"Πριν από δύο χρόνια καλοί φίλοι και συμφοιτητές νιώσαμε την ανάγκη να δημιουργήσουμε ένα χώρο που θα φιλοξενεί το αντικείμενο που αγαπήσαμε, ένα χώρο προσβάσιμο σε όλους, προσιτό και στον προπτυχιακό φοιτητή, ο οποίος αναζητά το επιστημονικό αντικείμενο που του ταιριάζει, χρήσιμο και στον ερευνητή που αναζητά υλικό για κάποια επιστημονική του μελέτη. Μέσα σε αυτό το διάστημα μάθαμε πολλά, υπήρξαν άνθρωποι, οι οποίοι μας στήριξαν, δεχτήκαμε και θετικές και αρνητικές κριτικές, συνηθίσαμε στο να συνεργαζόμαστε, ακόμη και όταν υπάρχουν εξωτερικά ή εσωτερικά προβλήματα. Σήμερα είμαστε ευχαριστημένοι, διότι η προσπάθειά μας αυτή έχει αντέξει στο χρόνο και είμαστε σε θέση να την πάμε ένα βήμα παραπέρα, ώστε η συμβολή μας να γίνει ουσιαστικότερη. " Ήταν ακριβώς τα λόγια που είχαμε πει στην πρώτη μας εκδήλωση, όταν κλείσαμε και τα δύο χρόνια λειτουργίας. Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά δημοσιεύουμε το παρόν χάριν των έξι ετών λειτουργίας του εγχειρήματός μας.
Το «ΑΡΘΡΟ 13», λοιπόν, ξεκίνησε πριν από έξι χρόνια και συγκεκριμένα στις 28.11.2015 από έναν μικρό αριθμό φοιτητών, με σκοπό να συμπεριλάβει αναρτήσεις που αφορούν τον κλάδο του Εκκλησιαστικού Δικαίου, έναν κλάδο της νομικής επιστήμης ιδιαίτερο, καθώς αναφέρεται σε δύο διακριτές δικαιοταξίες. Οι αναρτήσεις και το ενδιαφέρον της ομάδας μας, σήμερα εκτείνεται στο Δίκαιο των Θρησκευμάτων γενικότερα, που είναι ένας διαρκώς εξελισσόμενος κλάδος του δικαίου, ένα "ζωντανό" αντικείμενο που πραγματεύεται την ύπαρξη των θρησκευμάτων εντός ενός του πολιτειακού οργανισμού. Έννοιες όπως η "θρησκευτική ουδετερότητα", "εκκλησία", "θρησκεία", "σχέσεις κράτους-θρησκευμάτων", "θρησκευτική έκφραση", "θρησκευτική αυτοδιοίκηση", είναι έννοιες προσιτές και κατά τη βάση τους κατανοητές από όλους, με αποτέλεσμα να αναπτύσσεται ένα ευρύ φάσμα αρθρογραφίας και τοποθετήσεων σε διεθνές επίπεδο. Στην πραγματικότητα, βέβαια, το θρησκευτικό φαινόμενο, για να κατανοηθεί τόσο στη θρησκευτική όσο και στην πολιτειακή του βάση, απαιτεί εκτεταμένη μελέτη και έρευνα, διαρκή συζήτηση και γνώση της "πράξης" του, σε συνδυασμό με την κατανόηση του ότι αποτελεί βασικό συστατικό της δημόσιας σφαίρας.
Χαρακτηριστική αρχή με την οποία λειτουργεί το θρησκευτικό φαινόμενο εντός της πολιτείας είναι η αρχή της αναλογικότητας. Η στάθμιση που πραγματοποιείται, όταν το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας συναντάται με άλλες δυναμικές, όπως η τέχνη, η έκφραση, η εκπαίδευση, η νομική προσωπικότητα. Είναι αναλογική για παράδειγμα η δυνατότητα διάλυσης ενός θρησκευτικού νομικού προσώπου σε περίπτωση απουσίας θρησκευτικού λειτουργού για παραπάνω από έξι μήνες; Αν αναλογιστεί κανείς το θρησκευτικό σκοπό της εν λόγω ένωσης φυσικών προσώπων, που διατρέχει το σχετικό νόμο 4301/2014, θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι: ναι είναι αναλογική! Πιο αναλυτικά, κατά το άρθρο 10παρ.1 του ν.4301/2014: «Το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο διαλύεται στις περιπτώσεις που προβλέπει ο κανονισμός του και σε περίπτωση που τα μέλη του μείνουν λιγότερα από εκατό. Με απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου, το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο μπορεί να διαλυθεί αν το ζητήσει η διοίκησή του για οποιονδήποτε λόγο και αν το ζητήσει η εποπτεύουσα αρχή ή ο αρμόδιος εισαγγελέας: α) αν δεν έχει τουλάχιστον έναν θρησκευτικό λειτουργό για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, β) αν στην πραγματικότητα επιδιώκει σκοπό διαφορετικό από αυτόν που ορίζει ο νόμος και γ) αν η λειτουργία του έχει καταστεί παράνομη ή ανήθικη ή αντίθετη προς τη δημόσια τάξη. Η αίτηση εκδικάζεται κατά την εκουσία δικαιοδοσία». Ειδικότερα, ανακύπτει το εξής ερώτημα: Αποτελεί ο λόγος αυτός διάλυσης ΘΝΠ έναν περιορισμό του δικαιώματος στη θρησκευτική συσσωμάτωση ή πρόκειται απλά για αυτονόητη διατύπωση; Κατά πρώτον, η συγκεκριμένη δυνατότητα διάλυσης δεν συγκαταλέγεται στους αναγκαστικούς λόγους διάλυσης ενός ΘΝΠ, με την έννοια ότι εάν συντρέξει η έλλειψη θρησκευτικού λειτουργού ξεκινάει αυτόματα η διαδικασία διάλυσής του. Αντιθέτως, προκειμένου να διαλυθεί με δικαστική απόφαση, είναι απαραίτητο να το ζητήσει το ίδιο το ΘΝΠ, η εποπτεύουσα αρχή ή ο αρμόδιος εισαγγελέας. Κατά δεύτερον, ο λόγος αυτός διάλυσης είναι σαφώς αναλογικός, αποκλειομένης της δυνατότητας εξέτασης ηπιότερων μέσων εκ μέρους του νομοθέτη. Για την ακρίβεια, δεν αποτελεί καν περιορισμό του δικαιώματος της θρησκευτικής συσσωμάτωσης, αλλά απόρροια αυτής. Ειδικότερα, από όλο το φάσμα του ν.4301/2014 και της αιτιολογικής του έκθεσης, καθίσταται σαφές ότι οι νέες μορφές νομικής προσωπικότητας έχουν καθαρά θρησκευτικό χαρακτήρα και τα νπιδ που συστήνονται βάσει των οικείων διατάξεων φέρουν θρησκευτικό σκοπό. Για τη διατήρηση του εν λόγω θρησκευτικού σκοπού και για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του συνόλου των θρησκευτικών και εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, το κράτος υποχρεούται να εγγυηθεί την πραγματική λειτουργία τους. Σε περίπτωση που δεν προέβαινε σε μια τέτοιου είδους διασφάλιση, θα έθετε σε κίνδυνο το δικαίωμα στη θρησκευτική ισότητα, αλλά και την αξιοπιστία και το κύρος των θρησκευτικών και εκκλησιαστικών νπιδ. Συνεπώς, η δυνατότητα διάλυσης ενός ΘΝΠ σε περίπτωση έλλειψης θρησκευτικού λειτουργού για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, πρόκειται για απόρροια του δικαιώματος θρησκευτικής αυτονομίας ή άλλως για έναν αναλογικό περιορισμό της θρησκευτικής συσσωμάτωσης, η οποία έχει ως βασικό σκοπό την τέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων κάθε θρησκευτικής ένωσης.
Επιστρέφοντας στο Άρθρο 13, με την πάροδο των ετών, το εγχείρημα αυτό εξελίχθηκε και ανέπτυξε συνεργασίες, συμμετείχε σε επιστημονικές εκδηλώσεις ή διοργάνωσε τις δικές του. Άλλοτε πιο ενεργά άλλοτε λιγότερο, καθώς οι συνεργάτες του πλέον είναι ως επί το πλείστον δικηγόροι με έντονη δραστηριότητα. Ο στόχος, λοιπόν, για την επόμενη περίοδο δεν είναι άλλος από τον συνδυασμό της θεωρίας με την πράξη και την ανάδειξη ζητημάτων μέσα από την πρακτική εμπειρία. Το παρόν αφιέρωμα διαρθρώνεται σε τρία μέρη, ήτοι τις απόψεις συνεργατών επί σύγχρονων ζητημάτων θρησκευτικής ελευθερίας, άρθρα μεγαλύτερης έκτασης αδημοσίευτα ή δημοσιευμένα, καθώς και τις επιστημονικές εκδηλώσεις με χρονολογική σειρά.
Θα ήθελα σε αυτό το σημείο να ευχαριστήσω θερμά όλους τους ανθρώπους που συνεργάστηκαν και υπήρξαν μέρος αυτής της δράσης. Το Άρθρο 13 θα συνεχίσει τη λειτουργία του στο ίδιο πλαίσιο, με το επόμενο διάστημα να αναρτώνται κυρίως συλλογικά κείμενα με τη μορφή αφιερωμάτων και νομολογία.
Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος εκτίθενται με αλφαβητική σειρά σύντομες αναπτύξεις συνεργατών σχετικά με σύγχρονα ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας και τον κλάδο του Εκκλησιαστικού Δικαίου:
Μέτρα κατά του covid-19 και περιορισμός της εκδήλωσης της θρησκευτικής λατρείας
Χρήστος Αλεβίζος, Δικηγόρος, Εκπαιδευτής Ενηλίκων, LLM, MSc
To ξέσπασμα της πανδημίας του covid-19 έφερε τα κράτη αντιμέτωπα με μία σειρά προκλήσεων σε όλο το φάσμα της δημόσιας σφαίρας, με αποτέλεσμα να κληθούν να συζητήσουν και να πραγματώσουν μια στρατηγική καταπολέμησής του. Τα μέτρα αυτά είχαν αντίκτυπο και στην άσκηση της θρησκευτικής λατρείας και την εκδήλωση της θρησκευτικής πίστης. Ανεξάρτητα με τη θρησκευτική πίστη του καθενός, η αξία των δικαιωμάτων δε μετριέται με τη ζυγαριά, για να αξιολογηθούν κάποια ως λιποβαρή, ωστόσο, εντός της έκρυθμης αυτής κατάστασης η πολιτειακή έννομη τάξη κλήθηκε να κάνει στάθμιση μεταξύ της θρησκευτικής ελευθερίας και της δημόσιας υγείας. Φυσικά, η λήψη μέτρων προϋποθέτει και τη γνώση της λειτουργίας του θρησκευτικού φαινομένου, ώστε να αποφεύγονται τυπικά σφάλματα ή μέτρα που δεν εξυπηρετούν το σκοπό τους. Για παράδειγμα στην ΑΡ342/31.3.2020 απορριπτική απόφαση-πρακτικό του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών δεν πραγματοποιήθηκε στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος θρησκευτικής αυτονομίας και της προστασίας της δημόσιας υγείας, ώστε να αιτιολογηθεί επαρκώς η ως άνω απόρριψη. Πιο αναλυτικά, η ως άνω διατύπωση στο σκεπτικό της τα εξής (σκ.2): «Επειδή, η αντιλέγουσα θίγεται, σύμφωνα με το δικόγραφο των εκδικαζόμενων αντιρρήσεων, από την επιβολή του ένδικου μέτρου, το οποίο αποσκοπεί, καταρχάς, στην διασφάλιση κοινωνικής αποστασιοποίησης και, περαιτέρω, στην πρόληψη και στον περιορισμό διάδοσης κορωνοϊού, δηλαδή νόσου, με ενδεχόμενες σοβαρές επιπτώσεις στην δημόσια υγεία, συνίσταται δε, ουσιαστικά, στην απαγόρευση πραγματοποίησης πομπής έξω από χώρους θρησκευτικής λατρείας, κατά την διεξαγωγή κάθε συναφούς τελετής. Η πομπή προϋποθέτει, κατά τα κοινώς γνωστά, την συμμετοχή περισσότερων του ενός προσώπων. Ωστόσο, με το δικόγραφο των εκδικαζόμενων αντιρρήσεων, η αντιλέγουσα παρέλειψε να επικαλεστεί ότι εξαιρέθηκαν ήδη νομίμως από την εφαρμογή της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης άλλα πρόσωπα, αριθμητικώς επαρκή, για να συγκροτηθεί και διενεργηθεί στην εδαφική περιφέρεια του Δικαστηρίου ορισμένη, κατά τόπο και χρόνο, τουλάχιστο υποτυπώδης υπαίθρια θρησκευτική πομπή, στην οποία προτίθεται να συμμετάσχει. Παρέπεται ότι αποβαίνουν αλυσιτελείς οι λόγοι ατομικής ακύρωσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, οι οποίοι περιέχονται στο δικόγραφο αυτό, γιατί η παραδοχή τους δεν θα συνεπαγόταν ικανοποίηση όσων δικαιωμάτων της πλήσσονται, κατά την αντιλέγουσα, από την επιβολή του ένδικου μέτρου». Ωστόσο, η λιτανεία δεν είναι μια πομπή κοσμικού χαρακτήρα, αλλά μια θρησκευτική τελετή που αφορά τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας και μπορεί να πραγματοποιηθεί και χωρίς πιστούς ή μόνο με έναν πιστό.
Εκκλησία και προσωπικά δεδομένα
Γεώργιος Ι. Γαλανόπουλος, Δικηγόρος, Υπ. ΔΝ Νομικής Αθηνών
Εφαρμόζεται ο Γενικός Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 για την προστασία των προσωπικών δεδομένων (ΓΚΠΔ) στο περιβάλλον της Εκκλησίας της Ελλάδος; Ποιος είναι ο υπεύθυνος επεξεργασίας; Είναι η Εκκλησία της Ελλάδος, οι Μητροπόλεις, οι Ενορίες, οι Ιερές Μονές; Εντάσσονται τα εκκλησιαστικά νομικά δημοσίου δικαίου στους «δημόσιους φορείς» του ν. 4624/2019 παρά την πρόβλεψη του άρθρου 68 του ν. 4235/2014 που επί της αρχής τα εξαιρεί από τους φορείς δημόσιας διοίκησης; Ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες και οι απαιτήσεις συμμόρφωσης με τον ΓΚΠΔ;
Προς το παρόν, δεν φαίνεται να έχουν απασχολήσει την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ζητήματα συμμόρφωσης της Εκκλησίας της Ελλάδος ή των λοιπών εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου με τον ΓΚΠΔ. Ούτε είχαν τεθεί αντίστοιχοι προβληματισμοί για τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου υπό το παλαιό καθεστώς της Οδηγίας 95/46/ΕΚ και του ν. 2472/1997.
Είναι, όμως, προφανές ότι ζητήματα όπως η πρόσβαση του κοινού στα εκκλησιαστικά αρχεία, η τυχόν μεταβολή των θρησκευτικών πεποιθήσεων και άρα η διαγραφή των δεδομένων από τα σχετικά αρχεία, η ψηφιακή παρουσία ορισμένων Μητροπόλεων και η σχέση τους με τις νέες τεχνολογίες, η παροχή διαδικτυακών υπηρεσιών προς τους πολίτες, η σύναψη «δημοσίων» συμβάσεων με ιδιώτες κ.ο.κ. καθιστούν όλο και πιο ενδιαφέρουσα και επιτακτική την διείσδυση του δικαίου των προσωπικών δεδομένων στο θεσμικό περιβάλλον των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
Εκκλησιαστικό Δίκαιο: ένας «ζωντανός» κλάδος του δικαίου
Αναστάσιος Γ. Ηλίας, Δικηγόρος, LLM Αστικού και Εκκλησιαστικού Δικαίου,
Υπ. ΔΝ Νομικής Αθηνών
Το εκκλησιαστικό δίκαιο αποτελεί τμήμα του ελληνικού δικαίου που παράγεται από την νομοθετική εξουσία και αρμόδια διοικητικά όργανα κατ' εξουσιοδότηση αυτής. Αφορά, δε, κάθε γνωστή θρησκεία σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 13 του Συντάγματος και όχι μόνο την θρησκεία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού. Θα πρέπει να επισημάνω μάλιστα πως σε ενωσιακό και διεθνές επίπεδο υπάρχουν σειρά νομοθετημάτων αυξημένης μάλιστα τυπικής ισχύος που ρυθμίζουν τα ζητήματα αυτά.
Ιδιαίτερη σημασία έχει, δε, το γεγονός πως ο κλάδος αυτός του δικαίου δεν αποτελεί ένα αναχρονιστικό κατάλοιπο του παρελθόντος. Αντίθετα ενόψει των πολυπολιτισμικών και πολυεθνικών κοινωνιών της σημερινής εποχής αποτελεί "ζωντανό" και εξελισσόμενο δίκαιο. Κάτ' εφαρμογή του μάλιστα προκύπτει κάθε χρόνο νομολογία τόσο σε εθνικό όσο και ενωσιακό και διεθνές επίπεδο. Είναι μέλημα, άλλωστε, κάθε σύγχρονης δυτικού τύπου κοινωνίας να προστατεύει με ρητό και σαφές θεσμικό πλαίσιο την ελεύθερη άσκηση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας των κοινωνών της.
Είναι καίριο μάλιστα να επισημανθεί πως η θρησκευτική ελευθερία και ιδίως η άσκηση της λατρείας αποτέλεσε ένα από τα πρώτα δικαιώματα που αναγνωρίστηκαν από την κρατική εξουσία στους πολίτες κάθε χώρας κατά την περίοδο του Διαφωτισμού. Θα πρέπει, δε, η άσκηση της λατρείας ως ρητά προβλεπόμενου και προστατευόμενου ατομικού δικαιώματος ενός πολίτη να μην πραγματοποιείται εις βάρος και κατ' αθέμιτο περιορισμό της άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας ενός άλλου πολίτη του ίδιου κράτους.
Επίκαιρο ταυτόχρονα είναι το ζήτημα της άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας κατά την περίοδο του covid-19. Ήδη με σειρά αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας έχουν αξιολογηθεί θετικά ως προς την συνταγματικότητα τους μία σειρά μέτρων της Πολιτείας προς πρόληψη του ιού που περιορίζουν την θρησκευτική ελευθερία.
Ενόψει των παραπάνω καθίσταται σαφές πως το εκκλησιαστικό δίκαιο συνιστά έναν ζωντανό, εξελισσόμενο και απαραίτητο κλάδο τόσο του ελληνικού όσο και του ενωσιακού και διεθνούς δικαίου.
Αγιορείτικο Δίκαιο και 17 ΣΛΕΕ
Χρυσάνθη Καρβουνιάρη, Δικηγόρος LLM Ιστορίας και Θεωρίας του Δικαίου
και Διεθνούς Δικαίου
Το ακροτελεύτιο άρθρο του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους επαναλαμβάνει το προϊσχύσαν προνομιακό του καθεστώς, το οποίο «απορρέει δε εκ των αυτοκρατορικών χρυσοβούλλων τε και τυπικών, Πατριαρχικών Σιγιλλίων, Σουλτανικών Φιρμανίων, ισχυόντων Γενικών κανονισμών και αρχαιοτάτων Μοναχικών θεσμών και Καθεστώτων». Η ελληνική Πολιτεία ουδεμία νομική υποχρέωση είχε να σεβαστεί τα υπό αυτής της ιδίας παραχωρηθέντα προνόμια και ειδικά δικαιώματα προς τους εν Άθω διαβιούντες. Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των πατριωτικών αγώνων των Αγιορειτών, οδηγήθηκε στην απόφαση να διασφαλίσει ακόμα και με συνταγματική διάταξη -ήδη από το θνησιγενές Σύνταγμα του 1926- την οργάνωση της μοναχικής πολιτείας του Άθω. Επίσης, όσον αφορά στον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους, πρόκειται για νόμο αυξημένης τυπικής ισχύος, ο οποίος υπερισχύει όλων των άλλων νόμων, οι οποίοι ψηφίζονται κατά τη συνήθη διαδικασία (άρθρα 73 επόμενα Συντάγματος) και ως εκ τούτου, οποιαδήποτε διάταξη νόμου αντιτίθεται σε διάταξη του Καταστατικού Χάρτη κάμπτεται προ της τελευταίας. Το Αγιορείτικο Δίκαιο και το ειδικό καθεστώς που αυτό συνεπάγεται θωρακίζεται και από την ευρωπαϊκή έννομη τάξη, καθώς αναγνωρίζεται ρητά από το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο. Συγκεκριμένα, το άρθρο 17 της ΣΛΕΕ αναφέρει πως η «Ένωση σέβεται και δεν θίγει το καθεστώς που έχουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο οι εκκλησίες και οι θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες στα κράτη μέλη». Είναι αναμφισβήτητο ότι το Άγιον Όρος εμπίπτει στην έννοια της θρησκευτικής κοινότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 17 της ΣΛΕΕ και είναι εξίσου αναμφισβήτητη η αναγνώριση του καθεστώτος του από το εθνικό δίκαιο και μάλιστα, τον υπερκείμενο νόμο, το Σύνταγμα. Παράλληλα, σύμφωνα με το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, ο οποίος διαθέτει ίσο κύρος με αυτό των Συνθηκών, «η Ένωση σέβεται την πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική ομοιομορφία».
Θρησκευτική ελευθερία: Πραγματικότητα ή ουτοπία;
Μαρία Μανώλη, Δικηγόρος, Υπ. ΔΝ Νομικής Θεσσαλονίκης
Ο θρησκευτικός προσανατολισμός αποτελεί σε βάθος χρόνου μία πανανθρώπινη ανάγκη και δικαίωμα ταυτόχρονα, που επέρχεται ως ανταπόκριση στην ανάγκη του ανθρώπου να διερευνήσει το άγνωστο στοιχείο της ύπαρξής του. Ο νομοθέτης, δε, στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να διασφαλίσει την εύρυθμη κοινωνική ζωή και λειτουργία προάσπισε το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, άρρηκτα συνδεδεμένης με την ανθρώπινη φύση, ως θεμελιώδες δικαίωμα και ως ακρογωνιαίο λίθο του ελληνικού Συντάγματος.
Ειδικότερα, δε, και σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός».
Ειδικότερα, δε, με τη συνταγματική αυτή επιταγή τίθενται τα θεμέλια της αναγνώρισης του δικαιώματος ελεύθερης επιλογής θρησκείας του κάθε ατόμου, ήτοι της ελεύθερης επιλογής, διατήρησης, αλλαγής και εγκατάλειψης μιας συγκεκριμένης θρησκείας ή της αθεΐας, αναχαιτιζόμενης με τον τρόπο αυτό της οποιασδήποτε μορφής παρακώλυσης ή διείσδυσης στο ενδιάθετο φρόνιμα του κάθε ανθρώπου.
Μία προσεκτική προσέγγιση της σημερινής πραγματικότητας, όμως, εντοπίζει μεγάλο αριθμό περιπτώσεων, κατά τις οποίες παρουσιάζονται έντονες επιβαρυντικές διακρίσεις με κριτήριο τη θρησκεία, η οποία έχει αξιολογηθεί μάλιστα ως βασικός παράγοντας δημιουργίας διακρίσεων. Η ανισότητα στην πρόσβαση στην εργασία, σε παροχές και υπηρεσίες, ερειδόμενη στη θρησκευτική διαφορετικότητα αποτελεί, πλέον, ένα πάρα πολύ συχνό φαινόμενο και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες εμφανίζονται βίαιες επιθέσεις, προκαλούμενες από τη διαφορετικότητα ομάδων με διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Όταν τα δεδομένα μαρτυρούν πως δεν πρυτανεύει η θρησκευτική ελευθερία αλλά τουναντίον η θρησκευτική διαφορετικότητα επισείει την εμφάνιση διακρίσεων, το οικοδόμημα του ιδεατού της θρησκευτικής ελευθερίας αποσύρεται και υποχωρεί καθιστάμενο με τον τρόπο αυτό αποκλειστικά και μόνο ζητούμενο, σε μία κοινωνία, που θέτει ως βασικό της στόχο στην κοινωνία του σήμερα την αναγνώριση του πολυμορφικού της χαρακτήρα.
Η εκπλήρωση της πανανθρώπινης αυτής αξίωσης προϋποθέτει καλλιέργεια των ηθικών αξιών και ενός κοινωνικού πλαισίου με ανοχή, αντοχή και αναγνώριση του πολυμορφικού της χαρακτήρα και του θεμελιώδους δικαιώματος της προσωπικής επιλογής, του αυτοκαθορισμού και της προσωπικής οριοθέτησης του κάθε ανθρώπου.
Ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας της θρησκευτικής ελευθερίας
Χριστίνα Μήτση, Δ.Ν., Νομική Σύμβουλος Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων
Αν παρατηρήσει κανείς τους γενικότερους κανόνες περί θρησκευτικής ελευθερίας, θα διαπιστώσει ότι η ratio τους είναι η βέλτιστη εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών αφενός, αφετέρου ότι συνήθως κατά την κατάστρωση των ρυθμίσεων αυτών ο νομοθέτης λαμβάνει υπόψη περισσότερους σκοπούς γενικότερου συμφέροντος. Η νομική άσκηση για την προστασία του δικαιώματος στη θρησκευτική ελευθερία έχει αρκετές φορές περισσότερες παραμέτρους από όσες γίνονται αντιληπτές στο ευρύ κοινό. Κρίσιμος είναι πάντως ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του δικαιώματος. Σε κάθε περίπτωση, η εναργής ενασχόληση με το δικαίωμα αυτό όχι μόνο αναπτύσσει τη νομική σκέψη, αλλά, στο τέλος της ημέρας, σε βελτιώνει και ως άνθρωπο.
Η συγκρότηση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας στις σύγχρονες κοινωνίες
Βασίλειος Παπαγεωργίου, Φιλόλογος-ιστορικός
H θρησκευτική ελευθερία αποτελεί τον θεμέλιο λίθο για την συγκρότηση των ατομικών ελευθεριών που αναγνωρίζονται και κατοχυρώνονται σε διεθνή κείμενα και εθνικά Συντάγματα.
Η διαμόρφωσή της τέθηκε ήδη από τον 16ο αιώνα, με την μορφή μιας γενικευμένης αντίδρασης στο δικαίωμα του ηγεμόνα να ορίζει την θρησκεία των υπηκόων του. Ακολούθως παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα πορεία στην ιστορική διαδρομή. Συγκεκριμένα κατά τον 18ο αιώνα διακηρύχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, το δικαίωμα της ελεύθερης θρησκευτικής πεποίθησης και αποτέλεσε το περιεχόμενο του άρθρου 16 του Bill of Rights της πολιτείας της Βιρτζίνια και μετέπειτα στη Γαλλία με το άρθρο 10 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789. Ακόμα, αποτέλεσε το άκρων άωτον των πρώτων ελληνικών Συνταγμάτων τα οποία ταυτοχρόνως όριζαν την θρησκεία της Ανατολικής ορθοδόξου εκκλησίας ως την «επικρατούσα θρησκεία». Σχετικά με την εξελικτική πορεία των υπολοίπων θρησκειών η καθιέρωση της ανεξιθρησκείας οδήγησε στην ανοχή των ετερόθρησκων και συνάμα στην πλήρη θρησκευτική ελευθερία όπως αυτή κατοχυρώνεται και προστατεύεται από το ισχύον Σύνταγμα (άρθρο 3, 13) και τις διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις (άρθρο 18 ΔΣΑΠΔ, 9 ΕΣΔΑ) που έχει υπογράψει και κυρώσει η χώρα μας και οι οποίες, δυνάμει του άρθρου 28.ΙΣ, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του εθνικού μας δικαίου έχοντας μάλιστα υπερνομοθετική ισχύ.
Συλλήβδην η ατομική ελευθερία αποτελεί πυλώνα των ατομικών ελευθεριών και κάθε ευνομούμενη δημοκρατική πολιτεία θα πρέπει να αξιώνει την ανεμπόδιστη άσκησή της προς όφελος του ατόμου. Είναι ανάγκη η εξάσκηση στην θέληση και στην κατανόηση για την αποδοχή της διαφορετικότητας, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα μισαλλοδοξίας, ρατσισμού και περιθωριοποίησης που δεν προσφέρουν την επιθυμητή διατήρηση της κοινωνικής ομαλότητας και αρμονικής συμβίωσης.
Περί της εφαρμογής της Σαρία
Ραφαέλλα-Νικολέττα Σταυριδάκη, Δικηγόρος, LLM Εκκλησιαστικού Δικαίου
Ο Μουφτής είναι ο θρησκευτικός λειτουργός της μουσουλμανικής κοινότητας και η θέση του έχει ορισμένες ιδιαιτερότητες, όχι μόνο στο πλαίσιο της ίδιας της θρησκευτικής κοινότητας, αλλά και στο πλαίσιο του κρατικού μηχανισμού. Είναι άξιο αναφοράς ότι στην Ελλάδα οι εν λόγω θρησκευτικοί λειτουργοί έχουν τη θέση δημοσίου υπαλλήλου, διευθυντικής μάλιστα θέσης. Ως προκύπτει από τη μελέτη του θεσμού του Μουφτή στην ελληνική πραγματικότητα, παρατηρείται η συσχέτιση του εσωτερικού δικαίου των μουσουλμανικών κοινοτήτων με το κρατικό δίκαιο. Ως προκύπτει από την εξέταση των επιμέρους ζητημάτων, το δικαίωμα της θρησκευτικής αυτονομίας που είναι ακριβώς η ελευθερία οργάνωσης των θρησκευμάτων κατά το εσωτερικό τους δίκαιο είναι και οφείλει να είναι ιδιαίτερα περιορισμένο εν προκειμένω. Στην περίπτωση δηλαδή της Σαρία, επί παραδείγματι, σημειώνεται καταφανής παραβίαση των δικαιωμάτων των γυναικών σε ζητήματα οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου. Υφίσταται, δηλαδή, διάκριση λόγω φύλου και επομένως παραβίαση του δικαιώματος της ισότητας. Η νομοθεσία των τελευταίων ετών επιχειρεί να δώσει λύσει στο όλο θέμα, με τη νομολογία του ΕΔΔΑ αφενός να αναφέρεται στη Σαρία ως ένα αντιδημοκρατικό σύστημα δικαίου αφετέρου να επισημαίνει ότι ένα κράτος δεν είναι υποχρεωμένο να δημιουργεί ή να διατηρεί ένα ορισμένο σύστημα λειτουργίας για μία θρησκευτική κοινότητα.