Το τυπικό που εξέδωσε ο Γρηγόριος Πακουριανός για τη Μονή Πετριτζού ανήκει στην κατηγορία των λεγόμενων κτητορικών τυπικών, δηλαδή εκείνων που συντάχθηκαν από τον ιδρυτή της Μονής. Η συνήθεια της ρύθμισης των λεπτομερειών της μοναστικής ζωής με πράξη του ιδρυτή της Μονής εμφανίζεται από τον 9ο αι. και μετά, δηλαδή μετά το τέλος της περιόδου της Εικονομαχίας, και εκφράζει τον κατά βάση ατομικιστικό χαρακτήρα του Ορθόδοξου Μοναχισμού καθώς και την τάση αποκέντρωσης της μοναστηριακής διοίκησης (Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος, σελ. 456). Είναι, δε, χαρακτηριστικό για την εν λόγω τάση ότι ουδέποτε στο Βυζάντιο δημιουργήθηκαν μοναστικά τάγματα κατά το πρότυπο της Δυτικής Ευρώπης.
Μέσω του κτητορικού τυπικού ο εκάστοτε ιδρυτής μίας Μονής απέβλεπε στην εξυπηρέτηση συγκεκριμένων σκοπών, οι οποίοι είναι φανεροί και στο τυπικό της Μονής Πετριτζού: Κατ’ αρχήν ρύθμιζε θέματα ολόκληρης της ζωής του μοναστηριού, ώστε να διαφυλάσσεται η ειρήνη και η τάξη. Επίσης, μέσω των τυπικών ο κτήτορας της Μονής όριζε τον διάδοχό του, τον οποίο καθιστούσε παράλληλα και κληρονόμο της μονής. Με τον τρόπο αυτόν αποτρεπόταν οποιαδήποτε διαταραχή κατά τη διαδικασία διαδοχής, καθώς και τυχόν εξωτερικές επεμβάσεις ή συγγενικές διεκδικήσεις επί της μοναστηριακής περιουσίας. Οι κτήτορες αποσκοπούσαν, επίσης, στον εφοδιασμό της Μονής με κάποιο ισχυρό έγγραφο ενώπιον των αρχών και των Δικαστηρίων σε περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων της και, κυρίως, του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της. Τέλος, η ύπαρξη τυπικού επεδίωκε κατά κύριο λόγο τη διασφάλιση της ελευθερίας της Μονής από κάθε εκκλησιαστική (με βάση βέβαια το Κανονικό Δίκαιο η διοίκηση των Ι. Μονών βρίσκεται σε απόλυτη εξάρτηση από την κανονική δικαιοδοσία του οικείου Επισκόπου) ή πολιτειακή αρχή και στόχευε στην απαλλαγή της από φορολογικά βάρη (και Μοναχός Αιμιλιανός (Τσιπούρας), Τα αυτοδέσποτα και ελεύθερα Μοναστήρια σύμφωνα με τα βυζαντινά μοναστηριακά Τυπικά, σελ. 32 επ.).
Τα τυπικά θέσπιζαν μία νέα τάξη μοναστηριακής ζωής, περισσότερο οργανωμένη και πιο αυστηρή από ό,τι ίσχυε στο παρελθόν. Καθώς όλα τα τυπικά βασίζονται στις ίδιες αρχές και είχαν δεχθεί τις ίδιες επιρροές, δεν παρατηρείται ουσιώδης απόκλιση μεταξύ των κανόνων που θεσπίζουν λόγω τοπικής ή χρονικής απόστασης. Οι επιδράσεις αυτές είναι ολοφάνερες και στις επιμέρους ρυθμίσεις του τυπικού του Γρηγορίου Πακουριανού.
Το εν λόγω τυπικό, όπως προκύπτει από τον επίλογό του, συντάχθηκε σε τρεις γλώσσες, στην ελληνική, στην ιβηρική (γεωργιανή) και στην αρμένικη. Υπεγράφη από το συντάκτη του, Γρηγόριο Πακουριανό, ο οποίος υπέγραψε στην αρμένικη γλώσσα, και από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ευθύμιο (Στ. 1845 του τυπικού: «Το δε παρόν τυπικόν εγράφη ρωμαϊκόν, ιβηρικόν τε και αρμένικον … και υπεγράφη παρ’ εμού τε αυτού του σεβαστού Γρηγορίου και μεγάλου δομεστίκου της δύσεως του Πακουριανού δια αρμενικών γραμμάτων, και του παναγιωτάτου πατριάρχου Ιεροσολύμων κυρού Ευθυμίου».). Εντύπωση πάντως δημιουργεί το γεγονός της παρουσίας του Πατριάρχη Ιεροσολύμων στη Μονή την περίοδο εκείνη. Σύμφωνα με πηγές, ο Πατριάρχης φιλοξενήθηκε στη Μονή και για λόγους τιμητικούς ο Γρηγορίος Πακουριανός του ζήτησε να συνυπογράψει το τυπικό της Μονής. Ως πρωτότυπο κείμενο, όμως, το οποίο έφερε και τις υπογραφές, ίσχυε το ελληνικό, ενώ οι άλλες δύο εκδόσεις είχαν βοηθητικό χαρακτήρα και αποσκοπούσαν σε χρήση από τους μοναχούς που δεν θα γνώριζαν τα ελληνικά (Στ. 1855-1860 του τυπικού: «Εγράφη δε ρωμαϊκόν, ιβηρικόν και αρμένικον δια το τους μοναχούς της τοιαύτης μονής Ιβήρας τε τυγχάνειν και μη επιστάσθαι ρωμαϊκά γράμματα, αλλ’ οφείλει μετέρχεσθαι το τοιούτον τυπικόν δια τε των ιβηρικών και αρμενικών γραμμάτων. Το κύρος δε τυπούμεν έχειν την ενταύθα ρωμαϊκήν άπασαν γραφήν ότι και εν τω τέλει του ταυτής ύφους την υπογραφήν εδέξατο».).