Interdisciplinary Journal of Ecclesiastical Law
Παπαγεωργίου Γ. Κωνσταντίνος - Επίκουρος Καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου ΑΠΘ
Ο Κωνσταντίνος Γ. Παπαγεωργίου είναι δικηγόρος και Επίκουρος Καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου στο ΑΠΘ με σημαντικό συγγραφικό έργο. Διατελεί επίσης, μέλος του ΔΣ της Νομικής Επιτροπής ΑΠΘ, καθώς και του ΔΣ του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ.
ΔΑΣΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Η δασική ιδιοκτησία των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων
της ελληνικής επικράτειας, εν όψει του Εθνικού Κτηματολογίου*
Διάγραμμα Ύλης
§ 1. Εισαγωγικοί προβληματισμοί. Μια ‘χαρτογράφηση’ της εκκλησιαστικής δασικής ιδιοκτησίας
§ 2. Τίτλοι ιδιοκτησίας των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων: τεκμήρια κυριότητας, δασικές δικαιοταξίες και κτηματολογικό δίκαιο
Ι. Παλαιό Βασίλειο της Ελλάδος. Μοναστηριακά δάση και τεκμήριο κυριότητας υπέρ του δημοσίου (ΒΔ της 17.11/1.12.1836, ‘περί ιδιωτικών δασών’). Τίτλοι ιδιοκτησίας επί δασών κατά το οθωμανικό γαιοκτητικό σύστημα
ΙΙ. Θεσσαλία και νομός Άρτας: άρθ. 4 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως (20.7/2.7.1881)
ΙΙΙ. Επτάνησα
IV. Νέες Χώρες (Ήπειρος, Μακεδονία και Θράκη)
V. Εκκλησία της Κρήτης
Α. Διαμόρφωση της εκκλησιαστικής περιουσίας μέχρι την ίδρυση της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας (961-1898)
Β. Αυτόνομη Κρητική Πολιτεία και μοναστηριακή περιουσία (1898-1913). Ο Ν. 276/1900 (Καταστατικός Νόμος της Εκκλησίας Κρήτης) και η εισαγωγή του θεσμού της χρησικτησίας από τον Κρητικό Αστικό Κώδικα (1904).
Γ. Απαλλοτρίωση της μοναστηριακής περιουσίας δυνάμει του Ν. 3345/1925 (‘Ταμεία Εφέδρων Πολεμιστών Κρήτης’) και του Β.Δ. 4/1952
Δ. Μία εμβληματική δικαστική διαμάχη: η αντιδικία για τη δασική ιδιοκτησία της Μονής Τοπλού Σητείας (Φοινικόδασος Βάι)
VI. Δωδεκάνησα
§ 1. Εισαγωγικοί προβληματισμοί. Μια ‘χαρτογράφηση’ της εκκλησιαστικής δασικής ιδιοκτησίας
1. Αρχής ήδη γενομένης από την πρώτη δεκαετία μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους (1830), κανένα άλλο πεδίο δικαστικών αντιπαραθέσεων μεταξύ του Δημοσίου και των πολυάριθμων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων της ελληνικής επικράτειας δεν γνώρισε μέχρι σήμερα τις μακροχρόνιες, περίπλοκες και, όχι σπάνια, οξείες αντιδικίες οι οποίες παρατηρήθηκαν με επίκεντρο το ιδιοκτησιακό καθεστώς των δασών, δασικών ή χορτολιβαδικών εκτάσεων διάφορων περιοχών της χώρας.1
Το γεγονός μπορεί να αποδοθεί σε μία σειρά εντοπισμένων αιτιών, όπως κυρίως είναι η μακραίωνη παράλληλη ιδιότητα αμφοτέρων των πιο πάνω θεσμών ως μεγάλων δασικών γαιοκτημόνων,2 αλλά και η συγκεχυμένη κατάσταση που ανέκυψε μετά την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό, αναφορικά με το νομικό καθεστώς των δασών της χώρας, ιδίως ως προς την εγκυρότητα των επικαλούμενων από το Δημόσιο ή την Εκκλησία τίτλων δασικής ιδιοκτησίας.
Απόρροια του εν πολλοίς αμφιλεγόμενου ιδιοκτησιακού καθεστώτος των δασών της χώρας, αποτελεί και το περίφημο ζήτημα του χαρακτηρισμού μεγάλου μέρους εξ αυτών ως ‘διακατεχόμενων’ από τοπικά εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα – μία αμιγώς ελληνική ιδιοτυπία, που προέκυψε όχι από ιστορικούς λόγους, όπως συνηθίζεται να λέγεται, αλλά από μία αμήχανη και κοντόθωρη δασική πολιτική, που το μόνον που κατάφερε σε βάθος χρόνου, ήταν να καταστεί πρόξενος ανασφάλειας δικαίου στο χώρο της δασικής ιδιοκτησίας.
Μία πρώτη προσέγγιση στο σύνολο των εκκρεμών ακόμη θεμάτων που συνδέονται με την εκκλησιαστική δασική ιδιοκτησία, επιχειρείται στις ακόλουθες σελίδες.
2. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα της ελληνικής επικράτειας φέρονται συνολικά ως ιδιοκτήτες ή ‘διακάτοχοι’ περίπου 367.040 στρεμμάτων δασικών εκτάσεων.3 Κατ’ άλλους υπολογισμούς, η γενικότερη δασική ιδιοκτησία της Εκκλησίας υπερβαίνει τα 600.000 στρέμματα.4 Οι επιφυλάξεις ως προς την ακρίβεια των πιο πάνω στοιχείων θα πρέπει να θεωρούνται αναπόφευκτες, δεδομένης και της μη υπάρξεως νεότερης καταγραφής ή έστω επιβεβαίωσής τους από εγκυρότερες πηγές.
Το γεγονός όμως αυτό - ήτοι, οι σημαντικές αποκλίσεις που εμφανίζουν τα ανωτέρω δειγματοληπτικά στοιχεία, από πηγές ποικίλης προέλευσης αλλά και διαβαθμισμένης αξιοπιστίας, ελλείψει άλλων έγκυρων και επίσημων δεδομένων – αναδεικνύει ως μέγιστη την αναγκαιότητα ολοκλήρωσης του Εθνικού Κτηματολογίου και την καθοριστική συμβολή που αναμένεται αυτό να έχει στην ασφάλεια των κτηματικών συναλλαγών, εν προκειμένω στον τομέα της, ούτως ή άλλως εκτεταμένης αλλά και νομικά αμφιλεγόμενης, εκκλησιαστικής δασικής ιδιοκτησίας.
Σε κάθε ωστόσο περίπτωση, είναι γνωστό από πλήθος νομολογιακών στοιχείων ότι μεγάλο μέρος των εκκλησιαστικών αυτών εν γένει δασικού χαρακτήρα εκτάσεων βρίσκεται στην:
Αττική, Βοιωτία και Εύβοια (Βάρη, Βούλα, Άγιος Ανδρέας Νέας Μάκρης, υπώρειες Πάρνηθας, ευρύτερη περιοχή Κοκκιναρά Πεντέλης, περιοχή Καρέα του Υμηττού, περιαστική περιοχή του Πειραιά, Οινόη, Φυλή, Σκούρτα Βοιωτίας, Μαντούδι, Κύμη κ.ά.),5
Φωκίδα (ιδίως δάσος Μονής Προφήτη Ηλία Χρισσού Παρνασσίδας) και Φθιώτιδα (κυρίως δάσος της Μονής Αγάθωνος στην περιφέρεια Υπάτης),
Πελοπόννησο, ήτοι Ν. Κορινθίας,6 Ν. Αχαΐας (περιοχές Στροφυλιάς, Μετοχίου και Μελισσίων), Ν. Ηλείας (δάσος Σκαφιδιάς), Ν. Μεσσηνίας (Αγ. Σωτήρας Μοναστηρίου), Ν. Λακωνίας (Βασσάρα και Πριτσιώτικο Γυθείου, Ν. Αρκαδίας (δασικές εκτάσεις Μονών Παλαιοπαναγιάς και Ορθοκωστά), Ν. Αργολίδας (δασική περιοχή Θερμησίας),
Κρήτη, με εκκλησιαστικές δασικές εκτάσεις να ευρίσκονται κυρίως στους νομούς Ηρακλείου (Αντισκάρι, Μεταξοχώρι, Παγαϊδάκι, Σαμπά, Ζαρού Βαριζίων, Ρογδία, Ανώπολη, Στερνά), Ρεθύμνου και Λασιθίου (ιδιοκτησία Μονής Τοπλού Σητείας, για την οποία βλ. πιο κάτω και ειδικότερη αναφορά),7
Χαλκιδική, στην οποία μεγάλες δασικές ή δασολιβαδικές εκτάσεις ανήκουν σε πολυάριθμα μετόχια Μονών του Αγίου Όρους,8
Κεντρική Μακεδονία και Θεσσαλία (Μονές Μετεώρων, Ζάρκου, Βυτουμά, Μονή Κορώνης, Πέτρας και Σπηλιάς Αγράφων),9
Ήπειρο (δάση Μονών Κάτω Παναγιάς Άρτας, Βελλάς Ιωαννίνων, Μόλιστας Κονίτσης),10
ενώ ιδιοκτήτες σημαντικών δασικών εκτάσεων είναι εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα (ναοί και μονές) που κείνται στη Θράκη,11 στη Δυτική Στερεά Ελλάδα και σε διάφορα νησιά.12
3. Πρέπει εξ αρχής να υπογραμμιστεί, ότι το νομικό περιεχόμενο κάθε συγκεκριμένης δασικής ιδιοκτησίας της χώρας μας, είναι άρρηκτα συνυφασμένο με το θεσμοθετημένο γαιοκτητικό καθεστώς της οικείας περιοχής. Και τούτο διότι, ως γνωστόν, η χρονικά σταδιακή απελευθέρωση και προσάρτηση νέων γεωγραφικών διαμερισμάτων (όπως η Θεσσαλία, οι Νέες Χώρες, η Κρήτη, τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα) στα εδάφη του αρχικά ελεύθερου νεοελληνικού κράτους (‘Παλαιό Βασίλειο’), οδήγησε κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα στη διαμόρφωση πλειόνων ιδιογενών καθεστώτων έγγειας ιδιοκτησίας, τοπικού χαρακτήρα. Στο πλαίσιο εφαρμογής του καθενός από αυτά, προβλέπεται ακόμη και σήμερα η συνδρομή διαφορετικών - κατά το μάλλον ή ήττον - όρων σύστασης εμπράγματων δικαιωμάτων, ειδικώς επί των δασών ή δασογενών εκτάσεων.13
Στο ίδιο πλαίσιο προβληματισμού, σε θεμελιώδεις παράγοντες για την απόδειξη τέτοιων δικαιωμάτων αναδεικνύονται, πρώτον, το εύρος της ιδιοκτησίας η οποία περιήλθε, βάσει διεθνών συνθηκών, στο ελληνικό δημόσιο ως διάδοχο του αντίστοιχου οθωμανικού14 και δεύτερον, η νομική αναγνώριση των εμπράγματων δικαιωμάτων που ιδιώτες ή διάφοροι εκκλησιαστικοί φορείς είχαν αποκτήσει σε δάση, ήδη υπό την ισχύ του οθωμανικού εμπράγματου δικαίου. Η γνώση, συνεπώς, των θεμελιωδών κανόνων του τελευταίου κρίνεται ως απαραίτητη για την ορθή ερμηνεία των διατάξεων ειδικά της εκκλησιαστικής δασικής ιδιοκτησίας, καθώς ένας σεβαστός αριθμός μονών ή ναών από όλα σχεδόν τα σημεία της ελληνικής επικράτειας επικαλείται, όπως ακροθιγώς σημειώθηκε, συναφή δικαιώματα, κεκτημένα ήδη από τη μεταβυζαντινή, αν όχι και από παλαιότερη, χρονική περίοδο.
Τέλος, αναφορικά με την ερμηνεία του δαιδαλώδους πλέγματος νομοθετικών διατάξεων οι οποίες συναρθρώνουν ό,τι αποκαλούμε σήμερα ‘δασικό δίκαιο’, είναι ενδεδειγμένο να εξαρθεί η διαπλαστική συμβολή μίας πολύχυμης νομολογίας, από δικαστήρια όλων των βαθμίδων και από κάθε σχεδόν νομό της χώρας. Συνεπώς, το δασικό δίκαιο – εκτός από τοπικό, δικαιοσυγκριτικό και εξαιρετικά σύνθετο – είναι ορθό να χαρακτηρίζεται και ως νομολογιακά διαπλασμένο, εφόσον πρέπει σήμερα να θεωρείται απλώς αδύνατη η ερμηνεία των ρυθμίσεών του, χωρίς τη μελέτη της εξόχως πλούσιας αν και συχνά αντιφατικής σχετικής νομολογίας.
4. Τα κομβικής σημασίας για το δασικό δίκαιο πιο πάνω δεδομένα – κυρίως η εκτεταμένη δημόσια και εκκλησιαστική ιδιοκτησία και η ιστορική διαμόρφωση τοπικών sui generis δασικών δικαίων – αποτυπώνονται με ενάργεια ακόμη και σε νομοθετήματα με γενική, κατ’ αρχάς, εφαρμογή ως προς τα δάση όλης της χώρας, όπως είναι οι ‘δασικοί κώδικες’. Για το λόγο αυτό, είναι αναγκαία η διάκριση μεταξύ των γενικής ισχύος δασικών ρυθμίσεων, από εκείνες που θεσπίστηκαν προκειμένου να εφαρμοστούν ειδικά ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς δασών ορισμένης γεωγραφικής περιφέρειας.
Διάκριση η οποία μάς υποχρεώνει να προσεγγίσουμε το καθεστώς της εκκλησιαστικής δασικής ιδιοκτησίας ως μίας κατηγορίας lex specialis κανόνων δικαίου, η εφαρμογή των οποίων προκρίνεται έναντι των γενικώς ισχυόντων, λόγω της αρχής της ειδικότητας.15 Με διαφορετική διατύπωση, οι διατάξεις του γενικού δασικού δικαίου καλούνται σε (συμπληρωματική) εφαρμογή μόνον εφόσον το δασικό δίκαιο ορισμένης περιοχής δεν προβλέπει ειδικά ως προς το ερμηνευτέο ζήτημα.
5. Οι αντιπαραθέσεις μεταξύ Δημοσίου και Εκκλησίας έχουν ήδη αρχίσει να απασχολούν σε σημαντικό βαθμό το κατά τόπους εφαρμοζόμενο κτηματολογικό δίκαιο. Η συχνότητά τους όμως αναμένεται να αυξηθεί με γεωμετρικό ρυθμό κατά τα επόμενα χρόνια, σε άμεση συνάρτηση με τη χωρική επέκταση του θεσμού του Εθνικού Κτηματολογίου, στο πλαίσιο του οποίου θα πρέπει και να επιλυθούν τα συναφή χρόνια προβλήματα.16
Τούτο άλλωστε προκύπτει και από το γεγονός της σχεδόν παράλληλης έκδοσης των Ν. 3127/2003, ‘Τροποποίηση και συμπλήρωση των ν. 2308/1995 και 2664/1998 για την Κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις’ και Ν. 3208/2003, ‘προστασία των δασικών οικοσυστημάτων, κατάρτιση δασολογίου, ρύθμιση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί δασών και εν γένει δασικών εκτάσεων’, στους οποίους παρατηρείται η συμπερίληψη διατάξεων με κοινό στόχο την ρύθμιση εμπραγμάτων δικαιωμάτων στο δασικό χώρο και την εκκαθάριση ιδιοκτησιακών εκκρεμοτήτων μεταξύ Δημοσίου και φυσικών ή νομικών προσώπων επί δασών, με αναγνώριση δικαιωμάτων των τελευταίων, προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόοδος του Εθνικού Κτηματολογίου.17 Το ίδιο γεγονός πρέπει με τη σειρά του να αντικρισθεί τόσο υπό το φως της προηγηθείσας αναθεώρησης των άρθ. 24 και 117 Σ., που περιέλαβε την πρόβλεψη κατάρτισης δασολογίου, όσο και εν όψει της εκτεταμένης τροποποίησης του παλαιότερου Ν. 998/1979, ‘περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας’, από τον πιο πάνω 3208/2003.
§ 2. Τίτλοι ιδιοκτησίας των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων: τεκμήρια κυριότητας, δασικές δικαιοταξίες και κτηματολογικό δίκαιο
Ι. Παλαιό Βασίλειο της Ελλάδος. Μοναστηριακά δάση και τεκμήριο κυριότητας υπέρ του δημοσίου (ΒΔ της 17.11/1.12.1836, ‘περί ιδιωτικών δασών’). Τίτλοι ιδιοκτησίας επί δασών κατά το οθωμανικό γαιοκτητικό σύστημα
1. Ένας σημαντικός αριθμός από όσα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα ιδρύθηκαν κατά τη βυζαντινή ή μεταβυζαντινή περίοδο - κυρίως μονές και ναοί - εμφανίζονται έκτοτε και μέχρι σήμερα να νέμονται ή διακατέχουν δασώδεις περιοχές, μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης. Σε σχετικές δίκες, η προβολή της μακροχρόνιας ή και μακραίωνης αυτής άσκησης νομής και διακατοχικών πράξεων, συχνά συνδυάζεται με την επίκληση μίας ποικιλίας αποθησαυρισμένων στα μοναστηριακά αρχεία ιστορικών εγγράφων με δικαιοπρακτικό ή γενικότερο νομικό περιεχόμενο, ως δικαιοπαραγωγικοί τίτλοι στην επίδικη δασική έκταση, τουλάχιστον κατά το απώτατο χρονικό σημείο της εκδόσεώς τους: βυζαντινά χρυσόβουλλα ή πατριαρχικά σιγίλλια, επίσημοι ή ιδιωτικοί κώδικες κτηματολογικού περιεχομένου οι οποίοι συντάχθηκαν κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας για φορολογικούς και δημοσιονομικούς λόγους, οθωμανικά ταπιά, χοτζέτια, τακρίρια, βεράτια ή φιρμάνια της ίδιας περιόδου, συχνά καλούνται ως διαβαθμισμένης αποδεικτικής ισχύος έγγραφα να θεμελιώσουν τη νόμιμη κτήση εμπράγματων δικαιωμάτων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων (και) σε δασική ιδιοκτησία.
Νομικά ερωτήματα ως προς την εγκυρότητα και την έκταση της ισχύος εγγράφων όπως τα ανωτέρω, απασχόλησαν σχεδόν αμέσως τις αρχές του νεοσύστατου (1830) ελληνικού κράτους - και απολύτως δικαιολογημένα, καθώς αφορούσαν δικαιώματα προβαλλόμενα στο 50% περίπου της τότε ελεύθερης επικράτειας. Το γεγονός ώθησε να τεθεί από τη κυβέρνηση ως άμεση δικαιοπολιτική προτεραιότητα, ο έλεγχος κάθε σχετικά προσαγόμενης γραπτής μαρτυρίας, για την επιβολή μίας τάξης ως προς το συγκεχυμένο καθεστώς της δασικής ιδιοκτησίας.
2. Λίγα μόλις έτη μετά την αναγνώριση της ανεξαρτησίας (1830, Πρωτόκολλο του Λονδίνου), δημοσιεύεται το β.δ. της 17.11/1.12.1836, ‘περί ιδιωτικών δασών’,18 που προέβλεπε μεταξύ άλλων και ότι:
(α) ως ‘ιδιωτικά δάση’ θεωρούνται μόνον όσα αποδεικνυόταν με έγγραφα, συντεταγμένα από τις αρμόδιες τουρκικές αρχές και κατά τους νόμιμους τύπους, ότι αποτελούσαν πριν την απελευθέρωση ‘πλήρεις’ ιδιωτικές ιδιοκτησίες (άρθ. 1 εδ. α΄). Σε περίπτωση, ωστόσο, που τέτοια έγγραφα ‘εκ περιστάσεως ... εχάθησαν από την αρχήν του υπέρ ανεξαρτησίας πολέμου’, προβλεπόταν η δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη με τη χρήση κάθε ‘ένδικου μέσου’ για τη απόδειξη των σχετικών ιδιωτικών δικαιωμάτων (άρθ. 1 εδ. γ΄).
(β) Αξιώσεις δήμων και μονών για δασικές ιδιοκτησίες τους, εφόσον θεμελιώνονταν ‘μόνον εις πολυχρόνιον και αδιάλειπτον δικαίωμα ελευθέρας ξυλεύσεως, προερχόμενον από την ανέκαθεν αμελημένην διοίκησιν των δασών’, χωρίς όμως και να στηρίζονται σε νόμιμα έγγραφα με ρητό ιδιοκτησιακό περιεχόμενο, δεν αναγνωριζόταν ότι θεμελίωναν τίτλο ιδιοκτησίας, τα δε δάση θεωρούντο ‘αναντιρρήτως ως δημόσια’. Εάν όμως ‘υπήρχον έγγραφα αποδεικνύοντα τωόντι την ιδιοκτησίαν ενός τοιούτου δάσους και εχάθησαν εκ περιστάσεως’, τότε ‘ο απαιτών αυτό δήμος ή το μοναστήριον’ μπορούσαν να αποδείξουν τα σχετικά δικαιώματα ‘μόνον κατά το άρθ. 390 ΠολΔικ’ (άρθ. 2).
(γ) Εντός ενός έτους από τη δημοσίευση του β. δ/τος – προθεσμίας με ανατρεπτικό χαρακτήρα - όφειλαν οι φερόμενοι ως ιδιοκτήτες των ανωτέρω δασών να παρουσιάσουν ενώπιον της Γραμματείας των Οικονομικών τους ‘νομίμους τίτλους της ιδιοκτησίας των’.19 Η εξέτασή τους οδηγούσε, αναλόγως, σε αναγνώριση ή απόρριψη της εγκυρότητας των προσαχθέντων εγγράφων και, περαιτέρω, του επικαλούμενου δικαιώματος κυριότητας. Στην πρώτη περίπτωση αποδιδόταν η κατοχή στους ιδιοκτήτες, ενώ στη δεύτερη το ζήτημα μπορούσε να ακολουθήσει τη δικαστική οδό, όπως ήδη σημειώθηκε (άρθ. 3 εδ. α΄). Με την πάροδο της ετήσιας προθεσμίας, τα δάση τα οποία δεν αναγνωρίσθηκαν ως ιδιωτικά μετά την πιο πάνω διαδικασία, θεωρούνταν ως ‘αδιαφιλονίκητα εθνικά, και θέλουν διατίθεσθαι ως τοιαύτα’ (άρθ. 3 εδ. β΄).
(δ) Ακόμη όμως και όσα δάση κρίνονταν ως ιδιωτικά είτε στο πλαίσιο της διαγνωστικής αυτής διοικητικής διαδικασίας είτε μετά από δικαστική απόφαση, θα υπάγονταν στο εξής υπό κρατική ‘επιτήρησιν’ και μία σειρά άλλων περιορισμών, προφανώς για λόγους δημόσιου συμφέροντος που σχετίζονταν με την κρατική προστασία του συνόλου των δασών, εθνικών ή ιδιωτικών (άρθ. 4 επ.).
3. Όπως κατ’ αρχάς συνάγεται από τον ίδιο τον τίτλο του ερμηνευόμενου νομοθετήματος (‘περί ιδιωτικών δασών’), αντικειμενικός δικαιοπολιτικός του στόχος ήταν η παροχή της δυνατότητας σε ιδιώτες φυσικά ή νομικά πρόσωπα - κυρίως δήμους, κοινότητες, μονές ή ιδρύματα – να κατοχυρώσουν το συναφές δικαίωμα κυριότητάς τους, προκειμένου να επέλθει διαχωρισμός και οριοθέτηση των ιδιωτικών από τα δημόσια (‘εθνικά’) δάση. Προς τον σκοπό αυτό, οι διατάξεις του καθιέρωσαν ένα τεκμήριο δικαιώματος κυριότητος υπέρ του Δημοσίου, με νομικό έρεισμα την - δυνάμει των γνωστών διεθνών συνθηκών - υποκατάσταση του τουρκικού κράτους από το αντίστοιχο ελληνικό.
Η νομολογιακή εφαρμογή του β.δ. κατέδειξε ότι το εν λόγω τεκμήριο απέβη τελικά το σημαντικότερο νομικό θεμέλιο ως προς το δικαίωμα κυριότητας του Δημοσίου σε δάση. Η διαχρονική αξία του ίδιου νομοθετήματος αναδείχθηκε, μεταξύ άλλων, και από τη διάταξη του άρθ. 10 § 1 περ. Ι, εδ. α΄ Ν. 3208/2003, σύμφωνα με την οποία: «1. Το Δημόσιο δεν προβάλλει δικαιώματα κυριότητας σε δάση και δασικές εν γένει εκτάσεις που: Ι. Αναγνωρίστηκαν: α) Με τη διαδικασία του νόμου από 17/29.11.1836 ‘περί ιδιωτικών δασών’ (ΦΕΚ 69/1.12.1836), β) Με τις διατάξεις του Ν. ΑΧΝ΄/14.1.1888, ‘περί διακρίσεως και οροθεσίας των δασών’ (ΦΕΚ 20/21.1.1888), όπως τροποποιήθηκε με το Ν. ΒΛΠΖ΄/12.7.1903 (ΦΕΚ 160 Α΄)... Ωσαύτως θεωρούνται έγκυρα και ισχυρά τα παραχωρητήρια που εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή: α) Του ν. 26 Μαΐου 1835 (ΦΕΚ 2) και του Διατάγματος 13/25.11.1836 (ΦΕΚ 67)...».20
4. Ωστόσο, ακόμη και αν μέσα στην προβλεπόμενη ενιαύσια προθεσμία οι ενδιαφερόμενες μονές δεν εύρισκαν ικανοποίηση των αξιώσεών τους, είτε διότι τα προσαχθέντα εκ μέρους τους έγγραφα δεν πληρούσαν τους όρους εγκυρότητας κατά την αρμόδια Γραμματεία των Οικονομικών, είτε διότι τέτοια έγγραφα ‘εχάθησαν εκ περιστάσεως’, απέμενε πάντοτε στις μονές η δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη, καθώς, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, το παραγόμενο από τις διατάξεις του β.δ. της 17.11/1.12.1836, ‘περί ιδιωτικών δασών’ τεκμήριο κυριότητας υπέρ του δημοσίου, ήταν δικαστικά μαχητό, εφόσον αποδεικνυόταν η συνδρομή των προσόντων της έκτακτης χρησικτησίας κατά τις διατάξεις του τότε ισχύοντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ήτοι η άσκηση καλόπιστης νομής και διακατοχικών πράξεων στο δάσος επί 30 τουλάχιστον έτη, με απώτατο χρονικό σημείο συμπληρώσεώς της την 11.9.1915.21
Άλλωστε, στα μοναστηριακά αυτά δάση η νομολογία είχε αποδώσει την προσωνυμία ‘διακατεχόμενα’ – έναν μεταβατικού χαρακτήρα νεολογισμό, ο οποίος ωστόσο από πλευράς περιεχομένου θεωρήθηκε ταυτόσημος με τη νομή.22 Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την χρονικά μεταγενέστερη καθιέρωση της ‘πλασματικής νομής’, ως θεσμού προστασίας τόσο των δημόσιων όσο και των μοναστηριακών κτημάτων, επέτρεψε στις μονές να αποκτήσουν τελικά την κυριότητα διακατεχόμενων δασών χρησιδεσπόζοντας υπό τις πιο πάνω προϋποθέσεις αυτά, έστω και χωρίς τήρηση των όρων του β.δ. της 17/29-11-1836. Όπως έχει μάλιστα συναφώς κριθεί, η ύπαρξη ταπίου, χοτζετίου ή άλλου τίτλου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος καθώς και η υποβολή τους χωρίς αποτέλεσμα στη διαδικασία του άρθ. 3 του β.δ. της 17/29.11.1836, δεν αποτελεί προϋπόθεση της αξιούμενης από το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο καλής πίστης, αλλά αξιολογείται κατά περίπτωση για κρίση περί της ανεπίληπτης συνείδησης του νομέα.23
5. Αναφορικά με τη χωρική έκταση εφαρμογής του ίδιου β.δ., παρατηρείται διάσταση μεταξύ θεωρίας και νομολογίας: η πρώτη δέχεται ορθά ότι η ισχύς του περιορίζεται στα όρια του παλαιού Βασιλείου, χωρίς να επεκταθεί στις μεταγενέστερα προσαρτημένες περιοχές (Θεσσαλία, Νέες Χώρες κ.ο.κ.).24 Εν τούτοις, σημαντικό μέρος της νομολογίας προέβη σε εφαρμογή των διατάξεων του β.δ. του 1836 επί δασών και των περιοχών αυτών, χωρίς όμως και να αιτιολογεί συγκεκριμένα τη συγκεκριμένη κρίση της.25
II. Θεσσαλία και νομός Άρτας: άρθ. 4 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως (20.7/2.7.1881)
1. Ως προς την τύχη των εμπράγματων δικαιωμάτων επί δασών που είχαν αποκτηθεί από ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, υπό το κράτος του προγενέστερου οθωμανικού δικαίου, εφαρμόζεται η διεθνής συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως της 20.7./2.7.1881, ‘περί διαρρυθμίσεως των ελληνο-τουρκικών συνόρων’.26 Με το άρθρο 4 αυτής ορίσθηκε ειδικότερα ότι: ‘Η Ελληνική Κυβέρνησις θέλει αναγνωρίσει εν ταις παραχωρουμέναις χώραις το της ιδιοκτησίας δικαίωμα επί των αγροκηπίων, βοσκών, λειμώνων, νομών (γρασιδοτόπων Kechlak), δασών και παντός είδους γαιών, ή ακινήτων, κατεχομένων υπό ιδιωτών ή κοινοτήτων, δυνάμει φιρμανιών, χοδζετίων, ταπίων και άλλων τίτλων, ή δυνάμει των οθωμανικών νόμων’.27 Τα δημόσια δάση για τα οποία δεν αναγνωρίσθηκαν ιδιωτικά δικαιώματα με την προσκόμιση τίτλων, όπως αυτά που ήδη αναφέρθηκαν, περιήλθαν στην κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου, ως διαδόχου του οθωμανικού.
2. Ακόμη όμως και αν δεν προσάγονταν στις αρμόδιες αρχές οθωμανικοί τίτλοι όπως οι πιο πάνω, το γεγονός ότι ήδη από το 1881-1882 εισήχθη στην ελεύθερη πλέον Θεσσαλία η νομοθεσία που ίσχυε τότε στο παλαιό Βασίλειο, κατέστησε καθόλα εφικτή την απόκτηση κυριότητας και από εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα σε δάση, με την επίκληση ως επικουρικού νόμιμου τίτλου την έκτακτη χρησικτησία, κατά τις προϋποθέσεις που έτασσε το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο. Στη συνέχεια παραθέτουμε έναν κατάλογο από τις πιο σημαντικές δικαστικές αποφάσεις για την αναγνώριση δασικής ιδιοκτησίας σε εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, οι οποίες έλαβαν υπόψη τους όχι μόνον οθωμανικά δικαιοκτητικά έγγραφα, κατά τις προβλέψεις της ανωτέρω Συνθήκης, αλλά και τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων της χρησικτησίας:
ΕφΛαρ 509/2008 και ΕφΛαρ 228/2007: Ι. Μονή Αγ. Στεφάνου Μετεώρων, δασικές εκτάσεις στην ορεινή περιοχή Κρανιάς Αχελώου ή Ασπροποτάμου Ν. Τρικάλων.
ΑΠ 1799/2006: Ι. Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων, δασική έκταση στην κτηματική περιφέρεια της τέως κοινότητας Ζάρκου Τρικάλων).
ΕφΛαρ 541/2003: Ι. Μονή Ιωάννου Θεολόγου Τρικάλων, δασική και λιβαδική έκταση στην περιοχή Ζάρκο Ν. Τρικάλων (επικύρωσε την ΜονΠρΤρικ 173/1998).
ΠολΠρΤρικ 1/2002: Ι. Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων, μοναστηριακό δάσος ‘Πάδι’, στην κτηματική περιφέρεια Κονισκού και Γερακαρίου Ν. Τρικάλων.
ΠολΠρΤρικ 182/2001: Ι. Μονή Κορμπόβου, δάσος στην περιφέρεια Παληοκάστρου και Λαγκαδιάς Ν. Τρικάλων.
ΠολΠρΤρικ 112/1999: Ι. Μονή Μεγάλου Μετεώρου, δάσος στην περιοχή Λογγά Καλαμπάκας.
III. Επτάνησα
1. Το ζήτημα της ύπαρξης δημόσιων (δασικού και μη χαρακτήρα) κτημάτων στα Επτάνησα - στα οποία ανέκαθεν συμπεριλαμβάνονταν τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα - επανήλθε πρόσφατα στην επικαιρότητα με αφορμή την προσπάθεια ένταξης σημαντικής αξίας εκτάσεων στο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ). Είναι αξιοσημείωτο ότι - παρά την κρατούσα αντίθετη άποψη28 - από την εποχή ήδη της προσάρτησης των Επτανήσων στην υπόλοιπη ελληνική επικράτεια (1864) και μέχρι σήμερα, παραμένει εκκρεμές το ερώτημα σχετικά με την πραγματική έκταση της περιουσίας που περιήλθε τελικά στο ελληνικό Δημόσιο, ως διάδοχο του ενετικού, σε διάκριση από αυτήν που παραχωρήθηκε με ειδικά νομοθετήματα στους ΟΤΑ των νησιών ή είχε ήδη αποκτηθεί από φυσικά ή νομικά πρόσωπα με διάφορους τίτλους, συμπεριλαμβανομένης και της έκτακτης χρησικτησίας.29
2. Ως γνωστόν, στις περιοχές που ίσχυσε το οθωμανικό δίκαιο, η κατακτημένη γη θεωρούνταν κατά κανόνα δημόσια, ως ανήκουσα ‘δικαιώματι πολέμου’ στον σουλτάνο. Στη νομική διαδοχή της σουλτανικής ιδιοκτησίας υπεισήλθε το ελληνικό Δημόσιο, εφόσον με ειδικές διατάξεις που εισήγαγε το νεοελληνικό κράτος δεν αναγνωρίσθηκαν ιδιωτικά εμπράγματα δικαιώματα σε παλαιότερες δημόσιες οθωμανικές γαίες.30 Εξαίρεση από τον ανωτέρω γενικό κανόνα αποτελούν τα Επτάνησα, όχι μόνον διότι εκεί προκάτοχο του ελληνικού Δημοσίου ήταν το αντίστοιχο ενετικό και όχι το οθωμανικό, αλλά και λόγω των ιδιότυπων γαιοκτητικών σχέσεων που εφαρμόσθηκαν κατά τη διάρκεια της ενετοκρατίας.31
3. Η Δημοκρατία της Γαληνοτάτης, σε αντίθεση με τους προκατόχους της οθωμανούς, δεν ακολουθούσε ανάλογη συγκεντρωτική πολιτική, προτιμώντας να αμείβει με γαίες όσους υποτελείς της είχαν προσφέρει σε αυτήν στρατιωτικές ή άλλες υπηρεσίες. Η ενετική αυτοδιοικητική πολιτική υλοποιούνταν με την ‘παραχώρηση’ (concessione) γαιών προς τους υπηκόους ή προς τις κοινότητες ― παραχωρήσεις οι οποίες είχαν είτε την έννοια της υπό όρους μακροχρόνιας κατοχής, χρήσεως και καρπώσεως του ακινήτου (το οποίο μετά τη λήξη της παραχωρήσεώς του επανερχόταν στο ενετικό δημόσιο) είτε τη μορφή της μεταβιβάσεως του ακινήτου κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας, νομής και κατοχής. Με τη γενναιόδωρη και πολιτικά διορατική αυτή παραχώρηση δημόσιων εδαφών στις τοπικές κοινότητες, η Βενετία εξασφάλιζε σταθερότερη συνεργασία με τους υπηκόους της, συνδυάζοντας περιουσιακές παροχές με εκτεταμένη αυτοδιοίκηση. Οι αυτοδιοικητικοί θεσμοί της περιόδου λειτούργησαν προσαρμοσμένοι στις κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες κάθε επιμέρους νησιού, γνωστοί με την ονομασία ‘Εγχώριοι Νόμοι’ (Leggi Municipali).
4. Στο πλαίσιο της ίδιας πολιτικής, τα Επτάνησα είχαν διαιρεθεί στις 5 ανεξάρτητες οικονομικές περιοχές - γνωστές υπό το όνομα ‘Δημόσια Ταμεία’ (Camere Fiscal) – της Κέρκυρας, Λευκάδας, Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και των Κυθήρων. Με τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (21.3.1800) συστήθηκε η αυτόνομη και ομοσπονδιακή ‘Επτάνησος Πολιτεία’, κάθε νησί της οποίας λειτούργησε ως αυτόνομη επαρχία, με ανεξάρτητη τοπική ‘Εγχώρια’ κυβέρνηση και δικές του δημοσιονομικές, διοικητικές και δικαστικές αρχές. Ακολούθησε η Συνθήκη των Παρισίων (5.11.1815), με την οποία τα Επτάνησα αποτέλεσαν το ανεξάρτητο ‘Ηνωμένο Κράτος των Ιονίων Νήσων’ (‘Ενωμέναι Επαρχίαι των Ιονίων Νήσων’), που είχε ίδια Γερουσία και Βουλή με έδρα την Κέρκυρα, καθώς και τοπικές Διοικήσεις σε κάθε νησί, με επικεφαλής Επάρχους και Επαρχιακά Συμβούλια.
Με το Σύνταγμα που ίσχυσε επί των ημερών του Άγγλου Αρμοστή Thomas Maitland (28.12.1817), διατηρήθηκε ο αποκεντρωμένος θεσμός της ‘Εγχώριας’ Διοίκησης κάθε νησιού, ως αρμόδιας για τη λήψη τοπικών αποφάσεων με ιδιοκτησιακό, διαχειριστικό και δημοσιονομικό χαρακτήρα.32 Η ‘δημόσια περιουσία’ ανήκε στην κυριότητα της οικείας νήσου (υπό την ονομασία: ‘Επιχώριος’ ‘η ‘Εγχώριος’ Περιουσία), με αντίστοιχη υποχρέωση των δημοτικών συμβουλίων να εισφέρουν ένα μέρος από τα εισοδήματα της οικείας νησιωτικής ‘Εγχωρίου Περιουσίας’ στο Γενικό Ταμείο του Κράτους των Ιονίων.
5. Σε εφαρμογή του Συντάγματος Maitland, εκδόθηκε αρχικά η Πράξη της Πέμπτης Γερουσίας ΚΣΤ΄/183433 με την οποία: (α) διακρίθηκε η ‘Επιχώριος’ οικονομία κάθε νήσου από τη γενική οικονομία του ομοσπονδιακού Κράτους των Ιονίων (άρθ. 5), (β) καθορίστηκαν τα έσοδα του δημόσιου ταμείου (άρθ. 6), και (γ) αναγνωρίστηκε η κυριότητα της τοπικής Διοίκησης κάθε νήσου στα μη ιδιωτικά κτήματα που βρίσκονταν σε αυτό.34 Αργότερα επιβεβαιώθηκε ότι τα κτήματα ανήκαν στην ‘Εγχώρια/Επιχώρια Περιουσία’ του κάθε νησιού, εφόσον δεν αποδεικνυόταν δικαίωμα του ελληνικού Δημοσίου ή οποιουδήποτε άλλου νομικού ή φυσικού προσώπου.35 Ως εκ των ανωτέρω, κατά την ένωση των Ιονίων νήσων με την υπόλοιπη ελληνική επικράτεια (1864), κάθε νησί των Επτανήσων παρουσίαζε μία εικόνα αυτοτελούς κτηματολογικής και οικονομικής κατάστασης, με τοπικά δημοτικά συμβούλια να διαχειρίζονται την οικεία Εγχώρια Περιουσία.36
6. Η ανάγκη νομοθετικής ένταξης του εντελώς ιδιότυπου αυτού ιδιοκτησιακού και διαχειριστικού καθεστώτος, στο πλαίσιο της νεοελληνικής έννομης τάξης, οδήγησε στην έκδοση του Ν. ΡΝ΄/20-1-1866, ‘περί εισαγωγής εν Επτανήσω της εν τω λοιπώ Βασιλείω ισχυούσης νομοθεσίας’,37 δυνάμει του οποίου η ‘Επιχώριος, ή ‘Εγχώριος’ Περιουσία κάθε νησιού αναγνωρίσθηκε ως ιδιαίτερο νομικό πρόσωπο. Βάσει του ίδιου θεσμικού πλαισίου, ακολούθησε και η έκδοση των: Ν. ΥΙΓ΄/1871, ‘περί διανομής της Επιχωρίου Περιουσίας των Δήμων Ζακύνθου’,38 Ν. ΨΞΣΤ΄/1878, ‘περί διανομής της Περιουσίας Λευκάδος’,39 Ν. ΑΦΚΖ΄/1887, ‘περί διαχειρίσεως της Εγχωρίου Περιουσίας Κεφαλληνίας και ιδρύσεως δι’ αυτής φιλανθρωπικών καταστημάτων εν Κεφαλληνία’,40 Ν. ΑΦΙ΄/1887, ‘περί διανομής της Εγχωρίου Περιουσίας Κερκύρας’41 και Ν. 2355/1920, ‘περί διαχειρίσεως της Εγχωρίου Περιουσίας της νήσου Κυθήρων’.42
Δυνάμει των εν λόγω εξειδικευμένων νομοθετημάτων, η Επιχώρια Περιουσία κάθε νησιού διανεμήθηκε σε μεγάλο βαθμό – όχι όμως πλήρως - στους τοπικούς Δήμους ή σε κοινωφελή ιδρύματα. Είναι όμως βέβαιο ότι εκτάσεις, δασικές ή μη, οι οποίες ανήκαν παλαιότερα στο ενετικό Δημόσιο και δεν είχαν ενταχθεί στην τοπική Εγχώριο Περιουσία, έχουν πλέον περιέλθει στο ελληνικό Δημόσιο, γεγονός που, εμμέσως πλην σαφώς, προκύπτει από την πρόσφατη ΑΠ 475/2016.43 Γνώμη μου λοιπόν είναι, ότι πρέπει να διατηρηθούν σοβαρές επιφυλάξεις για την ορθότητα της – πάγιας, έστω – ακολουθίας αυτής των δικαστικών αποφάσεων, με το συνοπτικό και στερεότυπα επαναλαμβανόμενο σκεπτικό. Και τούτο διότι, το ενετικό δημόσιο δεν στερείτο ιδίων έγγειων κτήσεων – παρά την όποια έκταση των ‘παραχωρήσεων’ στις οποίες αυτό προέβη. Είναι βεβαίως γεγονός, ότι μεγάλο μέρος της πρώην δημόσιας ενετικής περιουσίας είχε ήδη διανεμηθεί, μέχρι την έκδοση του Ν. ΡΝ΄/1866. Είναι ωστόσο πολύ αμφίβολο αν η διαδικασία αυτή προχώρησε σε όλη της την έκταση, γεγονός που κατέλειπε σημαντική δασική περιουσία, μεταξύ άλλων, και σε εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, όπως όλως ενδεικτικώς προκύπτει από:
(α) ΠολΠρΚερκ 68/2004, ΤΝΠ Νόμος: δασική και λιβαδική έκταση της Μονής Μαγουλάδων Κέρκυρας, στη θέση Μαρτινέγκου του Δήμου Εσπερίων Κέρκυρας,
(β) ΜονΠρΖακ 97/2015,44 δασική και λιβαδική έκταση της Μονής Αγίου Γεωργίου των Κρημνών, της περιοχής Βολιμών (γύρω από την ακτή ‘Ναυάγιο Ζακύνθου’).
(γ) Διάταγμα της 7.12.1932, ‘περί διαχωρισμού της ακινήτου περιουσίας της Ι. Μονής Φανερωμένης Λευκάδος’ (ΦΕΚ Α΄ 233/3.8.1933).
IV. Νέες Χώρες (Ήπειρος, Μακεδονία και Θράκη)
1. Λίγο μετά τη στρατιωτική απελευθέρωση της Ηπείρου και της Μακεδονίας, τίθεται σε ισχύ ο Ν. 147/1914, ‘περί της εν ταις προσαρτωμέναις [νέαις] χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας και της δικαστικής αυτών οργανώσεως’.45
Με το άρθ. 2 § 4 του νόμου αυτού διατηρήθηκαν σε ισχύ οι ρυθμίσεις του παλαιότερου οθωμανικού εμπράγματου δικαίου και ιδίως: (α) ο οθωμανικός νόμος ‘περί γαιών’ της 7ης Ραμαζάν 1274 (οθΝπΓ, χριστιανικού έτους 1856), (β) ο νόμος ‘περί ταπίων’ (1857), (γ) οθωμανικός Αστικός Κώδικας (1869), (δ) ο νόμος ‘περί δασών’ (1869), και (ε) οι οδηγίες για την ‘εξέλεγξη’ των τίτλων των δασών του Υπουργείου Δικαιοσύνης (1875).46 Κατά τη συνδυαστική εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων, τα δάση και οι δασικές εν γένει εκτάσεις αποτελούσαν δημόσιες γαίες, επί των οποίων όμως ήταν δυνατή η παραχώρηση ιδιωτικών δικαιωμάτων, με απόφαση του οθωμανικού κράτους. Αν τέτοια δικαιώματα δεν είχαν παραχωρηθεί, τότε τα δάση και οι όμοιες εκτάσεις περιέρχονταν στην κυριότητα του ελληνικού κράτους, ως διαδόχου του τουρκικού.
Ειδικότερα, κατά το άρθ. 3 οθΝπΓ, ‘δημόσιαι γαίαι είναι οι λειμώνες, οι αγροί, αι χειμερινοί και θεριναί βοσκαί, τα δάση και οι παρόμοιοι τόποι’, των οποίων η κυριότητα ανήκε στο τουρκικό δημόσιο. Παραχώρηση ιδιωτικών δικαιωμάτων στις εν λόγω δημόσιες γαίες (εραζί-εμιριγιέ) γινόταν με χορήγηση από το κράτος ‘ταπίου’, ως έγγραφου τίτλου, που έφερε το μονόγραμμα (τουγρά) του σουλτάνου. Με το έγγραφο αυτό παρεχόταν δικαίωμα όχι πλήρους κυριότητας αλλά ‘διηνεκούς εξουσιάσεως’ (τεσσαρούφ), με αντικείμενο την αναφερόμενη στον τίτλο χρήση του εδάφους.47
Εξαίρεση του κανόνα αυτού, αποτέλεσε το άρθρο 78 οθΝπΓ, σύμφωνα με το οποίο, εάν κάποιος καταλάβει και καλλιεργήσει δημόσιες και αφιερωμένες γαίες επί 10 έτη, χωρίς όμως δικαστική αμφισβήτηση από το δημόσιο, τότε αποκτά δικαίωμα εγκαταστάσεως και δίδεται σ’ αυτόν δωρεάν νέος τίτλος. Η ρήτρα αυτή, προϋποθέτοντας καλλιέργεια, δεν εφαρμόζεται σε δάση ή βοσκότοπους, η εξουσίαση των οποίων προϋποθέτει την έκδοση ταπίου.48
Υπογραμμίζεται ότι – όπως παγίως δέχεται η νομολογία - με το άρθ. 2 Δ/γματος 2468/1917 της προσωρινής κυβερνήσεως Θεσσαλονίκης (κυρώθηκε με το Ν. 1072/1917), καταργήθηκε κατά βάση ο θεσμός των οθωμανικών δημοσίων γαιών, το δε δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) μεταβλήθηκε σε δικαίωμα πλήρους και οριστικής κυριότητας των 4/5 εξ αδιαιρέτου, του υπολοίπου 1/5 εξ αδιαιρέτου παραμείναντος στο Δημόσιο. Ωστόσο, με τα άρθρα 101-104 Δ/τος της 11/12.11.1929, παραχωρήθηκε στους ιδιοκτήτες των 4/5 και το υπόλοιπο 1/5 εξ αδιαιρέτου. Έτσι, αυτοί που είχαν αποκτήσει δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως, έγιναν καθ’ ολοκληρίαν κύριοι του ακινήτου και χωρίς εγγραφή στα βιβλία μεταγραφών.49
Διευκρινίζεται ότι ακίνητα της κατηγορίας των δημοσίων γαιών δεν χρησιδεσπόζονταν, καθώς, όπως προκύπτει από τα άρθρα 1248 και 1314 οθωμΑΚ, η χρησικτησία δεν αναγνωρίζεται από αυτόν ως τρόπος κτήσεως της κυριότητας.50 Άλλωστε χρησικτησία κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο δεν θεμελιωνόταν επί των εκτάσεων αυτών, διότι μέχρι τις 11.9.1915 δεν μπορούσε να συμπληρωθεί η απαιτούμενη 30ετής - και δη καλόπιστη - νομή (βλ. πιο πάνω).
2. Εν όψει των ανωτέρω δεδομένων, από σειρά δικαστικών αποφάσεων με αντικείμενο την κυριότητα επί δασικών εκτάσεων Μονών της Μακεδονίας, εξάγονται τα ακόλουθα πορίσματα:51
(α) Ως τίτλοι ιδιοκτησίας αναγνωρίζονται πλήν άλλων και: (α) τα οθωμανικά ταπία, εφόσον εκδόθηκαν από το Αυτοκρατορικό Θησαυροφυλάκειο Βακουφίων, (β) οι αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου του Υπουργείου Γεωργίας (1922-1925), (γ) το Β.Δ. της 26.9/8.10.1952, ‘περί κυρώσεως της από 18.9.1952 Συμβάσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος και του Δημοσίου περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών’.
(β) Στο Δημόσιο παρέμενε η κυριότητα των γαιών επί των οποίων δεν ασκείτο από ιδιώτη διαρκής εξουσίαση βάσει ταπίου κατά την 20.5.1917 ή, προκειμένου περί αγρών, καλλιέργεια αυτών επί 10 έτη τουλάχιστον πριν την ημερομηνία αυτή χωρίς δικαστική αμφισβήτηση.
(γ) Σε ακίνητο που είχε περιέλθει στο Δημόσιο με την προσάρτηση των Νέων Χωρών, μπορούσε να ασκηθεί νομή χρησικτησίας μόνο κατά το διάστημα από το έτος 1914 έως 11.9.1915, που όμως δεν αρκούσε για την κτήση της κυριότητας. Άλλωστε, από τα άρθρα 1248 και 1614 του Οθωμανικού ΑΚ, δεν αναγνωρίζεται ο θεσμός της χρησικτησίας ως τρόπος κτήσης κυριότητας, τόσο στα ακίνητα τέλειας ιδιοκτησίας όσο και στις δημόσιες γαίες.
(δ) Ιδιαίτερες κατηγορίες γαιών κατά το οθωμανικό γαιοκτητικό σύστημα αποτελούσαν, πλην άλλων, οι μοναστηριακές και οι δημόσιες. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθ. 122 του οθωμανικού νόμου ‘περί γαιών’ της 7ης Ραμαζάν 1274 (1858), στις πρώτες ανήκαν (§ 1) οι ανέκαθεν ‘προσαρτημένες’ στις Ι. Μονές με πλήρη δικαιώματα κυριότητας, αρκεί η ‘προσάρτησή’ τους αυτή να ήταν καταχωρημένη με αντίστοιχη εγγραφή στο αυτοκρατορικό οθωμανικό κτηματολόγιο (Defterhane), που αποτελούσε συστατικό τύπο της επικαλούμενης κυριότητας. Στην περίπτωση αυτή οι γαίες δεν εξουσιάζονταν με ταπί και ως προς αυτές δεν εφαρμόζονταν οι κοινές διατάξεις του οθΝπΓαιών. Κατά την § 2, οι κοινές δημόσιες γαίες, οι οποίες αποτελούσαν ‘προσαρτήματα’ των Μονών, εξουσιάζονταν με τίτλο (ταπί), όχι απ’ ευθείας στο όνομα της Μονής αλλά με το όνομα του εκπροσώπου της μοναχού (άρθ. 2 Ν. 147/1914, όπως συμπληρώθηκε με το άρθ. 9 Ν. 262/1914).
(ε) Το οθωμανικό δίκαιο αγνοούσε την έννοια του νομικού προσώπου, λόγος για τον οποίο, πλην άλλων, και οι Μονές δεν αναγνωρίζονταν επί τουρκοκρατίας ως υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ωστόσο, με το άρθ. 3 § 6 Ν. 2508/1920, ‘περί εξακριβώσεως και διαχειρίσεως των περιουσιακών πόρων των εν τοις Νέαις Χώραις από τουρκοκρατίας Χριστιανικών Κοινοτήτων’, αναγνωρίσθηκε εξ υπαρχής η πιο πάνω ικανότητα των εν γένει χριστιανικών καθιδρυμάτων (νομικών προσώπων) να αποκτούν κυριότητα. Ωστόσο, η αναδρομική αυτή κτήση της κυριότητας δεν επερχόταν αμέσως για τα καθιδρύματα, αλλά μετά από τήρηση σειράς διατυπώσεων που αναφέρονται στον ίδιο νόμο, όπως ήταν η συλλογή και εξακρίβωση των αναγκαίων στοιχείων και η αναγνώριση της με απόφαση των επιτροπών του άρθ. 11 Ν. 2508/1920 (ΟλΑΠ 1741/1980, ΑΠ 1293/2007).
(στ) Τα επικαλούμενα βυζαντινά γαιοκτητικά έγγραφα (χρυσόβουλλα, μολυβδόβουλλα, αυτοκρατορικά προστάγματα κ.λπ.) από μόνα τους δεν προσπορίζουν κυριότητα στις αναφερόμενες Μονές, αν μάλιστα δεν αποδείχθηκαν πράξεις νομής στη δασική έκταση, καθώς τα σχετικά έγγραφα (φιρμάνια, χοτζέτια, σιγίλια κ.λπ.) δεν δύνανται να υπαχθούν στην έννοια του ταπίου ή να αντικαταστήσουν τους όρους συνδρομής του άρθ. 122 οθΝπΓαιών. Ειδικά τα χοτζέτια, ήταν συμβόλαια που εκδίδονταν από τον τούρκο ιεροδικαστή (καδή) για την επικύρωση μεταβίβασης ακινήτου μεταξύ ιδιωτών, αποτελώντας τίτλους επί αγρού, και όχι επί δασικής έκτασης.
V. Εκκλησία της Κρήτης
Α. Διαμόρφωση της εκκλησιαστικής περιουσίας μέχρι την ίδρυση της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας (961-1898)
Μονές και ναοί, κάτοχοι σημαντικής αγροτικής περιουσίας, ιδρύονται στην Κρήτη από τη μεσοβυζαντινή, ήδη, περίοδο της Μεγαλονήσου (961-1204), όταν μοναχοί ιεραπόστολοι, επιδιώκοντας την κοινωνικοοικονομική ανόρθωσή της από την προηγηθείσα καταστροφική κατοχή των Αράβων Σαρακηνών (824-961), έθεσαν σε εφαρμογή ένα ευρύ αναπτυξιακό πρόγραμμα, με την υποστήριξη πολυάνθρωπων εκκλησιαστικών αδελφοτήτων.52 Στο πλαίσιο ανάπτυξης των φεουδαρχικών οικονομικών σχέσεων της εποχής της ενετοκρατίας ακολούθησε (1204-1669), εκκλησιαστικά καθιδρύματα της Κρήτης συσσώρευσαν εκτεταμένη ακίνητη αγροτική και δασολιβαδική περιουσία, που αυξήθηκε με την εκμετάλλευση σειράς προνομίων δημοσιονομικού και φορολογικού χαρακτήρα.53 Κατά την οθωμανική περίοδο (1669-1899), παρατηρείται οικονομική γιγάντωση και των μετοχίων που διαχειρίζονταν στο νησί οι μη κρητικές Μονές του Όρους Σινά - κάτοχος μέχρι σήμερα σημαντικών εκτάσεων σε διάφορα σημεία του νησιού54 - της Πάτμου55 και του Αγίου Όρους.56
Πιο συγκεκριμένα, οικονομική ακμή γνώρισαν κατά τους αιώνες αυτούς Μονές οι οποίες παραμένουν ευκατάστατες ακόμη και σήμερα, όπως κυρίως είναι η πατριαρχική σταυροπηγιακή μονή Τοπλού Σητείας (14ος αι.),57 της Αγκαράθου (15ος αι., επαρχία Πεδιάδος Ηρακλείου),58 των Τζαγκαρόλων (17ος αι., Ακρωτήρι Χανίων),59 του Επανωσήφη (16ος αι, νομός Ηρακλείου), Πρέβελης (16ος αι., νομός Ρεθύμνου),60 των Σαββαθιανών (αρχές 17ου αι., νομός Ηρακλείου), των Ρουστίκων (Ρεθύμνου),61 του Αρσανίου (Ρεθύμνου),62 της Γωνιάς (Κισάμου), του Γουβερνέτου (ή Γδερνέττου),63 της Οδηγητρίας (Γορτύνης), όπως και η περίφημη μονή Αρκαδίου.
Β. Αυτόνομη Κρητική Πολιτεία και μοναστηριακή περιουσία (1898-1913). Ο Ν. 276/1900 (Καταστατικός Νόμος της Εκκλησίας Κρήτης) και η εισαγωγή του θεσμού της χρησικτησίας από τον Κρητικό Αστικό Κώδικα (1904).
1. Το ζήτημα της ακολουθητέας κρατικής πολιτικής μετά τη λήξη της οθωμανικής περιόδου ως προς τη διοίκηση και διαχείριση της μεγάλης αγροτικής και δασολιβαδικής μοναστηριακής περιουσίας – δεδομένου ότι η υπόλοιπη εκκλησιαστική περιουσία, ήτοι των επισκοπών ή των ναών, είχε συγκριτικά πολύ μικρότερη έκταση – απασχόλησε άμεσα τα νομοθετικά όργανα της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας: ως πρώτη σχετική κανονιστική πράξη εκδόθηκε το Διάταγμα 183/26.6.1900, ‘περί διαχειρίσεως των μοναστηριακών κτημάτων του Νομού Ηρακλείου και περί ενοικιάσεως των εν Κρήτη μοναστηριακών κτημάτων’.64 Συνολικότερη ρύθμιση επιτεύχθηκε στο πλαίσιο του πρώτου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας Κρήτης, ήτοι του Ν. 276/1900,65 τα άρθ. 64 επ. του οποίου ίδρυσαν 4 ‘Μοναστηριακά Ταμεία’ στους αντίστοιχους νομούς του νησιού, με κύριους πόρους ‘τα εισοδήματα των μοναστηριακών περιουσιών’.
Όπως είναι προφανές, οι ρητά κατονομαζόμενες ή υπαγόμενες στις εν λόγω ρυθμίσεις Μονές, αναγνωρίζονταν εξ αυτού του νόμου ως ιδιοκτήτριες της αγροτικής, δασικής και λοιπής ακίνητης περιουσίας την οποία κατά τη συγκεκριμένη περίοδο νέμονταν και διαχειρίζονταν – κυριότητα την οποία περαιτέρω συνομολογούσε σωρεία άλλων κανονιστικών ή ατομικών διοικητικών πράξεων, που εκδίδονταν από τα Μοναστηριακά Ταμεία. Τέτοια αναγνώριση εμπεριείχε ιδίως το άρθ. 80 του Ν. 276/1900, που όριζε ποιες μονές θα διατηρούνταν εφεξής ως ‘νομικά πρόσωπα’,66 με διάλυση των υπολοίπων. Ωστόσο, η πρόβλεψη αυτή δεν εφαρμόσθηκε σε όλη της την έκταση, αφού πολλές από τις ορισθείσες σαν ‘διαλυτές’ μονές, συνεχίζουν να λειτουργούν πλήρως μέχρι σήμερα.
Άξιο τέλος υπογραμμίσεως είναι, ότι προκειμένου να υπάρξει μία πιο αξιόπιστη αποτύπωση της μοναστηριακής περιουσίας του νησιού, το άρθ. 111 του Ν. 276/1900 όριζε την τήρηση - πλην του ιδιωτικού Κτηματολογίου που υποχρεωτικά και εκ του αυτού νόμου όφειλε να κρατεί κάθε μονή67 - και ενός Τακτικού Γενικού Κτηματολογίου, η φροντίδα για τη σύνταξη και ενημέρωση του οποίου ανήκε στις οικείες Μοναστηριακές Επιτροπείες.
2. Στις 23.7.1904 τίθεται σε ισχύ ο Κρητικός Αστικός Κώδικας (ΚρητΑΚ),68 ο οποίος με το άρθ. 2 του γνωστού Ν. 147/1914 διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την προσάρτηση της Κρήτης (1913) στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ειδικότερα, με διατάξεις του ίδιου άρθρου εισήχθη μεν και στην Κρήτη το ισχύον ήδη στη λοιπή Ελλάδα βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο και η ελληνική αστική νομοθεσία, προβλέφθηκε ωστόσο η διατήρηση της ισχύος των ‘περί γαιών’ διατάξεων του οθωμανικού δικαίου, οι οποίες ρύθμιζαν ‘τα επ’ αυτών ιδιωτικής φύσεως δικαιώματα, των περί τούτων δικαιοπραξιών συντελουμένων εφεξής κατά τους ελληνικούς νόμους’. Περαιτέρω, με το άρθ. 5 § 3 ΕισΝΑΚ καταργήθηκε (και) ο τοπικός αυτός ΑΚ με τους τροποποιητικούς του νόμους, ενώ με την § 8 του ίδιου άρθρου καταργήθηκαν τα άρθρα 2 έως 3 Ν. 147/1914.
Από τη δικαστική εφαρμογή των ανωτέρω ρυθμίσεων, συνάγονται κατά πάγιο τρόπο τα ακόλουθα νομολογιακά πορίσματα:69
(α) Μέχρι την εισαγωγή του ΚρητΑΚ, εφαρμόζεται στην Κρήτη το παλαιότερο οθωμανικό εμπράγματο δίκαιο,όπως και στις λοιπές Νέες Χώρες (βλ. πιο πάνω). Κατά τη συνδυαστική εφαρμογή των διατάξεών του, τα δάση και οι δασικές εν γένει εκτάσεις αποτελούσαν δημόσιες γαίες, επί των οποίων όμως ήταν δυνατή η παραχώρηση ιδιωτικών δικαιωμάτων, με απόφαση του οθωμανικού κράτους. Αν τέτοια δικαιώματα δεν είχαν παραχωρηθεί, τότε τα δάση και οι όμοιες εκτάσεις περιέρχονταν μετά την προσάρτηση νέων εδαφών στην κυριότητα του ελληνικού κράτους, ως διαδόχου του τουρκικού.
(β) Μέχρι την εισαγωγή του ΚρητΑΚ (23.7.1904), εμπράγματα δικαιώματα με χρησικτησία δεν μπορούσαν να συσταθούν στο νησί, αφού ο θεσμός αυτός ήταν άγνωστος στο οθωμανικό γαιοκτητικό σύστημα. Εντούτοις, χρησικτησία τόσο σε τακτική (10ετής), όσο και σε έκτακτη μορφή (20ετής), προβλέφθηκε από τα άρθρα αντίστοιχα 293 και 295 ΚρητΑΚ.70 Ωστόσο, έναρξη του απαιτούμενου για τη συνδρομή χρησικτησίας χρόνου νομής, αναγνωριζόταν και πριν την εισαγωγή του ΚρητΑΚ,71 ο δε καθολικός ή ειδικός διάδοχος μπορούσε να προσμετρήσει προς συμπλήρωση του δικού του χρόνου χρησικτησίας και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του (ΚρητΑΚ 298-299). Ενόψει των ίδιων ρυθμίσεων, για τη θεμελίωση έκτακτης χρησικτησίας αρκούσε, σύμφωνα με τη νομολογία, χρόνος τουλάχιστον 15τούς νομής συμπληρωμένος πριν την έναρξη της ισχύος του ΚρητΑΚ (23.7.1904), για δε την τακτική χρησικτησία συμπληρωμένος χρόνος 5ετούς νομής, μαζί με τα υπόλοιπα προσόντα (τίτλος, μεταγραφή, καλή πίστη). Σε αμφότερες συνεπώς τις περιπτώσεις, προσαπαιτείται συμπλήρωση 5ετίας από τις 23.7.1904, για τη συνδρομή αντίστοιχα έκτακτης και τακτικής χρησικτησίας.
(γ) Τέλος, από το άρθ. 362 ΚρητΑΚ προέκυπτε ότι δεκτικά χρησικτησίας ήταν τόσο τα δημόσια, όσο και τα εκκλησιαστικά ακίνητα, με απώτατο χρόνο συμπλήρωσης του χρόνου νομής την 11.9.1915, κατά το γνωστό συνδυασμό των διατάξεων του άρθ. 21 Ν.Δ. της 22.4/16.5.1926, ‘περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λπ.’ και του δικαιοστασίου που είχε επιβάλει ο Ν. ΔΞΗ’/1912 και τα σε εφαρμογή του εκδοθέντα διατάγματα.
Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, το γνωστό τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου, που εισήγαγε το ΒΔ της 17.11/1.2.1836, ‘περί ιδιωτικών δασών’, ουδέποτε εισήχθη στην Κρήτη.
Γ. Απαλλοτρίωση της μοναστηριακής περιουσίας δυνάμει του Ν. 3345/1925 (‘Ταμεία Εφέδρων Πολεμιστών Κρήτης’) και του Β.Δ. 4/1952
1. Ως γνωστόν, σε φλέγον οικονομικό και πολιτικό ζήτημα της χώρας αναδείχθηκε κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, η διανομή ή αναδιανομή της μεγάλης αγροτικής και δασολιβαδικής έγγειας ιδιοκτησίας, προς όφελος εκατοντάδων χιλιάδων οικογενειών ακτημόνων καλλιεργητών και προσφύγων. Το σχετικό πρόγραμμα απέκτησε τον χαρακτήρα μίας ριζοσπαστικής μεταρρύθμισης, που περιελάμβανε, πλην άλλων, την απαλλοτρίωση μεγάλης εκτάσεως κτημάτων της μοναστηριακής ιδιοκτησίας και της Μεγαλονήσου.
Η πρώτη τέτοια σημαντική προσπάθεια υλοποιήθηκε με την ψήφιση του Ν. 3345/1925, ‘περί Ταμείων Εφέδρων Πολεμιστών Κρήτης’,72 που προέβλεπε την απαλλοτρίωση των 3/5 ‘εξ αδιανεμήτου’ της έγγειας αγροτικής ιδιοκτησίας των κρητικών Μονών και την άμεση μεταβίβασή τους κατά πλήρη κυριότητα στα Ταμεία Εφέδρων Πολεμιστών, τα οποία ιδρύθηκαν σε κάθε νομό της Κρήτης (γνωστότερα ως Εφεδρικά Ταμεία).73 Σκοπός των εν λόγω Ταμείων ήταν η οικονομική ενίσχυση των εφέδρων πολεμιστών του Α΄ παγκοσμίου πολέμου ή γενικότερα των απορφανισμένων οικογενειών, με την παραχώρηση απαλλοτριωθέντων μοναστηριακών εκτάσεων, την εκποίηση εκτάσεων και την χορήγηση μακροπρόθεσμων δανείων από το προϊόν της εκποιήσεως. Τα Εφεδρικά Ταμεία διαλύθηκαν αυτοδικαίως στις 1.9.1957 με το άρθ. 7 του Ν. 3679/1957, ενώ με το άρθ. 1 του από 27.11.1957 Β. Δ/τος, το Δημόσιο κατέστη αυτοδικαίως διάδοχος της περιουσίας τους, αποκτώντας επί αυτής τα πλήρη δικαιώματα της κυριότητας, νομής και κατοχής καθώς και τα απορρέοντα δικαιώματα και υποχρεώσεις.
2. Αν και η εφαρμογή του Ν. 3345/1925 είχε ως συνέπεια την περιέλευση μεγάλου μέρους της αγροτικής και δασολιβαδικής περιουσίας των κρητικών μονών στο κράτος, από την πλευρά ωστόσο της Εκκλησίας αποκτήθηκαν πλέον οριστικοί και νόμιμοι τίτλοι ιδιοκτησίας ως προς την απομένουσα στις Μονές περιουσία – ήτοι, τα 2/5 της αρχικής - και δη τίτλοι με το κύρος και την αυθεντία του πολιτειακού νομοθέτη, επί μίας εκτεταμένης περιουσίας για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της οποίας επικρατούσε νομική αβεβαιότητα. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται, πλην άλλων, και από τις πιο πρόσφατες διατάξεις των: (α) άρθ. 10 § 1, ΙΙΙ, περίπτ. γ΄ Ν. 3208/2003, ‘προστασία των δασικών οικοσυστημάτων, κατάρτιση δασολογίου, ρύθμιση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων και άλλες διατάξεις’, διάταξη κατά την οποία το Δημόσιο δεν προβάλλει δικαιώματα κυριότητας ‘σε δάση και δασικές εν γένει εκτάσεις’, οι οποίες προέκυψαν και από διαχωρισμό υπέρ των Ταμείων Εφέδρων Πολεμιστών Κρήτης βάσει του Ν. 3345/1925, (β) άρθ. 29 Ν. 4061/2012, ‘Διαχείριση και προστασία ακινήτων Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων-Ρύθμιση εμπραγμάτων δικαιωμάτων και λοιπές διατάξεις’,74 με το οποίο προστέθηκε η § 6 στο άρθ. 46Α Ν. 998/1979 ‘περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας’,75 ορίζοντας ότι: ‘Το Δημόσιο δεν προβάλλει δικαιώματα κυριότητας επί των εκτάσεων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου 10 του Ν. 3208/2003’, (γ) άρθ. 43 § 1 περίπτ. 5 γ’ Ν. 4280/2014, ‘Περιβαλλοντική αναβάθμιση και ιδιωτική πολεοδόμηση - Βιώσιμη ανάπτυξη οικισμών Ρυθμίσεις δασικής νομοθεσίας και άλλες διατάξεις’,76 διάταξη σύμφωνα με την οποία το Δημόσιο δεν προβάλλει δικαιώματα κυριότητας σε δάση, δασικές εκτάσεις κ.λπ., που προέκυψαν υπέρ ιδιωτών ‘από διαχωρισμό υπέρ των Ταμείων Εφέδρων Πολεμιστών Κρήτης και των Μονών βάσει του Ν. 3345/1925’.
3. Νομίζω ότι ανάλογα πρέπει να ειπωθούν και ως προς τα νομικά αποτελέσματα της δεύτερης μεγάλης απαλλοτριώσεως της μοναστηριακής περιουσίας, που έλαβε χώρα το έτος 1952, στα πλαίσια της κρατικής πολιτικής να κοινωνικοποιηθεί η μοναστηριακή περιουσία των Εκκλησιών Ελλάδος και Κρήτης. Ειδικά με την τελευταία το Δημόσιο προέβη στη σύναψη της 2.10.1952 Συμβάσεως, που κυρώθηκε με το Β.Δ. 4/16.10.1952,77 έχοντας ως αντικείμενο την εξαγορά αντί συμβολικού χρηματικού τιμήματος ποσοστού της εναπομείνασας, μετά την απαλλοτρίωση υπέρ των Εφεδρικών Ταμείων, αγροτικής και δασολιβαδικής μοναστηριακής περιουσίας της Κρήτης. Εν προκειμένω χωρεί, mutatis mutandis και για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εφαρμογή της διάταξης της § 7 του άρθ. 51 Ν. 4301/2014, ‘Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων’, που προβλέπει ότι τα διαχωριστικά διατάγματα και οι Πίνακες Α’-Ε’ της Σύμβασης της 18.9.1952 (Β.Δ. της 26.9.1952), ‘συνιστούν νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας και αποτελούν πλήρη απόδειξη των εμπραγμάτων δικαιωμάτων των Ιερών Μονών και του Δημοσίου έναντι παντός τρίτου, χωρίς να απαιτείται μεταγραφή τους στα οικεία βιβλία μεταγραφών ή καταχώριση στα κτηματολογικά βιβλία’. Επιφύλαξη μπορεί να διατυπωθεί σχετικά με την τελευταία πρόβλεψη περί μη καταχωρίσεως στα κτηματολογικά βιβλία των διοικητικών πράξεων διαχωρισμού της μοναστηριακής περιουσίας, καθώς τούτο, επειδή θα έπληττε την ασφάλεια του δικαίου, που αποτελεί στρατηγικό στόχο του Εθνικού Κτηματολογίου, ενδεχομένως να προσέκρουε στα ίδια τα συνταγματικά θεμέλια του θεσμού.
Δ. Μία εμβληματική δικαστική διαμάχη: η αντιδικία για τη δασική ιδιοκτησία της Μονής Τοπλού Σητείας (Φοινικόδασος Βάι)
Σε μακρόχρονη δικαστική διαμάχη (1984-1999) με αντίκτυπο στα ευρύτερα δημόσια πράγματα του νησιού εξελίχθηκε η αντιπαράθεση μεταξύ του Δημοσίου και της Ιεράς Πατριαρχικής Σταυροπηγιακής Μονής ‘Παναγία η Ακρωτηριανή – Τοπλού’ Σητείας, με αντικείμενο έκταση περίπου 26.000 στρεμμάτων. Μέρος αυτής είχε και διατηρεί δασικό χαρακτήρα όπως είναι το ονομαστό ‘Φοινικόδασος’ (Βάϊ) εκτάσεως 250 στρεμμάτων.
Ως επιτελεύτιες της αντιδικίας αποφάσεις θεωρούνται οι ΕφΚρ 330/1999 και η ΑΠ 1550/1998, που δικαίωσαν τη μονή νομολογώντας ότι τίτλους ιδιοκτησίας της τελευταίας συνιστούσαν σωρευτικά: (α) η έκτακτη χρησικτησία σε βάρος του Δημοσίου, κατά τις προρρηθείσες διατάξεις του ΚρητΑΚ και του Ν.Δ. της 22-4/16-5-1926, (β) τα σχετικά με την αναγνώριση των δικαιωμάτων της Μονής οθωμανικά βεράτια και πατριαρχικά σιγίλλια, σε συνδυασμό με την άσκηση διακατοχικών εκ μέρους της ενεργειών, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω έγγραφα είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία του οθωμανικού αυτοκρατορικού κτηματολογίου (16ος αι.), (γ) μεταγεγραμμένους στο Υποθηκοφυλακείο Σητείας τα έτη 1927 και 1928 πράξεις διαχωρισμού της περιουσίας της Μονής υπέρ του Δημοσίου, που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της εφαρμογής του Ν. 3345/1925 περί των Ταμείων Εφέδρων Πολεμιστών Κρήτης, (δ) οι από 23.10.1953 και 18.6.1957 αποφάσεις της Επιτροπής που προέβλεπε το άρθ. 5 της Συμβάσεως (2.10.1952) μεταξύ της Εκκλησίας Κρήτης και του Δημοσίου, το οποίο προέβη τότε στην εξαγορά συνολικής έκτασης 3.730 στη θέση Βάι.
VI. Δωδεκάνησα
Ως προς το σύνολο των ζητημάτων που αφορούν την εκκλησιαστική περιουσία – δασική και μη - των Δωδεκανήσων, σε σχέση πάντοτε με το Εθνικό Κτηματολόγιο, παραπέμπουμε στη μελέτη μας ‘Εκκλησιαστική περιουσία Δωδεκανήσων: Από τον ιταλικό Κτηματολογικό Κανονισμό στην προοπτική του Εθνικού Κτηματολογίου’, που μόλις πέρυσι δημοσιεύθηκε σε τόμο της παρούσας σειράς.78 Προς αποφυγήν λοιπόν επαναλήψεων, εδώ θα περιορισθούμε στις εξής αναγκαίες και συμπερασματικού χαρακτήρα παρατηρήσεις:
1. Ο πρωτοποριακός, για τα ελληνικά μέτρα της εποχής, ιταλικός Κτηματολογικός Κανονισμός της Δωδεκανήσου (Κυβερνητικό Διάταγμα 132/1929: ΚτΚΔωδ),79 καθιέρωσε ένα τοπικής ισχύος εμπράγματο δίκαιο, οι διατάξεις του οποίου, όπου πρόλαβαν να εφαρμοσθούν, οδήγησαν μετά από νομολογιακή τους επεξεργασία,80 στην εμπέδωση μίας αρκούντως διαυγέστερης –σε σχέση με την υπόλοιπη ελληνική επικράτεια αλλά και τη Δωδεκάνησο– κτηματολογικής πραγματικότητας. Ωστόσο, για τον ίδιο λόγο, δεν λείπουν και από τα Δωδεκάνησα τα ανοικτά κτηματολογικά ζητήματα περί την εκκλησιαστική περιουσία, που εντοπίζονται κυρίως σε νησιά ή περιοχές νησιών, όπου δεν εφαρμόσθηκε το σύστημα των κτηματικών βιβλίων του ΚΚΔ.
2. Τα Δωδεκάνησα διέπονται από ένα ειδικό εκκλησιαστικό καθεστώς, αφού τελούν υπό την πλήρη νομοκανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διαφέροντας σε σημαντικό βαθμό από τις εκκλησιαστικές δικαιοταξίες της υπόλοιπης χώρας,81 καθώς ελάχιστες διατάξεις του εκκλησιαστικού δικαίου –περιουσιακού ή μη– της υπόλοιπης χώρας έχουν από το 1948 και μετά επεκταθεί ρητά εδώ.82 Τα προκύπτοντα για το λόγο αυτό κενά δικαίου, έχουν διαχρονικά προκαλέσει σειρά ερμηνευτικών διχογνωμιών, τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία.
3. Με το άρθ. 22 § 7 του μνημονευθέντος Ν. 4301/2014, ορίσθηκε ρητά ότι: ‘Οι διατάξεις των άρθρων 4 και 23 του Α.Ν. 1539/1938, όπως ισχύει, έχουν ανάλογη εφαρμογή και επί των κτημάτων και εν γένει ακινήτων, που ανήκουν στα ΝΠΔΔ των Ι. Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου και της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου, των Ι. Ναών και των Ι. Μονών τους και στα υπαγόμενα σε αυτά εκκλησιαστικά ιδρύματα, Ι. Προσκυνήματα και εκκλησιαστικά μουσεία’.83 Υπογραμμίζεται ότι ο Α.Ν. 1539/1938 εισήχθη κατ’ αρχάς στα Δωδεκάνησα την 1.1.1949 (Β.Δ. της 31.12.1948/10.1.1949), ενώ με το Ν. 510/1947 επεκτάθηκε εδώ, πλην άλλων, και η αστική νομοθεσία που ίσχυε τότε στην υπόλοιπη Ελλάδα. Επεκτάθηκε, άρα και ο ΕισΝΑΚ, το άρθ. 53 του οποίου όριζε ότι: ‘Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα οι ειδικοί νόμοι που υπάρχουν κατά την εισαγωγή του σχετικά με την διοίκηση και προστασία γενικά των δημοσίων ή εκκλησιαστικών ή μοναστηριακών κτημάτων’.
Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων, προκύπτει αβίαστα ότι, ήδη από το έτος 1947, επεκτάθηκαν στα Δωδεκάνησα όχι μόνον οι ρυθμίσεις του Α.Ν. 1539/1938, αλλά και η διάταξη του άρθρ. 21 του γνωστού Ν.Δ. της 22-4/16-5-1926. Σύμφωνα με την πλούσια νομολογιακή εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης, τα ακίνητα τόσο του δημοσίου όσο και των μονών - γενικά των ‘μονών’, ανεξαρτήτως όχι μόνον της νομικής τους φύσεως, αλλά και της Εκκλησίας στην οποία ανήκουν84 - κατέστησαν μετά τις 12.9.1915 ανεπίδεκτα έκτακτης χρησικτησίας (αποσβεστικής παραγραφής).
Όπως λοιπόν ότι είναι προφανές, η νέα διάταξη του άρθ. 22 § 7 του Ν. 4301/2014, ήρθε στην πραγματικότητα να επεκτείνει στην περιουσία των Ι. Μητροπόλεων και Ι. Ναών της Δωδεκανήσου την προστασία που απολάμβανε –ήδη από το έτος 1947 και κατά τις ανωτέρω διατάξεις– η μοναστηριακή περιουσία της ίδιας εκκλησιαστικής περιφέρειας.
4. Κατά τις ΑΠ 458/2016 και ΑΠ 822/2013, στο οθωμανικό δημόσιο περιήλθαν μόνον οι ‘δορυάλωτες’ γαίες, όσες δηλαδή κυριεύθηκαν από τα σουλτανικά στρατεύματα ‘με τη σπάθη και το δόρυ’. Γίνεται δεκτό ότι από τα Δωδεκάνησα, μόνον η Ρόδος και η Κως αποτέλεσαν νησιά ‘δορυάλωτα’ από τον σουλτάνο.85 Για τον ίδιο λόγο, ο ισχυρισμός του Δημοσίου ότι, ως διάδοχος του οθωμανικού κράτους δυνάμει διεθνών συνθηκών, αποτελεί τον μοναδικό ιδιοκτήτη κάθε αγροτικής, δασικής ή λιβαδικής έκτασης των Δωδεκανήσων, δεν ευσταθεί πλέον. Με άλλη διατύπωση, πλην των δύο προαναφερθέντων νησιών, γαίες νομικής φύσεως ‘εραζί-εμιριέ’ δεν υπάρχουν στη Δωδεκάνησο – συνεπώς είναι δυνατή η θεμελίωση εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας σε δάση ή δασικές εκτάσεις, με τη συνδρομή των όρων που αναλύσαμε στις προηγούμενες σελίδες.
----------------------------------------------------------------
* Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μία πρώτη παρουσίαση ερευνητικών πορισμάτων, από μονογραφία υπό το γενικό τίτλο ‘Εθνικό Κτηματολόγιο και Εκκλησιαστική Περιουσία’, η οποία ευρίσκεται στην τελική φάση της εκπονήσεώς της. Υπογραμμίζεται ότι, πέραν των γνωστών νομικών περιοδικών και της Τράπεζας Νομικών Πληροφοριών ‘Νόμος’, σημαντινός αριθμός δικαστικών αποφάσεων για την εκκλησιαστική περιουσία είναι καταχωρημένος και στην Διαδικτυακή Επιθεώρηση Ορθόδοξου Κανονικού και Ελληνικού Εκκλησιαστικού Δικαίου www.valsamon.com.
1.Με τη χρήση του όρου ‘δασική ιδιοκτησία’ νοείται η αναγνώριση - στο ευρύτερο θεσμικό πλαίσιο του Εθνικού Κτηματολογίου - του Δημοσίου καθώς και των φυσικών ή νομικών προσώπων, ως φορέων δικαιωμάτων κυριότητας επί δασών ή εν γένει δασικού χαρακτήρα εκτάσεων. Η διαζευκτική χρήση των όρων ‘δάσος’ ή ‘δασική έκταση’, καθίσταται αναγκαία από την παρατηρούμενη διαχρονική αμφιθυμία του νομοθέτη να αποσαφηνίσει, επιτέλους, με ακρίβεια αλλά και δικαιοπολιτική σταθερότητα το περιεχόμενο των σχετικών όρων. Από τη συναφή βιβλιογραφία, βλ. ιδίως: Δ. Παπαστερίου, Δασικό δίκαιο και Εθνικό Κτηματολόγιο, 2017∙ Αθ. Παπαθανασόπουλος, Δίκαιο των δασικών οικοσυστημάτων, 2014∙ Αθ. Παπαθανασόπουλος, ‘Η έννοια του ‘δάσους’ στο πλαίσιο εφαρμογής του τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου. Μία νέα προσέγγιση στην πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου’, ΠερΔικ 18 (2014) 411-414∙ Ι. Παπαγιάννης, Η δασική ιδιοκτησία, 2011∙ Ι. Μακρής, Δασικό Δίκαιο, 2010∙ Ι. Χατζοπούλου, Δασική Νομοθεσία. Κριτική επισκόπηση – νομολογία, 2006∙ Κ. Βολτής, ‘Δάση δημόσια και χρησικτησία’, ΝοΒ 45 (1997) 161-181∙ Β. Παπαχρήστου, Αντιδικίες Δημοσίου – ιδιωτών επί των δασών – δασικών εκτάσεων, 1994∙ Γ. Καραγιάννης, ‘Νομικά προβλήματα από τη δασική νομοθεσία. Έννοια των όρων ‘διακατεχόμενα’, ‘τεκμήρια’, ΝοΒ 26 (1978) 1133-1139.
2.Ακόμη και σήμερα η Εκκλησία θεωρείται ο τρίτος μεγαλύτερος δασικός ιδιοκτήτης, μετά το Δημόσιο και τους ΟΤΑ. Το γεγονός αντανακλάται και σε ρητές αναφορές σειράς διατάξεων του θετού δικαίου, όπως ενδεικτικά είναι: το άρθ. 2, ‘Δάση Μονών’ (προβολή αξιώσεων Δήμων και Μονών περί της ιδιοκτησίας δάσους έναντι του Δημοσίου) του Β.Δ. της 17.11/1.12.1836, ‘περί ιδιωτικών δασών’• από το Ν.Δ. 86/1969, ‘Δασικός Κώδιξ’, τα άρθρα 58 § 2 (προστασία δημοσίων, δημοτικών, κοινοτικών, μοναστηριακών ή ανηκόντων σε ιδρύματα δασών από παράνομες πράξεις νομής, εκχέρσωσης, υλοτομίας, σποράς κ.λπ.), 34 § 2β (Παραχώρηση 1/5 μεριδίου του Δημοσίου επί δασών των Ι. Μονών του Αγίου Όρους στην περιφέρεια της Μακεδονίας), 60 §§ 1, 2 (απαγόρευση κατάτμησης δασικής ιδιοκτησίας των μονών), 61 §§ 1 (πρωτόκολλο και διαδικασία διοικητικής αποβολής κατά του επιχειρούντος εκχέρσωση, υλοτομία, σπορά ή οποιαδήποτε διακατοχική πράξη επί δημοσίων, δημοτικών, κοινοτικών και μοναστηριακών δασών), 118: διοίκηση και διαχείριση δασών διαλελυμένων μονών, 134 § 3: (μίσθωση δημοσίων, κοινοτικών, μοναστηριακών και συνεταιρικών δασών), 146 § 1: (δασοπολιτική επιτήρηση του Κράτους σε δάση που ανήκουν σε δήμους, κοινότητες, μονές, τον Οργανισμό Διαχειρίσεως της Εκκλησιαστικής Περιουσίας), 148: (εκποίηση μοναστηριακών δασών). Πρβλ. ακόμη το άρθ. 53 (‘περί εξελέγξεως υλοτομιών και δασικών προϊόντων των δημοσίων, κοινοτικών, μοναστηριακών δασών) του Π.Δ. της 19-5-1928, ‘περί διαχειρίσεως δασών & δασικών προϊόντων’.
3.Θ. Τσούμας / Δ. Τασιούλας, Ιδιοκτησιακό καθεστώς και αξιοποίηση της αγροτικής γης στην Ελλάδα, έκδ. Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα 1986, 91 επ., έρευνα κατά την οποία, από την εν γένει αγροτική γη της χώρας, ανήκουν στο Δημόσιο 43.598.000 στρέμματα, σε ΟΤΑ 15.553.200, στην Εκκλησία 1.292.300 και στους Συνεταιρισμούς 1.098.400 στρέμματα. Ειδικότερα, από το σύνολο των 1.282.300 στρεμμάτων αγροτικής ιδιοκτησίας της Εκκλησίας, τα 367.000 είναι δασικές εκτάσεις, τα 745.400 βοσκότοποι και τα 169.900 καλλιεργήσιμη γη. Ανάλογα στατιστικά στοιχεία δημοσίευσε και το περιοδικό ‘Εκκλησία’ (τεύχ. Απριλίου 1987, 254-255).
4.Αναλυτικούς ανά νομό σχετικούς πίνακες, βλ. στην εφημ. ‘Ελευθεροτυπία’ της 8.5.1999 (Ένθετο: ‘Εκκλησιαστική Περιουσία’), όπου και διάκριση της αγροτικής εκκλησιαστικής περιουσίας σε γαίες ‘αναγνωρισμένες’ και ‘διακατεχόμενες’. Επικαλούμενη η εν λόγω έρευνα ‘πηγές του Υπουργείου Γεωργίας’, κατανέμει την στρεμματική έγγεια ιδιοκτησία των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων της χώρας ως εξής: «Σύνολο Αναγνωρισμένων Εκτάσεων: Δάσος 276.880 - Δασική έκταση 69.550 - Χορτολιβαδική έκταση 86.450. Σύνολο: 432.880. Σύνολο Διακατεχομένων Εκτάσεων: Δάσος 218.910 - Δασική έκταση 88.020 - Χορτολιβαδική έκταση 115.920. Σύνολο: 422.850».
5.Ενδεικτική νομολογία με αντικείμενο δασικές ιδιοκτησίες εκκλησιαστικών νομικών προσώπων: ΑΠ 1477/2014, ΑΠ 947/2013, ΣτΕ 2452/2012, ΑΠ 1145/2011, ΑΠ 815/2009, ΕφΑθ 7318/2008 (: Μονή Πετράκη)· ΑΠ 277/2015, ΕφΠειρ 254/2013, ΑΠ 1524/2012, ΑΠ 1439/2011, ΑΠ 1733/2010, ΕφΑθ 5279/2008 (: Μονή Πεντέλης)· Δγμα περί διαχωρισμού της ακινήτου περιουσίας των Ι. Μονών Πετράκη Αρχιεπισκοπής Αθηνών, Πεντέλης και Οσίου Λουκά Βοιωτίας (ΦΕΚ Α’ 39/14.2.1933)· ΜονΠρΑθ 6878/2011 (: Μονή Μαζίου Μεγάρων)· ΕφΑθ 3223/2008 (: Μονή Οσίου Μελετίου Κιθαιρώνος)· ΠολΠρΛιβ 69/1992 (: Μονή Ιερουσαλήμ).
6.ΕφΝαυπλ 417/2004 & ΝΣΚ 295/1998 (: Μονή Μαψού Κορινθίας)
7.ΕφΚρ 330/1999 και ΑΠ 1550-1551/1998 (: Μονή Τοπλού Σητείας).
8.ΠολΠρΧαλκιδ 52/2015 (: Μονή Ξενοφώντος)· ΑΠ 1056/2013, ΠολΠρΧαλκιδικ 45/2006, ΕφΘεσ 1600/2005 και ΠολΠρΧαλκιδ 191/2002 (: Μονή Κουτλουμουσίου)· ΠολΠρΧαλκιδικ 23/2012, 2/2012, 42/1995 (: Μονή Δοχειαρίου)· ΠολΠρΧαλκιδικής 74/2010 (: Μονή Διονυσίου Αγ. Όρους)· ΠολΠρΧαλκιδικής 132/2008 (: Μονή Ξενοφώντος Αγ. Όρους)· ΑΠ 1298/2007 (: Μονή Κωνσταμονίτου)· ΑΠ 777/2001 (: Μονή Ιβήρων). Πρβλ. ΕφΘρακ 197/2015 (: Μονή Βατοπαιδίου Αγ. Όρους), που αφορά όμως σε δασολιβαδική παραλίμνια έκταση του Ν. Ξάνθης.
9.ΑΠ 473/2015, ΑΠ 1709/2010, ΕφΘεσ 1216/2006, ΑΠ 1293/2007, (: Μονή Αγ. Διονυσίου Ολύμπου)· ΕφΛαρ 509/2008, ΕφΛαρ 228/2007 (: Μονή Αγ. Στεφάνου Μετεώρων)· ΑΠ 1799/2006 (: Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων)· ΕφΛαρ 541/2003 (: Μονή Ζάρκου Ν. Τρικάλων)· ΠολΠρΤρικ 1/2002 (: Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων)· ΠολΠρΤρικ 182/2001 (: Μονή Κορμπόβου Ν. Τρικάλων)· ΠολΠρΤρικ 112/1999 (: Μονή Μεγάλου Μετεώρου)· ΑΠ 1338/2010 (: Μονή Γκούρας Τρικάλων).
10.ΠολΠρΑρτ 32/2014 (: Μονή Κάτω Παναγιάς Άρτας)· ΑΠ 382/2014 (: Ναός Αγ. Γεωργίου Κόνιτσας)· ΕφΙωαν 162/2005 (: Μονή Βελλάς Ιωαννίνων).
11.ΕφΘρακ 197/2015, ΝΣΚ 312/2009 (: Μονή Βατοπαιδίου Αγ. Όρους).
12.ΑΠ 458/2016 (: Μονή Πανορμίτη, Σύμη Δωδεκανήσου)· ΜονΠρΖακ 97/2015 (: Μονή Αγ. Γεωργίου των Κρημνών, Ζακύνθου)· ΠολΠρΚερκ 68/2004 (: Μονή Υψηλής Θεοτόκου Κέρκυρας).
13.Έτσι, το νομικό καθεστώς της δασικής ιδιοκτησίας είναι διαφορετικό μεταξύ των γεωγραφικών διαμερισμάτων του παλαιού ‘Βασιλείου της Ελλάδος’ (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Σποράδες και Κυκλάδες), της Θεσσαλίας και του Ν. Άρτας, των Επτανήσων, των Νέων Χωρών (λοιπής Ηπείρου, Μακεδονίας και Θράκης), των νήσων του Βόρειου Αιγαίου, της Κρήτης ή των Δωδεκανήσων. Περιπτωσιολογία βλ., εκτός από τα γενικά έργα που αναφέρονται στην πρώτη υποσημείωση, και σε: Θ. Δρίκος, Οι πωλήσεις των οθωμανικών ιδιοκτησιών της Αττικής (1830-1831), 1994• Γ. Μητραβέλλα, Τα ιδιωτικά δάση και τα δάση της Περαχώρας, 1972• Α. Γεωργιάδης, ‘Το ιδιοκτησιακό των Μανιατών: Τα κτήματα στη Μάνη και το τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου’, Μάνη 40, 2006 [πρβλ. ΜονΠρΚαλαμ 246/2015, Συμβολαιογραφική Επιθεώρηση 30 (2016-2017) 269-277 και ΕφΚαλαμ 176/2008, ΧρΙΔ 9 (2009) 821-822: ιδιοκτησιακό καθεστώς των γαιών στη Μάνη]• Λ. Κιτσαράς, ‘Δημόσια κτήματα. Κυκλάδες. Εμβέλεια των κανόνων που εισάγουν καθεστώς προνομιακής μεταχείρισης των εμπράγματων αξιώσεων του Δημοσίου με τη θέσπιση ‘τεκμηρίων κυριότητας’ υπέρ αυτού. Διαδικασία ενώπιον του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων και Ανταλλαξίμων Κτημάτων’, ΧρΙΔ 3 (2003) 747-759• Αθ. Παπαθανασόπουλος, ‘Ιδιοκτησία γαιών στις Κυκλάδες μετά την πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου’, ΠερΔικ 2/2015, 201• Γ. Νάκος, Το νομικό καθεστώς των τέως δημόσιων οθωμανικών γαιών 1821-1912• Γ. Νάκος, ‘Το νομικό καθεστώς των τέως δημόσιων οθωμανικών γαιών στις Νέες Χώρες και ειδικότερα στη Θράκη», Αρμ. 42 (1988) 135 επ.• Ε. Λάμπρου, ‘Δημιουργία ή μη τεκμηρίου κυριότητος υπέρ μονής, ασκούσης άνευ διαμφισβητήσεως επί αιώνας πράξεις νομής και διακατοχής επί δασοσκεπούς εκτάσεως, μη εχούσης ουδέν έγγραφον κυριότητος’, (γνωμοδότηση), Αρμ. 29 (1975) 634-636• Λ. Κοτσίρης, ‘Ιδιοκτησιακό καθεστώς δασών και βοσκοτόπων της νήσου Σκύρου και το περιεχόμενο του εν Σκύρω ισχύοντος δικαιώματος χορτονομής’, Αρμ 37 (1983) 12 επ.• Ν. Ελευθεριάδης, Μοναστηριακαί γαίαι. Γαίαι και δάση Ιερών Μονών Αγίου Όρους. Μελέτημα εκ τε του ιερού μουσουλμανικού δικαίου, της τουρκικής ιστορίας και νομοθεσίας και του νεωτέρου ελληνικού δικαίου, 1939∙ Ι. Δέλιος / Κ. Κεραμεύς, ‘Προσύμφωνα πωλήσεως αγιορειτικών δασικών εκτάσεων προς οικοδομικούς συνεταιρισμούς. Έννοια των απαιτουμένων αδειών και δυνατότητες διασφαλίσεως των συμβαλλομένων’, Αρμ 34 (1980) 363-368∙ Γ. Φιλιππίδης, ‘Το νομικόν καθεστώς των εν Ελλάδι κτημάτων των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους’, Κληρονομία 12 (1980) 333-342∙ Π. Αποστολάς, ‘Ακίνητα της Δωδεκανήσου (εκτός Ρόδου και Κω). Διακρίσεις των ακινήτων σε ιδιωτικά και δημόσια. Βακουφικά ακίνητα (διακρίσεις, χρησικτησία). Εμπράγματες αξιώσεις του Δημοσίου στη Δωδεκάνησο. Χρησικτησία κατά Δημοσίου’, ΤΝΠ Νόμος, 2012∙ Αχ. Κωνσταντινίδης, ‘Αρζί-μιρί και Ιστορία’, Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση 6, 1-6.
14.Αντί πολλών, βλ. το έγκυρο έργο του Γιώργου Καριψιάδη, Η Ελλάδα ως διάδοχο κράτος. Θέματα διαδοχής κρατών κατά την ίδρυση του ελληνικού κράτους και την ένωση των Επτανήσων, Αθήνα 2000, passim.
15.Για τον ερμηνευτικό κανόνα ‘lex specialis derogat legi generali’ (ο ειδικότερος νόμος κατισχύει του γενικότερου), βλ.: Φ. Σπυρόπουλος, Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο, 2006, 139-140· Π. Σούρλας, Μια εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου. Justi atque injusti scientia, 1995, 171· Κ. Βαβούσκος, ‘Ο κανών ‘lex posterior generalis non derogat legi priori speciali’ και η επ’ αυτού θέσις της επιστήμης και της συγχρόνου νομολογίας’, Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Γ. Λιτζερόπουλο, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Σχολή ΝΟΠΕ, Τμήμα Νομικής-, τόμ. Α’, Αθήνα 1985, 47-67.
16.Γενικότερα βλ.: Δ. Αργυρίου, Το δίκαιο του κτηματολογίου. Θεωρία, νομολογία, υποδείγματα, 32013· Γ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου Γιάννα / Γ. Διαμαντόπουλος, Δίκαιο Κτηματολογίου, 2013· Λ. Κιτσαράς, Οι πρώτες εγγραφές στο Εθνικό Κτηματολόγιο. Νομική φύση, έλεγχος νομιμότητας και δημόσια πίστη. Ερμηνευτική προσέγγιση των νόμων 2308/1995 και 2664/1898, 2001· Ζ. Τσολακίδης, Η δημοσιότητα των πράξεων και των δικαιωμάτων στο Εθνικό Κτηματολόγιο, 2013.
17.Αντιπαράβαλε λ.χ. τις διατάξεις του άρθ. 4 Ν. 3127/2003, με εκείνες του άρθ. 10 Ν. 3208/2003.
18.ΦΕΚ 69. Από τη νομολογία, βλ. ενδεικτικά: ΑΠ 1906/2006, ΧρΙΔ 7 (2007) 325-327· ΑΠ 1359/2002, ΝοΒ 51 (2003) 450-451, με σημ. Ι. Σ(πυριδάκη)· ΕφΘεσ 2515/1997, Αρμ. 52 (1998) 305-308. Στο εν λόγω β.δ. αναγνωριζόταν ‘ισχύς νόμου’ με το άρθ. 3Ε του Διατάγματος της 23.4/5.5.1836, ‘περί των κυβερνητικών εργασιών’ (ΦΕΚ 18/4.5.1836).
19.Η έρευνα των προσαγόμενων εγγράφων διενεργείτο από ειδική τριμελή επιτροπή, που συστάθηκε το 1842. Αναλυτικότερα ως προς τις διαδικασίες αυτές, βλ. Αθ. Παπαθανασόπουλος, ‘Η ισχύς των οθωμανικών ιδιωτικών τίτλων ιδιοκτησίας επί των δασών σύμφωνα με τη νομολογία του Αρείου Πάγου’, https://dasarxeio.com/2017/01/18/1950-4.
20.Ενδεικτικά: ΕφΘεσ 71/2009, Αρμ. 64 (2010) 1515-1518.
21.Γαλάτεια Καλουτά, ‘Οι δημόσιες γαίες του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών και τα δημόσια δάση. Δυνατότητα νομής και χρησικτησίας επ’ αυτών’, ΕφΑΔ 6/2016, 461-470. Ενδεικτικά βλ.: ΕΔΔΑ Ιερές Μονές κατά Ελλάδος -(10/1993/405/483-484/9.12.1994): Πρώτο Πρωτόκολλο ΕΣΔΑ. Δικαίωμα ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας των μονών που προσέφυγαν. Το ΕΔΔΑ προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στην κτήση κυριότητας με χρησικτησία, ως επικουρικό τρόπο απόδειξης της μοναστηριακής περιουσίας, ιδίως όταν οι βυζαντινοί ή οθωμανικοί τίτλοι κυριότητας δεν υπάρχουν ή έχουν καταστραφεί, εν όψει του γεγονότος ότι δεν υπήρχε κτηματολόγιο στην Ελλάδα και ήταν αδύνατη η μεταγραφή τίτλων προ του 1856 ή η μεταγραφή κληροδοσιών και κληρoνoμιών προ του 1946• ΑΠ 1477/2014, https://www.areiospagos.gr• ΑΠ 573 /2015• ΑΠ 266/2010• ΜονΠρΛαρ 779/2010, ΧρΙΔ 11 (2011) 107-110• ΑΠ 1359/2002, ΝοΒ 51 (2003) 450• ΑΠ 1404/1998, ΕλλΔνη 40 (1998) 85.
22.Γ. Καραγιάννης, ‘Νομικά προβλήματα από τη δασική νομοθεσία. Έννοια των όρων ‘διακατεχόμενα’, ‘τεκμήρια’, ΝοΒ 26 (1978) 1133 επ. Χαρακτηριστικές οι εννοιολογικές αποσαφηνίσεις της ΑΠ 85/2003, ΧρΙΔ 3 (2003) 431 επ., κατά την οποία ως προσωρινώς ‘διακατεχόμενα’ από ιδιώτες, δήμους-κοινότητες ή μοναστήρια, χαρακτηρίζονται τα δάση αν υποβλήθηκαν απ’ αυτούς αρμοδίως και εμπροθέσμως οι τίτλοι του β.δ. του 1836, αλλά είτε δεν κρίθηκαν από την αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου ακόμη, είτε κρίθηκαν μη νόμιμοι ή άκυροι και, συνεπεία τούτου, εκκρεμεί η διαφορά στα δικαστήρια ή δεν έγινε προσφυγή στα αρμόδια δικαστήρια. Κατά την ίδια απόφαση, ο διακάτοχος είναι νομέας και όχι απλός κάτοχος του διαφιλονικουμένου δάσους, διότι οι διατάξεις του πιο πάνω β.δ. (1836) πρέπει να ερμηνευθούν σε συσχετισμό και με τις σχετικές διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, που αναφέρονται στη διακατοχή συνήθως υπό την έννοια της νομής και του άρθ. 22 Ν. της 21-6/10-7-1837, ‘περί διακρίσεως κτημάτων’, νομοθέτημα στο οποίο η διακατοχή καθιερώνεται ως εμπράγματο δικαίωμα, αντίστοιχο με εκείνο της νομής του ΑΚ. Σημειώνεται ότι ο όρος ‘διακατεχόμενα δάση’ περιέχεται και στους δασικούς κώδικες (Ν. 4173/1929: άρθρα 62, 93, 105, 107, 108, 131 - Α.Ν. 2204/1940: άρθ. 5 - Ν.Δ. 86/1969: άρθρα 156, 163 - Ν. 998/1979: άρθ. 7) υπό άλλη ή υπό ασαφή συχνά έννοια. Πρβλ. ΑΠ 1477/2014: ‘ο διακάτοχος αντιστοιχεί, ως όρος, στον κατά το ΑΚ νομέα’• ΑΠ 573 / 2015• ΝΣΚ 400/1996: ως διακατεχόμενα δάση χαρακτηρίζονται εκείνα για τα οποία, κατά την διαδικασία του άρθ. 3 β.δ. της 17/29.11.1836 υπεβλήθησαν τίτλοι προς αναγνώριση και, επειδή κρίθηκαν ανεπαρκείς ή πλημμελείς, το ζήτημα της κυριότητας παραπέμφθηκε προς τελειωτική επίλυση στα δικαστήρια, η δε διακατοχή παρέμεινε αναφαίρετη σε όποιον βρισκόταν. Η κατά τις διατάξεις αυτές διακατοχή έχει την φύση και τον χαρακτήρα της νομής. Μεταγενέστερες διατάξεις δεν προσδιορίζουν επακριβώς την έννοια των διακατεχομένων δασών. Η διοίκηση όμως, έχει χαρακτηρίσει ως διακατεχόμενα και δάση για τα οποία δεν υπεβλήθησαν διόλου τίτλοι και έπρεπε να θεωρούνται ως αδιαφιλονίκητα εθνικά, αλλά και δάση μη δημόσια, των οποίων αμφισβητείται η διακατοχή μεταξύ ιδιωτών. Το ζήτημα δεν έχει ριζικώς και οριστικώς επιλυθεί και γι’ αυτό, λόγω των προβλημάτων τα οποία δημιουργεί, πρέπει να αντιμετωπισθεί με νομοθετική ρύθμιση, μετά ενδελεχή μελέτη.
23.ΑΠ 1477/2014, ό.π., σχετικά με αξιώσεις κυριότητας και νομής της Μονής Ασωμάτων Πετράκη σε μέρος δασοκτήματος της περιοχής Σταμάτας-Διονύσου Αττικής, με έρεισμα συμβολαιογραφικά έγγραφα αγοραπωλησιών των ετών 1852 και 1893. Στην υπόθεση διαπιστώθηκε δικαστικά η συνδρομή ασκήσεως καλόπιστης νομής εκ μέρους των άμεσων και απώτερων δικαιοπαρόχων της Μονής. Η ίδια απόφαση σημειώνει: ‘Το συνταχθέν για την αγοραπωλησία αυτή έγγραφο συμβόλαιο, κατά τους οθωμανικούς τύπους (χοτζέτι), έχει απολεσθεί, πλην, όμως, προκύπτει η σύνταξη του από: (1) την υπ’ αριθ. …/1834 έγγραφη δήλωση του Κ.Ζ. που έχει κατατεθεί στην υπ’ αριθ. …/1858 πράξη του συμβ/φου Αθηνών Α.Β. (2) το από 20-10-1830 αντίγραφο πρωτοκόλλου καταθέσεων μαρτυριών περί των του ανωτέρω κτήματος, εξαχθέν από το βιβλίο πρακτικών της Εξεταστικής Επιτροπής επί των Πωλήσεων Τουρκικών Κτημάτων, που έχει κατατεθεί στο Αρχείο του Υπουργείου Οικονομικών και μνημονεύεται ως επιδειχθέν στον αγοραστή στο υπ’ αριθ. …/1872 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Σ.Τ., (3) το από 12.12.1830 ιδιωτικό συμφωνητικό πωλήσεως του δασοκτήματος, που μνημονεύεται στο ίδιο συμβόλαιο, (4) το από 10ης της σελήνης Τζεμαζιούλ Εββέλ του οθωμανικού έτους 1246 χοτζέτιο, που μνημονεύεται ομοίως και (5) την υπ’ αριθ. …/1842 απόφαση επικυρώσεως αγοραπωλησίας της Εξεταστικής Επιτροπής επί των Πωλήσεων Οθωμανικών Ιδιοκτησιών του άρθρου 3 του Β.Δ. της 17/29.11.1836 περί ιδιωτικών δασών, που μνημονεύεται ομοίως και ήδη προσκομίζεται. Ο Α.Λ. από το 1830 μέχρι το θάνατο του το 1850 ασκούσε όλες τις προαναφερθείσες πράξεις νομής στο ανωτέρω δασόκτημα, είτε ο ίδιος είτε μέσω του πληρεξουσίου του Κ. Ζ., με καλή πίστη, που δικαιολογείτο από το γεγονός ότι με την τελευταία απόφαση το Ελληνικό Δημόσιο είχε αναγνωρίσει το επίμαχο ως ιδιωτικό δάσος που ανήκε στον ίδιο, έκτοτε δε καμία σχετική αμφισβήτηση δεν είχε εγείρει. Την εν λόγω νομή ο Α. Λ. ουδέποτε απώλεσε έστω και πρόσκαιρα’.
24.Ευ. Κουρουσόπουλος, Δασική ιδιοκτησία και διαχείριση, Αθήνα, 1978, 23, 111, 203-204• ομοίως οι Νάκος, Το νομικό καθεστώς των τέως δημόσιων οθωμανικών γαιών 1821-1912, 167, και Ι. Παπαγιάννης, Η δασική ιδιοκτησία, σελ. xix. Το β.δ. της 17/29.11.1836 καταργήθηκε με το άρθ. 5 § 6 του Ν. 2939/1922, ‘περί κωδικοποιήσεως των περί δασών νόμων και περί τροποποιήσεως ορισμένων διατάξεων αυτών’ (ΦΕΚ Α΄ 131/30-7-1922, όπου εκ παραδρομής αναγράφεται ως ‘το από 17 Νοεμβρίου 1853 Β. Διάταγμα’).
25.Ενδεικτικά: ΜονΠρΛαρ 94/2006 (Θεσσαλία, Ν. Λαρίσης)• ΑΠ 2192/2013 (Καλαμπάκα)• ΕιρΧανίων 519/2013• ΕιρΧανίων 520/2013• ΜονΠρΛαρ 779/2010 (Τύρναβος)• ΑΠ 289/2016 (Πρέβεζα)• ΑΠ 929/2015 (Επτάνησα)• ΑΠ 384/2014 (Θεσσαλία)• ΑΠ 390/2014 (Πολύχρονο Χαλκιδικής)• ΑΠ 2173/2014 (Καλαμπάκα)• ΕφΛαρ 139/2014, Δικογραφία 2015/163 (Αλόννησος).
26.Η συνθήκη, που καθόρισε τη νέα οριοθετική γραμμή μεταξύ των δύο Βασιλείων της Ελλάδος και της Τουρκίας, επικυρώθηκε με το Ν. ϠΛΖ΄ της 11.3.1882 (ΦΕΚ 14/13.3.1882, Νάκος, Το νομικό καθεστώς των τέως δημόσιων οθωμανικών γαιών, 217-459, ιδίως 235-236· Ευ. Κωφός, ‘Η Συνθήκη για την εκχώρηση της Θεσσαλίας και η προσάρτησή της’, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. ΙΓ΄, 364-365.
27.Νομολογιακή εφαρμογή, βλ. σε: ΕφΛαρ 168/2007, ΑΠ 299/2004, ΑΠ 708/2002.
28.Αντί πολλών, Παπαστερίου, Δασικό δίκαιο και Εθνικό Κτηματολόγιο, ό.π., 1165.
29.Υπενθυμίζεται ότι τα νησιά του Ιονίου, μέχρι την ένωσή τους με την Ελλάδα γνώρισαν τη διαδοχική εφαρμογή του δικαίου πλειάδος επικυρίαρχων, όπως των Οθωμανών (1479-1684), Ενετών (1684-1797), Δημοκρατικών Γάλλων (1797-1798), Ρώσων και Τούρκων (1798-1807), Αυτοκρατορικών Γάλλων (1807-1810) και Άγγλων (1810-1864). Ιστορική αναδρομή βλ., αντί πολλών, σε Ελένης Καλλιγά, ‘Το Σύνταγμα του Maitland για τα Επτάνησα (1817). Ιόνιες καταβολές και βρετανικοί στόχοι’, Ίστωρ 3 (1991) 3-120.
30.Βλ. πιο πάνω την αναφορά μας στη Θεσσαλία.
31.Υπενθυμίζεται ότι τα Επτάνησα περιήλθαν οριστικά υπό την κυριαρχία του ελληνικού βασιλείου στις 21.5.1864, σε εφαρμογή συνθήκης μεταξύ των δυνάμεων της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας (29.3.1864). Οι διαφορετικές αντιλήψεις των ενετών ως προς την κατοχή δημόσιας γης, σε σχέση με τους προκτήτορές τους οθωμανούς, καθόρισαν σε αποφασιστικό βαθμό το περαιτέρω νομικό status της δημόσιας, δημοτικής και ιδιωτικής περιουσίας των νησιών του Ιονίου.
32.Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 9 του εν λόγω Συντάγματος, όριζε ότι κάθε νησί είχε: ‘και ιδίαν περιουσίαν ανεξάρτητον της περιουσίας της Γενικής Διοικήσεως’. Αναλυτικότερα: Καλλιγά, ό.π.· πρβλ. Πιερρίνας Κοριατοπούλου-Αγγελή, ‘Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των δασικών κτημάτων μετά την ένωση των Ιονίων Νήσων με την Ελλάδα’, ΝοΒ 47 (1999) 1500 επ..
33.Επίσημος Εφημερίς του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων, αριθ. 191, έτους 1834.
34.Ηλ. Μαρσέλλος, ‘Η τύχη της ‘Επιχωρίου Περιουσίας’ στα Επτάνησα μετά την ένωσή τους με την Ελλάδα’, Επιστημονικό Συνέδριο: ‘Η Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα (1864-2004)’, Πρακτικά, τόμος Α΄, Αθήνα 2005, σ. 2, ο οποίος εύστοχα παρατηρεί ότι, δυνάμει της πιο πάνω Πράξεως της Γερουσίας, ‘η Εγχώρια Κυβέρνηση είχε και κτητική ικανότητα’ (σ. 6).
35.Βλ. Πράξεις της Όγδοης Γερουσίας Ι΄/1845, ‘περί Εγχωρίων Προσόδων’ (άρθ. 1 και 10) και της Έβδομης Γερουσίας ΞΗ΄/1845, ‘περί της χρήσεως των Επιχωρίων Προσόδων’. Τα κείμενα των Πράξεων βλ. αναδημοσιευμένα σε Γ. Κασιμάτη, ‘Τα δημόσια κτήματα εν Επτανήσω και ειδικώτερον εν Κυθήροις’, εφημ. ‘Κυθηραϊκός Τύπος’, φύλλο 77/15-12-1966, σ. 3· ΑΠ 1738/2012· Ευ. Τσουλούφης, ‘Η Επιχώριος Περιουσία στις νήσους του Ιονίου’, ΕλλΔνη 37 (1996) 1465.
36.Γενικότερα: Χ. Μπαμπούνης, Τοπική αυτοδιοίκηση και ελλαδικός χώρος, Θεσσαλονίκη 2007, 64-66.
37.ΦΕΚ 12/2-2-1866.
38.ΦΕΚ 24/14-6-1871.
39.ΦΕΚ 2/5-1-1879.
40.ΦΕΚ 144/10-6-1887.
41.ΦΕΚ 142/8-6-1887.
42.ΦΕΚ Α΄ 152/10-7-1920· πρβλ. ΣτΕ 64/2003 (Πρακτικό Συνεδριάσεως και Γνωμοδότηση Ε΄ Τμήματος)
43.Κ. Παπαγεωργίου, ‘Δημόσια Κτήματα και Εκκλησιαστική Περιουσία στη Λευκάδα’, ΘΠΔΔ 1/2017, 35 επ.. Αντίθετη η παλαιότερη νομολογία: ΕφΠατρ 226/2012,ΕφΠατρ 766/2004, ΑχΝομολ 2005, 162, που αν και επισημαίνει ότι δεν βρίσκει έδαφος εφαρμογής στα δάση των Ιονίων Νήσων το υπέρ του Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας, διευκρινίζει όμως στη συνέχεια ότι το Δημόσιο μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη δικαιώματος κυριότητάς του σε γη ή δάσος των Ιονίων· ΕφΠατρ 98/2001, ΑχΝομολ 2002, 23· ΕφΚερκ 3/2001, Ιόνιος Επιθεώρηση Δικαίου 2001, 80· ΑΠ 340/1985, ΝοΒ 34 (1986) 76· Κοριατοπούλου-Αγγελή, ό.π., 1498 επ.
44.ΕφΑΔ 8-9/2015, 762-772, με παρατ. Κ. Παπαγεωργίου και Αλέξ. Λιαρμακόπουλου.
45.Διευκρινίζεται ότι με τη συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας της 14.11.1913 (κυρώθηκε με το Ν. 4213/1914), αφενός μεν αναγνωρίστηκε το ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του οθωμανικού, πλην άλλων, και στις δασικές εκτάσεις κυριότητας του τελευταίου, αφετέρου όμως αναγνωρίστηκαν και τα δικαιώματα ιδιωτών που είχαν αποκτηθεί σε δάση μέχρι την απελευθέρωση των Νέων Χωρών. Βλ. Γ. Νάκος, ‘Το νέο σύστημα δικαίου στη Μακεδονία μετά και κατά την απελευθέρωση των Νέων Χωρών από τον οθωμανικό ζυγό’, Επετηρίς Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου Ακαδημίας Αθηνών 46 (2016) 275-364, ιδίως 297-298 (για τη δασική νομοθεσία που εισήγαγε στις Νέες Χώρες ο υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Ρακτιβάν), 328-329 (σχετικά με τη διάσωση των αρχείων του οθωμανικού κτηματολογίου Θεσσαλονίκης) και 355-357 (για τους δικαιοπολιτικούς στόχους του Ν. 147/1914)· Ίδιος, ‘Δικαιικοί μεταβολισμοί της ιδιοκτησίας στις Νέες Χώρες, μετά την ένταξή τους στην ελληνική επικράτεια’, ΕλλΔνη 30 (1989) 930-939.
46.Καλουτά, ‘Οι δημόσιες γαίες του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών και τα δημόσια δάση. Δυνατότητα νομής και χρησικτησίας επ’ αυτών’, ό.π. Από την παλαιότερη βιβλιογραφία, βλ. ιδίως: Α. Γαζής, ‘Γαίαι δημόσιαι Νέων Χωρών, κατηγορίας εραζί εμιριγιέ κατά οθωμανικόν δίκαιον’, ΝοΒ 18 (1970) 271-277· Ν. Ελευθεριάδης, Η ακίνητος ιδιοκτησία εν Τουρκία, 1903, Ίδιος, Μοναστηριακαί γαίαι. Γαίαι και δάση Ιερών Μονών Αγίου Όρους. Μελέτημα εκ τε του ιερού μουσουλμανικού δικαίου, της τουρκικής ιστορίας και νομοθεσίας και του νεωτέρου ελληνικού δικαίου, 1939· Α. Καλλικλής, Το οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι, 1931.
47.Όλως ενδεικτικώς: ΑΠ 385/2012, ΑΠ 77/2007, ΑΠ 900/2002, ΑΠ 748/1978, ΑΠ 661/1975· Ευ. Δωρής, Τα Δημόσια Κτήματα, τόμ. Α’, Αθήνα 1980, 407- 408.
48.ΟλΑΠ 609/1963, ΑΠ 1122/2008, ΑΠ 1777/2007, ΑΠ 439/2005, ΑΠ 155/2002, ΑΠ 900/2002, ΑΠ 315/2002, ΑΠ 523/2000, ΑΠ 746/1999· Δωρής, ό.π., 409.
49.ΑΠ 1292/2011, ΑΠ 77/2007, ΑΠ 155/2002, ΑΠ 315/2002, ΑΠ 1303/2000, ΑΠ 523/2000, ΑΠ 582/1998, ΑΠ 1231/1996, ΑΠ 909/1980· Δωρής, ό.π., 403.
50.Ενδεικτικά: ΑΠ 1792/1983, ΑΠ 1053/1982.
51.ΕφΘρακ 197/2015 (: Μονή Βατοπαιδίου Αγ. Όρους)· ΠολΠρΧαλκιδικής 52/2015: Μονή Αγίου Διονυσίου Αγ. Όρους, δασική έκταση στον Άγ. Νικόλαο Σιθωνίας Χαλκιδικής· ΑΠ 473/2015, ΑΠ 1709/2010, ΑΠ 1293/2007: δασοαγρόκτημα Μονής Αγίου Διονυσίου Ολύμπου, στην περιοχή Λιτοχώρου Πιερίας· ΠολΠρΧαλκιδικής 74/2010: Μονή Διονυσίου Αγ. Όρους, δασική έκταση στη Μεταμόρφωση Χαλκιδικής· ΠολΠρΧαλκιδικής 132/2008: Μονή Ξενοφώντος Αγ. Όρους, δασική έκταση στη Σιθωνία Χαλκιδικής· ΕφΘεσ 1600/2005: Μονή Κουτλουμουσίου Αγ. Όρους, δασική έκταση στον Άγ. Νικόλαο Σιθωνίας· ΑΠ 777/2001, ΕλλΔνη 44 (2002) 1375: Μονή Ιβήρων Αγ. Όρους, έκταση στη Θάσο.
52.Δ. Τσουγκαράκης, ‘Η βυζαντινή Κρήτη’, Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, τόμ. Α΄, Ηράκλειο ²1987, 365 επ.· Γ. Αντουράκης, Αι Μοναί Μυριοκεφάλων και Ρουστίκων Κρήτης μετά των παρεκκλησίων αυτών. Συμβολή εις την έρευναν των χριστιανικών μνημείων, Αθήναι 1977· Διον. Ζακυθηνός, ‘Σιγίλλιον περί της μονής Ρουστίκων’, Επιστημονική Επετηρίς Κρητικών Σπουδών 3 (1940) 236-240.
53.Χαρ. Γάσπαρης, Η γη και οι αγρότες στη μεσαιωνική Κρήτη (13ος-14ος αι.), Αθήνα 1997, 17 επ.· Χαρ. Γάσπαρης, Φυσικό και αγροτικό τοπίο στη μεσαιωνική Κρήτη (13ος-14ος αι.), Αθήνα 1994· Ζ. Τσιρπανλής, Κατάστιχο εκκλησιών και μοναστηρίων του Κοινού (1248-1548), Ιωάννινα 1985, 32 επ.
54.Ν. Ζευγαδάκης, ‘Δύο πατριαρχικά σιγίλλια ρυθμιστικά των σχέσεων των Σιναϊτών και της Μητροπόλεως Κρήτης’, Κρητικά Χρονικά 2 (1948) 507-520· Κ. Μέρτζιος, ‘Η εν Ηρακλείω Μονή της Αγίας Αικατερίνης’, Κρητικά Χρονικά 6 (1952) 1131-132· Αικ. Παναγιωτουνάκου-Πατσουμά, ‘Το Μετόχι της Αγίας Αικατερίνης στο Χάνδακα και τα προνόμια των Σιναϊτών στην Κρήτη’, Κρητική Εστία 7 (1999) 31-49.
55.Λ. Καλλιβρετάκης, ‘Το μετόχι της Πάτμου στο Στύλο Αποκορώνου και η αυτοκρατορική λύσις του 1196’, Πληθυσμοί και οικισμοί του ελληνικού χώρου: ιστορικά μελετήματα, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Αθήνα 2003, 91-132.
56.Ν. Τωμαδάκης, ‘Πατριαρχικόν γράμμα περί της Αγίας Μονής Μετοχίου της Αγίας Λαύρας εν Κυδωνία’, Κρητικά Χρονικά 5 (1951) 323-327.
57.Μιχ. Καταπότης, ‘Ανέκδοτα έγγραφα της εν Σητεία Κρήτης μονής της κυρίας Ακρωτηριανής, σήμερον Τοπλού καλουμένης’, Μύσων 1 (1932) 4-39.
58.Ελ. Πλατάκης, ‘Ειδήσεις εκ των πηγών περί της μονής Αγκαράθου’, Κρητολογία 2 (1976) 81 -154.
59.Μιχ. Ανδριανάκης, Ιερά σταυροπηγιακή και πατριαρχική Μονή Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων, Χανιά 1994· Γρ. Παπαδοπετράκης, ‘Ιστορία της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος, επονομαζόμενης των Ζαγκαρολών’, Κρητικά Χρονικά 20 (1966) 17-162.
60.Μ. Πρεβελάκης, ‘Η Ι. Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, η επιλεγομένη Πρέβελη’, Επιστημονική Επετηρίς Κρητικών Σπουδών 1 (1938) 262-292.
61.Δ. Ζακυθηνός, ‘Σιγίλλιον περί της μονής Ρουστίκων’, Επιστημονική Επετηρίς Κρητικών Σπουδών 3 (1940) 236-240.
62.Μιχ. Τρούλης, Η Μονή Αρσανίου από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα, Ρέθυμνο 1992· Κ. Τσατσαρωνάκη, ‘Ανέκδοτα πατριαρχικά σιγίλλια των Μονών Αρσάνη και Χαλεβή Ρεθύμνης’, Κρητικά Χρονικά 8 (1954) 204-210.
63.Εμμ. Γενεράλις, ‘Η Ι. Μονή της Κρήτης Γουβερνέττο’, Κρητικά 1 (1930) 5-15.
64.Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, εν Χανίοις, τεύχ. Α΄ 1-2/1900. Με το Διάταγμα συστήνονταν τριμελείς Μοναστηριακές Επιτροπές, που είχαν αποφασιστική αρμοδιότητα ως προς τη διαχείριση της μοναστηριακής περιουσίας.
65.Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, εν Χανίοις, τεύχ. Α΄ 72/20.12.1900.
66.Ονομαστικά οι εξής: ‘Γουβερνέτο, Γωνιά, Χρυσοπηγή, Αρκάδι, Πρέβελης, Ασώματοι, Ρούστικα, Μπαλλή, Χαλέπα, Βόσακος, Άγιος Παντελεήμων, Αγκάραθος, Επανωσήφη, Σαββαθιανά, Βροντήσι, Οδηγήτρια, Κρυσταλλένια, Τοπλού, Βιδιανή, Κρεμαστά, Αρέτι, Φανερωμένη καί Άρβη’.
67.Άρθρο 103 Ν. 276/1900: ‘Παρ’ εκάστη Μονή τηρούνται τα εξής βιβλία: α) Κτηματολόγιον, εν ω καταγράφεται πάσα η κινητή και ακίνητος περιουσία της Μονής εκτός των εν τω βιβλίω της αποθήκης αναγραφομένων εισοδημάτων και πάσα μεταβολή αυτής’.
68.ΦΕΚ Α’ 25/1.2.1914. Σημειωτέον ότι το εν λόγω νομοθέτημα εκδόθηκε σε εφαρμογή της Συνθήκης των Αθηνών (1/14.12.1913) μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, που κυρώθηκε με το Ν. ΔΣΙΓ’/1913.
69.ΑΠ 1343/2015, ΑΠ 485/2014, ΑΠ 572/2001.
70.ΚρητΑΚ 293: ‘ο καλή τη πίστει αποκτήσας ακίνητον δυνάμει τίτλου κατά τους νομίμους τύπους συντεταγμένου και προσηκόντως μεταγεγραμμένου, γίνεται κύριος δια δεκαετούς συνεχούς νομής από της χρονολογίας της μεταγραφής’· ΚρητΑΚ 295: ‘ο επί είκοσι συνεχή έτη νεμόμενος ακίνητον, κτάται την κυριότητα αυτού’.
71.ΚρητΑΚ 1356: ‘ο χρόνος της χρησικτησίας άρχεται αφ’ ης υπήρξαν πάντα τα προς αυτήν απαιτούμενα υπ’ αυτού προσόντα, εάν όμως κατά την έναρξιν της ισχύος αυτού είναι συμπληρωμένος ο προς χρησικτησίαν χρόνος ή υπολείπεται προς συμπλήρωσιν αυτού χρονικόν διάστημα έλασσον της πενταετίας, η κυριότης δεν αποκτάται πριν παρέλθωσι πέντε από της ισχύος του νόμου έτη’· ΚρητΑΚ 1357: ‘η κατά το άρθρο 295 εικοσαετής συνεχής νομή προς απόκτησιν κυριότητος λογίζεται αφ’ ης ημέρας ήρξατο, εάν εξακολουθεί κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος νομήν’.
72.ΦΕΚ Α΄ 158. Για την εξειδικευμένη εφαρμογή του Ν. 3345/1925 εκδόθηκε μεγάλος αριθμός τροποποιητικών νόμων και διαταγμάτων (ενδεικτικώς: ΝΔ της 28.10.1925, ΝΔ της 31.7.1926, Ν. 5502/1932, Ν. 6419/1934, ΑΝ 862/1937, ΑΝ 1801/1951, Ν. 3194/1955, ΒΔ της 27.11.1957, ΒΔ της 2.5.1959, ΒΔ 462/1960, ΒΔ 555/1961, ΒΔ 514/1962 κ.ά.
73.Σημειώνεται ότι είχε προηγηθεί κοινή απόφαση της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου Κρήτης και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που αποδεχόταν την παραχώρηση του ½ της μοναστηριακής περιουσίας σε ανάπηρους πολέμου, ανίκανους για εργασία και ακτήμονες έφεδρους πολεμιστές, με την παράλληλη λήψη από την ίδια την Εκκλησία προστατευτικών μέτρων για τα ορφανά του πολέμου - πρόταση που ωστόσο απορρίφθηκε από το Κράτος.
74.ΦΕΚ Α΄ 66/2012.
75.ΦΕΚ Α΄ 289/1979.
76.ΦΕΚ Α΄ 159/2014.
77.Β.Δ. 4/16.10.1952, «περί κυρώσεως της από 2.10.1952 Συμβάσεως μεταξύ Δημοσίου και Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κρήτης ‘περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας Κρήτης προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών’» (ΦΕΚ Α΄ 307/1952).
78.Γ. Διαμαντόπουλος (επιμ.), Κτηματολογικός Κανονισμός Δωδεκανήσου και Εθνικό Κτηματολόγιο. Σημεία τομής και διάκρισης, 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο ΚΕΚΤΗΜΕ σε συνεργασία με τον Δικηγορικό Σύλλογο Ρόδου (Ρόδος 10-11.6.2016), Βιβλιοθήκη Δικαίου Κτηματολογίου 4, 2016, 105-134.
79.Διατηρήθηκε σε ισχύ με τη διάταξη του άρθ. 8 § 2 Ν. 510/1947, ‘περί της εν Δωδεκανήσω εφαρμοστέας Δικαστικής Νομοθεσίας’ (ΦΕΚ Α΄ 298). Το κείμενό του βλ. ήδη σε Γ. Διαμαντόπουλος, Κώδικας Κτηματολογίου. «Κωδικοποίηση» νομοθεσίας για το Εθνικό Κτηματολόγιο & τον Κτηματολογικό Κανονισμό Δωδεκανήσου, Βιβλιοθήκη Δικαίου Κτηματολογίου 5, 2017, 97-143, όπου και η εισηγητική έκθεση. Σε εφαρμογή του ΚΚΔ, οι Ιταλοί χαρτογράφησαν και καταχώρισαν με ακρίβεια το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ακινήτων της Ρόδου, της Κω και της περιοχής Λακκί Λέρου.
80.Ad hoc: Γ. Διαμαντόπουλος, Εφαρμογές Δικαίου Κτηματολογίου. Εθνικό Κτηματολόγιο-Κτηματολόγιο Δωδεκανήσου, ‘Βιβλιοθήκη Δικαίου Κτηματολογίου 3’, 2015, ιδίως το Κεφάλαιο Έβδομο (‘Νομολογιακές εφαρμογές Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου’), 256-314.
81.Στα Δωδεκάνησα εδρεύουν οι πέντε Ι. Μητροπόλεις: (α) Ρόδου, (β) Κώου, (γ) Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας, (δ) Καρπάθου και Κάσου, (ε) Σύμης, καθώς και η Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου, που αποτελούν, όπως και οι Ενορίες ή οι Μονές τους, ΝΠΔΔ (άρθ. 22 Ν. 4301/2014, «Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους).
82.Ο ΚτΚΔωδ δεν περιέχει ειδική πρόβλεψη για την εκκλησιαστική περιουσία.
83.Θυμίζουμε ότι με τις ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις του Α.Ν. 1539/1938, περί προστασίας των δημόσιων κτημάτων προβλέφθηκε ότι η περιουσία του δημοσίου είναι ανεπίδεκτη έκτακτης χρησικτησίας (κτητικής παραγραφής), καθώς το δημόσιο διατηρεί στα ακίνητά του ‘πλασματική νομή’, τυχόν δε αφαίρεσή της εκ μέρους τρίτου, δεν έχει έννομα αποτελέσματα.
84.ΕφΠειρ 124/2005· ΠολΠρΠειρ 26/2002, ΝοΒ 50 (2002) 721-726, με σχόλ. Γ. Αποστολάκη· ΠολΠρΤρικ 1/2002· ΑΠ 777/2001· ΑΠ 1276/1999· ΜονΠρΘεσ 13441/1997· ΜονΠρΘεσ 4482/1998· ΠολΠρΘεσ 10003/1996· ΠολΠρΒολ 463/1996· ΜονΠρΛιβαδιάς 35/1996, ΑρχΝ 48 (1997) 536-546, με σημ. Χ. Νικολαΐδη· ΕφΚρ 396/1994, Δικηγορικό Βήμα 3 (1994) 46-47· ΠολΠρΚαβ 354/1994· ΕφΑθ 8899/1992, ΝοΒ 41 (1993) 723-728, με σημείωμα Αλ. Κλεισιούνη· ΜονΠρΤριπ 292/1987· ΕφΑθ 2088/1982· ΜονΠρΚαβ 114/1980· ΑΠ 1041/1977· ΠολΠρΧαλκιδικής 72/1976· ΑΠ 315/1974· ΕφΑθ 1960/1970· ΕφΑθ 319/1962, ΝοΒ 11 (1963) 241.
85.ΑΠ 822/2013: «Τούτο δε καθόσον γαίες φύσης εραζί-εμιριέ ή ερζί-μιρί, δηλαδή δημόσιες γαίες, όπως και το δικαίωμα διαρκούς εξουσίασης επί δημοσίων γαιών (τεσσαρούφ) από της εποχής του τούρκου κατακτητή σουλτάνου Σουλεϊμάν (1522) μέχρι την ισχύ του Ν. 2100/1952 (26.4.1952), δεν υπήρξαν ποτέ στα Δωδεκάνησα εκτός της Ρόδου και της Κω, που ο τούρκος κατακτητής τις είχε κυριεύσει με τη ‘σπάθη και το δόρυ’. Στα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου, όπως είναι η Κάρπαθος, που δεν ήταν ‘δορυάλωτα’, δηλαδή δεν είχαν κατακτηθεί με τα όπλα, ο τούρκος κατακτητής Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, όχι μόνο δεν δήμευσε γη, αλλά παραχώρησε δικαιώματα, με αποτέλεσμα όλα ανεξαιρέτως τα κτήματα που κατείχαν, νέμονταν και εξουσίαζαν από τότε οι κάτοικοι των νησιών αυτών να ανήκουν στους ιδιοκτήτες τους ως ‘γαίες μούλκ’». Πρβλ. όμοια αιτιολογία της ΑΠ 458/2016, για την κυριότητα της Μονής Πανορμίτη Σύμης σε συστάδα νησιών.