2018-08-26 21:20
του Χρήστου Αλεβίζου
Ο αιτών, τέως εφημέριος Ιερού Ναού με βαθμό πρεσβυτέρου καταδικάστηκε με τη ποινή της καθαίρεσης από το υψηλό της ιεροσύνης υπούργημα βάσει της υπ’ αρ. 8/2006 Πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου, αφού κρίθηκε ότι είχε υποπέσει σε πολλά εκκλησιαστικά παραπτώματα, όπως τετελεσμένες πράξεις αρσενοκοιτίας, απόπειρα αρσενοκοιτίας και βαρύτατο σκανδαλισμό πιστών. Η απόφαση (βλ.και
https://www.arthro-13.com/news/ste-4596-2014-g-tmima-peri-ekklisiastikon-dikastirion-kai-prosopikis-eleytherias-klirikon) βασίστηκε σε μαρτυρικές καταθέσεις και μαγνητοσκοπημένη ταινία, που προβλήθηκε σε τηλεοπτικό σταθμό στην Αλβανία και αναπαράχθηκε από τηλεοπτικό σταθμό στην Ελλάδα. Ασκήθηκε έφεση κατά αυτής της απόφασης από τον αιτούντα και εν συνεχεία απερρίφθη και αυτή με την υπ’ αρ. 4/2007 απόφαση Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου.
Στη συνέχεια, ο αιτών προσέφυγε στο ΣτΕ προκειμένου να ακυρωθούν οι προαναφερθείσες αποφάσεις, καθώς και η υπ’ αρ. 1/2006 του Επισκοπικού Δικαστηρίου της οικείας Ιεράς Μητρόπολης, που όμως είχε κρίνει τον εαυτό του αναρμόδιο παραπέμποντας την υπόθεση στο Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο.
Η υπ’ αρ.
4596/2014 απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της Ελλάδας παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον για δύο κυρίως λόγους, που εντοπίζονται στη σκέψη 15. Ο πρώτος αφορά τη φύση των εκκλησιαστικών δικαστηρίων ως δικαιοδοτικών οργάνων, ενώ ο δεύτερος αφορά την προσωπική ελευθερία των κληρικών σε συνάρτηση με το γενετήσιο προσανατολισμό τους.
Α.Η φύση των εκκλησιαστικών δικαστηρίων:
Σύμφωνα με το Συνοδικό Δικαστήριο, τα εκκλησιαστικά παραπτώματα που διέπραξε ο πρεσβύτερος προβλέπονται στις διατάξεις των κανόνων των Αγίων Αποστόλων (25ο και 58ο), του Μεγάλου Βασιλείου (7ο, 62ο και 7ο), του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης (4ο), καθώς και από τους «γραφικούς λογίους» (σκ.6 του Δικαστηρίου, όπου παρουσιάζει ενδιαφέρον η χρήση κανονιστικών κειμένων εντός και εκτός του corpus canonum της Ορθόδοξης Εκκλησίας) και έτσι καταδεικνύεται ολοφάνερα ο δεινός σκανδαλισμός της συνειδήσεως των πιστών από τον αιτούντα. Ο πρεσβύτερος ισχυρίσθηκε ότι η απόφαση του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου είναι ακυρωτέα, τόσο για λόγους δημοσιότητας της εκκλησιαστικής δίκης, όσο και αναποτελεσματικής υπεράσπισής του. Αυτά, γιατί δεν επετράπη σε αυτόν, αλλά και στον συνήγορό του, να παρίστανται καθ όλη τη διάρκεια της συνεδριάσεως και διότι αποκλείσθηκαν από τις λοιπές της φάσεις. Ισχυρίσθηκε, δηλαδή, ότι παραβιάσθηκαν το Α.93 π.2 του Συντάγματος καθώς και το εδ.β της π.1 του Α.6 της ΕΣΔΑ. Το δικαστήριο, όμως, απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς ως αβάσιμους, με την αιτιολογία ότι τα εκκλησιαστικά δικαστήρια δεν αποτελούν δικαστήρια του Α.87 του Συντάγματος, βασιζόμενο και στις διατάξεις του νόμου για την εκκλησιαστική δικαιοσύνη.
Κατ’ αρχήν, το Α.44 παρ.1 εδ.1 του Ν.590/1977 (Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος), ορίζει ότι «
Τὰ παραπτώματα τῶν κληρικῶν καὶ μοναχῶν τὰ σχετικὰ πρὸς τὰ καθήκοντα καὶ τὰς ἐπαγγελίας τῆς ὁμολογίας αὐτῶν, τὰ συνεπαγόμενα κανονικὰς κυρώσεις, ἐκδικάζονται ὑπὸ τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων». Η λειτουργία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων προβλέπεται σε πολιτειακό νόμο, ο οποίος είναι ο Ν. 5383/1932 «περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων και της υπό αυτών διαδικασίας». Ο τελευταίος αυτός Νόμος (5383/1932), ορίζει στο Α.1 ότι «
Προς διατήρησιν της Εκκλησιαστικής πειθαρχίας και προς τιμωρίαν των υποπεσόντων εις παράπτωμα ως προς τα χρέη και τα καθήκοντα της επαγγελίας αυτών κληρικών και μοναχών καθίστανται τα εξής Εκκλησιαστικά Δικαστήρια: α) Επισκοπικά Δικαστήρια. β) Τα συνοδικά Δικαστήρια, πρωτοβάθμιον και δευτεροβάθμιον. γ) Τα διά τους Αρχιερείς Δικαστήρια, πρωτοβάθμιον και δευτεροβάθμιον. δ) Το διά τους Συνοδικούς Δικαστήριον. "Κληρικοί" εν τη εννοία του παρόντος Νόμου λογίζονται οι Αρχιερείς, οι πρεσβύτεροι,οι διάκονοι και οι υποδιάκονοι. Εν τοις "μοναχοίς" περιλαμβάνονται και αι μονάστριαι.» (Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διευκρίνιση σε πολιτειακό νομοθέτημα της έννοιας του κληρικού, έννοιας που ανήκει στο φάσμα της κανονικής «νομοθεσίας». Βέβαια, καθώς πρόκειται για νομοθέτημα σχετικό με την απονομή της δικαιοσύνης, η διευκρίνιση αυτή κρίνεται απαραίτητη, αφού περιορίζεται ρητά μόνο στο πλαίσιό του.). Το Σύνταγμα στο Α.87 ορίζει ότι η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια, συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαύουν προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία. Δικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια με οποιοδήποτε όνομα δεν επιτρέπεται να συσταθούν (Α. 8). Από τις διατάξεις αυτές του συντάγματος προκύπτει ότι η απονομή της δικαιοσύνης ανατίθεται αποκλειστικώς στα τακτικά δικαστήρια που συγκροτούνται όπως αναφέρθηκε και λειτουργούν με τις εγγυήσεις που επίσης συνταγματικά καθιερώνονται (Α. 93 επ.). Κανενός άλλου δικαστηρίου δεν είναι ανεκτή από την ελληνική έννομη τάξη η ύπαρξη και υπαγωγή σε αυτό, λόγω της ασκήσεως λειτουργήματος ή επαγγέλματος, ορισμένης κατηγορίας πολιτών. Κάτω απ' αυτό το πρίσμα ερμηνευόμενες οι εκτεθείσες διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Ν.5383/1932, έχουν την έννοια ότι τα ως άνω αναφερόμενα εκκλησιαστικά δικαστήρια, που συγκροτούνται από κληρικούς, δεν είναι φορείς δικαστικής εξουσίας (κατά τη συνταγματική έννοια), η δε από τον νόμο απονομή της ονομασίας αυτής, δεν μπορεί να μεταβάλει την φύση τους (βλ.
ΣτΕ 1440/1993).
Σε συνάρτηση με την αρχή του κράτους δικαίου σχετικά με τους κανόνες σύνθεσης και διαδικασίας των εκκλησιαστικών δικαστηρίων κρίθηκε ότι, κατά την άσκηση της πειθαρχικής αρμοδιότητάς τους, τα εκκλησιαστικά δικαστήρια άλλοτε μεν επιβάλλουν ποινές πνευματικής μόνον φύσεως, άλλοτε δε επιβάλλουν ποινές που επηρεάζουν αμέσως την υπηρεσιακή σχέση κληρικού ή μοναχού με την Εκκλησία, καθώς και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή τη σχέση. Στη δεύτερη περίπτωση, τα πειθαρχικά αυτά όργανα της Εκκλησίας έχουν χαρακτήρα πειθαρχικών συμβουλίων και οι εκδιδόμενες από αυτά αποφάσεις, ως εκτελεστές πράξεις διοικητικών αρχών, υπόκεινται φυσικά σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ.και
www.arthro-13.com/products/papageorgioy-konstantinos-epikoyros-kathigitis-ekklisiastikoy-dikaioy-toy-apth5/). Αυτό, ωστόσο, δεν συνεπάγεται ότι τα εκκλησιαστικά δικαστήρια οφείλουν να εφαρμόζουν αναλογικά το πειθαρχικό δίκαιο του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 3528/2007), όπως αυτό ισχύει και μετά το Ν.4057/2012 «Πειθαρχικό Δίκαιο Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου», ειδικά μετά το άρθρο 68 παρ. 1 εδ.3 του ν. 4235/2014 το οποίο ορίζει ότι: «
Τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 (Α 146) και του ν. 4149/1961 (Α 41), του άρθρου 1 του ν. 349/1976 (Α 149), οι Ιερές Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου (Ρόδου, Κώου και Νισύρου, Λέρου, Καλύμνου και Αστυπάλαιας, Καρπάθου και Κάσου και Σύμης) και οι Ενορίες και οι Μονές τους, καθώς και η Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου, οι Πατριαρχικές και Σταυροπηγιακές Μονές στην Ελλάδα, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου του άρθρου 1 του ν. 2456/1920 (Α 173) του άρθρου 1 του ν.δ. 301/1969 (Α 195) και του άρθρου 1 του β.δ. της 29.3.1949 (Α 79) υπάγονται στις διατάξεις που διέπουν τη Γενική Κυβέρνηση και τον δημόσιο τομέα ως προς την οργάνωση και διοίκηση τους, την εν γένει περιουσιακή και λογιστική διαχείριση τους, τους λειτουργούς και το προσωπικό τους, μόνον εφόσον αυτές το ορίζουν ρητά. Οι ισχύουσες διατάξεις, γενικές ή ειδικές, που ορίζουν ρητώς την κρατική εποπτεία επί των ανωτέρω νομικών προσώπων, τη διοίκηση και διαχείριση τους, το δημοσιονομικό και διαχειριστικό έλεγχο τους, καθώς και τη διαδικασία πρόσληψης και την υπηρεσιακή κατάσταση του κάθε είδους προσωπικού τους δεν θίγονται. Διαχειριστικές πράξεις των ανωτέρω προσώπων, για τις οποίες αυτά επιχορηγούνται ή χρηματοδοτούνται από εθνικούς ή ευρωπαϊκούς πόρους, υπόκεινται στις διατάξεις για τις κρατικές ή δημόσιες συμβάσεις και την εποπτεία και έλεγχο της διαχείρισης κρατικών και ευρωπαϊκών πόρων».
Συνοπτικά, λοιπόν, τα εκκλησιαστικά δικαστήρια δεν είναι δικαστήρια κατά την έννοια του ελληνικού Συντάγματος. Το θέμα, όμως, δεν σταματάει εδώ ούτε μπορεί να σταματήσει στην πάγια νομολογία του ΣτΕ, καθώς υπό το πρίσμα του δικαιώματος της θρησκευτικής αυτονομίας πρέπει να εξεταστεί η σχέση εκκλησιαστικής και κοσμικής δικαιοσύνης τόσο με γνώμονα το πολιτειακό δίκαιο όσο και με γνώμονα το κανονικό δίκαιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Β.Θρησκευτικοί λειτουργοί και ιδιωτική σφαίρα:
Στο Α.9 της ΕΣΔΑ υπογραμμίζεται ότι:
«1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία μεταβολής του θρησκεύματος ή της πεποίθησης, καθώς και την ελευθερία της εκδήλωσης, ατομικά ή συλλογικά, δημόσια ή ιδιωτικά, του θρησκεύματος ή των πεποιθήσεων, της λατρείας, της διδασκαλίας, της ενάσκησης και της παρακολούθησης θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών.
2. Η ελευθερία της εκδήλωσης του θρησκεύματος ή των πεποιθήσεων υπόκειται μόνο στους περιορισμούς που προβλέπονται από το νόμο και είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία, για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, την προστασία της δημόσιας τάξης, της υγείας ή των ηθών, ή για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.»
Η παράγραφος 1 περιγράφει το κανονιστικό πλαίσιο του δικαιώματος ελευθερίας σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, το οποίο περιλαμβάνει την ελευθερία αλλαγής θρησκείας ή πίστης, και είναι απεριόριστο, καθώς και το πλαίσιο του δικαιώματος εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, ατομικά ή συλλογικά. Η παράγραφος 2 αναφέρεται στο νομικό πλαίσιο των περιορισμών.
Στο Α.11 της ΕΣΔΑ υπογραμμίζεται ότι:
«1. Κάθε πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερία του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και εις την ελευθερία συνεταιρισμού συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ιδρύσεως μετ' άλλων συνδικάτων και προσχωρήσεως εις συνδικάτα επί σκοπώ προασπίσεως των συμφερόντων του.
2. Η άσκηση των δικαιωμάτων τούτων δεν επιτρέπεται να υπαχθεί εις ετέρους περιορισμούς πέραν των υπό του νόμου προβλεπομένων και αποτελούντων αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία, δια την εθνική ασφάλειαν, την δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξεως και πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας και της ηθικής, ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Το παρόν άρθρον δεν απαγορεύει την επιβολή νομίμων περιορισμών εις την άσκηση των δικαιωμάτων τούτων υπό μελών των ενόπλων δυνάμεων, της αστυνομίας ή των διοικητικών υπηρεσιών του Κράτους.»
Στο Α.8 της ΕΣΔΑ υπογραμμίζεται ότι:
«1. Κάθε πρόσωπο δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.
2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξει επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρο το οποίον, εις μίαν δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο δια την εθνική ασφάλειαν, την δημοσία ασφάλειαν, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξεως και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.»
Στο Α.14 της ΕΣΔΑ υπογραμμίζεται ότι:
«Η απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται με την παρούσα Σύμβαση διασφαλίζεται χωρίς διακρίσεις για λόγους όπως το φύλο, η φυλή, το χρώμα, η γλώσσα, η θρησκεία, η πολιτική ή άλλη πεποίθηση, η εθνική ή κοινωνική καταγωγή, η σχέση με εθνική μειονότητα, η ιδιοκτησία, η γέννηση ή άλλη κατάσταση.»
Tο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν παραβιάζεται ούτε η προσωπική ελευθερία ούτε η αρχή της ισότητας, όταν εκκλησιαστικό δικαστήριο επιβάλλει ποινή για το αδίκημα της αρσενοκοιτίας (παρά φύσιν ασέλγεια με άρρενες). Πιο αναλυτικά, απέρριψε τους ισχυρισμούς του αιτούντος που σχετίζονταν με εσφαλμένη ερμηνεία των Ιερών κανόνων, που βέβαια δεν μπορεί να διενεργηθεί από πολιτειακά όργανα, καθώς και με σφάλματα κατά τη δικονομική διαδικασία.
Στη σκέψη 15 της απόφασης διατυπώνεται ρητά το δικαίωμα της θρησκευτικής αυτονομίας με επίκληση νομολογίας του ΕΔΔΑ, το οποίο το έχει διαπλάσει ως προς το κανονιστικό του περιεχόμενο. Μια θρησκευτική κοινότητα, συνεπώς, μπορεί να περιορίσει την ιδιωτική σφαίρα των θρησκευτικών της λειτουργών στο βαθμό που ορισμένες επιλογές τους δεν συμβαδίζουν με το εσωτερικό της δίκαιο. Άλλωστε, κάτι αντίθετο θα ήταν και ανορθολογικό, αφού εκουσίως ο κληρικός τελεί σε ειδικές συνθήκες και είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τους πνευματικούς σκοπούς της Ορθόδοξης εκκλησίας. Η οποιαδήποτε παρέμβαση της πολιτείας στη σχέση αυτή όχι μόνο αντιβαίνει τα όσα ορίζονται από τα οικεία άρθρα της ΕΣΔΑ και του Συντάγματος, αλλά θα συνιστούσε και σοβαρή παρέμβαση στους εσωτερικούς κόλπους της εκκλησίας.