Interdisciplinary Journal of Ecclesiastical Law


ΣτΕ 4596/2014: Απόρριψη αίτησης ακύρωσης απόφασης καθαιρέσεως από το υψηλό της ιερωσύνης υπούργημα· η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, βάσει της αυτονομίας της, μπορεί να απαιτήσει από τους θρησκευτικούς της λειτουργούς συγκεκριμένη συμπεριφορά.

2018-06-29 12:11
Τα πραγματικά περιστατικά:
Ο αιτών, πρεσβύτερος και εφημέριος Ιερού Ναού, στρεφόμενος κατά της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Ιεράς Μητρόπολής του, επιθυμεί να ακυρωθούν αποφάσεις Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων (Πρωτοβάθμιου και Δευτεροβάθμιου Συνοδικού και Επισκοπικού Δικαστηρίου), σύμφωνα με τις οποίες κρίνεται ένοχος για διάπραξη κανονικών ατοπημάτων, που του επιβάλλουν την ποινή της καθαίρεσης (ήτοι αφαίρεσης κάθε ιερατικού βαθμού και τίτλου και επαναφοράς του στην τάξη των λαϊκών), συγκεκριμένα για το αδίκημα της αρσενοκοιτίας (ήτοι παρά φύσιν ασέλγειας μετ΄αρρένων).
Για την ακρίβεια, τα αποδιδόμενα σε αυτόν κανονικά παραπτώματα ήταν τετελεσμένες πράξεις και απόπειρες αρσενοκοιτίας, καθώς και ο βαρύτατος σκανδαλισμός των πιστών. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ένοχος «καθ΄έξιν και εξακολούθησιν και κατά συρροήν, συνιστωσών ανάλγητον επανάληψιν των αυτών κακουργημάτων». Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια των ετών 2001-2005, 1. μετέβη εις Κύπρον και ετέλεσε κατά συρροήν ασελγείς παρά φύσιν πράξεις με τουρκοκυπρίους στρατιώτας της τουρκοκυπριακής φρουράς, 2. ετέλεσε ασελγείς παρά φύσιν πράξεις με άρρενας αγνώστου ταυτότητος, σε δωμάτιο ξενοδοχείου, με τους οποίους συνεφώνησε σαρκική επαφή έναντι πληρωμής, 3. επανάληψη του προηγούμενου παραπτώματος στο ίδιο ξενοδοχείο, με άλλους νεαρούς άνδρες, 4. έκανε ωτοστόπ στην Εθνική Οδό (στη Θήβα) και πρότεινε σαρκική παρά φύσιν σχέση με οδηγό φορτηγού, 5. αποπειράθηκε παρά φύσιν επαφή, έναντι χρηματικής αμοιβής, σε ξενοδοχείο Αλβανίας, με ένα ή και με δύο άτομα ταυτόχρονα, 6. πρότεινε σε νεαρό άρρενα το προηγούμενο, 7. παρενοχλούσε σεξουαλικώς οδηγό, με την αιτιολογία ότι κάτι τέτοιο δεν θα αποτελούσε αμάρτημα, σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες. Αυτές του οι πράξεις, μάλιστα, έγιναν ευρέως γνωστές και δημοσιοποιήθηκαν, τόσο από την Αλβανική, όσο και από την Ελληνική τηλεόραση, ενώ ο ίδιος προέβαλλε τον ψευδή ισχυρισμό ότι κατεδιώκετο υπό σπείρας εμπόρων ναρκωτικών. 
Το σκεπτικό του Δικαστηρίου:
Το ΣτΕ έκανε δεκτή την αίτηση ακυρώσεως του αιτούντα, κρίνοντας κατά πρώτον ότι, τα εκκλησιαστικά δικαστήρια εκδίδουν αποφάσεις, οι οποίες θεωρούνται εκτελεστές πράξεις διοικητικών αρχών, όταν επηρεάζεται η υπηρεσιακή κατάσταη του θρησκευτικού λειτουργού, ενώ η ποινή της καθαιρέσεως προβλέπεται και από πολιτειακό νόμο (άρθρο 10 ν.5383/32). 
Σύμφωνα με το Συνοδικό Δικαστήριο, από το οποίο δικάσθηκε ο αιτών, τα αδικήματα που διέπραξε προβλέπονται και από Κανόνες των Αγίων Αποστόλων (25ο και 58ο), του Μεγάλου Βασιλείου (7ο, 62ο και 7ο), του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης (4ο), καθώς και από τους «γραφικούς λογίους» (Ματθ, Κορινθ, Λευιτ), γεγονός που καταδεικνύει τον από τον αιτούντα δεινότατο σκανδαλισμό της συνειδήσεως των πιστών, από τις «κακουργίες» του. Ο πρεσβύτερος, ωστόσο, ισχυρίσθηκε ότι η απόφαση του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου είναι ακυρωτέα, τόσο για λόγους δημοσιότητας της εκκλησιαστικής δίκης, όσο και αναποτελεσματικής υπεράσπισής του. Και αυτά, επειδή δεν επετράπη σε αυτόν (και τον συνήγορό του) να παρίστανται καθόλη τη διάρκεια της συνεδριάσεως και διότι αποκλείσθηκαν από τις λοιπές της φάσεις. Ισχυρίσθηκε, δηλαδή, ότι παραβιάσθηκαν το άρθ. 93π2 του Συντάγματος καθώς και το εδαφ.β της π.1 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Το δικαστήριο, όμως, απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς ως αβάσιμους, με την αιτιολογία ότι τα εκκλησιαστικά δικαστήρια δεν αποτελούν δικαστήρια του άρθ. 87 του Συντάγματος, βασιζόμενο και στις διατάξεις του νόμου για την εκκλησιαστική δικαιοσύνη. Ο αιτών ακολούθως ισχυρίσθηκε εσφαλμένη ερμηνεία των Ιερών Κανόνων (ότι, δηλαδή, η αρσενοκοιτία τιμωρείται με πνευματικό μόνον επιτίμιο), καθώς και ότι οι πράξεις του (κατά παράβαση του αρθ. 57 του ν.5383/32) θα έπρεπε να είχαν αποδειχθεί με όχι λιγότερους από τρείς μάρτυρες. Αυτοί οι ισχυρισμοί απορρίφθησαν, γιατί το όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, είναι το μόνο αρμόδιο να κρίνει τους Ιερούς Κανόνες, η ορθότητα των οποίων δεν μπορεί να ερευνηθεί από το ίδιο το ΣτΕ. Ο αιτών συνέχισε και υποστήριξε ότι τα Συνοδικά Δικαστήρια έμμεσα αποδέχθηκαν παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα, κατά παράβαση του άρθ.9π.3 του Συντάγματος και σε αντίθεση με το άρθ.9 αυτού (περί ιδιωτικής ζωής και ασύλου κατοικίας). Όμως, τα συμπεράσματα περί ενοχής του αιτούντος βασίσθηκαν, κατά το ΣτΕ, «σε πλείστες όσες μαρτυρικές καταθέσεις» ατόμων «που είχαν ιδίαν αντίληψη», ενώ «η συγκεκριμένη περίπτωση είχε καταστεί αντιληπτή σε ευρύτερο κύκλο προσώπων» (σκέψη 12). Επίσης, αναφέρεται ότι κρίθηκε από την εκκλησιαστιική δικαιοσύνη ότι ο νόμος περί προσωπικών δεδομένων εξαιρεί και τους λοιπούς κληρικούς (όχι μόνο τους Μητροπολίτες) «ως προς τους οποίους... λόγω της ιδιότητάς τους ως δημόσια πρόσωπα, υποχωρεί η ισχύουσα για τους ιδιώτες προστασία για τον ιδιωτικό τους βίο» (σκέψη 13). 
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον και από εκκλησιαστικής πλευράς, καθώς και λόγο για τον οποίο η απόφαση αυτή είναι μία από τις σημαντικότερες για την προστασία της θρησκευτικής αυτοδιοίκησης, αποτελεί η σκέψη 15 του Δικαστηρίου. Σε αυτήν, ρητά διατυπώνεται ο όρος «αυτονομία», αφού οι κληρικοί της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας έχουν αποδεχθεί υπακοή στην ιερά παράδοση και στους Ιερούς Κανόνες. Σύμφωνα δε με το άρθ.3π1 του Συντάγματος, αλλά και τα άρθ.9 και 11 της ΕΣΔΑ, η Εκκλησία έχει δικαίωμα να απαιτεί από αυτούς συγκεκριμένη συμπεριφορά, ώστε τόσο ο ιδιωτικός, όσο και ο επαγγελματικός τους βίος να συμβαδίζει με τις διδασκαλίες της, ακόμα δε περισσότερο η δραστηριότητά τους σχετικά με την ερωτική τους ζωή και τις ερωτικές τους προτιμήσεις. Άλλωστε, κατά την αρχή της αυτονομίας των θρησκευτικών κοινοτήτων δεν επιτρέπεται στην Πολιτεία, συνεπώς και στη δικαστική εξουσία να επεμβαίνουν στην Εκκλησία (και αυτό στηρίζεται και στα άρθρα 8 και 14 της ΕΣΔΑ), για να αποδεχθεί ή να αποβάλλει, από τους κόλπους της συγκεκριμένο πρόσωπο. Η συμπεριφορά του πρεσβυτέρου θεωρήθηκε ότι διέρρηξε τους θεσμούς εμπιστοσύνης που είχε με την Εκκλησία, και έτσι η κρινόμενη αίτηση απορρίπτεται από το ΣτΕ, στο σύνολό της. 
Α.Χρυσαφίδη
 

—————

Πίσω