2017-11-27 21:52
ΠΡΟΛΟΓΟΣ – ΓΝΩΡΙΜΙΑ – ΒΑΣΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Κουρασμένος, καθισμένος σε μια καρέκλα πλαστική στο προαύλιο του ναού κοιτούσε ένα ιπτάμενο κίτρινο φύλλο, που μάταια προσπαθούσε να προσγειωθεί μπροστά του. Μια είδηση για μια ανάγκη να αποτυπωθεί η δεδομένη κατάσταση της εκκλησίας τον είχε προβληματίσει. Όλα τα δεδομένα έπρεπε να τα περάσει από κόσκινο και να βγάλει μια σωσίβια λέμβο, που θα σώσει την σχέση εκκλησίας κράτους, πριν βουλιάξει στα άδυτα της παλαιάς εποχής για πάντα. Τα χέρια του κρατούσαν τους νόμους, που το κράτος θέσπισε για την εκκλησία και μια τα έγερνε πάνω μια κάτω σα να ήθελε με την κίνηση να ξεδιαλυθεί το χλωμό μπερδεμένο πεδίο μιας πολυκαιρισμένης συννεφιάς, αλλά τα χαρτιά, άψυχα ως ήταν δεν του έκαναν τη χάρη.
«Είστε ο κρατικός αναλυτής της κατάστασης;» Τον πλησίασε σκυμμένος ένας ιερέας. Το θετικό του νεύμα έδωσε παραπάνω από έναυσμα στον συνομιλητή του να ανοίξει τα χέρια και να ακουμπήσει τον νεαρό με τις παλάμες του στα δύο του μπράτσα: «Πάμε έχω τόσα να σου δείξω, θα ναι μακρύ αυτό το ταξίδι».
Ο ναός μια ηλιόλουστη μεσημεριανή ώρα στέγαζε μόνο τους δυο τους και ο νεαρός άντρας κρατώντας σφιχτά τον φάκελο με τα χαρτιά του κοιτούσε τον ιερέα με επιφυλακτικότητα. Δεν ήξερε τι θα άκουγε και ήταν πεπεισμένος από τον κρατικό φορέα να σφίξει τον κλοιό στην εκκλησία, οπότε το οποιοδήποτε άνοιγμα αισθημάτων θα επέφερε μόνο κακό στη μεταξύ τους κουμπωμένη σχέση.
«Δε θα ανάψεις κεράκι; Νομίζω ξε…» Παρατήρησε ο ιερέας, καθώς ο νεαρός απομακρυνόταν από την υποδοχή με γοργό ρυθμό να μπει μέσα στο γραφείο των κληρικών.
«Δεν ξέχασα, είναι από ιδεολογία. Έτσι κι αλλιώς μη μου πείτε ότι η εκκλησία δεν έχει λεφτά για την προμήθεια στα κεράκια». Η φωνή του δυνάμωσε απότομα «Να βάλω και ψιλά μέσα; Γιατί; Εμένα μου περισσεύουν; Θέλετε να μου πείτε ότι εσείς δε διαθέτετε;»
«Παιδί μου δε θα στο πω, θα στο δείξω» Παρά τη δυνατή φωνή του συνομιλητή του ο παπάς είχε διατηρήσει μια χαμηλόφωνη χροιά, που έπρεπε να είσαι και συγκεντρωμένος στον διάλογό τους για να τον ακούσεις. «Αλλά» συνέχισε «ακόμα και αυτό να θεωρείς γιατί δεν πήρες απλά ένα κεράκι να το ανάψεις με μια ευχή να ελπίσεις για κάτι δικό σου να πραγματοποιηθεί;»
«Γιατί δεν…δεν…δεν… γιατί έτσι». Τα μάτια του στραμμένα προς τον στόχο, που ήταν το γραφείο με την οικονομική ανάλυση γερά δεμένη στο στήθος και τη συνείδησή του, όδευε προς την υπογραφή της εκκλησίας έναντι στις υποχρεώσεις, που της επέβαλε το κράτος, αποφασισμένος.
«Χρειάζεται παιδί μου μεγάλη βάρκα να πλεύσουμε από το έτσι σου στον πραγματικό λόγο και αυτό σκοπεύω να κάνουμε» κοίταξε με το άκρο της ματιάς του το παγερά αδιάφορο βλέμμα του συνομιλητή του και δίχως καν να το λογίσει συνέχισε «άλλωστε μας έχρησαν οι δύο πλευρές: κράτος εσένα και εκκλησία εμένα να βρούμε την χρυσή τομή και θα απασχοληθούμε με αυτό για μήνες. Θα έχουμε χρόνο για το δικό σου έτσι. Λοιπόν πέρνα». Ξεκλείδωσε το δωμάτιο των κληρικών και τον προσκάλεσε να κάτσει στην καρέκλα. «Θέμα πρώτο;» είπε λίγο πιο δυνατά ο ιερέας για να σηματοδοτήσει την αρχή.
«Μισθοδοσία κληρικών» απάντησε ο νεαρός με τα μάτια του χαμένα στους νόμους, που έγραφαν τα χαρτιά του και με το χέρι του άνοιξε το στυλό για να σημειώνει αυτά που υπογράφει η αντίθετη μεριά, προσκαλώντας τον συνομιλητή του σιωπηρώς να πάρει θέση.
Το ράσο του ιερέα χύθηκε στην άνετη πολυθρόνα του γραφείου και με τη δεξιά του παλάμη σκούπισε το μέτωπό του «Ας το κάνουμε».
(Κάθε Δευτέρα η συνέχεια...)
Καραμολέγκου Θαλλέλαια (Θάλεια) Ιακωβίνα