του Νικολάου Χαροκόπου
Μερικές παρατηρήσεις με αφορμή την ομηρική πλάκα από την Ολυμπία
Πριν από μερικές εβδομάδες η επιστημονική κοινότητα εντός και εκτός Ελλάδας, καθώς και η κοινή γνώμη, ασχολήθηκαν με ένα ασυνήθιστο εύρημα από την περιοχή του Ιερού της Ολυμπίας. Πρόκειται για μία πήλινη πλάκα που βρέθηκε κατά τη διάρκεια μίας επιφανειακής έρευνας στον περιβάλλοντα χώρο του Ιερού, σε έναν λιθοσωρό, δίπλα από κατάλοιπα της ρωμαϊκής περιόδου. Όταν καθαρίστηκε, αποκαλύφθηκε ότι διατηρούσε χαραγμένους στην επιφάνειά της στίχους από την αρχή του ξ της Οδύσσειας (7-14):
«ψηλό (εν. αυλότοιχο), πανέμορφο᾿ σαν έφυγεν ο ρήγας του, τον είχεν
ο θείος χοιροβοσκός μονάχος του σηκώσει για τους χοίρους,
χωρίς η αφέντρα του κι ο γέροντας Λαέρτης να το ξέρουν,
από τις πέτρες που κουβάλησε᾿ κι είχε ψηλά καρφώσει
αγριαχλαδιάς κλωνάρια, κι έξωθε πυκνά παλούκια μπήξει
ως πέρα από βαλανιδόκλαρα, τη φλούδα βγάζοντας τους.
Και στην αυλή είχε μάντρες δώδεκα μια πλάι στην άλλη χτίσει,»
(μετ. Ν. Καζαντζάκη-Ι. Κακριδή)
Η σκηνή που περιγράφεται στους στίχους είναι η άφιξη του Οδυσσέα, τον οποίο έχει μεταμορφώσει σε γέρο ζητιάνο η Αθηνά, στο καλύβι του χοιροβοσκού του, Ευμαίου, που ήταν το πρώτο άτομο που αναζήτησε ο Οδυσσέας μόλις έφτασε στην Ιθάκη. Τον βρήκε καθισμένο μπροστά στην καλύβα του, την οποία περιέβαλε «καλή τε μεγάλη τε, περίδρομος», ένας ωραίος και μεγάλος αυλότοιχος. Ο δῖος ὑφορβός, ο θεϊκός χοιροβοσκός, όπως αποκαλείται επανειλημμένα στο κείμενο, δεν τον αναγνώρισε, ωστόσο του προσέφερε φιλοξενία, εξιστορώντας στον Οδυσσέα τα γεγονότα που συνέβησαν κατά την απουσία του. Ο Οδυσσέας διαβεβαιώνει τον απαισιόδοξο Εύμαιο ότι ο αφέντης του θα επιστρέψει σύντομα, καλώντας τον να βάλουν μάλιστα και στοίχημα, με τίμημα την ίδια τη ζωή του Οδυσσέα, άμα τελικά διαψευσθεί η υπόσχεση της επιστροφής που δίνει στον Εύμαιο. Όταν στη συνέχεια αποκαλύπτεται στον Εύμαιο, εκείνος τον ακολουθεί στο ανάκτορό του και τον βοηθά κατά τη Μνηστηροφονία.
Σίγουρα η πλάκα αυτή αποτελεί ένα ξεχωριστό εύρημα, που δικαιολογημένα προκαλεί την προσοχή, αφού είναι ιδιαιτέρως σπάνιο να διατηρούνται από την Αρχαιότητα αποσπάσματα των ομηρικών επών σε υλικό που δεν είναι πάπυρος. Η χρονολογία της δεν είναι ακόμα σαφής- στην ανακοίνωση γίνεται λόγος για ρωμαϊκή εποχή, πιθανώς πριν από τον 3ο αι. μ.Χ. Όμως, η ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού, που αναπαρήχθη σε ελληνικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης, κάνει λόγο για «το παλαιότερο σωζόμενο γραπτό απόσπασμα των Ομηρικών Επών που έχει έρθει στο φως». Ένας τέτοιος ισχυρισμός προκαλεί μεγάλη εντύπωση, αλλά δεν θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί από τα δεδομένα της αρχαιολογικής και φιλολογικής έρευνας. Ακόμα και όταν σε νεώτερη ανακοίνωση έγινε προσπάθεια να ανασκευαστεί αυτό το σημείο της ανακοίνωσης, επισημαίνοντας ότι «η ερευνητική ομάδα διερευνά το ενδεχόμενο να πρόκειται για το παλαιότερο κείμενο ομηρικών επών που έχει βρεθεί στον ελληνικό χώρο (πλην οστράκων με 1-2 στίχους)», και πάλι μία τέτοια διατύπωση έρχεται σε αντίθεση με όσα είναι γνωστά από τα πορίσματα της έρευνας.
Ο Όμηρος εθεωρείτο σε όλη την Αρχαιότητα ως ο μεγαλύτερος ποιητής και τα έργα που αποδίδονταν σε αυτόν, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, επέδρασσαν περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κείμενο στη διαμόρφωση του ελληνικού πολιτισμού, με τον οποίο συμπορεύτηκαν από την εποχή που εκείνος εξερχόταν δυναμικά από μία μακρά περίοδο εσωστρέφειας που ακολούθησε την πτώση του μυκηναϊκού πολιτισμού. Στα ομηρικά κείμενα οι Έλληνες βρήκαν θεμελιώδεις έννοιες που διατρέχουν όλο τον πολιτισμό της Αρχαιότητας, όπως η επιδίωξη για αριστεία και τιμή- βασικές συνισταμένες της πολυσήμαντης ἀρετῆς-, η σπουδαιότητα της φιλίας, το σέβας στους γονείς και η σημασία της διαδοχής των γενεών στην οικογένεια. Επιπλέον, ο Όμηρος, μαζί με τον Ησίοδο, έδωσαν τις βασικές αντιλήψεις για τους θεούς και τις επενέργειές τους, μέσα από την πανταχού παρουσία του Δία και των Ολύμπιων.
Πρακτικά, θα μπορούσε να λεχθεί ότι τα έπη αποτελούσαν μία ανεξάντλητη πηγή γνώσης για όλες τις πτυχές του βίου. Ο Πλάτωνας, που θέλει να εξοβελίσει από την ιδανική του Πολιτεία τον Όμηρο και τους τραγικούς ποιητές για να μην εξάπτουν τα πάθη, δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί ότι «ὡς τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν οὗτος ὁ ποιητὴς καὶ πρὸς διοίκησίν τε καὶ παιδείαν τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων» (606e 2-4).
Ωστόσο, παρόλο που η επιρροή των επών εντοπίζεται στην τέχνη και τη γραμματεία από νωρίς- στην τέχνη πιθανώς από την εποχή που συνήθως τοποθετείται η δημιουργία τους-, τόσο η προσωπικότητα του Ομήρου, όσο και η πρώιμη ιστορία του κειμένου των επών παραμένουν φευγαλέες. Για την ακρίβεια, πρέπει να περιμένουμε μέχρι τον 10 αιώνα μ.Χ. για να εντοπίσουμε τα παλαιότερα πλήρως σωζόμενα χειρόγραφα των επών σε μικρογράμματους βυζαντινούς κώδικες. Παρόλα ταύτα, έχουν διατηρηθεί αποσπάσματα των επών σε τμήματα παπύρων, οι παλαιότεροι από τους οποίους πηγαίνουν πίσω στον πρώιμο 3ο αι. π.Χ.
Οπότε, η πλάκα δεν θα μπορούσε να είναι το παλαιότερο διατηρούμενο απόσπασμα της Οδύσσειας, αφού διατηρούνται περί τα εκατό παπυρικά αποσπάσματα με στίχους του έργου, που είναι παλαιότερα από την πλάκα. Βέβαια, εάν επιβεβαιωθεί η προτεινόμενη χρονολογία της πλάκας, τότε πράγματι αποτελεί το παλαιότερο εύρημα που διατηρεί τους ίδιους στίχους του ξ της Οδύσσειας μαζί με έναν πάπυρο του 3ου-4ου αιώνα μ.Χ. που διασώζει τους παραπάνω στίχους και φυλάσσεται στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Από φιλολογική άποψη, βέβαια, το κείμενο στην πλάκα δεν έχει κάτι ιδιαίτερο να προσφέρει ως προς την παράδοση του ομηρικού κειμένου. Οι στίχοι δεν αποκλίνουν από το κοινώς παραδιδόμενο κείμενο της ραψωδίας, παρά μόνο σε δύο μικρά σημεία, που φαίνεται να είναι λάθη παρά διαφορετικές γραφές: στον όγδοο στίχο παραλείπεται το ρήμα δείμαθ’- οικοδόμησε- και στον δέκατο στίχο γράφεται ἐτρίγκωσεν αντί για ἐθρίγκωσεν- περιέβαλε.
Ερχόμαστε τώρα στο ζήτημα της αναγραφής ομηρικών στίχων σε υλικό διαφορετικό του παπύρου, όπου, σύμφωνα με την τελευταία ανακοίνωση της Εφορείας, η πλάκα είναι το παλαιότερο σωζόμενο παράδειγμα στον ελλαδικό χώρο. Αναμφισβήτητα, η διατήρηση στίχων των επών σε αντικείμενα που δεν προορίζονταν εξ ορισμού, όπως συνέβαινε με τους παπύρους, για αναγραφή κειμένων, αλλά είχαν χρηστική υπόσταση, είναι μία άλλη, γοητευτική πτυχή της ιστορίας της πρόσληψης και διάδοσης των επών. Άλλωστε, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι και οι παλαιότερες σωζόμενες γραπτές μαρτυρίες του ελληνικού αλφαβήτου έχουν εντοπιστεί πάνω σε αγγεία- γεγονός που δεν μας παραξενεύει καθόλου, αν αναλογιστούμε ότι η διατήρηση του ευαίσθητου παπύρου εκτός του ξηρού κλίματος της Αιγύπτου είναι ιδιαιτέρως σπάνια. Μάλιστα, η γνωστότερη από αυτές τις επιγραφές, σε έναν σκύφο (τυπικό αγγείο πόσεως) από το νησάκι των Πιθηκουσών στον κόλπο της Νάπολης, που τοποθετείται στο β΄ μισό του 8ου αιώνα π.Χ., είναι πλήρης ομηρικού πνεύματος, τόσο στο μέτρο, όσο και στον προφανώς σκόπιμο παραλληλισμό με το περίφημο ποτήριο του Νέστορος που περιγράφεται στην Ιλιάδα (Λ, στιχ. 632-7).
Όσον αφορά το ίδιο το κείμενο των ομηρικών επών, το παλαιότερο γνωστό εύρημα που διατηρεί στίχους εντοπίζεται σε ένα όστρακο, θραύσμα δηλαδή, μίας μελαμβαφούς κύλικας του τέλους του 5ου αι. π.Χ. από την αποικία της Ολβίας στη Μαύρη Θάλασσα (στη σημερινή Ουκρανία). Πάνω σε αυτό, κάποιος χάραξε τον 39ο στίχο του λ της Οδύσσειας : «Από του Ιλίου τα μέρη μ᾿ έριξαν στους Κίκονες οι ανέμοι» (μετ. Ν. Καζαντζάκη-Ι. Κακριδή), από το σημείο που αρχίζει να διηγείται ο Οδυσσέας στον βασιλιά Αλκίνοο τις περιπλανήσεις του μετά την πτώση της Τροίας. Η επιλογή του συγκεκριμένου κειμένου της Οδύσσειας, που αναφέρεται σε μία βορινή τοποθεσία, και ο τόπος εύρεσης του αγγείου, στις εσχατιές της μέχρι τότε εξάπλωσης του ελληνισμού, δείχνουν ότι ο κάτοχος της κύλικας ταυτιζόταν με το αίσθημα νοσταλγίας και περιπλάνησης του ομηρικού ήρωα.
Ειδικότερα, για την περιοχή του ελλαδικού χώρου, για την οποία κάνει μνεία η ανακοίνωση της Εφορείας, και πάλι δεν επιβεβαιώνεται η προτεραιότητα της πλάκας της Ολυμπίας στον τομέα των ομηρικών αποσπασμάτων σε διαφορετικό του παπύρου υλικό. Αυτά μπορούν να εντοπιστούν σε ορισμένους ανάγλυφους σκύφους, μία ιδιαίτερη κατηγορία της κεραμικής της ελληνιστικής περιόδου, που παράγονταν από τα τέλη περίπου του 200 π.Χ. μέχρι και τον προχωρημένο 1ο αιώνα π.Χ. Τα αγγεία αυτού του είδους φέρουν ανάγλυφες διηγηματικές παραστάσεις, ορισμένες από τους οποίες απεικονίζουν επεισόδια από τα ομηρικά έπη- παλαιότερα η έρευνα τους είχε χαρακτηριστικά αποκαλέσει ομηρικούς σκύφους, αν και σήμερα γνωρίζουμε ότι η εικονογραφία τους δεν περιορίζεται σε αυτήν τη θεματική. Πέρα από επιγραφές που μπορεί να αναφέρουν τα ονόματα των πρωταγωνιστών της σκηνής ή να περιγράφουν το εικονιζόμενο επεισόδιο, απαντούν σε ευάριθμους σκύφους και παραθέματα από το ίδιο το έπος, συγκεκριμένα από τη Μνηστηροφονία στο χ της Οδύσσειας.
Από τα παραπάνω, εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, εάν η πλάκα από την Ολυμπία έχει κάποια σπουδαιότητα, εφόσον δεν ισχύουν όσα διατυπώθηκαν για την χρονολογική προτεραιότητά της έναντι άλλων τεκμηρίων του ομηρικού κειμένου. Η απάντηση είναι φυσικά καταφατική: πρόκειται για ένα σημαντικό αντικείμενο, ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, το οποίο όντως δεν φαίνεται να έχει ακριβές παράλληλο ως προς την αναγραφή ομηρικών στίχων σε πήλινη πλάκα. Είναι κρίμα που μία ατυχής διατύπωση στην ανακοίνωση, που το παρουσίαζε σαν το εύρημα που θα επεσκίαζε όλα τα ανάλογα ευρήματα, λειτούργησε υπονομευτικά ως προς την αξιολόγηση της σημασίας του από ειδικούς επιστήμονες, αλλά και το κοινό, το οποίο αρέσκεται, καθώς είναι φυσικό, στην ιδέα του μοναδικού ευρήματος, γρήγορα, όμως, χάνει το ενδιαφέρον του, όταν πληροφορηθεί για το αντίθετο.
Προσωπικά, θεωρώ ότι η ιδιαίτερη σημασία του ευρήματος έγκειται στη χρήση του και περιμένω με ενδιαφέρον τα πορίσματα της αναλυτικής μελέτης του αντικειμένου και των άλλων αρχαιολογικών συμφραζόμενων της επιφανειακής έρευνας που θα επιτρέψουν ίσως να προσδιορίσουμε την πιθανή προέλευση και προορισμό της πλάκας. Θα μπορούσε να ήταν ενδεχομένως ένα ανάθημα ραψωδού, όπως προτάθηκε από τον ελληνιστή P. Gainsford, αφού φαίνεται ότι η αναγραφή των στίχων συνεχιζόταν στο μη σωζόμενο τμήμα; Όμως, η μάλλον πρόχειρη εμφάνιση των γραμμάτων, δεν φαίνεται να καθιστά και τόσο ελκυστική αυτήν την πρόταση. Διαφορετικά, οι στίχοι θα μπορούσαν να έχουν χαραχτεί στον ωμό πηλό της πλάκας από έναν μαθητή, ως μία άσκηση. Για παρόμοια μαθητικά κείμενα χρησιμοποιούσαν στους αρχαίους χρόνους ξύλινα δίπτυχα, τις δέλτους, η κοίλη επιφάνεια των οποίων καλυπτόταν με κερί (ή και γύψο, το λεγόμενο λεύκωμα), καθώς και κομμάτια από αγγεία και κεράμους ή επίπεδες λίθινες πλάκες, σαν αυτές που βρέθηκαν στην Ακαδημία του Πλάτωνα.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό το αναπάντεχο εύρημα της πήλινης πλάκας αποτελεί άλλη μία μαρτυρία και επιβεβαίωση της αδιάλειπτης παρουσίας των ομηρικών κειμένων σε κάθε επίπεδο της τότε κοινωνίας, είτε πρόκειται για τους προσεγμένους παπύρους των αλεξανδρινών λογίων είτε για μία πρόχειρη μεταγραφή ενός μαθητή. Αυτή η οργανική σχέση της Αρχαιότητας με τα ομηρικά έπη μπορεί να συνοψιστεί εύστοχα, νομίζω, σε έναν στίχο του Άγγλου ποιητή W. H. Auden, τον οποίο χρησιμοποίησε και ο Γ. Σεφέρης: «ο κόσμος δεν είναι δικός μας, είναι του Ομήρου».
(Σημείωση: Εκτενέστερες πληροφορίες για το κείμενο της πλακάς μπορούν να βρεθούν και στο ιστολόγιο του Νεοζηλανδού ελληνιστή Peter Gainsford:
https://kiwihellenist.blogspot.com/2018/07/not-oldest-written-record-of-odyssey.html?spref=fb. Οι σκύφοι με τις παραστάσεις και στίχους από την Οδύσσεια μελετώνται αναλυτικά στη διατριβή της συναδέλφου Μ. Νασιούλα,
Π Ο Τ Η Ρ Ι Ο Ν Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Ι Κ Ο Ν.
Ελληνιστικά Ανάγλυφα Αγγεία με Ενεπίγραφες Διηγηματικές Παραστάσεις (Θεσσαλονίκη 2013). )