μελών της και
δ) ο κανονισμός της.
Οι διατάξεις που ισχύουν για τα ΘΝΠ εφαρμόζονται, ανάλογα, και για τις Εκκλησίες. Η επωνυμία της περιέχει οπωσδήποτε και την ένδειξη «Εκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο».
Θρησκευτικές κοινότητες που δεν φέρουν τα χαρακτηριστικά της πρώτης παραγράφου, έστω και χωρίς νομική προσωπικότητα, μπορούν να χρησιμοποιούν τον όρο «Εκκλησία» στην επωνυμία τους, εφόσον όμως δεν αντιποιούνται την επωνυμία των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων.
[35] Εξαίρεση στα άρθρα 3 και 12 του εν λόγω Νόμου περί προϋποθέσεων αναγνώρισης νομικής προσωπικότητας των θρησκευτικών οργανισμών της Επικράτειας εισάγεται υπέρ της εν Ελλάδι Καθολικής Εκκλησίας, λοιπών υφιστάμενων Εκκλησιών και νομικών προσώπων τους. Συγκεκριμένα:
α) αναγνωρίζονται ως ΝΠΙΔ, έστω και αν δεν υφίστανται οι ελάχιστοι αριθμοί πιστών ή θρησκευτικών νομικών προσώπων που προβλέπονται στα προηγούμενα άρθρα, η «Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα» που εδρεύει στην Αθήνα και έχει ως ανώτατη αρχή την «Ιερά Σύνοδο της Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος (Ι.Σ.Κ.Ι.Ε.)» και β) αναγνωρίζονται ως ΘΝΠΙΔ συγκεκριμένες Θρησκευτικές Κοινότητες (Επισκοπές, Ενορίες, Μονές) οι οποίες είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με την Καθολική Εκκλησία και των οποίων η εσωτερική οργάνωση και λειτουργία διέπεται από το κανονικό δίκαιό της. Εδώ απαριθμείται ένας κατάλογος με περίπου 240 οργανωτικές υποδιαιρέσεις της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα, που πλέον θεωρούνται ΝΠΔΙ ex lege.
Εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός (1) έτους από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, όλα τα παραπάνω νομικά πρόσωπα οφείλουν να υποβάλουν, αίτηση με τα δικαιολογητικά που προβλέπονται στο άρθρο 3 και 12 στο πρωτοδικείο της έδρας τους, καθώς και περιγραφή της “εδαφικής αρμοδιότητας” κάθε νομικού προσώπου, προκειμένου να εγγραφούν “αυτόματα” στο οικείο ειδικό δημόσιο βιβλίο ΘΝΠ. Συστατική πράξη και κανονισμός υπογεγραμμένος από τα μέλη των νομικών προσώπων υποβάλλονται μόνον εφόσον υπάρχουν.
Η εγγραφή γίνεται με πράξη του προϊσταμένου του δικαστηρίου. Μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής, καμία δημόσια υπηρεσία δεν συναλλάσσεται με τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα εάν δεν έχουν εγγραφεί στο οικείο βιβλίο.
Υφιστάμενοι ναοί, ευκτήριοι οίκοι, μονές, ησυχαστήρια, παρεκκλήσια, εξωκκλήσια και γενικότερα χώροι λατρείας της Καθολικής Εκκλησίας που δεν περιλαμβάνονται στο παρόν άρθρο, καθώς και χώροι λατρείας που η τελευταία θα ιδρύσει στο μέλλον, δύνανται να θεωρούνται ως παραρτήματα των αντίστοιχων θρησκευτικών ή εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, να διοικούνται και να εκπροσωπούνται από αυτά και η εσωτερική οργάνωση και λειτουργία τους διέπεται από το κανονικό δίκαιο της Καθολικής Εκκλησίας. Εντός προθεσμίας δύο ετών, οι άδειες ίδρυσης και λειτουργίας των νομίμως λειτουργούντων χώρων λατρείας επανεκδίδονται στο όνομα του οικείου θρησκευτικού ή του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου της Καθολικής Εκκλησίας, μετά από αίτησή του, την οποία προσυπογράφει και ο θρησκευτικός λειτουργός που διαποιμαίνει το χώρο λατρείας χωρίς καμία άλλη διατύπωση και χωρίς την υποβολή λοιπών δικαιολογητικών.
Αναγνωρίζονται ως ίδια θρησκευτικά ή εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, χωρίς την προηγούμενη τήρηση των διαδικασιών που ορίζονται στα άρθρα 3 και 12, έστω και αν δεν υφίστανται οι ελάχιστοι αριθμοί πιστών ή θρησκευτικών νομικών προσώπων που προβλέπονται στα προηγούμενα άρθρα, οι κάτωθι θρησκευτικές κοινότητες:
α) Η Αγγλικανική Εκκλησία, β) Η Αιθιοπική Ορθόδοξη Εκκλησία, γ) Η Αιγυπτιακή Κοπτορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, δ) Η Μητρόπολη των Ορθοδόξων Αρμενίων Ελλάδος, ε) Η Ευαγγελική Εκκλησία Γερμανόγλωσσων, στ) Η Ευαγγελική Εκκλησία της Ελλάδος, ζ) Η Χριστιανική Ασσυριακή Εκκλησία και η) Η Αρμενική Ευαγγελική Εκκλησία.
Παρεμφερές προνομιακό χαρακτήρα έχει και η διάταξη του άρ. 16 (στη συνέχεια), με την οποία εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής του Ν. 4301/2014 διατηρώντας πλήρως το νομικό τους καθεστώς: α) η Εκκλησία της Ελλάδος, β) οι Ισραηλιτικές Κοινότητες και γ) οι Μουφτείες.
[36] “Στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, πλέον, τηρείται ηλεκτρονικό μητρώο i) ΘΝΠ ΚΑΙ ΕΝΠ, στο οποίο καταχωρούνται: α) όλα τα νομικά πρόσωπα του παρόντος νόμου, β) η δικαστική απόφαση που έκανε δεκτή την αίτηση, γ) η συστατική πράξη, δ) η Ομολογία πίστεως και ε) ο Κανονισμός τους. Επίσης, ii) τηρείται ηλεκτρονικό μητρώο των θρησκευτικών λειτουργών που τελούν ιερολογίες με αστικές συνέπειες, είτε αυτοί ανήκουν σε θρησκευτική κοινότητα οργανωμένη καθ’ οποιονδήποτε νομικό τύπο, είτε ανήκουν σε κοινότητα χωρίς νομική προσωπικότητα. Η καταχώρηση των στοιχείων του θρησκευτικού λειτουργού (στοιχεία ταυτότητας και θρησκευτικής κοινότητας) γίνεται με αίτηση της θρησκευτικής κοινότητας που ανήκει, στην οποία επισυνάπτεται το βιογραφικό σημείωμα του λειτουργού και οι τυχόν τίτλοι θρησκευτικών σπουδών που διαθέτει. Οι θρησκευτικές κοινότητες με ή χωρίς νομική προσωπικότητα και οι θρησκευτικοί λειτουργοί τους υποχρεούνται να γνωστοποιούν αμελλητί τις αλλαγές στα τηρούμενα στοιχεία, ώστε να ενημερώνονται άμεσα τα τηρούμενα μητρώα και ιδίως να διαγράφονται σε περίπτωση απώλειας της ιδιότητάς τους.
Το μητρώο θρησκευτικών λειτουργών συνιστά για τα κατά τόπον αρμόδια ληξιαρχεία και για τις πράξεις που εγγράφουν στα βιβλία τους επίσημη πηγή πληροφόρησης της ιδιότητας του θρησκευτικού λειτουργού και είναι ελευθέρως προσβάσιμο από αυτά μέσω της ιστοσελίδας του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, προκειμένου να καθίσταται εφικτός ο άμεσος έλεγχος της συνδρομής της ιδιότητας αυτής στα πρόσωπα που συντάσσουν τη σχετική πράξη κατα άρθρο 1367 ΑΚ.
Επίσης, το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων δύναται να αναρτήσει στο διαδίκτυο ελεύθερα προσβάσιμη στο κοινό, ηλεκτρονική εφαρμογή που να επιτρέπει την επιβεβαίωση της εγγραφής συγκεκριμένου προσώπου στο μητρώο θρησκευτικών λειτουργών και της Θρησκευτικής Κοινότητας στην οποία ανήκει.”
[37] “Θρησκευτικές Κοινότητες που δεν έχουν αποκτήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι ενώπιον αστικού και διοικητικού δικαστηρίου.”
[38] Η δικονομική ευχέρεια, η οποία ήδη από μακρού αναγνωρίζεται στις ενώσεις προσώπων (άρ. 62 παρ. 2 ΚπολΔ)”, Παπαγεωργίου Κωνσταντίνος, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, σελ.194. Ομοίως, “Η απονομή και κανότητας διαδίκου «ενώπιον αστικού και διοικητικού δικαστηρίου» στις μη κεκτημένες νομική προσωπικότητα θρησκευτικές κοινότητες με το άρθρο 15 ν. 4301/14 συνιστά πλεονασμό, καθώς αυτές -όπως και κάθε άλλη ένωση προσώπων- διαθέτουν ικανότητα διαδίκου ήδη με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 62 εδ. β ΚΠολΔ και 23 ΚδιοικΔ”, Παναγόπουλος Κ., “Ικανότητα δικαίου θρησκευτικών κοινοτήτων και ναών”, Digesta, Αθήνα 2015, σελ. 120
[39] “Οι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται:
(α) για τους θρησκευτικούς λειτουργούς και την οργάνωση των θρησκευτικών κοινοτήτων που ανήκουν στην κανονική δικαιοδοσία και κλίμα της κατά το άρθρο 3 του Συντάγματος Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος ή των λοιπών, εντός ή εκτός Ελλάδος, ομόδοξων Εκκλησιών του Χριστού, Πατριαρχείων, Μητροπόλεων ή Μονών, που είναι ενωμένες δογματικώς με τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και τηρούν, όπως και εκείνη, απαρασαλεύτως τους Ιερούς Αποστολικούς και Συνοδικούς Κανόνες και τις Ιερές Παραδόσεις,
(β) για τους θρησκευτικούς λειτουργούς και την οργάνωση των θρησκευτικών κοινοτήτων που πιστεύουν στον Ιουδαϊσμό, για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις περί Ισραηλιτικών Κοινοτήτων και
(γ) για τους θρησκευτικούς λειτουργούς και την οργάνωση θρησκευτικών κοινοτήτων μουσουλμάνων στις εδαφικές περιφέρειες των Μουφτειών.”
[40] “Τεκμαίρεται ως γνωστή θρησκεία κάθε θρησκεία και δόγμα που για την άσκηση της δημόσιας λατρείας της, τελεί σε ισχύ σχετική άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ναού ή ευκτήριου οίκου της.”
[41] “Σωματεία, ιδρύματα ή αστικές εταιρίες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που έχουν συσταθεί από θρησκευτικές κοινότητες και λειτουργούν κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, μπορούν να μεταβιβάσουν λόγω δωρεάς, την ακίνητη περιουσία τους στα ΘΝΠ που θα συστήσουν οι ίδιες θρησκευτικές κοινότητες, ακόμα και αν το καταστατικό τους ορίζει διαφορετικά, υπό την προϋπόθεση της λήψης σχετικής ομόφωνης απόφασης όλων των μελών τους, σε συνέλευση που θα συνέλθει ειδικά για το θέμα αυτό. Εφόσον η εν λόγω μεταβίβαση δωρεάς λάβει χώρα εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός (1) έτους από την απόκτηση της νομικής προσωπικότητας του ΘΝΠ και, πάντως, όχι πέραν αποκλειστικής προθεσμίας τριών (3) ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, δεν υπόκειται σε φορολογική επιβάρυνση.
Εκκλησίες που αναγνωρίζονται δυνάμει του άρ. 13, δύνανται να μεταβιβάσουν, σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις του κανονισμού τους, περιουσιακά στοιχεία τους σε άλλα ΘΝΠ που υπάγονται σε αυτές πνευματικά ή διοικητικά, με ανάλογη, όπως πιο πάνω αναφέρθηκε, φορολογική απαλλαγή.”
[42] Στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου, στο Ειδικό μέρος, αναφέρει πως η έννοια της “θρησκευτικής κοινότητας” απαντάται κυρίως σε ευρωπαϊκά κείμενα, είτε στα βασικά συμβατικά (αρ.17 της Σ.Λ.Ε.Ε), είτε στο παράγωγο κοινοτικό δίκαιο, και ότι όσον αφορά το ημεδαπό δίκαιο, αυτή απαντάται για πρώτη φορά στο Ν.3512/2006 περί της παραχώρησης χρήσης του Ισλαμικού Τεμένους Αθηνών στις μουσουλμανικές θρησκευτικές κοινότητες που διαβιούν στην Αττική. Συνεπώς, φαίνεται ευκρινώς και από την Αιτιολογική Έκθεση πως ο όρος “θρησκευτική κοινότητα” χρήζει ανάλυσης και διασαφήνισης. Κάνει ακόμα παραλληλισμό της έννοιας της “θρησκευτικής κοινότητας” με την ισχύουσα μέχρι σήμερα διάταξη του αρ. 1 Ν.2456/1920 “Περί Ισραηλιτικών Κοινοτήτων”, όπου προβλέπεται η ίδρυση “Ισραηλιτικής Κοινότητας” (οργανώνεται ως ΝΠΔΔ) μόνο σε πόλεις που κατοικεί “μονίμως πλείονες των είκοσι ισραηλιτικών οικογενειών”, δηλαδή εισάγονται δύο κριτήρια, της μόνιμης εγκατάστασης και τον ελάχιστο αριθμό μελών. Και πάλι, δεν είναι αρκετά βοηθητικό για τον εννοιολογικό καθορισμό των ασαφών εννοιών της διάταξης του αρ. 1 του νόμου 4301/2014.
[43] “Με την απλή και μόνο ανάγνωση διάταξη αναδύει την προβληματικότητά της. Ποιός είναι ο ικανός αριθμός, πως προσδιορίζεται και πως πιστοποιείται η αδιάλειπτη ύπαρξή του? Παράλληλα, η έννοια της καθορισμένης γεωγραφικής περιοχής, περιορίζει αδικαιολόγητα το δικαίωμα συλλογικής άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας στους κατοίκους της και αγνοεί τον οικουμενικό χαρακτήρα των θρησκειών, αναδεικνύοντας ως υποκείμενο των ρυθμίσεων τις τοπικές και ούτε καν τις εθνικές θρησκευτικές κοινότητες.” , Καραμήτρου Ζωή, “Ο Ν. 4301/2014 περί θρησκευτικών κοινοτήτων: κριτική θεώρηση”, Νομοκανονικά, 1 (2016), σελ.43-51
[44] Στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου, στο Ειδικό μέρος, αναφέρει πως “ο ικανός αριθμός φυσικών προσώπων έχει απασχολήσει επί δεκαετίες τη νομολογία με αφορμή του απαιτούμενου αριθμού ατόμων για την ίδρυση ευκτήριων οίκων, με αποφάσεις που έκριναν υπέρ της ευμενέστερης ερμηνείας, προκειμένου να διασφαλιστεί η ελευθερία άσκησης της λατρείας” στην πράξη όμως, δεν δίνεται λύση στο πρόβλημα. Ο όρος είναι ασαφής και αόριστος, πράγμα που δε δικαιολογείται ούτε από το γεγονός ότι δεν έρχεται σε αντίθεση με τη διαμορφωμένη νομολογία του ΣτΕ (περί ίδρυσης ευκτήριου οίκου με βάση αίτηση πέντε πιστών, ΣτΕ 881/1962).
[45] Αν και σε άλλο σημείο της αιτιολογικής έκθεσης ( για το άρθρο 2 του νόμου, σελ 25, πρώτη παράγραφος) υποστηρίζεται ότι δεν μπορεί να θεσπισθεί ένα ενιαίο σύστημα ως προς το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων διότι αυτό θα οδηγούσε σε ενιαία αντιμετώπιση ανόμοιων μεταξύ τους καταστάσεων.
[46] Κονιδάρης Ι, “Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου”, 3η Έκδοση, Αθήνα –Θεσσαλονίκη 2016, Σάκκουλας, σελ. 51
[47] Αρ 13 παρ. 2 ως ιδιαίτερης έκφανσης της θρησκευτικής ελευθερίας και αρ. 9 της Ε.Σ.Δ.Α, “το δικαίωμα των πιστών στη θρησκευτική ελευθερία περιλαμβάνει και το σεβασμό του δικαιώματος συνένωσης των πιστών, χωρίς αυθαίρετες επεμβάσεις του κράτους. Η αυτονομία των θρησκευτικών κοινοτήτων είναι απαραίτητη προϋπόθεσης για τη διασφάλιση του πλουραλισμού σε μια δημοκρατική κοινωνία ”, Παπαγεωργίου Κωνσταντίνος, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, σελ. 138
[48] Σε αντίθεση με το επιχείρημα της αιτιολογικής έκθεσης περί μη απαίτησης νομικής προσωπικότητας για την ίδρυση και λειτουργία μίας “θρησκευτικής κοινότητας”και την άσκηση της κοινής λατρείας, όμως, έτσι αναιρείται όλη η συνεισφορά και ο σκοπός του Ν. 4301/2014, που είναι η διευκόλυνση της άσκησης της θρησκευτικής αυτονομίας, και όχι το αντίθετο.
[49] Το ζήτημα της πίστης δεν είναι απλώς αριθμητικό. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την ΣτΕ που έχει νομολογήσει ήδη εδώ και αρκετά χρόνια ότι για την ίδρυση χώρων λατρείας επαρκούν επτά (7) πιστοί.:“εξάλλου ο αριθμός των αιτούντων την άδεια (επτά) δεν είναι κατά κοινήν πείραν τελείως ασήμαντος προς σχηματισμόν θρησκευτικής κοινότητας ώστε εξ αυτού και μόνον του λόγου δεν ηδύνατο να απορριφθεί το σχετικό αίτημα” ΣτΕ 1842/1992 ΤοΣ 1992.790
[50] αρ. 9 ΕΣΔΑ: η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπιση της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής, ή την προάσπισιν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.
[51] Παπαγεωργίου Κωνσταντίνος, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, σελ.156
[52] “διότι όχι μόνο θίγει το δικαίωμα στην προσωπικότητα των μελών, αλλά παραλλήλως η σύνθεση του συλλόγου ανήκει στην ιδιωτική σφαίρα του συλλόγου, δικαίωμα το οποίο διατηρεί στην συγκεκριμένη περίπτωση και ως νομικό πρόσωπο”, Καράκωστας Κ.Ιωάννης, “Το δίκαιο της Προσωπικότητας, Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ. 16-17
[53] Δαγτόγλου Π, “Ατομικά δικαιώματα, “ η ελευθερία της συνειδήσεως πρέπει να θεωρηθεί ως συστατικό στοιχείο της αξίας του ανθρώπουυ (άρ. 2 Σ) σελ. 449. Άλλωστε η ΕΣΔΑ 9 παρ.1 ορίζει ότι “πάν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας.” και Καράκωστας Κ.Ιωάννης, “Το δίκαιο της Προσωπικότητας, σελ. 98
[54] Όχι μόνο με τη στενή έννοια του όρου που περιλαμβάνεται στο άρ 5παρ. 1 Σ, αλλά και με τη μορφή της πληροφορικής αυτοδιάθεσης, του άρ. 9Α Σ, Χρυσόγονος Χ. Κώστας- Βλαχόπουλος Β.Σπύρος, “Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα”, 4η Έκδοση, Αθήνα 2017, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ 249 επ
[55] Καράκωστας Κ.Ιωάννης, “Το δίκαιο της Προσωπικότητας”, σελ. 98 και 117 επ.
[56] Αιτιολογική έκθεση Ν.4301/2014, σελ 28
[57] Ίσως να είναι κατάλοιπο της Πολιτείας από τον τρόπο λειτουργίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία μεταφέρεται με τον ίδιο τρόπο και στις υπόλοιπες θρησκείες
[58] “Αναγκαίο συμπλήρωμα του μερικότερου δικαιώματος των οπαδών κάθε θρησκεύματος ή δόγματος να συγκροτούν θρησκευτικές κοινότητες, είναι και το δικαίωμα της διοικήσεώς τους σύμφωνα με τους ιδιαίτερους κανόνες δικαίου του οικείου θρησκεύματος ή δόγματος, γιατί χωρίς αυτό το δικαίωμα “αυτοδιοικήσεως”, που σημειωτέον καλύπτει όχι μόνο την κοινότητα ως σύνολο, αλλά και τις βασικές διοικητικές υποδιαιρέσεις, παραμένει ανενεργό το όλο ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας”, Τρωιάνος Σπύρος – Πουλής Γεώργιος, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, σελ.83-84
[59] “Η χρήση του όρου “εκκλησία” εν προκειμένω είναι άστοχη, ενδεχομένως και υποκριτική. Με σαφή αναφορά στην Ορθόδοξη Εκκλησία ο νομοθέτης εμφανίζει μαι συγγνωστή και ουσιώδη κακοτεχνία. Στρεβλώνει τις έννοιες και το γνωρίζει και για αυτό αιτιολογείται στην αιτιολογική του νόμου έκθεση, διατυπώνοντας την άποψη ότι “η έννοια της εκκλησίας εκλαμβάνεται ως τύπος διοικητικής οργάνωσης, απογυμνωμένη από δογματικά και εκκλησιολογικά ζητήματα”.”, Καραμήτρου Ζωή, “Ο Ν. 4301/2014 περί θρησκευτικών κοινοτήτων: κριτική θεώρηση”, Νομοκανονικά, 1 (2016),σελ.4351
[60] Σημειώσεις παραδόσεων μαθήματος Εκκλησιαστικού Δικαίου ΙΙΙ ΠΜΣ ΑΠΘ, στις 24/10/2016, όπως ειπώθηκε από τον διδάσκοντα Παπαγεωργίου Κωνσταντίνο.
[61] άρθ. 4 παρ. 1, 13 παρ.1 Σ και 9 ΕΣΔΑ
[62] άρ. 1 Χάρτη Ηνωμένων Εθνών 1945, άρ.. 2,18,26 και 29 Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου 1948, Διεθνή Σύμφωνα του έτους 1966 (άρ. 18 Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, άρ. 2 παρ. 1 Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτισμικά Δικαιώματα) και άρ. 9 Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
[63] Παπαγεωργίου Κωνσταντίνος, “Εκκλησιαστικό Δίκαιο”, σελ. 196
[64] Δαγτόγλου Π.Δ, “Συνταγματικό Δίκαιο Ατομικά Δικαιώματα”, 3η Έκδοση, Αθήνα- Κομοτηνή 2010, Αντ.Ν.Σάκκουλα, σελ. 465 επ. Αναφερόμενος παλαιότερα στις προϋποθέσεις ίδρυσης ναού ή ευκτήριου οίκου... “Ενώ είναι συνταγματική η απαίτηση άδειας δομήσεως για την ανέγερση ναού ή ευκτήριου οίκου σύμφωνα με τους κανόνες του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, δεν είναι συνταγματική η απαίτηση ειδικής άδειας για τη λειτουργία ναού, στη χορήγηση της οποίας (σε περίπτωση ετερόδοξου ναού) συμπράττει μάλιστα κατά το νόμο, προπαρασκευαστικώς έστω, ορθόδοξος μητροπολίτης. Οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις (άλλες για τους ναούς της επικρατούσας θρησκείας και άλλες για τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες), προϊόντα δικτατορικής περιόδου (π.χ Κανονισμός 8/1979), δεν συμβιβάζονται με την ελευθερία της λατρείας. Η ελευθερία αυτή δεν μπορεί να εξαρτάται, όπως δέχτηκε το ΣτΕ από την έρευνα της διοικήσεως κατά πόσον υφίσταται πράγματι ανάγκη ανεγέρσεως ναού. Η έρευνα αυτή και η σχετική απόφαση ανήκουν αποκλειστικά στους ενδιαφερόμενους πιστούς και τις θρησκευτικές τους οργανώσεις. Ούτε είναι σύμφωνος με τη θρησκευτική ελευθερία ο προληπτικός διοικητικός έλεγχος συνδρομής των προϋποθέσεων του άρ. 13 Σ για τη χορήγηση άδειας ιδρύσεως ευκτήριου οίκου. Δεν είναι επομένως σύμφωνη με το Σ η έννοια που αποδίδει το ΣτΕ στις σχετικές νομοθετικές διατάξεις και δεν διασώζει τη συνταγματικότητά τους. ” και Παπαστάθης Χαράλαμπος, “Εκκλησιαστικό Δίκαιο”, Τεύχος πρώτο, Αθήνα -Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 93
[65] “Θρησκευτική ισότητα: το εν λόγω δικαίωμα προνοεί ώστε τα μέλη μίας κοινωνίας να απολαμβάνουν τα διάφορα ατομικά, πολιτικά, αστικά, κοινωνικά, φορολογικά ή άλλα δικαιώματα της οικείας έννομης τάξης, ανεξάρτητα από τις όποιες θρησκευτικές τους απόψεις ή την τυχόν ένταξή τους σε ορισμένη θρησκευτική κοινότητα”, Παπαγεωργίου Κωνσταντίνος, “Εκκλησιαστικό Δίκαιο”, σελ. 178-179
[66] Το δικαίωμα της θρησκευτικής αυτονομίας είναι ευρύτερο του δικαιώματος αυτοδιοικήσεως. Το δικαίωμα της θρησκευτικής αυτονομίας προκύπτει από το θεμελιώδες δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, και συνίσταται στη δυνατότητα κάθε θρησκευτικής κοινότητας να διοικείται σύμφωνα με το εσωτερικό της δίκαιο.
[67] Παπαγεωργίου Κωνσταντίνος, “Εκκλησιαστικό Δίκαιο”, σελ. 196 επ
[68] Γενικό μέρος της Αιτιολογικής έκθεσης του Ν.4301/2014
[69] Στο πρόσφατο άρθρο στον τύπο: Κτιστάκις Γιάννης, “Εκτός ευρωπαϊκής λογικής η νέα τροπολογία για τους Μουφτήδες”, Καθημερινή εφημερίδα 02/09/2018, σε έντυπη μορφή και ηλεκτρονική στο https://www.kathimerini.gr/982848/opinion/epikairothta/politikh/ektos-eyrwpaikhs-logikhs-h-nea-tropologia-gia-toys-moyfthdes, που αναφέρθηκε παραπάνω (υποσημείωση 17)
arthro 13
της Αναστασίας Κόλλια Μεγάλη Πέμπτη σήμερα και η Αγία Εκκλησία μας, τη στιγμή μεταξύ του 5ου και του 6ου Ευαγγελίου ψάλλει το αντίφωνο... Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου, ὁ ἐν ὕδασι τὴν...
—————
της Ολυμπίας-Μαρίας Ποντίκη, Νομικού - ΜΦ Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας ΕΚΠΑ Τα εγκλήματα του λευκού κολάρου γνωρίζουμε ότι εντάσσονται στην κατηγορία των εγκλημάτων των οικονομικών που...
—————
της Αναστασίας Κόλλια, Δικηγόρου - Θεολόγου Η ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού αποτελεί ακατάλυπτο μυστήριο και παράδοξο. Στο κοσμοσωτήριο έργο της Θείας οικονομίας και στο ανερμήνευτο...
—————
ARTICLE 13: INTERDISCIPLINARY JOURNAL OF ECCLESIASTICAL LAW
—————
του Θωμά Παπασάνδα, Φαρμακοποιού - 'Οικονομία της Υγείας & Πολιτική Υγείας' Msc * η παρούσα αποτελεί την εισήγηση που εκφωνήθηκε στο πλαίσιο εκδήλωσης που διοργανώθηκε από...
—————
Στο παρόν αναρτάται η Βιντεοσκοπημένη έκδοση των εργασιών του διήμερου Διεπιστημονικού Συνεδρίου με τίτλο "Θρησκευτικές κοινότητες: Νομοκανονικές προσεγγίσεις ιστορικών και επίκαιρων...
—————
Χαιρετισμοί Αγαπητές και αγαπητοί Συνάδελφοι Κυρίες και κύριοι, Στο πλαίσιο των παρουσιάσεων νέων ερευνητών από το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών "Θεολογία και Κοινωνία" του Τμήματος...
Υλοποιήθηκε από Webnode