της Ελένης Παλιούρα
Κάθε πολιτειακή έννομη τάξη αποτελείται από ρυθμίσεις κανονιστικού περιεχομένου σχετικές με όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων που αναπτύσσονται εντός της. Αυτές οι διατάξεις διαφέρουν από δικαιοταξία σε δικαιοταξία, και συνεπώς η ρύθμιση του καθεστώτος των θρησκευτικών κοινοτήτων θα παρουσιάζει διαφορές ανάλογα με τη σύνθεση της έννομης τάξης, στην οποία διαμορφώνεται το θρησκευτικό φαινόμενο ανά τις χρονικές περιόδους. Για παράδειγμα, ο ελληνικός νόμος που ρυθμίζει το ζήτημα των θρησκευτικών ενώσεων (ν.4301/2014, Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων και λοιπές διατάξεις. {ΦΕΚ Α' 223/07-10-2014}) δε διαφέρει κατά τη συνολική του θεώρηση από το γενικότερη ευρωπαϊκή νομοθετική κατεύθυνση. Οι ιδιαιτερότητες και τα διαφορετικά κριτήρια που θεσπίζονται έχουν να κάνουν κατά βάση με τα προβλήματα που έχει αντιμετωπίσει η ελληνική νομική πρακτική στο επίμαχο ζήτημα, καθώς και με την ιστορική διαμόρφωση των σχέσεων κράτους – Εκκλησίας και κράτους – θρησκευτικών κοινοτήτων. Διαφορετικό ζήτημα αποτελεί η εναρμόνιση ενός τέτοιου είδους νομοθετήματος με την εθνική έννομη τάξη από τη συγκριτική του επισκόπηση.
Η ρύθμιση του νομικού πλαισίου των θρησκευτικών κοινοτήτων εντός μιας επικράτειας είναι ένα ζήτημα όχι μόνο αμιγώς τεχνοκρατικό, αλλά και έντονα κοινωνικοπολιτικό, εφόσον το δίκαιο ισοδυναμεί και με ένα κοινωνικό φαινόμενο αποτελώντας ως προς το νομοπαραγωγικό του κομμάτι συγκεκριμένη πολιτική επιλογή. Σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητος ένας διαχωρισμός μεταξύ του νομικού πλέγματος των σχέσεων κράτους – θρησκευμάτων (της de jure σχέσης δηλαδή) από τη σύνδεση του θρησκευτικού φαινομένου με την πολιτική (της de facto σύνδεσης δηλαδή, όσο και αν παρατηρείται μια αδιαμφισβήτητη αλληλεπίδραση. Αυτός ο διαχωρισμός, κατά την έρευνα ενός νομικού πάνω σε ένα συγκεκριμένο νομοθετικό/νομολογιακό ζήτημα συμβάλλει στην πρωτογενή αντιμετώπισή του στο πλαίσιο της διαμόρφωσης των προσωπικών θέσεων του ερευνητή. Αυτό διότι το κρίσιμο σημείο για την εύρυθμη λειτουργία οποιουδήποτε θεσμού, συστήματος ή ομάδας είναι η αμερόληπτη κρίση. Η αμερόληπτη κρίση, ωστόσο, αποκτάται μετά από βαθιά μελέτη ενός θέματος σε συνάρτηση με την έλλειψη συμφερόντων, τη διάθεση συνεργασίας, αλλά και την απουσία της άκρατης φιλοδοξίας. Η αμερόληπτη κρίση, επίσης, συνδέεται και με τη δυνατότητα διαχείρισης της εξουσίας που απορρέει από μια συγκεκριμένη θέση.
Καταληκτικά και βάσει των ανωτέρω: η διαμόρφωση γνώμης πάνω στη θέση των θρησκευτικών κοινοτήτων νομοθετικά, νομολογιακά και πολιτικά έχει στη βάση της την ορθή χρήση και κατανόηση της ορολογίας της δυσχερώς προσεγγίσιμης σε όλο της το περιεχόμενο θρησκευτικής δικαιοταξίας, όπως αυτή λειτουργεί εντός της πολιτειακής. Η ορολογία αυτή έχει ένα εξωτερικό και ένα εσωτερικό κομμάτι. Το εξωτερικό περιλαμβάνει την ορολογία που έχει διαμορφώσει η πολιτειακή έννομη τάξη για τη λειτουργία του θρησκευτικού φαινομένου εντός της (π.χ. θρησκευτική αυτονομία, όπου ο όρος αυτονομία δε θα πρέπει να συγχέεται με τη σημασία της αυτονομίας στην εκκλησιαστική δικαιοταξία), ενώ το εσωτερικό περιλαμβάνει την ορολογία της εκάστοτε θρησκευτικής κοινότητας, το περιεχόμενο της οποίας απαρτίζει και μία έκφανση της θρησκευτικής αυτοδιοίκησης (π.χ. ποιος είναι κληρικός και ποιο το περιεχόμενο της ιερατικής εξουσίας).