Interdisciplinary Journal of Ecclesiastical Law
του Αντώνη Δημητρίου,
Δικηγόρου, ΜΔΕ Εκκλησιαστικού Δικαίου ΕΚΠΑ
Η εκκλησιαστική ποινή του αφορισμού1
Ως αφορισμός ορίζεται η εκκλησιαστική ποινή με την οποία ένα μέλος της Ορθόδοξης ή Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας αποκλείεται2 εντελώς από τη χριστιανική κοινότητα, ως τιμωρία για τα πολύ σοβαρά αμαρτήματα στα οποία περιέπεσε3.
Διακρίνεται σε μικρό4 και μεγάλο αφορισμό, με τον μεγάλο να θέτει το πρόσωπο μονίμως εκτός εκκλησίας και τον μικρό να καθιστά δυνατή την επανένταξή του στους κόλπους της εκκλησίας. Στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, ανάθεμα και αφορισμός ταυτίζονται και αποτελούν βαρύτατη εκκλησιαστική ποινή. Το αποτέλεσμα αυτής της ποινής είναι η αποκοπή από την εκκλησιαστική κοινωνία, η καταδίκη που παραδίδει5 το αποβληθέν μέλος στον Σατανά6, ώστε να μπορέσει δια παιδαγωγικής τιμωρίας να σωθεί. Δηλαδή ο σκοπός του αφορισμού, όπως και των άλλων επιτιμίων, είναι η μετάνοια του αφορισμένου, και όχι η τιμωρία.
Ο όρος ακοινωνησία7 ταυτιζόμενος πολλές φορές με τον όρο αφορισμός, κάποτε δε και με το ανάθεμα, στο Κανονικό Δίκαιο σημαίνει τον χωρισμό ενός μέλους της Εκκλησίας, Κληρικού, Μοναχού ή Λαϊκού, από την εκκλησιαστική κοινωνία. Δηλαδή ο δια του επιτιμίου της ακοινωνησίας επιτιμηθείς, δεν δύναται να μετέχει στις υπό της Εκκλησίας παρεχομένες πνευματικές ευεργεσίες, όπως στην συμπροσευχή, στην μετοχή στα μυστήρια και τις μυστηριακές τελετές και δη και προ παντός στο το μυστήριο της θείας κοινωνίας8. Ειδικότερα, η ακοινωνησία9 δύναται να ταυτισθεί με τον μικρό αφορισμό,10 ενώ το ανάθεμα με τον μεγάλο αφορισμό.
Το επισκοπικό δικαίωμα11 του αφορίζειν απέκτησαν, ως γνήσιοι διάδοχοι του έργου των Αποστόλων, οι επίσκοποι12, στο πλαίσιο της άσκησης της διοικητικής και πνευματικής τους εξουσίας, σύμφωνα με τη δογματική και τις κανονικές αποφάσεις της Εκκλησίας13. Σήμερα, σύμφωνα με τα άρθρα 4 περίπτωση θ΄ και 6 παρ. 3 του ισχύοντος Καταστατικού Χάρτη της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, Ν. 590/1977, προβλέπεται ρητά ότι ο μεγάλος αφορισμός επιβάλλεται από το ανώτατο ιεραρχικά όργανο διοικήσεως της Ε.τ.Ε., την Ι.Σ.Ι. κατά τα οριζόμενα από τους Ιερούς Κανόνες και απαιτείται για τη σχετική απόφαση αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 του όλου αριθμού των μελών της (όχι των παρόντων).
Το επιτίμιο του αφορισμού είναι ποινή που επιδέχεται συγχώρηση. Η λύση του γίνεται μέσω της Εκκλησίας καλύπτοντας ζώντες και νεκρούς αφορισμένους. Τόσο το τυπικό της άρσης όσο και της επιβολής, δεν παρουσιάζεται ως μία μορφή συγκροτημένη και σταθερά επαναλαμβανόμενη. Πάντως η γενική στάση καθώς και η χρήση του επιτιμίου ανακαλεί ένα από τα βασικότερα δόγματα της χριστιανικής πίστης σύμφωνα με τον Μεθόδιο Ανθρακίτη: «τούτη ή τιμωρία δίδεται εις τους αμαρτωλούς δια τήν σωτηρίαν τους· καί εις τοΰτο άποβλέπη ή 'Εκκλησία, δηλαδή να δώση εδώ τήν πρόσκαιρον παίδευσιν του σώματος δια να σωθή ή ψυχή του»14.
Για την άρση της ποινής του αφορισμού ισχύει ο γενικός κανόνας σύμφωνα με τον οποίο: «Ο δήσας και λύειν δύναται»15, ο ιεράρχης δηλαδή που τον επέβαλε, έχει και τη δικαιοδοσία άρσης αυτού. Η πράξη επιβολής της ποινής του αφορισμού είναι στενά συνδεδεμένη με το πρόσωπο που την επέβαλε σε τέτοιο βαθμό16, ώστε και ο ίδιος ο πατριάρχης σεβόμενος το πνεύμα του ως άνω κανόνα, αποφεύγει συνήθως να άρει επιτίμια που έχουν επιβάλλει άλλοι μητροπολίτες. Ξεχωριστή και ιδιαίτερη περίπτωση επιτιμίου που αίρεται μετά θάνατον είναι αυτή του έχοντος εν ζωή εκφράσει με δήλωση τελευταίας βούλησης, δηλαδή με διαθήκη, την άρση του αφορισμού που του επεβλήθη17. Η πρακτική αυτή αποσκοπούσε στην ελάφρυνση της ψυχής του διαθέτη εν όψει της επικείμενης κρίσεως ενώπιον του Θεού λίγο πριν αποδημήσουν εις Κύριον.
Η περίπτωση αυτή της άρσης του αφορισμού νεκρών αφορισμένων, εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της δογματικής της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά την οποία η ποινή του αφορισμού μπορεί, εκτός από το να επιβληθεί και να αρθεί μετά θάνατον. Απαραίτητη προϋπόθεση για την άρση της ποινής και σε αυτήν την περίπτωση, είναι η τήρηση των κανονικών διατυπώσεων, η οποία συνίσταται αφενός στην κανονική επιβολή της ποινής για αμάρτημα το οποίο τιμωρείται με αφορισμό και αφετέρου η βούληση να αποκατασταθούν οι κανονικότητες δια της συγχωρητικής ευχής18 με την οποία τελειούται η άφεση των αμαρτιών και κορυφώνεται η μετάνοια. Αποτελεί δε αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης στο πλαίσιο της νομοκανονικής θεώρησης του αφορισμού, απασχολώντας ευρύτατα θεολόγους και νομικούς.
Μία από τις συνέπειες της επιβολής του μεγάλου αναθέματος, είναι η στέρηση της εκκλησιαστικής κηδεύσεως19. Η εν λόγω ποινή συνεπάγεται τη στέρηση του δικαιώματος να ταφεί το σώμα με τη συνοδεία των ευχών της Εκκλησίας, με παράλληλη απαγόρευση τέλεσης μνημοσύνων υπέρ αναπαύσεως της ψυχής, που προβλέπει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Άπαξ λοιπόν και επιβληθεί η ποινή του αφορισμού, το σώμα του αφορισθέντος παραμένει κατά τη χριστιανική διδασκαλία, αδιάλυτο.
Συμπερασματικά, η πλουσιότατη περιπτωσιολογία του αφορισμού συνίσταται στις μορφές του, στις κατηγορίες των κολαζόμενων πράξεων, στη διάκριση επιβολής και άρσης του επί ζώντων και νεκρών, καθώς και στην ίδια τη φύση του αφορισμού να προσαρμόζεται ανάλογα με τις ηθικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της κάθε εποχής. Επομένως, εκτός από την ποικίλες μορφές που λαμβάνει, ένα ακόμη χαρακτηριστικό του αφορισμού είναι η προσαρμοστικότητα. Η ποινή του αφορισμού είναι μία ποινή η οποία δύναται να αρθεί με βάση τους κανόνες της Εκκλησίας και την περιπτωσιολογία που αναφέρθηκε, η άρση της οποίας καλύπτει ζώντες και νεκρούς. Η δυνατότητα ανάκλησης του υπό εξέταση επιτιμίου κινείται στο πλαίσιο της Ορθόδοξης δογματικής διδασκαλίας, η οποία διέπεται από το συγχωρητικό πνεύμα που αποσκοπεί στη διάσωση της ψυχής των αμαρτωλών.
---------------------
[1] Από την εκδήλωση σύγχρονα ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας, https://www.arthro-13.com/products/sygchrona-zitimata-thriskeytikis-eleytherias/.
[2] Ήδη από την αρχαιότητα, στην αρχαία ελληνική γραμματεία, ο όρος αφορισμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη σημασία του αποχωρισμού, της εξορίας, της απομάκρυνσης. Η σημασία αυτή επικράτησε αρχικά στα κείμενα της Παλαιάς και μετέπειτα της Καινής Διαθήκης, ενώ εντοπίζεται και σε μεσαιωνικά κείμενα με την ίδια, αρνητική, στερητική σημασία, η οποία υιοθετήθηκε τελικά τόσο στη νεοελληνική όσο και στην εκκλησιαστική γλώσσα.
[3] Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, λήμμα «αφορισμός». (Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών–Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 2003).
[4] Πρόκειται για τα επιτίμιο της ακοινωνησίας· Βλ. Βλασίου Ιω. Φειδά, «Η εκκλησιαστική ακοινωνησία μεταξύ επιτιμίου και ποινής», Εκκλησία ΟΑ΄ (1994) σελ. 684-690· ΦΕΙΔΑ, Ιεροί Κανόνες, σελ. 118-124· ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Εκκλησιαστικό δίκαιο, σελ. 576-579· Αρχιμ. Γρ. Δ. Παπαθωμά, «Στη δίνη ενός κανονικού κενού: Η δυσθήρατη Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη», Νομοκανονικά 2/2015, σελ. 179-187· Από τη νομολογία βλ. ενδεικτικά Σ.τ.Ε. 2154/1988 Τμ. Δ΄, ΑρχΝ ΛΘ΄ (1988) σελ. 446-449 με σχόλιο Χρήστου Δ. Νικολαΐδη, Αρμ. 42 (1988) σελ. 1052-1054, ΕλλΔνη 30 (1989) σελ. 392-395, ΕφΔΔ 1988 σελ. 295-301, ΝοΒ 36 (1988) σελ. 976-979· Σ.τ.Ε. 933/1994 Τμ. Γ΄, ΕΔΔΔΔ 39 (1995) σελ. 89 (περίληψη), ΤοΣ ΚΒ΄ (1996) σελ. 1015-1019· Ολ.Σ.τ.Ε. 2979/1996, Υπεράσπιση 1997 σελ. 314-321, με παρατηρήσεις Γεωργίου Α. Πουλή· Σ.τ.Ε. 615/2004, Σ.τ.Ε. 685/2011 και Σ.τ.Ε. 688/2011, δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»· Πρβλ. Αποστολάκης Γεώργιος Στ., Ευρετήρια νομολογίας & βιβλιογραφίας εκκλησιαστικού δικαίου 1890-2003, Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις, Τρίκαλα-Αθήνα 2005, σελ. 238 αρ. 40 και 41 και σελ. 797 αρ. 29 και 30.
[5]Το θέμα είναι αν ο ίδιος ο «υπό ανάθεμα» συνάνθρωπός μας επιτρέπει στο Θεό να τον σώσει ή παραδίδει τον εαυτό του στο διάβολο. Γι’ αυτό ο αναθεματισμός καταλήγει «παράδοση στο διάβολο» (αυτοπαράδοση του αναθεματισθέντος), μετά την εγκατάλειψη της υπόθεσης της σωτηρίας του από τους χριστιανούς. «Ο υπό ανάθεμα γεγονώς αποδιΐσταται μεν του Θεού, προσενούται δε και προσκληρούται τω Σατανά, και ανάθημα εκείνου αυτός εαυτόν ποιεί» (δηλ. αφιερώνει μόνος του τον εαυτό του στο διάβολο, Θ. Βαλσαμών, στο Γ. Α. Ράλλη – Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων…, τόμ. 2, Αθήνησιν 1852, σελ. 712). Έτσι επιφέρει στους αναθεματισθέντες «την αράν, ή αυτοί εαυτούς υπεβάλοντο» (την κατάρα, στην οποία οι υπέβαλαν τον εαυτό τους, Συνοδικόν της Ορθοδοξίας). Έτσι το «ανάθεμα» συνδέθηκε με απώλεια της σωτηρίας και αυτή –και μόνον– είναι η έννοια του Α΄ Κορινθ. 5, 1-5 («παράδοση στο σατανά» του ανθρώπου που επέμενε να έχει ερωμένη τη μητριά του), όπου και τονίζεται πως αυτό ζητείται «ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού» (και του ανάλογου Α΄ προς Τιμόθεον 1, 20). Αν ο άνθρωπος «παραδινόταν στο διάβολο» από τις Οικ. Συνόδους, ο Εχθρός θα είχε εξουσία πάνω του και δε θα τον άφηνε να επιστρέψει (περίπτωση Κεραμιών). Όμως κάθε αιρετικός ή αμαρτωλός επιστρέφει αμέσως στο Θεό μόλις εγκαταλείψει «τα έργα του διαβόλου». Άρα έχει εξουσία του εαυτού του (εκτός αν παραδοθεί ο ίδιος στο διάβολο) και ο Θεός μπορεί να τον σώσει, αρκεί ο ίδιος να Του το επιτρέψει ανοίγοντάς του την καρδιά του.
[6] Όσον αφορά το άτομο που έχει δεχτεί «ανάθεμα», η Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια αναφέρει ότι σημαίνει «τον κεχωρισμένον ή αφωρισμένον από την εκκλησιαστικήν κοινωνίαν και τον απόβλητον της Θείας Χάριτος και συνεπώς τον εστερημένον των σωτηρίων επακολουθημάτων αυτής. [...] Ανάθεμα και αφορισμός είναι έν και το αυτό πράγμα και είναι βαρυτάτη των εκκλησιαστικών ποινών [...] δια της επιβολής ταύτης αποκόπτεται εκ της εκκλησιαστικής κοινωνίας και υφίσταται όλας τας συνεπείας της επιβολής της ποινής. [...] Το ανάθεμα κατά την σχετικήν Γραφικήν έκφρασιν (Α' Κορ. Ε' 5, Α' Τιμ. Α' 20) έχει την έννοιαν ότι ο δια της ποινής ταύτης καταδικαζόμενος και από της εκκλησιαστικής κοινωνίας εκκοπτόμενος παραδίδεται τω Σατανά». (Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμ 2ος, σελ. 469, 470).
[7] Το ουσιαστικό ακοινωνησία, εξ ου και το επίθετο ακοινώνητος, προέρχονται από το στερητικό α και την κοινωνία και σημαίνουν· το μεν ουσιαστικό την πράξη της «μη συμμετοχής με κάποιους εις τι, ο δε ακοινώνητος τον αμέτοχον τινός, τον μη συναναστρεφόμενον με κάποιους». Βλ. Λεξικά· Α.Ν. ΓΙΑΝΝΑΡΗ, Έκδοσις Ανέστη Κωνσταντινίδου, Αθήναι 1888, Τόμος Α, σελ. 71, Γεωργίου Δ.Μπαμπινιώτη, Λεξικό νέας Ελληνικής Γλώσσας, Τρίτη Έκδοσις,, σελ.102, Libdell και Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Υπό Ξενοφώντος Π.Μόσχου, Εκδόσεις Οίκου Ι ΣΙΔΕΡΗ, Τόμος Α, σελ. 88, Ιωάννου Δρ.Σταματάκου, Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα 1994, σελ. 51, Δ.Δημητράκου, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Τόμος Α΄, σελ.163.
[8] Κατά κάποιον τρόπο δηλαδή η Εκκλησία με το επιτίμιο της ακοινωνησίας εφαρμόζει το μέτρο που επέβαλε ο Θεός στους Πρωτοπλάστους μετά την παρακοή, εξορίζοντάς τους από τον παράδεισο.
[9] Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, ερμηνεύοντας τον Ι . Κανόνα των Αγίων Αποστόλων, γράφει σχετικά· «Το όνομα, ακοινώνητος, έχει τρεις σημασίας. Διότι, ή δηλοί τον συνεστώτα μεν τη εκκλησία, και συμπροσευχόμενον με τους λοιπούς Χριστιανούς, μη κοινωνούντα δε τα θεία Μυστήρια· ή δηλοί τον μήτε κοινωνούντα, μήτε συνιστάμενον και προσευχόμενον με τους πιστούς εν τη εκκλησία, αλλά αφοριζόμενον από αυτούς, και ευγαίνοντα έξω της εκκλησίας και προσευχής. Η τελευταίον δηλοί, κάθε κληρικόν οπού γένη από τον κλήρον ακοινώνητος: Επίσκοπον θετέον, από τους συνεπισκόπους του, Πρεσβύτερον, από τους συμπρεσβυτέρους του, ή Διάκονον, από τους συνδιακόνους του, και καθ’ εξής. Και κάθε μεν ακοινώνητος, ταυτόν ειπείν αφωρισμένος από τους πιστούς τους εν τη εκκλησία, είναι ενταυτώ και ακοινώνητος από τα Μυστήρια, κάθε δε ακοινώνητος από τα Μυστήρια, δεν είναι ακοινώνητος και από την ομήγυριν των πιστών... Ο δε παρών Κανών, ακοινώνητον εκλαμβάνει κατά την δευτέραν σημασίαν» ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σελ. 13. Ο Βαλσαμών, ερμηνεύοντας τον όρο ακοινώνητος του ΙΣΤ' Κανόνα της Α' Οικουμενικής Συνόδου, αναφέρει σχετικα· «Τους δε μετακαλουμένους κληρικούς παρά των χειροτονησάντων αυτούς, και μη πειθομένους αναστρέφειν, ακοινωνήτους αυτοίς είναι ήγουν μη παραχωρείσθαι συνιερουργείν τούτοις· εις τούτο γαρ το μη κοινωνείν εκλαμβάνεται· ου μην εις το μη εκκλησιάζειν, ή εις το μη μεταλαμβάνειν των αγιασμάτων, ακουλούθως πάντως τω ΙΕ' αποστολικώ κανόνι, τω διοριζομένω μη λειτουργείν τους τοιούτους», Ράλλη –Ποτλή, Τόμος Β , σελ. 150 .
[10] Βλ. ΡΑΛΛΗΣ-ΠΟΤΛΗΣ, Σύνταγμα, Τόμος B’ σελ. 14, κ. εξ., Νικοδήμου Μίλας, Το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, σελ. 707 κ. εξ. Κωνσταντίνου Ράλλη, Εγχειρίδιον Εκκλησιαστικού Δικαίου, σελ. 119 κ. εξ., ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟ, Σύστημα, τ. Γ΄, σελ. 321 κ. εξ., 500 κ. εξ. , Αγίου Νικοδήμου του αγιορείτου, Ερμηνεία του Ι Κανόνος των Αγίων Αποστόλων, ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σελ. 13, ΑΛΙΒΙΖΑΤΟ ΑΜΙΛΚΑ, Κανονικόν δίκαιον, Τόμος 2ος, σελ. 82, λήμμα Ακοινωνησία και Τόμος 3ος, σελ. 996, λήμμα Αφορισμός. Για το θέμα σπουδαία είναι η σύγχρονη και επί τούτω γραφείσα μελέτη του Καθηγητού Βλασίου Φειδά Η Εκκλησιαστική ακοινωνησία μεταξύ επιτιμίου και ποινής, εν· ΕΚΚΛΗΣΙΑ , 15 Νοεμβρίου 1994, σελ. 684 κ. εξ.
[11] Πρόκειται για επισκοπικό προνόμιο το οποίο θεωρείται δεδομένο και αυτονόητο, γεγονός που επιβεβαιώνεται από κείμενα των Πατέρων της εκκλησίας, εκκλησιαστικούς κανόνες και αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων: Το δικαίωμα του αφορίζειν που έλαβαν οι Απόστολοι από τον ιδρυτή της Εκκλησίας, τον Ιησού Χριστό, κληροδοτήθηκε αναλλοίωτο στους προεστώτες της ευχαριστιακής συνάξεως, τους επισκόπους και ως εκ τούτου, η εξουσία αυτή που τους απονεμήθη ανάγεται στον Χριστό, για αυτό και είναι αδιαμφισβήτητη.
[12] Οι επικεφαλής των τοπικών εκκλησιών ήταν οι επίσκοποι, όρος που θα αντικατασταθεί μετέπειτα από εκείνον του μητροπολίτη, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγονται ενδεχομένως και επίσκοποι.
[13] ο αφορισμός αποτέλεσε πολύτιμο εργαλείο στα χέρια της Εκκλησίας με σκοπό τη νουθεσία των πιστών. Η Εκκλησία απειλεί με αφορισμό τους αμαρτάνοντες. Η πρόκληση συναισθημάτων φόβου και ο εκφοβισμός του απειλουμένου με αφορισμό ώστε να επανορθώσει, λειτουργεί σαν μέσο προληπτικό και αποτρεπτικό τέλεσης αδικημάτων. Η δυναμική της αφοριστικής απειλής έγκειται στο φόβο για την απώλεια της ψυχής του επιτιμώμενου. Αποφασιστικό ρόλο σε αυτό διαδραματίζει, φυσικά, το κοινωνικό σύνολο το οποίο καλείται να απομονώσει τον αδικούντα, από τη βούληση του οποίου εξαρτάται η πρόθεση επανορθώσεως και ειλικρινούς μεταμέλειας.
[14] Μεθόδιος Ανθρακίτης, Θεωρίαι χριστιανικοί και ψυχωφελείς νουθεσίαι, συντεθεΐσαι είς γλώσσαν πεζήν δια κάθε χριστιανόν, όπου επιθυμεί νά γνωρίση την χριστιανικήν πολιτείαν και ευαγγελικήv αλήθειαν, Βενετία 1699. (Legrand, Β.Η., 17.5, 257), σελ. 225.
[15] Κατά τον Αριστηνό «τον άφορισθέντα παρ' επισκόπου κληρικόν, εάν μείζων σύνοδος προσδέξοιτο, ή κατακρίνετε, στεργέτω την άπόφασιν. Ό δήσας και λύειν δύναται. Δια τοΰτο γουν τον έπιτιμηθέντα παρ' επισκόπου κληρικόν, και άφορισθέντα, ού δει παρ' έτερου δεχθήναι ως άνεπιτίμητον, ει μη παρ' αύτου λυθη του δεσμήσαντος. Ει δέ σύνοδος τον άφορισθέντα έξετάσοι, και παραλόγως εΰροι τον άφορισμον έπενεχθέντα, δύναται το κακώς γενόμενον διορθουσθαι, και λύειν αυτόν, και ή περί τούτου άπόφασις μένει βεβαία», ΡΑΛΛΗΣ-ΠΟΤΛΗΣ, Σύνταγμα, τ. 3, σελ. 138.
[16] Για περισσότερα βλ. Ρόδινος Ν., Σύνοψις τών θείων και Ιερών τής 'Εκκλησίας μυστηρίων, είς ώφέλειαν τών Ιερέων... έξήγησις τών δέκα εντολών... περί εκκλησιαστικών έπιτιμίων, και περί τής εκκλησιαστικής ακολουθίας. Βιβλίον ώφελιμον, και πολλά χρειαζόμενον δια τους 'Ιερείς, και δια κάθε λογής ανθρωπον, Ρώμη 1633 (Legrand, Β.Η. 17. 1, 224), σελ. 210-21.
[17] Τον γενικό κανόνα «Ο δήσας και λύειν δύναται» επιβεβαιώνει και ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδας Πορφυρίου (30-09-1643) στη διαθήκη του στην οποία μεταξύ άλλων λέγει: «όποιους χριστιανούς έκαταράσθηκα, άφώρεσα και αναθεμάτισα, τους δίδω τώρα τήν συγχώρησιν και εύλογίαν και τους έχω συγχωρεμένους και ευλογημένους παρά πατρός, υίοΰ και αγίου πνεύματος· τό ομοίως γυρεύω και έγώ ό ταπεινός άπ' αυτούς και άπό πάσα όρθόδοξον χριστιανόν», Βαρναλίδης Σ. Λ., Ο φιλενωτικός αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Πορφύριος Παλαιολόγος (f 1643) και η συμμετοχή αυτού είς τάς συνωμοτικάς ενεργείας εναντίον Κυρίλλου του Λουκάρεως, Μακεδονικά 19 (1979) σελ.155.
[18] Για τις συγχωρητικές ευχές βλ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Διαπάλη, σελ. 72, υποσ. 23.
[19] Για την ποινή της στέρησης της εκκλησιαστικής κηδεύσεως βλ. ενδεικτικά ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ - ΜΙΛΑΣ, Το εκκλησιαστικόν δίκαιον, § 152 σελ. 712-713· ΡΑΛΛΗ, Ποινικόν, § 18 σελ. 185-209· ΠΕΤΡΑΚΑΚΟ, Συμβολαί, σελ. 106-107· ΡΑΛΛΗ, Εγχειρίδιον, § 38 σελ. 122-124· ΠΕΤΡΑΚΑΚΟ, Ενασχολήσεις, § 16 σελ. 75-78· ΡΑΜΜΟ, § 54 σελ. 111-112· ΜΟΥΡΑΤΙΔΗ, Κανονικόν δίκαιον, σελ. 234-235· ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟ, Σύστημα τ. Γ΄, σελ. 332-334· ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟ, Έκκλησιαστικόν § 53 σελ. 275· ΤΡΩΙΑΝΟ, σελ. 421· ΡΟΔΟΠΟΥΛΟ, Μαθήματα, σελ. 207· ΜΠΟΥΜΗ, Κανονικόν δίκαιον, σελ. 204 και 241-243· ΤΡΩΙΑΝΟ - ΠΟΥΛΗ, σελ. 571-572· ΡΟΔΟΠΟΥΛΟ, Επιτομή, σελ. 169· ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Εγχειρίδιο, § 48 σελ. 268-269· Πρβλ. Γ. Πουλή, Η στέρηση της εκκλησιαστικής κήδευσης, Αρμ. 38 (1984) σελ. 272-278· Η. Βουλγαράκη, Αυτοκτονία και εκκλησιαστική ταφή, εκδ. Αρμός, 2000, σελ. 141· Πρωτοπρεσβύτερου Χρ. Γ. Χαχαμίδη, «Εκκλησιαστική κήδευση και ταφή ή καύση», Νομοκανονικά 2/2015, σελ. 123-136· ΠΟΥΛΗ, Νομοθετικά, σελ. 294-298 και 682-684· Ε.Χ. Ανδρουλακάκη, «Εκκλησιαστική κήδευση και ταφή ή καύση», Νομοκανονικά 2/2015, σελ. 205-210· Λ. Β. Κατσίρα, «Εκκλησιαστική κήδευση και ταφή ή καύση», Νομοκανονικά 2/2015, σελ. 211-218· Γ. Ι. Ανδρουτσόπουλου - Β. Κ. Μάρκου, «Νομοθετικές παλινωδίες περί την καύση των νεκρών», Νομοκανονικά 1/2016, σελ. 53-88 και ιδίως σελ. 81-88.
arthro 13
του Δημητρίου Αλεξόπουλου Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει Χριστὲ ὁ Θεός, δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου τὴν δόξαν σου, καθὼς ἠδύναντο. Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ...
—————
επιμέλεια αφιερώματος: Σταυρούλα - Αλεξία Χρυσαφίδη Αφιέρωμα - συνέντευξη με τον π. Σπυρίδωνα Κωνσταντή, μεταπτυχιακό φοιτητή Κατεύθυνσης Χριστιανικής Λατρείας του Τμήματος...
—————
του Δημητρίου Αλεξόπουλου Χαράς Ευαγγέλια, ελευθερίας μηνύματα!1 Ο Θεός απέστειλε τον άγγελο Γαβριήλ στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας και στην παρθένο Μαριάμ, τη μνηστή του Ιωσήφ. Απέστειλε τον Γαβριήλ...
—————
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ – ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ Π.Μ.Σ. «ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ» Διευθύντρια: Καθηγήτρια Διοτίμα Λιαντίνη Πανεπιστημιούπολη-Άνω Ιλίσια 157 84, Αθήνα, Τηλ: 210-727-5847,...
—————
Η νομική επιστήμη είναι ένα πυλώνας σύνδεσης με τον καθημερινό βίο του παρόντος και του παρελθόντος, αποτελώντας παράλληλα έρεισμα για συζητήσεις αναγόμενες στην πολιτική και την κοινωνική εξέλιξη...
—————
του Νικολάου Χαροκόπου Μερικές παρατηρήσεις με αφορμή την ομηρική πλάκα από την Ολυμπία Πριν από μερικές εβδομάδες η επιστημονική κοινότητα εντός και εκτός Ελλάδας, καθώς και η κοινή γνώμη,...
—————
Δεν πιστεύω να νομίζατε ότι τα ιδιαίτερα θέατρά μας ήταν μόνο αυτά! Έχουμε πολύ μελέτη ακόμα για όσα γνωρίζουμε και για όσα δεν «έχουν βγει στην επιφάνεια» μέχρι τώρα. Αξίζει...
Υλοποιήθηκε από Webnode