Interdisciplinary Journal of Ecclesiastical Law
Ο ρόλος του κτήτορα μέσα από τις επιγραφές σε κτίρια των νομών Φθιώτιδας, Ευρυτανίας και Φωκίδας: οι μεταβολές στον θεσμό της κτητορείας από τον 4ο -15ο αι. μ.Χ.
2016-06-11 09:58
Στόχος τoυ άρθρου είναι, μέσα από τις μνείες των κτητορικών επιγραφών που έχουν έως σήμερα εντοπισθεί στους νομούς Φθιώτιδας, Ευρυτανίας και Φωκίδας, να σκιαγραφηθεί ο ρόλος του κτήτορα και κυρίως να εντοπισθεί πώς αυτός αλλάζει στο χρόνο. Σαφώς όταν μιλάμε για κτητορικές επιγραφές αναφερόμαστε σε εκείνες στις οποίες σώζεται ή υπονοείται αναφορά στην εκ θεμελίων/εκ βάθρων ανέγερση ή ανακαίνιση ενός κτιρίου, δηλαδή το κτίζειν (κτίζω) και κατά συνέπεια το κτάσθαι (κτάωμαι-ῶμαι)1 από τον συγκερασμό των εννοιών των οποίων προέρχεται ο ορισμός κτήτορ (ή κτίτορ) και της κτητορείας, η οποία καθιερώνεται νομοθετικά με το λεγόμενο κτητορικό δίκαιο του Ιουστινιανού και ορίζει τις υποχρεώσεις (κατασκευή, ανακαίνιση, εξοπλισμό, φροντίδα για τη λειτουργία ενός ναού), αλλά και τα δικαιώματα ενός κτήτορα (διοίκηση των πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού του ναού, θέση στο ναό, τιμητική μνεία του ονόματός του στη λειτουργία, ενταφιασμό στο ναό)2.
Πίνακας 1: μνείες για κτήτορες στις υπό εξέταση επιγραφές.
Ωστόσο, η σαφήνεια με την οποία μπορεί κανείς να αναλύσει γραμματικά ή με ιστορικούς όρους τον θεσμό της κτητορείας μετατρέπεται σε ένα πολύπλοκο παζλ, όταν προσπαθεί κανείς να ανασυστήσει τον ρόλο του κτήτορα και της εξέλιξής του μέσα από τα αρχαιολογικά δεδομένα (κτητορικές επιγραφές), καθώς καλείται να λάβει σοβαρά υπόψην σημαντικές παραμέτρους που έχουν να κάνουν τόσο με το ίδιο το υλικό (π.χ φερτό υλικό σε β’ χρήση) , τον τρόπο και το είδος γραφής, το μέγεθος της φθοράς, αλλά και το ίδιο το κείμενο, καθώς αυτό αποτελεί την υποκειμενική έκφραση της αλήθειας, την οποία καλείται να κρίνει κανείς και να αντιπαραθέσει με άλλες πηγές προκειμένου να αντλήσει την αντικειμενική, κατά το δυνατόν, αλήθεια.
Εικόνα 1: παράμετροι που πέπει να λαμβάνονται υπόψην
κατά την εξέταση των επιγραφών.
Όλες οι προαναφερθείσες παράμετροι προσπάθησα να μην διαφύγουν της προσοχής μου κατά την εξέταση των κτητορικών επιγραφών που αποτελούν το αντικείμενο της μελέτης μου, αλλά κυρίως εστίασα στην προσπάθειά μου να συμπληρώσω το πάζλ της εξέλιξης του ρόλου των κτητόρων, στην διασταύρωση των επιγραφικών κειμένων με ιστορικές πηγές, στην αλήθεια της αρχιτεκτονικής των μνημείων και, τέλος προσπάθησα να αφουγκραστώ την υποκειμενική αλήθεια του κτήτορα, μέσα από το κείμενο που επέλεξε να τη πει, να τη περάσω από το φίλτρο της ιστορικής πραγματικότητας. Στα πλαίσια του σύντομου αυτού επέλεξα να ομαδοποιήσω τις επιγραφές χρονολογικά και να παραθέσω όλες τις ερωτήσεις που έθεσα σε αυτές, τους προβληματισμούς και τις απαντήσεις από τις οποίες συνάγονται κάποια σαφή συμπεράσματα για το ποιοι ήταν ανά περίοδο οι κτήτορες: ήταν μεμονωμένα πρόσωπα, οικογένειες ή ομάδες; Τι στοιχεία μας δίνουν βάση των οποίων σκιαγραφείται το προφίλ και ο ρόλος τους; Γιατί άλλοτε είναι λακωνικοί και άλλοτε «φλύαροι»; Τι είδους κτίρια ανεγείρουν; Και, τέλος, ποιά η σχέση τους με τους χορηγούς τμημάτων ή λειτουργικού εξοπλισμού του ίδιου κτιρίου;
Πριν παραθέσω τις όποιες απαντήσεις και συμπεράσματα που έχουν έως τώρα προκύψει από την μελέτη των επιγραφικών δεδομένων πρέπει να τονίσω τη διαφορετική διοικητική διαίρεση των νομών την εποχή που εξετάζεται καθώς τα υλικά κατάλοιπα πρέπει να εξετάζονται μέσα στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό τους πλαίσιο. Σύμφωνα με τη διαίρεση του Διοκλητιανού (284-305μ.Χ) η επαρχία της Θεσσαλίας εκτείνονταν από τα Τέμπη, δυτικά το όριο ήταν η κοιλάδα του ποταμού Τιταρήσιου (Σαραντάπορο), ανατολικά έφτανε ως το Αιγαίο και νότια ως τη κοιλάδα του Σπερχειού και το στενό των Θερμοπυλών και άρα περιλάμβανε τμήματα των υπό εξέταση περιοχών-Φθιώτιδας, Ευρυτανίας-, ενώ η Λοκρίδα ανήκε στην Αχαΐα. Ωστόσο και οι δύο επαρχίες υπάγονταν αρχικά στη διοίκηση των Μοισιών και από τα μέσα του 4ου αιώνα στη διοίκηση της Μακεδονίας και την επαρχότητα Ιταλίας, Αφρικής και Ιλυρρικού, διαίρεση που παρέμεινε λίγο πολύ η ίδια ως τα τέλη του 7ου αιώνα, οπότε το 675μ.Χ επί Ιουστινιανού Β’ οι επαρχίες Θεσσαλίας και Αχαΐας εντάχθηκαν στο θέμα της Ελλάδας3.
Εικόνα 2: το γεωγραφικό και διοικητικό πλαίσιο κατά τους παλαιοχριστιανικούς αιώνες.
Οι κτητορικές επιγραφές που έχουν βρεθεί μέχρι του παρόντος εντοπίζονται σε κτίρια ακμαζόντων πόλεων σε κομβικά σημεία των παραλίων της σημερινής Φθιώτιδας όσο και της πεδινής ενδοχώρας . Τέτοιες είναι η Λαμία (5η θέση σύμφωνα με το Συνέκδημο του Ιεροκλέους) η Υπάτη (6η, τειχίζεται από τον Ιουστινιανό και αποτελεί προσκυνηµατικό τόπο του μάρτυρα Ηρωδίωνα - μαρτυρά το 66μ.Χ στην πόλη), τα Δαφνούσια ή αρχαία Αλόπη, οι Λιβανάτες ή αρχαίος Κύνος, το Κλαυσί ή Κλαψί στη σημερινή Ευρυτανία, οι Δελφοί και το Λιδορίκι στη Λοκρίδα4. Τα κτίσματα στα οποία έχουν εντοπιστεί οι επιγραφές είναι κατά κύριο λόγο οι βασιλικές ενώ φορέας τους τα ψηφιδωτά δάπεδα αυτών.
Εικόνα 3: τα δάπεδα των παλαιοχριστιανικών βασιλικών
ως φορείς κτητορικών επιγραφών.
Σε περίοπτη θέση, όπως περίοπτη και τιμητική όφειλε να είναι και αυτή των κτητόρων κατά τη τέλεση της λειτουργίας, σε κατά κανόνα μεγαλογράμματη γραφή σε taula asanta ακολουθούν ένα συγκεκριμένο μοντέλο για να μιλήσουν για τον κτήτορα ή τους κτήτορες και τις προσδοκίες αυτών. Υπερισχύει σε όλες το εμπρόθετο ουσιαστικό υπέρ ευχής, υπέρ αναπαύσεως και αφέσεως αμαρτιών, το οποίο δηλώνει τη προσδοκία του κτήτορα σε αντάλλαγμα της υλικής δαπάνης (χρήματα) να λάβει σωτηρία ψυχής όχι μόνο ο ίδιος αλλά και η οικογένειά του (των πεδίων, του οίκου)5. Στις επιγραφές σώζεται το όνομα του κτήτορα αλλά και το αξίωμα αυτού ( λαμπρότατος = clarissimus= τίτλος στρατιωτικού αξιώματος ο οποίος εισήχθη στο β’ μισό του 4ου αι., ενώ η χρήση του φθίνει το 450-530, αναγνώστης= κληρικός κατώτερης βαθμίδας, ο οποίος ανέγνωσκε από του άμβωνος, οικονόμος = κληρικός με αρμοδιότητα τα οικονομικά. 6Η Οικουμενική Σύνοδος της Καρχηδόνας (451) απαιτούσε κάθε επίσκοπος να διορίζει ως οικονόμο έναν κληρικό, πρεσβύτερος= θέση μνείας στην επιγραφή δηλώνει ανώτερο κληρικό)7. Όσον αφορά το αξίωμα του πρεσβυτέρου αξίζει να σημειωθεί ότι ο προσδιορισμός "επί" δηλώνει άμεσα το χρόνο (επί+γενική = τόπος, χρόνος , επιστασία, αναφορά, διανομή)8, ότι η ανέγερση έγινε, όταν πρεσβύτερος ήταν ο τάδε, αλλά και την επιστασία, δηλαδή ότι η ανέγερση έγινε υπό την εποπτεία του συγκεκριμένου κληρικού και όχι απαραίτητα με εκκλησιαστική δαπάνη, αλλά ίσως και αυτοκρατορική της οποίας ο πρεσβύτερος λειτουργεί ως διάμεσος όπως σωστά έχει επισημάνει ο D. Feissel στο άρθρο του "Ο επίσκοπος, τίτλοι και λειτουργίες μέσα από τις ελληνικές επιγραφές ως τον 7ο αιώνα"9.
Εικόνα 4: οι υπό εξέταση παλαιοχριστιανικές κτητορικές επιγραφές.
Κτητορικές επιγραφές του 7ου, 8ου, 9ου και 10ου αιώνα δεν έχουν εντοπισθεί ως τώρα στους υπό εξέταση νομούς είτε γιατί έχουν θαφτεί κάτω από μεταγενέστερα κτίσματα είτε γιατί έπεσαν θύματα των καταστροφικών σεισμών (ήδη από την εποχή του Ιουστινιανού), τις συνεχείς επιδρομές βαρβαρικών λαών (Ούννοι τον 6ο αι, σλάβοι), είτε λόγω της εγκατάλειψης και συρρίκνωσης των θέσεων εξαιτίας των παραπάνω, αλλά και της επιδημίας πανούκλας (541-544). Μετά τη σύσταση του θέματος της Ελλάδας κυρίαρχο ρόλο στη διοίκηση, αλλά και την οικοδόμηση κτιρίων παίζουν οι στρατηγοί των θεμάτων και οι αξιωματούχοι του στρατού10. Ένα τέτοιο δείγμα πιθανόν μας παρέχει η εγχάρακτη επιγραφή που βρέθηκε στην αυλή του ναού του Αγίου Νικολάου στην Υπάτη, κοντά σε παλαιοχριστιανική βασιλική , και σήμερα βρίσκεται τοποθετημένη στο υπέρθυρο του ναού. Εντός λιθανάγλυφου πλαισίου αναφέρεται ως κτήτορας κτιρίου που θα μπορούσε να χρονολογηθεί από τα τέλη του 10ου – τις αρχές του 12ου αι ο Δημήτριος Κατακαλών, ο οποίος συνοδεύεται από τον τίτλο πρόεδρος. Το πρώτο βεβαιωμένο μέλος της οικογένειας είναι ο Λέων Κατακαλών, ο οποίος υπηρέτησε ως δομέστικος των σχολών το 900. Τα περισσότερα από τα μέλη της οικογένειας είναι γνωστά ως στρατιωτικοί αξιωματούχοι, όπως ο Δημήτριος Κατακαλών, κατεπάνω, ή τον διοικητή και στρατιωτικό συγγραφέα Κατακαλών Κεκαυμένος. Η οικογένεια έγινε ιδιαίτερα γνωστή στο πλαίσια της βασιλείας των Κομνηνών αυτοκρατόρων. Μετά τον 12ο αιώνα, η οικογένεια έπεσε στην αφάνεια.(OXFORD LEXICON OF BYZANTIUM, Δίπτυχα τόμος Δ’,1986-87)11. Ο τίτλος του προέδρου θα μπορούσε εδώ να σημαίνει ,αν ακολουθήσουμε τις ερμηνείες των Liddell&Scott, αυτόν που καταλάμβανε την πρώτη-εξέχουσα θέση σε μια συνέλευση ή δημόσια τελετουργία και στη περίπτωσή μας γιατί όχι εντός του ναού κατά τη θεία λειτουργία.
Εικόνα 5: η επιγραφή στον Άγιο Νικόλαο της Υπάτης.
Από τον 11ο αιώνα το σύνολο των κτητορικών επιγραφών προέρχονται από τη σημερινή Φωκίδα όπου σύμφωνα με τους Π.Καλονάρο και Β.Κατσαρό αναπτύσσεται ο μοναστικός βίος γεγονός που είναι έκδηλο στη πληθώρα καταλοίπων μικρών ή μεγάλων μονών και ναών12.
Εικόνα 6: χάρτης της Φωκίδος.
Οι κτητορικές επιγραφές βρίσκονται σε τέτοιους ναούς και μονές, σε αντιπροσωπευτικούς τύπους της εποχής, και είναι είτε εγχάρακτες σε λίθο , είτε γραπτές, σε θέση περίοπτη ώστε να είναι ορατές από τους εισερχόμενους στο εσωτερικό του ναού.
Εικόνα 7: η επιγραφή στην Αγία Μονή Δωρίδας.
Πληροφορούν για την εκ βάθρων ανέγερση ή ανακαίνιση του ναού, κάποιες φορές για τη σύγχρονή τοιχογράφηση ενώ σε περιπτώσεις όπως αυτή της μονής Βαρνάκοβας παραθέττουν συμπληρωματικά στοιχεία για μια ανακαίνιση η αναδόμηση ή μεταφέρουν στοιχεία του παρελθόντος του ναού.
Εικόνα 8: η επιγραφή στη Μονή Βαρνάκοβας.
Φορείς της οικοδομικής δραστηριότητας και άρα κτήτορες είναι κυρίως οι μοναχοί και οι ιερείς (και εδώ το επί έχει διττή σημασία), στις περισσότερες περιπτώσεις αναφέρεται το όνομα του αυτοκράτορα ή του πατριάρχη της περιόδου καθώς και το έτος ανέγερσης και ο άγιος στον οποίο ήταν αφιερωμένος ο ναός.
Εικόνα 9: οι επιγραφές στο ναό των Ταξιαρχών στη Δεσφίνα
και στο ναό του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου.
Έμμεσα μέσα από το κείμενο μπορεί κανείς να ανιχνεύσει περεταίρω στοιχεία για τον ίδιο τον κτήτορα: την εγγραμματοσύνη του (Αγία Μονή Δωρίδας), το χαρακτήρα του (Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος-Θέρμα)ή τη κοινωνική του θέση(κυρού=σεβαστός, μονή Βαρνάκοβας, Αγία Μονή Δωρίδας).
Εικόνα 10: Σύνοψη των επιγραφών στους ναούς της Φωκίδας.
Αυτό που προκύπτει από τη μελέτη των ιδρυτικών επιγραφών που συγκεντρώθηκαν στους σημερινούς νομούς Φθιώτιδας, Ευρυτανίας και Φωκίδας είναι πώς όταν αυτές, όπως κάθε κατάλοιπο-προϊόν της ανθρώπινης τεχνογνωσίας και διανόησης, διασταυρώνονται με τις πηγές και την αλήθεια της αρχιτεκτονικής των μνημείων όπου εντοπίζονται, έρχονται στο φως σημαντικά στοιχεία για τον θεσμό της κτητορείας , την εξέλιξή του, το προφίλ και τον ρόλο των κτητόρων ανά εποχή.
Κτήτορες είναι αυτοί που κατέχουν κάποιο κοσμικό ή ιερατικό αξίωμα (αξιωματούχοι του στρατού, πρεσβύτεροι, μοναχοί) και που το αξίωμά τους αυτό τους παρέχει την οικονομική δυνατότητα να αναγείρουν ή να ανακαινίσουν εκ θεμελίων ένα κτίριο, κατά κύριο λόγο ναό, και μέσω αυτής τους της δαπάνης να λάβουν ευχή, σωτηρία και άφεση αμαρτιών. Η ανάγκη να μνημονευτεί αυτή τους η δαπάνη και το αίτημα σε μια επιγραφή σαφώς δεν γίνεται μόνο για λόγους προβολής(άλλωστε όλη η τότε κοινωνία θα το γνώριζε) καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο με την έννοια της ταπεινοφροσύνης που προήγαγε ο χριστιανισμός αλλά, κυρίως, για το ότι το όνομά τους θα μνημονεύονταν σε περίοπτη θέση, ad sanctos , εκεί που τελούνταν η Θεία Ευχαριστία, κοντά στο ιερό βήμα.
Ο θεσμός της κτητορείας πέραν του προαναφερθέντος δικαιώματος έδινε, επίσης, το δικαίωμα στον κτήτορα να επιλέξει τον τύπο του κτιρίου το οποίο θα ανεγείρονταν ο οποίος δεν ήταν ανεξάρτητος από τους κυρίαρχους ανά εποχή τύπους και το μέγεθος του υποδεικνύονταν από τις λειτουργικές ανάγκες της κοινωνίας την οποία θα εξυπηρετούσαν. Εδώ τίθεται ένα επί μέρους ερώτημα: πώς ήταν σε θέση ο κτήτορας να επιλέγει τύπο και διαστάσεις αν δεν είχε ο ίδιος αρχιτεκτονικές γνώσεις; Μια απάντηση είναι ότι συμβουλεύονταν κάποιον αρχιτέκτονα, ο οποίος του έδειχνε κάποια σχέδια από τα οποία ο κτήτορας επέλεγε αυτό που επιθυμούσε και ήταν αυτός που είχε τελικά την όλη εποπτεία του έργου στο οποίο είχε δικαίωμα να επέμβει με προσθήκες και μεταλλάξεις. Κάτι τέτοιο πιστοποιείται μέσα από το ίδιο το επιγραφικό κείμενο κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο με τη χρήση του επί+γενική(επί του τάδε πρεσβυτέρου) , αλλά όχι στη μέση βυζαντινή περίοδο, όπου η παραπάνω εμπρόθετη πτώση δηλώνει ξεκάθαρα μόνο το χρόνο. Μόνο μια περίπτωση, από όλες τις επιγραφές που μελετήθηκαν, αφήνει μια υποψία ότι ο ίδιος ο κτήτορας μπορεί να ήταν και ο αρχιτέκτονας του ναού. Πρόκειται για το επιγραφικό κείμενο της ιδρυτικής επιγραφής που βρέθηκε στον Άγιο Ιωάννη Πρόδρομο στη Θέρμα της δυτικής Φωκίδας. Εδώ ο κτήτορας, μοναχός Εφραίμ, καλεί τους αναγνώστες της επιγραφής να δουν τον ναό τον οποίο ο ίδιος ανέγειρε εκ θεμελίων. Τόσο η χρήση του α’ ενικού προσώπου όσο και του ρήματος "δέδορκας" κάνουν λόγο για έναν εγγράμματο μοναχό που πιθανόν είχε γνώσεις αρχιτεκτονικής, σχεδίασε και έκτισε τον ναό εξολοκλήρου ο ίδιος.
Ο θεσμός της κτητορείας, τέλος, συνεπάγονταν , εκτός των δικαιωμάτων, και υποχρεώσεις, όπως ο εξοπλισμός και η φροντίδα για τη λειτουργία του ναού. Στο σημείο αυτό έρχεται να συνδράμει η δωρεά των αφιερωτών τμημάτων του ναού (πρόπυλο στη βασιλική των Δαφνουσίων, ψήφωση τμημάτων του δαπέδου στο Κάλλιο) ή λειτουργικού εξοπλισμού (τμήμα τέμπλου στη παλαιοχριστιανική βασιλική της Τιθορέας). Ως συν δωρητές οι αφιερωτές είχαν, επίσης, το δικαίωμα της μνημόνευσης των ονομάτων τους στα τμήματα που είχαν συνδράμει, αλλά ο κύριος δωρητής, ο κτήτορας ήταν εκείνος του οποίου το όνομα θα έμπαινε σε περίοπτη θέση και ο οποίος μπορούσε ακόμη να ταφεί μέσα στο ναό.
Συνοψίζοντας, η συλλογή και μελέτη των ιδρυτικών επιγραφών που έχουν έως σήμερα εντοπιστεί στους νομούς Φθιώτιδας, Ευρυτανίας και Φωκίδας ,σε συνδυασμό με την ιστορική πραγματικότητα ,όπως αυτή μας παραδίδεται από τις πηγές, έδωσε σημαντικές πληροφορίες για την εξέλιξη του θεσμού της κτητορίας και σκιαγράφησε το προφίλ και τον ρόλο των κτητόρων ανά εποχή και περιοχή.
13Γιαλούρη Α.,Αναστασιάδου Α.(2010),σελ.453-464).
Βιβλιογραφία14
Ξένη
Feissel D.(1987). |
Feissel Denis, L'évêque, titres et fonctions d'après les inscriptions grecques ,In: Actes du XIe congrès international d'archéologie chrétienne. Lyon, Vienne, Grenoble, Genève, Aoste, 21-28 jusqu'au VIIe siècle septembre 1986. Rome : École Française de Rome, 1989. pp. 801-828. (Publications de l'École française de Rome,) |
Savides A.(1986-87). |
Savides A.(1986-87), The byzantine family of Kekaumenos( Cecaumenus) Late 10th- early 12th century. Δίπτυχα, τόμος Δ’ |
Αναστασιάδου Αρχοντούλα (Θεσσαλονίκη 1997). |
Αναστασιάδου Αρχοντούλα (Θεσσαλονίκη 1997), Χρονολογημένες κτητορικές επιγραφές των βυζαντινών ναών της Ελλάδας από τα μέσα του 9ου ως τα μέσα του 15ου αι., μεταπτυχιακή εργασία, τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φ.Λ.Σ., Α.Π. |
Γιαλούρη Άννα, Αναστασιάδου Αρχοντούλα(Λαμία 2010). |
Γιαλούρη Άννα, Αναστασιάδου Αρχοντούλα(Λαμία 2010),Επιγραφές από την παλαιοχριστιανική βασιλικήκάτω από το ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Τιθορέα Φθιώτιδας,στα Πρακτικά του 4ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας(9,10&11 Νοεμβρίου 2007). |
Βοκοτόπουλος Παναγιώτης (1993-4). |
Βοκοτόπουλος Παναγιώτης (1993-4), Παρατηρήσεις στον ναό του Σωτήρος κοντά στο Γαλαξείδι, ΔΧΑΕ 17,περίοδος Δ’. |
Καλονάρος Πέτρος(1957). |
Καλονάρος Πέτρος(1957), Η Ιερά Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου, η επιλεγόμενη Βαρνάκοβα. |
Κατσαρός Βασίλης ( 2013 ). |
Κατσαρός Βασίλης ( 2013 ), Άγνωστη βυζαντινή κτητορική επιγραφή(1092) από τη δυτική Φωκίδα,ΔΧΑΕ |
Κατσαρός Βασίλης (1992-1993). |
Κατσαρός Βασίλης (1992-1993), Γύρω από τη μοναστική ζωή της περιοχής της Ναυπάκτου στους βυζαντινούς χρόνους, Ναυπακτιακά, τόμος 6ος. |
Κωνσταντίνου Ι.(1960). |
Κωνσταντίνου Ι.(ΑΔ 16,1960. Χρονικά). |
Λαζαρίδης Π.(1973). |
Λαζαρίδης Π.(ΑΔ 28,1973,Χρονικά). |
Λαζαρίδης Π.(1960). |
Λαζαρίδης Π. ΑΔ 16(1960).
|
Mαστροκώστας Ε.(1953). |
Mαστροκώστας Ε.(1953), Kτιτορική επιγραφή Aγίας Mονής Δωρίδος, EEBΣ KΓ'. |
Μιχαηλίδης Μ(1971). |
Μιχαηλίδης Μ.,ΑΔ 26,1971. |
Μπούρας Χαράλαμπος-Μπούρα Λασκαρίνα (2002). |
Μπούρας Χαράλαμπος-Μπούρα Λασκαρίνα(Αθήνα 2002), Η ελλαδική ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα. |
Μπούρας Χ.(2001) |
Μπούρας Χαράλαμπος(Αθήνα 2001),Βυζαντινή &Μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική στην Ελλάδα. |
Ορλάνδος Α.(1955/56). |
Ορλάνδος Α. ΑΒΜΕ 8(1955/56) |
Ορλάνδος Α.(1929)
|
Ορλάνδος Α.(ΑΔ 12,1929).
|
Ορλάνδος Α.(1929). |
Ορλάνδος Α.(ΠΑΑ 4,1929). |
Παπαδάκης Ν.(1920-21). |
Παπαδάκης Ν.(ΑΔ 6, 1920-21). |
Πελεκανίδης Στ. Μ. Ασημακοπούλου-Ατζακά Παναγιώτα Ι. Πελλεκανίδου Ε.(1974). |
Πελεκανίδης Στ. Μ. Ασημακοπούλου-Ατζακά Παναγιώτα Ι. Πελλεκανίδου Ε.(Θεσσαλονίκη1974) Σύνταγμα των παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών δαπέδων της Ελλάδας. |
Συθιακάκη-Κριτσιμάλλη Βασιλική( 2012). |
Συθιακάκη-Κριτσιμάλλη Βασιλική(Βόλος 2012) , Ο ανάγλυφος αρχιτεκτονικός διάκοσμος στη Θεσσαλία και Φθιώτιδα. Παλαιοχριστιανιά και πρώιμα μεσαιωνικά χρόνια. |
Σωτηρίου Μ.(1962-1963). |
Σωτηρίου Μ. ΔΧΑΕ, περ. Δ’, τόμος Γ’(1962-1963). |
Χατζηδάκης Ε.(1959). |
Χατζηδάκης Ε. ΠΑΕ (1959). |
Λεξικά-γραμματικές-συντακτικά
- Μοσχοπούλου Θ-Μαυροειδή Γ.,Συντακτικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
- Οικονόμου Χ. Μιχ(1971), Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής.
- Liddell & Scott(1996), Greek-English Lexicon.
- Oxford Lexicon of Byzantium
Συντομογραφίες
ΑΕ: Αρχαιολογικόν Δελτίον.
ΑΒΜΕ: Αρχείον των Βυζαντινών μνημείων της Ελλάδας. Περιοδικόν Σύγγραμμα συντασσόμενον και εκδιδόμενον υπό Αν. Κ.Ορλάνδου.
ΔΧΑΕ: Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας.
ΕΕΒΣ: Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών.
ΠΑΑ: Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών.
ODB: OXFORD DICTIONARY OF BYZANTIUM.
LS: Liddell&Scott, Greek – English Lexicon.
14Η βιβλιογραφία που παρατίθεται είναι συνολική και αφορά τόσο την παρούσα εργασία όσο και αυτή που χρησιμοποιήθηκε για τη βάση δεδομένων στην οποία καταγράφηκαν οι επιγραφές που αποτέλεσαν το αντικείμενο της μελέτης.
Μαρκάκη Παρασκευή
—————