Ο Πολιτικός ρόλος της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά τη διάρκεια του εμφυλίου – η περίπτωση του Δαμασκηνού

2016-12-11 13:32
Κυρίες και Κύριοι 1
 
Πριν εισέλθουμε στον κορμό της εισήγησης, θα θέλαμε να κάνουμε μια εννοιολογική εισαγωγή στο ζήτημα που θα πραγματευτούμε. Ο τίτλος της εισήγησης ξεκινάει ως εξής: Ο Πολιτικός ρόλος της Εκκλησίας της Ελλάδος. Σκόπιμο είναι να αναφέρουμε ότι άλλο είναι η ελλαδική Εκκλησία εν συνόλω και άλλο η Εκκλησία της Ελλάδος. Η ελλαδική Εκκλησία αποτελείται σήμερα από πέντε διαφορετικές εκκλησιαστικές δικαιοταξίες, ο σχηματισμός των οποίων ολοκληρώθηκε το 1947 με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων στην ελληνική επικράτεια, μετά τη Συνθήκη του Παρισιού, που κυρώθηκε στην εθνική έννομη τάξη με νομοθετικό διάταγμα του 1947. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο Δαμασκηνός κατά τη διάρκεια της Αντιβασιλείας του είχε επισκεφθεί την περιοχή ενόψει της απελευθέρωσης. 
Ο όρος Εκκλησία της Ελλάδος, όπως ανταποκρίνεται στη σημερινή ορολογική του προσέγγιση, εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε πολιτειακό νομοθέτημα του 1932 και περιλαμβάνει την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, που το πρώτον ανακηρύχθηκε ως διοικητικά ανεξάρτητη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, διότι η αυτοκεφαλία συνεπάγεται ακριβώς τη διοικητική ανεξαρτησία, το 1850, καθώς και τις Μητροπόλεις των Νέων Χωρών, η διοίκηση των οποίων παραχωρήθηκε επιτροπικώς  στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος με πατριαρχικό κανονιστικό κείμενο του 1928. Ο Δαμασκηνός δηλαδή, ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος δεν διέθετε  δικαιοδοσία εκτεινόμενη στην Εκκλησία της Κρήτης για παράδειγμα, ο τίτλος δε του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος έχει αποσαφηνιστεί από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας μας το 2002.
Ο Δαμασκηνός, κατά κόσμον Δημήτριος Παπανδρέου, γεννήθηκε στη Δορβιτσιά της Ναυπακτίας το 1890, κατ΄ άλλους το 1891, έλαβε δε πανεπιστημιακή μόρφωση στις επιστήμες της Θεολογίας και της Νομικής. Το 1917, όντας στη διοικητική θέση του διευθυντή των γραφείων της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, χειροτονήθηκε στον πρώτο βαθμό της ιεροσύνης. Επέδειξε ενεργό δράση στα εκκλησιαστικά δρώμενα ήδη πριν από τη χειροτονία του στον επισκοπικό βαθμό το 1922, όταν ανέλαβε τη διαποίμανση της Ιεράς Μητροπόλεως Κορινθίας, τη σημερινή Μητρόπολη Κορίνθου, Σικυώνος, Ζεμενού, Ταρσού και Πολυφέγγους, με έδρα την Κόρινθο, που συγκαταλέγεται στις Μητροπόλεις της παλαιάς Ελλάδος. Ο πυρήνας της δραστηριότητας του Δαμασκηνού, καθώς και η έντονη διασύνδεση της εκκλησιαστικής δικαιοταξίας με την πολιτειακή, εδράζονται την ενδεκαετία 1938 – 1949, με σημαντική κινητοποίηση κατά τη διάρκεια της κατοχής, ενδεικτικά με την προεδρία του Εθνικού Οργανισμού Χριστιανικής Αλληλεγγύης που λειτούργησε ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, συσταθέν το 1941, καθώς και την κατάρτιση του καταστατικού χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος του 1943, του οποίου η ισχύς, με διακοπές στην περίοδο της δικτατορίας, ίσχυσε μέχρι την ψήφιση του ισχύοντος καταστατικού χάρτη, του νόμου δηλαδή 590/1977.
Εμείς στην παρούσα εισήγηση θα επικεντρωθούμε στην περίοδο 1944 – 1949 και θα εξετάσουμε τον πολιτικό ρόλο της εκκλησίας, τη διασύνδεση δύο διαφορετικών δικαιοταξιών δηλαδή που ασκούν αμφότερες πρωτογενή εξουσία, της εκκλησιαστικής και της πολιτειακής δικαιοταξίας, μέσα από το πρόσωπο του τότε προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος, λαμβάνοντας υπόψη την εν συνόλω παρουσία του, επιτέλεσε ρόλο εθναρχικό.
Πρώτος σταθμός της διασύνδεσης το αρχιεπισκοπικό ζήτημα, γεννηθέν το 1938, επί δικτατορίας Μεταξά δηλαδή και επί της λήξεως των κοινοβουλευτικών διαδικασιών για περίπου μία δεκαετία, επιλυθέν δε το 1946. Ο πυρήνας του αρχιεπισκοπικού ζητήματος εδράζεται στη διά του Συμβουλίου της Επικρατείας ακύρωση της εκλογής του Δαμασκηνού, που είχε επικρατήσει έναντι του Χρύσανθου για μία ψήφο. Την ακύρωση αυτή, αίτιο της οποίας η κατά την κρίση του δικαστηρίου άκυρη συμμετοχή του μη εγγεγραμμένου στον κατάλογο των δικαιούντων να έχουν ψήφο Μητροπολίτη Δρυινουπόλεως, εις βάρος του οποίου εκκρεμούσε εφετειακή απόφαση σε Εκκλησιαστικό Δικαστήριο, την ακύρωση αυτή, λοιπόν, το υπό εξέταση πρόσωπο τη χαρακτηρίζει σε επιστολή του προς την κυβέρνηση περίεργο και έκπληκτη αμφισβήτηση υπό την κρίση κοσμικού δικαστηρίου. Εδώ, πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι η Αρχιεπισκοπή και οι Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος θεωρούνταν από το 1931 νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, συνεπεία αυτού οι διαφορές τους να λογίζονται ως διοικητικής φύσεως και να προσβάλλονται στα διοικητικά δικαστήρια. Το πρώτον η Εκκλησία της Ελλάδος στο σύνολό της κατοχυρώθηκε ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με νομοθέτημα του 1969, ενώ από το 2014 και η Εκκλησία της Κρήτης ενδύεται της συγκεκριμένης μορφής νομικής προσωπικότητος με τροπολογία του Λοβέρδου επί του νόμου 4310/2014.
Για να επιστρέψουμε στο αρχιεπισκοπικό ζήτημα, πέραν της νομικής του ανάλυσης και επιπλέον του χαρακτηρισμού της επισκοπικής εκλογής ως αντικειμένου συμμείκτου είδους, δηλαδή ως αντικειμένου που ρυθμίζεται τόσο από την Εκκλησία όσο και από την Πολιτεία, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πολιτικές συνθήκες της δημιουργίας του, καθώς υπό το καθεστώς τους δημιουργήθηκε και το νομικό του σκέλος. Συγκεκριμένα, ο Δαμασκηνός ήταν ανεπιθύμητος από τον Μεταξά, όπως ο ίδιος καταγράφει στο ημερολόγιό του και γι' αυτό το λόγο και επιπλέον εξαιτίας του ότι δεν ηδύτατο να υποστηρίξει φανερώς τον Χρύσανθο, λόγω των εξαγγελιών του ότι δεν θα παρενέβαινε στα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας, οδήγησε την υπόθεση στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο και χαρακτηριστικά μετά την ακύρωση απομακρύνθηκε ο Υπουργός Παιδείας Γεωργακόπουλος, που φερόταν να ήταν υποστηρικτής του Δαμασκηνού. 
Αμφότερες οι σύνοδοι που εξέλεξαν τον Χρύσανθο το 1938 και τον Δαμασκηνό το 1941 χαρακτηρίστηκαν ως αριστίνδην, ασχέτως του ζητήματος της αποκαταστάσεως της κανονικής τάξης, και συναπάρτισαν ένα μέσο ελέγχου της εκλογής του προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος εκ μέρους της πολιτείας και λόγω μεταβολής των πολιτικών συνθηκών. Πιο αναλυτικά, το 1941 ο Χρύσανθος αρνήθηκε να ορκίσει την πρώτη κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου, γεγονός που οδήγησε στην απομάκρυνσή του, πράξη που έχει αποτιμηθεί διττώς. Την κυβέρνηση όρκισε στις 27 Μαρτίου ο κληρικός Νικόλαος Παπαδόπουλος και στις 18 Ιουνίου δημοσιεύτηκε νομοθετικό διάταγμα περί συγκλήσεως μείζονος συνόδου προς κανονική λύση του αρχιεπισκοπικού ζητήματος, με τη διάθεση προς αποκατάσταση του Δαμασκηνού στον αρχιεπισκοπικό θρόνο να διαφαίνεται ήδη από την εισηγητική έκθεση του πολιτειακού αυτού κειμένου, αφού αναφέρει τη φράση: «ηκύρου τουναντίον αυτό το κοσμικό δικαστήριο την επενεργεία του αγίου πνεύματος εκλογή». Η τελική επίλυση ωστόσο του αρχιεπισκοπικού ζητήματος, διότι και η νομιμότητα και η κανονικότητα της συγκλήσεως και των εργασιών της μείζονος συνόδου αμφισβητήθηκαν, επήλθε το 1946 μετά τις εκλογές της 31ης Μαρτίου και την ανάδειξη της κυβέρνησης Τσαλδάρη, σε μία περίοδο που είχαν διακοπεί οι εργασίες της ιεραρχίας και είχε συσταθεί για ακόμη μια φορά σύνοδος εκ του νόμου. Με βασιλικό, λοιπόν, διάταγμα συνεκλήθη εκτάκτως η ιεραρχία για πέντε λόγους μεταξύ των οποίων και η θέση της Εκκλησίας στο νέο Σύνταγμα, οπότε τέθηκε εκ νέου το αρχιεπισκοπικό ζήτημα και επικυρώθηκε η απόφαση της Μείζονος Συνόδου, διότι ελλόχευε ο κίνδυνος εκ νέου ακύρωσης της καταστάσεώς του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ερειδόμενος στην προέλευση του νομοθετήματος συγκλήσεως της Μείζονος συνόδου, που ήταν η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου. 
Δεύτερος σταθμός διασύνδεσης η συνύπαρξη στο πρόσωπο του Δαμασκηνού τριών ιδιοτήτων: του προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος, του Αντιβασιλέως και του Πρωθυπουργού του ελληνικού κράτους. Η περίοδος αυτή συμπίπτει με το πολιτειακό ζήτημα και την κατάληξή του το 1946. Ο Γεώργιος Β’ απεχώρησε από το ελληνικό κράτος το 1941 και στις 10 Απριλίου 1944 απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό ότι μετά την απελευθέρωση ο τελευταίος θα είναι ελεύθερος να αποφασίσει περί της μορφής του πολιτεύματος. Το ζήτημα της Αντιβασιλείας υπό τον Δαμασκηνό είχε τεθεί ήδη από το 1943 από την Αγγλική πλευρά. Η αντιβασιλεία αυτή θα ήταν προσωρινή και σκοπός της η εξασφάλιση ουσιαστικά της δημόσιας τάξης. Οι διαπραγματεύσεις αρχικά ήταν σκληρές, καθώς η στάση του Γεωργίου υπήρξε αρνητική, ωστόσο ακολούθησε μία σειρά γεγονότων με αποκορύφωμα τα Δεκεμβριανά και εν τέλει ο Δαμασκηνός διορίστηκε αντιβασιλέας την 31η Δεκεμβρίου του 1944, με νόμο, του οποίου η συνταγματικότητα αμφισβητήθηκε. Τα τελευταία γεγονότα πριν από την ανάληψη της αντιβασιλείας ήταν οι συναντήσεις μεταξύ Τσώρτσιλ και Παπανδρέου στη Ρώμη, όπου υπήρξε πίεση για την επιστροφή του βασιλέως στην Ελλάδα και η σύσκεψη στο Υπουργείο εξωτερικών μεταξύ Τσώρτσιλ και πολιτικών αρχηγών μετά την άφιξη του πρώτου στην Ελλάδα στις 25 Δεκεμβρίου 1944. Ο Τσώρτσιλ φαίνεται να έπεισε τον Γεώργιο Β’ για την ανάληψη της αντιβασιλείας από το πρόσωπο του Δαμασκηνού, όπως μαρτυρεί τηλεγράφημα που έστειλε ο βασιλέας στον πρωθυπουργό στις 30 Δεκεμβρίου. Το εν λόγω τηλεγράφημα μνημονεύεται και στις συζητήσεις στο κοινοβούλιο του 1946 και περιγράφει την επιτακτικότητα συγκρότησης αντιβασιλείας, λόγω της εκρυθμίας που επικρατούσε και έτεινε στο να αποδιοργανώσει τα πράγματα, ενώ ο Γεώργιος δηλώνει τη μη διακοπή εκ μέρους του της προάσπισης των συμφερόντων του ελληνικού λαού.
Κατά τη διάρκεια της αντιβασιλείας του Δαμασκηνού διετέλεσαν κυβερνήσεις από τους Νικόλαο Πλαστήρα, Πέτρο Βούλγαρη, Δαμασκηνό Παπανδρέου, Παναγιώτη Κανελλόπουλο, Θεμιστοκλή Σοφούλη, Παναγιώτη Πουλίτσα, Κωνσταντίνο Τσαλδάρη, ενώ η νομοθετική παραγωγή υπήρξε μεγάλη με ενδεικτικές αναφορές τον αναγκαστικό νόμο περί μισθοδοσίας του εφημεριακού κλήρου, την ανασύσταση της Αποστολικής διακονίας, την αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης και μία ανασύσταση μονής κατά την πρωθυπουργία του Δαμασκηνού. Επίσης, της ιεραρχίας προήδρευε ο Ιωαννίνων Σπυρίδων Βλάχος, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος.
Κατά τη διάρκεια της κανονιστικής ισχύος του νομοθετήματος περί ανάληψης της αντιβασιλείας από το Δαμασκηνό, ο ίδιος διόρισε τον εαυτό του πρόεδρο της κυβερνήσεως την 17η Οκτωβρίου 1945 και παραιτήθηκε λίγες μέρες μετά, την 1η Νοεμβρίου 1945. Το βασιλικό διάταγμα της ανάληψης των νέων του καθηκόντων αποδίδει την προσφυγή στη λύση αυτή εξαιτίας της κυβερνητικής κρίσεως που είχε ξεσπάσει στον κομματικό χώρο, και κατά λέξη αναφέρει ότι: «μη επιτευχθείσης μέχρι τούδε της επιλύσεως της Κυβερνητικής κρίσεως, ήτις δεν δύναται εν τούτοις να παραταθεί επί μακρότερον, δεδομένου δε αφ’ετέρου ότι η σημερινή κατάστασης της χώρας δεν επιτρέπει προχείρους αποφάσεις, η Αυτού Μακαριώτις ο Αντιβασιλεύς, εν όψει των εκτάκτων αναγκών της χώρας και των διατάξεων του άρθρου 31 του Συντάγματος απεφάσισε και αναλαμβάνει αυτοπροσώπως την Προεδρία της Κυβερνήσεως». Το άρθρο 31 του Συντάγματος του 1911 αναφέρει ότι ο βασιλιάς διορίζει και παύει τους Υπουργούς αυτού.
Πράγματι σημειώθηκε κυβερνητική κρίση και πολιτική ένταση την περίοδο εκείνη. Μετά από καταγγελία της κυβέρνησης Βούλγαρη από το ΚΚΕ και με βάση τις συζητήσεις για την πρόταξη κοινοβουλευτικών εκλογών πριν από τη διενέργεια του δημοψηφίσματος, η κυβέρνηση Βούλγαρη εξήγγειλε εκλογές την 20η Ιανουαρίου 1945 με επακόλουθες διαφωνίες, με αποτέλεσμα η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης να παραμένει μετέωρη. Τελικώς, διενεργήθηκαν εκλογές την 31η Μαρτίου του 1946 και δημοψήφισμα την 1.9.1946, του οποίου το αποτέλεσμα καθόρισε την επιστροφή του Γεωργίου στην Ελλάδα, όπου απεβίωσε λίγους μήνες μετά. Σε αυτό το χρονικό σημείο λήγει και η αντιβασιλεία του Δαμασκηνού και σημειώνεται η επάνοδος και η αφοσίωση στα αρχιεπισκοπικά του καθήκοντα. Σκόπιμο είναι να αναφερθεί ότι η στάση του Δαμασκηνού απέναντι στο δημοψήφισμα ερμηνεύτηκε ως υποστηρικτική της επανόδου του Γεωργίου, εξαιτίας του λεκτικού που χρησιμοποιούσε στις ομιλίες του, ωστόσο αυτή η κατάσταση εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία κατά της κυβερνήσεως για μετατροπή του δημοψηφίσματος σε όργανο του βασιλέως, όπως αποτυπώνεται και στις συζητήσεις στο κοινοβούλιο.
Ο Δαμασκηνός απεβίωσε στις 20 Μαΐου 1949. Ένα χρόνο πριν συγκλήθηκε υπό την προεδρία του η ιεραρχία με αντικείμενο εκτεταμένης συζήτησης την εκκλησία μέσα στην υπό διαμόρφωση αναθεώρηση του Συντάγματος που κατέληξε λίγα χρόνια μετά στην ψήφιση του Συντάγματος του 1952, του τελευταίου Συντάγματος της Ελλάδος κατά τις διατάξεις του οποίου η Εκκλησία της Ελλάδος δύναται να θεωρηθεί επίσημη θρησκεία, καθώς υπό το καθεστώς του ισχύοντος Συντάγματος του 1975 η κατάσταση μεταβάλλεται. Το ενδιαφέρον κατά τη γνώμη μας επικεντρώνεται στις παρατηρήσεις επί του πρώτου άρθρου του Σχεδίου Συντάγματος, στο οποίο κατοχυρώνονταν ρητώς συνταγματικά οι ιεροί κανόνες μόνο ως προς το δόγμα, άποψη που έχει υιοθετήσει το Συμβούλιο της Επικρατείας και δεν έχει μεταβληθεί έως σήμερα, παρά μόνον ως προς το ότι κατοχυρώνονται συνταγματικά και οι βασικοί διοικητικοί θεσμοί της Εκκλησίας. 
Μπορούν άραγε να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας από την περίπτωση του Δαμασκηνού; Εξαιτίας της μη ομαλότητας της περιόδου στην οποία έζησε, είναι θα λέγαμε δυσχερής η αποτίμηση τόσο του έργου του, δεδομένου ότι υπήρξε και μία προσωπικότητα που διετέλεσε σημαίνοντα ρόλο στα πολιτικά και εκκλησιαστικά δρώμενα, όσο και η απομόνωση της περίπτωσης αυτής του Δαμασκηνού ως χαρακτηριστικού παραδείγματος σχέσεων του Κράτους και της Εκκλησίας, ακριβώς εξαιτίας της ιδιαιτερότητας των συνθηκών. Ωστόσο, η ιστορική διαδρομή ήδη από την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το 1830 έως σήμερα ευνοεί τη συγκέντρωση περιπτώσεων de jure σύνδεσης Εκκλησίας – Κράτους, η οποία πέραν του τεχνοκρατικού της μέρους ενδύεται  ιστορικοπολιτικών γεγονότων. Γεγονότων που δημιούργησαν ουσιαστικά το τεχνοκρατικό νομικό κομμάτι των σχέσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η διακήρυξη περί ανεξαρτησίας της ελλαδικής Εκκλησίας του 1833, κείμενο δεσμευτικό της εκκλησιαστικής διοικήσεως στον κρατικό μηχανισμό, καταρτίστηκε χάριν εξυπηρέτησης των πολιτικών σκοπιμοτήτων της Αντιβασιλείας, στην πραγμάτωση των οποίων θα συνέβαλε η αποδυνάμωση του κλήρου. Σημειώνεται, ωστόσο και μια de facto σύνδεση της Εκκλησίας με την Πολιτική, όταν μείζονος σημασίας εκκλησιαστικές υποθέσεις, όπως η αρχιεπισκοπική εκλογή μεταφέρονται στο κοινοβούλιο, όπως η εκλογή του Αρχιεπισκόπου των δεκατριών ημερών Ιακώβου το 1962, ο οποίος κατηγορήθηκε "δι’ ακατονόμαστους πράξεις" και το ζήτημα πέρασε αμέσως στο κοινοβούλιο, με τα μέλη του να ομιλούν περί δυσφορίας του χριστιανικού πληρώματος. Η τελευταία περίπτωση στην οποία θα αναφερθούμε εν συντομία είναι εκείνη του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλου, κατά τις μέρες του οποίου κατατέθηκε αίτηση ακυρώσεως του προεδρικού διατάγματος περί αναγνωρίσεως και καταστάσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο την έκρινε απορριπτικά. 
Οι σχέσεις κράτους - εκκλησίας, εκκλησίας – κράτους και το νομικό τους πλέγμα είναι ένα αντικείμενο που εγείρει προβληματισμούς πολυδιάστατους, προβληματισμούς που δεν επιλύονται δίχως διάθεση διαλλακτικότητας και διερεύνησης τόσο του ιστορικού παρελθόντος τους όσο και της σημερινής νομικής πρακτικής και ιστορικοπολιτικού προσκηνίου. 
 
Σας ευχαριστούμε!! 
-----------------------------------------------------------------------------------
[1]Εισήγηση στο πλαίσιο του 3ου συνεδρίου σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο Πάντειο "Διαστάσεις του ελληνικού εμφυλίου πολέμου", 7.12.2016. Τίτλος: Ο Πολιτικός ρόλος της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά τη διάρκεια του εμφυλίου – η περίπτωση του Δαμασκηνού
 
Ενδεικτική βιβλιογραφία και πηγές (η πλήρης και ολοκληρωμένη βιβλιογραφία θα παρατεθεί στο κείμενο που θα δημοσιευτεί στα πρακτικά του συνεδρίου):
Αλιβιζάτος Νικόλαος, «Οι πολιτικοί Θεσμοί σε κρίση 1922-1974».
Βενέζης Ηλίας, «Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός – Οι χρόνοι της Δουλείας».
Επίσημο Δελτίο της Εκκλησίας, «ΕΚΚΛΗΣΙΑ».
Θεοδωρίδης Ιωάννης, «Συμπλοκή Νομιμότητας και Κανονικότητας: Η περίπτωση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Δαμασκηνού».
Κονιδάρης Ιωάννης, «Η διαπάλη νομιμότητας και κανονικότητας και η θεμελίωση της εναρμονίσεως τους».
Μητραλέξης Σωτήρης, «Η απελευθέρωση της Εκκλησίας από το Κράτος».
Πρακτικά συνεδριάσεως του Κοινουβουλίου της 18.5.1946, συνεδρίασις Ε’.
Στράγκας Θεόκλητος, «Εκκλησίας Ελλάδος Ιστορία εκ πηγών αψευδών (1817 – 1967)».
Τρωιάνος Ν. Σπύρος – Πουλής Α. Γεώργιος, «Εκκλησιαστικό Δίκαιο».
Τσιρώνης Αθ. Θεοδόσης, «Εκκλησία Πολιτευόμενη – ο πολιτικός λόγος και ρόλος της Εκκλησίας της Ελλάδος (1913-1941)».
 
 Παλιούρα Ελένη - Γκουντρουμπή Βασιλική
 
 

Επαφή

arthro 13

13arthro@gmail.com

Αναζήτηση στο site

Αφιερώματα

Άρθρο 13: Διεπιστημονική Εφημερίδα Εκκλησιαστικού Δικαίου

Article 13...     THE CONSTITUTION OF GREECE In the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity   Article 13 1. Freedom of religious conscience is...

Αφιέρωμα για τα 6 χρόνια λειτουργίας

  EDITORIAL   "Πριν από δύο χρόνια καλοί φίλοι και συμφοιτητές νιώσαμε την ανάγκη να δημιουργήσουμε ένα χώρο που θα φιλοξενεί το αντικείμενο που αγαπήσαμε, ένα χώρο προσβάσιμο σε...

Αφιέρωμα στον Άγιο Νεκτάριο

της Ολυμπίας-Μαρίας Ποντίκη,  Νομικού, ΜΦ Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας ΕΚΠΑ    Ο Άγιος Νεκτάριος είναι  Ένας  μάρτυρας. Η ζωή όλων των χριστιανών...

Από την Παρουσίαση του Τόμου Πρακτικών Ζ’ Διεθνούς Συνεδρίου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος

της Ελένης Παλιούρα     *Οι εκδόσεις «ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ» διοργάνωσαν την Τετάρτη 22 Ιουλίου στις 9 το βράδυ, τη διαδικτυακή παρουσίαση του Τόμου των Πρακτικών του Ζ´ Διεθνούς Συνεδρίου...

Εθνική ταυτότητα και ανθρώπινα δικαιώματα: Το διαχρονικό μήνυμα του Αγίου Κοσμά

του Κωνσταντίνου Χολέβα, Πολιτικού Επιστήμονα {Πηγή: HUFFPOST} Στις 24 Αυγούστου 1779, στο Κολικόντασι της τουρκοκρατούμενης τότε Βορείου Ηπείρου, απαγχονίσθηκε με εντολή του Κουρτ Πασά ο Άγιος...

Θρησκευτική ουδετερότητα - Προοίμιο του ελληνικού Συντάγματος

του Ιωάννη Καστανά τα άρθρα που ακολουθούν αναδημοσιεύονται από: ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ Το άρθρο 3 του Συντάγματος εμποδίζει το ελληνικό Κράτος να είναι ουδετερόθρησκο; Αυτές τις ημέρες στην Ελλάδα κορυφώνεται η...

Νέα Γένεση: Ανάσταση στον κήπο στο μέσο της Γης

του Δημητρίου Αλεξόπουλου, υποψήφιου διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού και  Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών   «Μία ὑπῆρχεν, ἡ ἐν τῷ ᾍδῃ ἀχώριστος, καὶ ἐν τάφῳ, καὶ ἐν τῇ...

© 2024 ΑΡΘΡΟ 13 (All Rights Reserved)

Υλοποιήθηκε από Webnode