του Θωμά Παπασάνδα, Φαρμακοποιού - 'Οικονομία της Υγείας & Πολιτική Υγείας' Msc
* η παρούσα αποτελεί την εισήγηση που εκφωνήθηκε στο πλαίσιο εκδήλωσης που διοργανώθηκε από την Αδελφότητα των εν Αθήναις Τσαριτσανιωτών στην Ι. Μονή Πετράκη στις 17.3.2019.
• Πανοσιολογιότατε πάτερ Νεόφυτε,
• Κύριοι εκπρόσωποι των Θεσσαλικών Οργανώσεων και Συλλόγων, μέλη της Πανθεσσαλικής Στέγης
• Κύριε Πρόεδρε και μέλη του Δ.Σ. της Αδελφότητας των εν Αθήναις Τσαριτσανιωτών ‘Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων’,
• Αγαπητοί Πατριώτες και μέλη της Αδελφότητας,
• Κυρίες και Κύριοι φίλοι της Τσαριτσάνης,
• Αγαπητοί αδελφοί,
Συγκεντρωθήκαμε εδώ σήμερα για να μνημονεύσουμε και να τιμήσουμε μια σπουδαία προσωπικότητα του 19ου αιώνα, έναν ευλαβή κληρικό, έναν γνήσια ορθόδοξο, έναν φίλο και υποστηρικτή της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έναν Διδάσκαλο του Γένους, έναν εμπνευσμένο και προσηνή εκπαιδευτικό, έναν δεινό ρήτορα που εξεφώνησε τους επικήδειους λόγους του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’, του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και των Αδελφών Ζωσιμάδων, έναν φλογερό ιεροκήρυκα του Θείου Λόγου, έναν πολυγραφότατο θεολόγο, φιλόσοφο και θεατρικό συγγραφέα, έναν πολίτη του Κόσμου παρασημοφορημένο από ξένους βασιλείς και αυτοκράτορες, έναν μαχητικό υποστηρικτή των θέσεών του, ο οποίος στο όνομα αυτών των ιδεών δεν δίσταζε να έρθει σε ρήξη με σημαντικούς ανθρώπους και θεσμούς της εποχής του, τον Κωνσταντίνο Οικονόμο των εξ Οικονόμων.
Πριν όμως περιγράψουμε τον βίο, τη δράση και τις ιδέες του Κωνσταντίνου, είναι σημαντικό να αναφέρουμε τι θα πει το προσωνύμιο ‘Οικονόμος’ που αναφέρετε δύο φορές στο όνομά του.
Ο Οικονόμος, λοιπόν, είναι εκκλησιαστικό οφίκιο, δηλαδή, αξίωμα και τιμητικός τίτλος της εκκλησίας, που ανάγεται στον 4ο μΧ αιώνα και σήμαινε αυτόν που είναι υπεύθυνος για την Οικονομική διαχείριση μιας μητρόπολης. Φέρει χαρακτηριστικό σε σχήμα ρόμβου άμφιο, που κρέμεται από την ζώνη, μπροστά από το δεξί γόνατο και είναι γνωστό ως επιγονάτιο.
Ο Κωνσταντίνος μετά την χειροτονία του το 1802 σε ηλικία μόλις 22 ετών ορίστηκε Οικονόμος της Μητρόπολης Ελασσόνας, οπότε ήταν πλέον ο Κωνσταντίνος Οικονόμος. Ο πατέρας του Κυριακός ήτανε ομοίως και αυτός Οικονόμος της μητρόπολης Ελασσόνας. Το 1828 βρισκόταν στην Πετρούπολη της Τσαρικής Ρωσίας και προσθέτει για πρώτη φορά το προσωνύμιο ‘Εξ Οικονόμων’, σε μια προσπάθεια μίμησης του δυτικού τύπου ευγενείας von και de la, όπου σημαίνει ότι προέρχεται από οικογένεια Οικονόμων.
Σε κάθε γνωριμία με έναν άνθρωπο, η πρώτη εικόνα που έχουμε από την οπτική επαφή έχει πάντοτε ενδιαφέρον. Πώς ήταν, λοιπόν, μορφολογικά ο Κωνσταντίνος;
Από σύγχρονό του συγγραφέα, περιγράφεται ως εξής: Ανήρ εύσωμος, με οφθαλμούς μέλανας και ζωηρότατους, κόμη καστανόχρωμη, μέτωπο αρχαϊκό, όψιν με χαρακτήρας αρρενωπούς και γλυκείς. Το δε ήθος του ήταν ευμενές και σεμνοπρεπές. Είχε από νεαρή ηλικία εμφάνιση ευγενείας και ευγλωττία απαράμιλλη. Στις προσωπικές του συναναστροφές είχε αστειότητα κοσμιοτάτη και χαριεστάτη.
Αναφορικά με την εξέλιξή, την δράση, τις ιδέες, τον βίο και την κοινωνική του προσφορά, διακρίνουμε στην ζωή του 4 περιόδους.
Περίοδος 1η Τα πρώτα χρόνια στην Τσαριτσάνη, από την γέννησή του μέχρι και την μετάβασή του στην Σμύρνη το 1809 σε ηλικία 29 ετών.
Ήταν τα χρόνια της αρχικής μόρφωσης, της πνευματικής και εκκλησιαστικής καλλιέργειας αλλά και της μορφοποίησης του χαρακτήρα. Γεννήθηκε στις 27 Αυγούστου 1780 και καταγόταν από οικογένεια λογίων και κληρικών. Ο πατέρας του Κυριακός, εκτός από Οικονόμος ήταν και Σακελάριος της Μητρόπολης Ελασσόνας, δηλαδή ήταν αυτός που μεριμνούσε για την τήρηση του Μοναστικού Δικαίου. Έτσι λοιπόν, ο Κωνσταντίνος από πολύ μικρός είχε ακούσματα και βιώματα θεμάτων του Κανονικού Δίκαιου της Εκκλησίας. Ο πατέρας του ήταν ο πρώτος διδάσκαλος που του δίδαξε αρχαία και νεότερα Ελληνικά, Λατινικά αλλά και τα Ιερά γράμματα. Η μητέρα του ήταν η Ανθία το γένος Στάμου και εκτός του Κωνσταντίνου είχε δύο ακόμα παιδιά τον Σταμούλη που αργότερα μετονομάστηκε σε Στέφανο και τον Ιωάννη.
Το 1792, δωδεκαετής ακόμη, προχειρίζεται σε αναγνώστη και κατά την ημέρα της χειροθεσίας του απαγγέλει εξαιρετικό λόγο από άμβωνος. Από νωρίς, λοιπόν, επέδειξε την ρητορική του δεινότητα. Προσφιλής του συνήθεια στα νεανικά του χρόνια ήταν να χαράσσει επιγράμματα σε κρήνες, ναούς και οικίες, δείγμα της αρχαιογνωσίας του και της ποιητικής του έφεσης. Στα σχολικά χρόνια έγραφε στοίχους σε ομηρική γλώσσα και απάγγειλε εκ στήθους ραψωδίες του Ομήρου, ενώ μελέτησε αρχαίους έλληνες και ξένους συγγραφείς.
Τις εγκυκλίους του σπουδές τις ξεκίνησε στο σχολείο της Τσαριτσάνης που ήταν σημαντικό κέντρο της Θεσσαλίας. Είχε συμμαθητές του άλλες εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο ιερομόναχος Ιωσήφ, αργότερα επίσκοπος Ρωγών, ηγετική μορφή της εξόδου του Μεσολογγίου, και ο Ιωαννίκιος αργότερα μητροπολίτης Ελασσόνας. Στο σχολείο είχε δάσκαλο τον πρωτεργάτη του νεοελληνικού διαφωτισμού Κωνσταντίνο Κούμα. Για το ανήσυχο πνεύμα του Οικονόμου που διψούσε για μάθηση και είχε εντρυφήσει από μικρός στην ανθρωποκεντρική αρχαία ελληνική γραμματεία, η διδασκαλία του Κούμα ήταν όπως η σιγανή ποτιστική βροχή που έθρεψε και ωρίμασε την ψυχή του.
Έμαθε την γαλλική γλώσσα, και έτσι ήρθε σε επαφή με την αριστοκρατία και τους λόγιους των χωρών όπου επισκέφτηκε αργότερα στην ζωή του και αλληλεπίδρασε μαζί τους.
Ο Κωνσταντίνος, λοιπόν, από μικρός ασκήθηκε από τους καλύτερους και διακρίθηκε ανάμεσα στους άριστους!
Το 1802 σε ηλικία 22 ετών νυμφεύεται, χειροτονείται διάκονος και ξεκινάει να περιοδεύει στην υπόλοιπη Θεσσαλία για να κηρύττει τον Θείο Λόγο. Με τον γάμο του αποκτά δύο παιδία την Ανθία και τον Κυριακό που αργότερα μετονομάστηκε σε Σοφοκλή και μεγαλώνοντας έγινε ιατροφιλόσοφος. Ο Σοφοκλής είναι ο κύριος υπεύθυνος για την καταγραφή, συλλογή και διατήρηση του έργου του πατέρα του.
Σε ηλικία 26 ετών, το 1806, συλλαμβάνεται ως επαναστάτης και συμμέτοχος στην επανάσταση του παπαευθύμη Βλαχάβα και απελευθερώνεται με την πληρωμή υπέρογκων λύτρων. Μετά την απελευθέρωσή του, επειδή διέτρεχε κίνδυνο η ζωή του και με προτροπή του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’, εγκαταλείπει την Τσαριτσάνη στην οποία παρέμενε σχεδόν πεισματικά και μεταφέρετε αρχικά στην ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες και τελικά στην Θεσσαλονίκη. Εκεί, το 1808 και σε ηλικία 28 ετών γίνεται αναπληρωτής Αρχιερατικός Επίτροπος με υπόδειξη του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Οι θεσσαλονικείς αναγνώρισαν την βαθειά θρησκευτική και φιλολογική παιδεία του Κωνσταντίνου και θεώρησαν ως Θεία πρόνοια την παρουσία του στην πόλη τους. Μετά από ένα έτος, το 1809 και μετά από πρόσκληση του διδασκάλου του Κούμα, μεταφέρεται στην Σμύρνη για να διδάξει στο νέο Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης. Τότε, αναφέρεται από τους βιογράφους του, ότι οι θεσσαλονικείς ελυπήθησαν σφόδρα.
Περίοδος 2η Από το 1809 σε ηλικία 29 ετών μέχρι το 1819 σε ηλικία 39 ετών, όπου διαμένει στην Σμύρνη ως διδάσκαλος και σχολάρχης στο Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης και κατόπιν μεταβαίνει σύντομα στην Κωνσταντινούπολη.
To 1809 δέχεται πρόταση να διδάξει στο νεοϊδρυθέν σχολείο, το ‘Νέο Φιλολογικό Γυμνάσιο’, στο οποίο ήδη δίδασκε ο Κούμας. Το Νέο Φιλολογικό Γυμνάσιο ιδρύεται διότι οι διαφωτιστές θεωρούν την ιστορική και διάσημη Ευαγγελική Σχολή ανεπαρκή να εκπληρώσει την εκπαίδευση των νέων και τους στόχους του γένους. Στο νέο αυτό Γυμνάσιο διδάσκουν Ελληνική Φιλολογία, Ιστορία, Αρχαιολογία, Λατινικά, Φιλοσοφία, Ρητορική, Γεωγραφία, Φυσική, και επίσης πιο σύγχρονα για την εποχή μαθήματα όπως Αστρονομία, Φυσιολογία, Ανατομία και Χημεία. Το 1814 σε ηλικία 34 ετών, αναλαμβάνει ο Κωνσταντίνος την διεύθυνση του σχολείου και επωμίζεται με την ευθύνη να συγγράψει πληθώρα βιβλίων για εκπαιδευτικούς και διδακτικούς σκοπούς όπως Συντακτικό, Γραμματική, Ρητορική και Κατήχηση. Επίσης, συγγράφει αυτοσχέδια διατριβή σχετικά με την Σμύρνη και την ιστορία της, ενώ εργάζεται σκληρά για να μεταφράσει το λεξικό των ενδόξων ανδρών, δηλαδή το who is who της εποχής του.
Πίστευε βαθύτατα ότι στην εκπαίδευση των νέων ακρογωνιαίος λίθος είναι η γνώση της Ελληνικής και Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, διότι αυτός είναι ο τρόπος να προσεγγίσουν τις ιερές γραφές και την αρχαία ελληνική γραμματεία. Ως διδάσκαλος αποτρέπει τους νέους από πάσα κακία, φιλαυτία, υποκρισία, πείσμα, πανουργία, και μικροπρεπή καρδία, ενώ τους τονίζει ότι η μεγαλύτερη των αρετών είναι η του Θεού ευσέβεια. Επίσης, προτρέπει και τους γονείς να μεριμνούν για την υγεία των τέκνων, την κοσμιότητα και ευταξία την τροφής, την ενδυμασία και την συνολική αγωγή του σώματος. Μιλάει ακόμα και για την αξία του θηλασμού στην βρεφική ηλικία και προτρέπει τις μητέρες να γαλουχούν εξ ιδίων μαστών τα βρέφη διότι αυτό επηρεάζει την εξέλιξη και ανάπτυξη του βρέφους δίνοντας έμφαση προφανώς στην ψυχική σύνδεση μητέρας και παιδιού και ότι σε αντίθετη περίπτωση αυτή αντικαθίσταται με την σύνδεση του παιδιού με την ξένη τροφό. Για τους παιδαγωγικούς του λόγους, τις προοδευτικές παιδαγωγικές και διδακτικές του αντιλήψεις και πρακτικές, για την αγάπη του προς τους νέους που τους υπηρέτησε με θέρμη ψυχής και αφοσίωση, αλλά και για την βαθειά του θρησκευτικότητα, χαρακτηρίστηκε ως ο εκ Τσαριτσάνης Χρυσόστομος. Ο Χρυσόστομος θυμίζουμε ότι ήταν ένας εκ των Αγίων Τριών Ιεραρχών, που είναι προστάτες της παιδείας.
Χαρακτηρίστηκε επίσης ως Δημοσθένης του 19ου αιώνα, λόγο των εξαιρετικών κηρυγμάτων του. Πολλά από τα κηρύγματά του ήταν εναντίον των μισιονάριων και προτεσταντών που κινούνταν προπαγανδιστικά στην περιοχή της Σμύρνης, εκμεταλλευόμενοι την ξενόγλωσση φιλομάθεια των κατοίκων της περιοχής. Ο Κωνσταντίνος μετά παρρησίας μαχόταν υπέρ της αδιασάλευτης ενότητας του ελληνοορθόδοξου ποιμνίου. Δεν ήταν εναντίον του διαλόγου με τους καθολικούς, πίστευε όμως ακράδαντα στην ορθότητα του ορθόδοξου δόγματος.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η συγγραφή του θεατρικού έργου ‘ο Εξηνταβελόνης’, που δεν αποτελεί απλή μετάφραση του έργου Φιλάργυρος του Μολιέρου, αλλά προσαρμογή του στην ελληνική πραγματικότητα της εποχής. Το έργο έχει θεατρική, λαογραφική και φιλολογική σπουδαιότητα και πλέον θεωρείται από τα κλασσικά έργα του ελληνικού θεατρικού ρεπερτορίου. Η παράσταση ανέβηκε στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το 2016, ενώ το 2018 το τρίτο πρόγραμμα της ελληνικής ραδιοφωνίας παρουσίασε το έργο στο Θέατρο της Κυριακής. Η σημαντικότητα του έργου, όμως, είναι και διδακτική, αφού ως διδάσκαλος ο Κωνσταντίνος είχε αντιληφθεί ότι η ηθικοπλαστική αναμόρφωση προς τα Ελληνορθόδοξα ιδεώδη γίνεται καλύτερα μέσα από τις κωμωδίες, δηλαδή, με ευχάριστο και εύληπτο τρόπο.
Δυστυχώς, όμως, σε κάθε κοινωνία πετροβολούν τα δέντρα που κάνουν καρπούς.
Ο Κωνσταντίνος, λοιπόν, με τα έργα και την λάμψη της προσωπικότητάς του έγινε στόχος των συντηρητικών κύκλων της Σμύρνης. Σε μια εποχή όπου η καταγγελία του διαφωτισμού είχε πάρει σοβαρή διάσταση, ο Κωνσταντίνος κήρυττε ότι ο ελληνισμός οφείλει να ακολουθήσει τον δρόμο του διαφωτισμού, δηλαδή, να λάβει σφαιρική παιδεία και να μελετήσει την νεότερη επιστήμη με κέντρο τον άνθρωπο, παραμένοντας, όμως, πάντα στην αγκαλιά της μάνας εκκλησίας και της γνήσιας ορθόδοξης παράδοσης. Μάλιστα, ήταν τόσο έντονο το μένος εναντίον του ώστε όταν ο Κωνσταντίνος σε κείμενό του αναφέρει μετά βεβαιότητας ότι τα αβάπτιστα νήπια θα σωθούν την ημέρα της κρίσεως, κινδύνεψε να κατηγορηθεί ως αιρετικός. Τότε αλληλογραφεί με το πατριαρχείο, όπου δείχνει υπακοή και νομιμοφροσύνη στο δογματικό θέμα που προέκυψε, διορθώνοντας τελικά την θέση του ότι η μεγαλοσύνη και μεγαθυμία του Αγίου Θεού δεν θα κατατάξει τα αβάπτιστα νήπια μετά των αδίκων στην Κόλαση και έτσι τελικά το ζήτημα που είχε προκύψει δεν πήρε άλλη διάσταση.
Δεν μπορούσε, όμως, να ανεχθεί την άδικη πολεμική εναντίον του, τις συκοφαντίες και τις σκευωρίες και εγκατέλειψε την Σμύρνη για την Μυτιλήνη όπου και παρέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα, πριν μεταβεί τελικά στην Κωνσταντινούπολη κατόπιν προσωπικής πρόσκλησης του Πατριάρχη. Η περίοδος στην Κωνσταντινούπολή ήταν παραγωγικότατη, αφού έγραψε πολλά θεολογικά και φιλολογικά κείμενα και συμμετείχε στις Συνοδικές συνεδριάσεις. Αναγνωρίζοντας την μεγάλη του αξία ως ιεροκήρυκα και διδασκάλου, ο πατριάρχης τον ανακηρύσσει ‘Πατριαρχικό του Οικουμενικού Θρόνου Ιεροκήρυκα και Διδάσκαλο πασών των Ορθόδοξων Εκκλησιών’, και έτσι του δίνεται το πατριαρχικό δικαίωμα να φέρει αδαμάντινο σταυρό στο καλημάυχι του.
Περίοδος 3η Από το 1821 σε ηλικία 41 ετών μέχρι το 1832 σε ηλικία 52 ετών, όπου διέμεινε κυρίως στην Τσαρική Ρωσία και περιόδευσε σε άλλες Ευρωπαϊκές Χώρες, και επιτέλεσε σημαντικό έργο υπέρ του αγωνιζόμενου ελληνικού λαού.
Στις 10 Απριλίου του 1821, στην Κωνσταντινούπολη έγιναν αιματηρά επεισόδια εναντίων του Ελληνικού στοιχείου της Πόλης. Μετά την λειτουργία του Πάσχα, όχλος τούρκων και εβραίων απαγχόνισε και περιύβρισε την σωρό του πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ και δολοφόνησε ιερείς και αρχιερείς. Λίγες μέρες νωρίτερα από τα έκτροπα γεγονότα, ο Οικονόμος είχε καταφύγει στην Οδησσό της ομόδοξης Ρωσίας. Το τίμιο και σεπτό σκήνωμα του Εθνομάρτυρα Γρηγορίου του Ε’ μεταφέρθηκε στην Οδησσό στις 19 Ιουνίου του 1821 και τάφηκε με τιμές από τον Τσάρο, τον δε επικήδειο τον εκφώνησε ο Κωνσταντίνος.
Κατά την παραμονή του στην Ρωσία ο Κωνσταντίνος έγραψε κι άλλους σπουδαίους λόγους. Λόγο ικετικό προς τον Αυτοκράτορα των Ρώσων Αλέξανδρο, όπου πρέσβευε για την προστασία των Ελλήνων και τον αγώνα της ανεξαρτητοποίησής τους. Λόγο προτρεπτικό προς τους Έλληνες της Ρωσίας για την μεταξύ τους ομόνοια και νουθετώντας τους ώστε ο καθένας να συμβάλει κατά τις δυνάμεις του στον αγώνα. Συνέγραψε επίσης ‘Πραγματεία περί της συγγένειας της Ελληνικής και της Σλαβικής γλώσσας’ για την οποία παρασημοφορήθηκε από τον Τσάρο. Άλλο σημαντικό έργο του είναι ομιλία σχετικά με την ορθή Ερασμική προφορά της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας. Η Ερασμική προφορά διαπραγματεύεται τον σωστό τρόπος προφοράς και ομιλίας των αρχαίων ελλήνων, δηλαδή για παράδειγμα αν το ‘και’ προφερόταν όπως σήμερα ως ‘και’ ή ως ‘κ-α-ι’.
Φεύγοντας από την Ρωσία, λοιπόν, διέρχεται από το Βερολίνο, όπου ο Πρώσος βασιλέας του προσέφερε το παράσημο του Ερυθρού Αετού και η Ακαδημία της πόλεως τον ονόμασε αντεπιστέλλον μέλος της. Επίσης, στην περιοδεία του στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, έγινε δεκτός από τον Πάπα Γρηγόριο τον 16ο στο Βατικανό.
Τα δύο παράσημα που προαναφέραμε βρίσκονται δεξιά και αριστερά από τον επιστήθιο ιερατικό σταυρό του και φαίνονται πολύ χαρακτηριστικά στις απεικονίσεις του Κωνσταντίνου όπως επίσης και ο αδαμάντινος σταυρός στο καλημάυχι του.
Περίοδος 4η Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1832 σε ηλικία 52 ετών όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του το 1857 σε ηλικία 77 ετών.
Στην Ελλάδα είχε προκύψει ένα μεγάλο ζήτημα που αφορούσε την σχέση της ελλαδικής εκκλησίας με το Πατριαρχείο. Ο επίσης Θεσσαλός κληρικός, μεγάλος θεολόγος και νεοέλληνας διαφωτιστής Θεόκλητος Φαρμακίδης, μοιράστηκε τις ιδέες του Κοραή αναφορικά με το αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας. Το νέο ελεύθερο έθνος δεν είναι δυνατόν να βρίσκεται υπό την πνευματική καθοδήγηση του Πατριαρχείου που εδρεύει σε ένα ξένο και εχθρικό κράτος και όπου ο Σουλτάνος επηρεάζει την επιλογή του Πατριάρχη. Η πραγματική απελευθέρωση του Έθνους επιτυγχάνεται μόνον με την αποδέσμευση από τον Πατριαρχικό θρόνο, ακόμα και αν αυτό πραγματοποιηθεί μονομερώς και βιαίως. Κατόπιν η Ελλαδική Εκκλησία θα μπει κάτω από την διοίκηση και τον έλεγχο του Βασιλέα των Ελλήνων.
Η προτεσταντική αντιβασιλεία του Όθωνα, δεν μπορούσε να αντιληφθεί την πραγματικά Ορθόδοξη προσέγγιση της ενότητας των εκκλησιών και της εφαρμογής των ιερών παραδόσεων και κανόνων της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Επεμβαίνει στα εκκλησιαστικά ζητήματα μέσω της νομοθέτησης νόμων και κανόνων με αποτέλεσμα να προκύψει μεγάλη αναταραχή στην ζωή της εκκλησίας. Εκείνη την εποχή, γίνονται μεταθέσεις μητροπολιτών χωρίς λόγο και αιτία, τοποθέτηση σε μητροπόλεις ανθρώπων προσκολλημένων στις απόψεις της Αντιβασιλείας, ερημώνουν μοναστήρια, γίνεται ανεξέλεγκτη και ελεύθερη διείσδυση ξένων ψευδοιεραποστόλων, παρατηρείται έλλειψη του Αγίου Μύρου στην Ελλάδα, το οποίο παρασκευαζόταν από το Πατριαρχείο και αποστέλλεται στην Ελλάδα με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιείται το μυστήριο του χρίσματος με το οποίο ο νεοφώτιστος χριστιανός σφραγίζεται με το Άγιο Μύρο ώστε να πάρει την δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Αποτέλεσμα αυτού ήταν πολλά νήπια να αποθνήσκουν χωρίς το μυστήριο του χρίσματος.
Ο Κωνσταντίνος, λοιπόν, εμφανίστηκε την κρίσιμη στιγμή. Υποστηρίζει μετά παρρησίας ότι μόνον με την σύμφωνη γνώμη και ευλογία του Πατριαρχείου, μπορεί να δημιουργηθεί αυτοκέφαλη εκκλησία. Κανένας κοσμικός και καμία πολιτική αρχή δεν είναι δυνατόν να παρεμβαίνει και να προκαλεί διχασμό και σχίσμα ανάμεσα στην ελλαδική εκκλησία και στην μητέρα την Αγία και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Όντως, στις 29 Ιουλίου 1850 με την δική του διαμεσολάβηση και ενέργειες, το Οικουμενικό Πατριαρχείο με Πατριάρχη τον Άνθιμο Δ’, εξέδωσε Συνοδικό Τόμο που καθορίζει το Αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας. Υπενθυμίζουμε ότι με αντίστοιχο Συνοδικό Τόμο του Πατριαρχείου καθορίστηκε πρόσφατα το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Η αντιπαράθεση με τον Φαρμακίδη εκδηλωνόταν με πολλές αφορμές και σε διάφορα ζητήματα. Ήταν δε τόσο έντονη και είχε γίνει πλέον προσωπική κόντρα και από τις δύο πλευρές, ώστε κάποια στιγμή σχολιάστηκε με μελανά χρώματα στις εφημερίδες της εποχής. Υπήρχε τόση μεταξύ τους εμπάθεια, σχεδόν αμοιβαία έχθρα, που σε μια μικρή Αθήνα, οι δύο άνδρες δεν συναντήθηκαν ποτέ σε κατ’ ιδίαν συνάντηση για να συζητήσουν και να γεφυρώσουν τις διαφορές τους.
Στις 9 Μαρτίου 1857 μετά από ολιγοήμερη ασθένεια ο Κωνσταντίνος απεβίωσε σε ηλικία 77 ετών και η κηδεία του πραγματοποιήθηκε με τιμές αντιστρατήγου. Έκανε δωρεά μεγάλο χρηματικό ποσό στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην Μονή Πετράκη, ενώ η βιβλιοθήκη του δωρίθηκε στην γενέτειρά του Τσαριτσάνη. Στην οικία του που βρισκόταν στην οδό Νίκης 52 και Κυδαθυναίων στην Πλάκα, υπήρχε παλιότερα αναμνηστική πλάκα. Επίσης, υπάρχει προσωπογραφία του στην Γεννάδειο βιβλιοθήκη.
Επίλογος
Τιμούμε σήμερα την μνήμη του, την ημέρα της Ορθοδοξίας, δηλαδή την ημέρα που έληξε η εικονομαχία, μια μεγάλη περίοδος έντονου εκκλησιαστικού διχασμού. Ο Κωνσταντίνος ήταν συμβιβαστικός, αγωνίστηκε για την ενότητα της εκκλησιάς, και συνέβαλε καθοριστικά ώστε να αποφευχθεί ένα νέο σχίσμα, μια ρήξη της Ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ήταν σημαντική προσωπικότητα του νεοελληνικού διαφωτισμού, εφάμιλλη του Κοραή, του Υψηλάντη και του Ρήγα Φεραίου και ασχολήθηκε ανάμεσα στα άλλα, με θέματα όπως το ουδετερόθρησκο του ελληνικού κράτους, η σχέση εκκλησίας κράτους, η γλώσσα που θα χρησιμοποιούμε στα πατερικά κείμενα, η διαπαιδαγώγηση των νέων, ο τρόπος που θα υιοθετούμε τις νέες ιδέες και πως θα τις προσαρμόζουμε και ενσωματώνουμε στις παραδόσεις της καθ’ ημάς Ανατολής. Παρόλο που όλα αυτά τα ζητήματα είναι πυρηνικά για την ύπαρξη ενός Έθνους, τελούν, ακόμα υπό διαπραγμάτευση για το δικό μας έθνος.
Σε μια εποχή όπου επικρατούσε η αμάθεια του κλήρου και του λαού, σε γενική παιδεία και σε εκκλησιαστικά ζητήματα, Ο Κωνσταντίνος, με την μόρφωσή του, με την πληθωρική και λαμπερή προσωπικότητα του, με τις ικανότητες του, με την βαθιά ορθόδοξη πίστη του και την αγάπη του για την Ελλάδα και τον άνθρωπο, χαρακτήρισε την εποχή του, και άφησε την σφραγίδα του στην εκπαίδευση, στην λειτουργία της ελλαδικής Εκκλησίας και στην σχέση της με το κράτος και τις άλλες εκκλησίες.
Είναι τόσο παλιός αλλά ταυτόχρονα τόσο σύγχρονος, τόσο άγνωστος στο ευρύ κοινό, μα και τόσο οικείος αφού το αποτύπωμα των δράσεών του βρίσκεται σε καθημερινά μας θέματα. Ο Κωνσταντίνος είχε την σύνεση να βρίσκει την ισορροπία και την χρυσή τομή με κέντρο τον άνθρωπο και σεβασμό στην Εκκλησία και στις παραδόσεις της, είναι συμβιβαστικός και ταυτόχρονα ριζοσπαστικός. Εύχομαι πάντοτε στους δύσκολους καιρούς της εκκλησίας και του Έθνους να εμφανίζεται ένας Κωνσταντίνος Οικονόμου εξ Οικονόμων που θα ισορροπεί και θα προτείνει λύσεις.
Κλείνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω τα μέλη της εν Αθήναις Αδελφότητας για την εξαιρετική τιμή που μου κάνανε.
Η ταπεινή αυτή ομιλία ας είναι μνημόσυνον αιώνιον του αοιδίμου Πατρός και λογίου Διδάσκαλου του Γένους!
Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.