Ἱστορικὰ “μὴ δορυάλωτες περιοχές” καὶ Ἐθνικὸ Κτηματολόγιο, ἰδίως κατὰ τὴν πρόσφατη νομολογία τοῦ Ἀρείου Πάγου
ΙΘ΄ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΚΟΜΟΤΗΝΗ 15 - 16 Οκτωβρίου 2016
Κυρίες και κύριοι,
στὴν ὄμορφη ἐκδήλωση ποὺ πραγματοποίησε στὴν Ἀθήνα στὶς 3 Ὀκτωβρίου ἡ Ἑλληνικὴ Ἑταιρεία Ἱστορίας τοῦ Δικαίου, μὲ θέμα «Ἱστορία τοῦ Δικαίου: τὸ Σήμερα καὶ τὸ Αὔριο», ἐπισημάνθηκε ὅτι στὶς ἡμέρες μας συναντοῦμε συχνὰ ἰδιαιτέρως ἐνδιαφέροντα ζητήματα ἱστορίας τοῦ δικαίου, ὡς ἐφαρμοσμένα σὲ ἕναν σημαντικὸ ἀριθμὸ δικαστικῶν ἀποφάσεων, ποὺ ἀφοροῦν συνηθέστερα τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία.
Ἀπὸ τὴν Πρόεδρο τῆς ΕΕΙΔ ὁμότιμη καθηγήτρια κυρία Κέλλυ Μπουρδάρα, ἔγινε εἰδικὴ μνεία τῆς γνωστῆς ὑποθέσεως τοῦ Ναυαγίου τῆς Ζακύνθου, ἡ ὁποία κατὰ τὶς τελευταῖες ἑβδομάδες ἀπασχολεῖ μὲ ἀναζωπυρωμένο ἐνδιαφέρον τὶς δικαστικὲς αἴθουσες, καθὼς ἀφορᾷ σὲ μία ἐπένδυση μυθικοῦ - γιὰ τὰ σύγχρονα δεδομένα - χρηματικοῦ ὕψους.
Θυμίζουμε ὅτι μὲ τὴν ὑπόθεση αὐτὴ, ὅπως εἶχε κριθεῖ μὲ τὴν πολύκροτη ἀπόφαση του Μονομελοῦς Πρωτοδικείου Ζακύνθου 97/2015, εἴχαμε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀσχοληθοῦμε πέρυσι, στὴν ἴδια ἐδῶ φιλόξενη αἴθουσα, παρουσιάζοντας μάλιστα ἕνα ἀδημοσίευτο ἱστορικὸ τεκμήριο: ἐπρόκειτο γιὰ μία Ἀπόφαση-Διάταγμα τοῦ Δόγη τῆς Βενετίας, ἡ ὁποία ἐκδόθηκε τὸ ἔτος 1783, παραχωρώντας τὴν ἐπίδικη σήμερα αὐτὴ ἔκταση τῶν 15.000 στρεμμάτων σὲ ζακυνθινὸ προύχοντα τῆς ἐποχῆς. Μὲ ἐπικαλούμενο τίτλο ἰδιοκτησίας τὸ ἐν λόγῳ Δουκικὸ Ἑνετικὸ Διάταγμα καὶ τὴ σύγχρονη νομικὴ ἰσχύ του, ἄνοιξε τὴν τελευταία διετία ἕνας εὐρύς κύκλος ὀξύτατων δικαστικῶν ἀντιπαραθέσεων, μὲ ἐπίκεντρο τὴ νομικὴ φύση καὶ τὶς σημερινὲς ἔννομες συνέπειες τοῦ πανάρχαιου πατρωνικοῦ δικαιώματος (Jus Patronatus) σὲ δημόσια, ἐκκλησιαστικὴ ἤ ἰδιωτικὴ περιουσία.
Σήμερα, θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ ἕνα ἀκόμη ζήτημα τῆς νομικῆς ἐπικαιρότητας, ποὺ ἀπαντᾷ διαχρονικά καὶ μάλιστα μὲ αὐξανόμενη συχνότητα σὲ σειρὰ δικαστικῶν ἀποφάσεων, συνδέοντας μὲ τρόπο ζωντανό τὴν ἱστορία τοῦ δικαίου μὲ τὸν εὑρισκόμενο ὑπὸ δυναμικὴ ἐξέλιξη σὲ ὅλη τὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια θεσμὸ τοῦ Ἐθνικοῦ Κτηματολογίου:
Πρόκειται γιὰ τὴ νομικὴ ἔνταξη τῶν λεγόμενων «μὴ δορυάλωτων περιοχῶν» τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας στὸ Ἐθνικὸ Κτηματολόγιο, ίδίως μετὰ καὶ τὴν πρόσφατη νομολογία τοῦ Ἀρείου Πάγου.
Διευκρινίζεται ὅτι ὡς «μὴ δορυάλωτες» ὀνομάζονταν ὅσες περιοχὲς ὑποτάχθηκαν εἰρηνικὰ καὶ χωρὶς ἀντίσταση στὴν κραταιὰ πολεμικὴ μηχανὴ καὶ ἐπέλαση τῶν ὀθωμανῶν τούρκων κατὰ τὸν 15ο ἤ 16ο αἰῶνα, συνθηκολογώντας ἀναίμακτα μαζί τους, καὶ ὄχι κατακτώμενες ἀπὸ αὐτοὺς ἐνόπλως («μὲ σπάθη καὶ μὲ δόρυ»).
Τοῦτο σημαίνει ἡ λέξη «δορυάλωτος», ὡς σύνθετη ἀπὸ τὶς λέξεις «δόρυ» (ὅπλο) και «ἁλίσκομαι», δηλαδή κυριεύω ἤ κατακτώ.
Ὅπως θὰ ἐξηγήσουμε, ὅσοι ἰδιῶτες ἐπικαλοῦνται σήμερα ἐμπράγματα δικαιώματα σὲ «μὴ δορυάλωτες» περιοχές καὶ σὲ μεγἀλα ἤ μικρότερα νησιά, ἀντιμετωπίζονται μὲ προνομιακό τρόπο ἀπὸ τὴ νομολογία καὶ τὸ Ἐθνικὸ Κτηματολόγιο, κατὰ τὴν καταχώριση καὶ ἔνταξη τῶν δικαιωμάτων τους σὲ αὐτό, ἰδίως ἀναφορικὰ πρὸς τυχὸν προβολὴ ἀντίθετων ἐμπράγματων ἀξιώσεων ἐκ μέρους τοῦ Δημοσίου. Ἀντιμετωπίζονται δηλαδή μὲ ἕναν εὐεργετικό τρόπο, παρόμοιο μὲ ἐκεῖνον τὸν ὁποῖο ἐπεφύλασσε τὸ ὸθωμανικὸ δίκαιο ὡς πρὸς τὶς μὴ δορυάλωτες γαῖες.
Ἀπὸ τὶς χαρακτηριζόμενες ὡς μὴ δορυάλωτες, λοιπόν, περιοχὲς τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας, σύμφωνα πάντοτε μὲ τὴ νομολογία, σήμερα θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ ὅσα νησιὰ τῶν Δωδεκανήσων χαρακτηρίστηκαν ὡς τέτοια, ἀκολούθως μὲ τὶς Κυκλάδες, τὴ Μυτιλήνη καὶ Χίο, καθώς καὶ μὲ τὴ νῆσο Θάσο.
Ἀρχίζοντας μὲ τὰ Δωδεκάνησα, σπεύδω νὰ ὑπογραμμίσω ὅτι, λίγες μόλις μέρες μετὰ τὴν ἐκδήλωση τῆς Ἑταιρείας στὴν Ἀθήνα, στὴ χορεία τῶν παλαιότερων ἀλλὰ καὶ πιο πρόσφατων δικαστικῶν ἀποφάσεων, προστέθηκε καὶ ἡ ἄρτι ἐκδοθεῖσα Ἀρείου Πάγου 458/2016, τὴν ὁποία εἶχε τὴν εὐγενῆ καλωσύνη νὰ μοῦ στείλει ὁ ἀγαπητός φίλος καὶ γνωστὸς Δικηγόρος Ρόδου κ. Θεόδωρος Παπαγεωργίου (ἁπλῆ συνεπωνυμία μὲ τὸν ὁμιλοῦντα), τὸν ὁποῖο καὶ εὐχαριστῶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ.
Ἡ πολὺ πρόσφατη αὐτὴ ἀπόφαση, ἀφορᾷ στὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ταξιάρχη Μιχαήλ Πανορμίτη, τῆς νήσου Σύμης τῶν Δωδεκανήσων, Μονὴ ἡ ὁποῖα ἐκπροσωπήθηκε δικαστικὰ σὲ ὅλους τοὺς βαθμοὺς ἀπὸ τὸν προρρηθέντα συνάδελφο κ. Θεόδωρο Παπαγεωργίου.
Ἀντίδικος ἦταν τὸ ἑλληνικὸ Δημόσιο καὶ ἀντικείμενο τῆς ἀντιπαράθεσης ἡ κυριότητα ἐπὶ τῆς συστάδας τῶν μικρῶν νησιῶν ‘Σεσκλιά’, νότια τῆς Σύμης.
Προηγήθηκαν ἐπὶ τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως οἱ ἀποφάσεις 301/2011 τοῦ Πολυμελοῦς Πρωτοδικείου Ρόδου καὶ 143/2014 τοῦ Ἐφετείου Δωδεκανήσου.
Στὴ μείζονα πρόταση τοῦ δικανικοῦ συλλογισμοῦ τῆς ΑΠ 458/2016, περιέχονται μεταξὺ ἄλλων:
(α) Διατάξεις τοῦ Ἰταλικοῦ Κτηματολογικοῦ Κανονισμοῦ Δωδεκανήσου 132/1929, ποὺ ἐφαρμόζεται μέχρι σήμερα στὰ Δωδεκάνησα, καὶ οἱ ὁποῖες παραπέμπουν στὸ προϊσχῦσαν ὀθωμανικὸ γαιοκτητικὸ σύστημα.
(β) Τὸ σχετικὸ μὲ τὸ Ἐθνικὸ Κτηματολόγιο ἰσχῦον σήμερα νομικὸ πλαίσιο καθὼς καὶ μνεία ὅτι οἱ ἐπίδικοι νῆσοι, μὲ τὴ γενική ονομασία «Σεσκλιά (εἰδικότερα: Σεσκλί, Κουλουνδρός, Τρουμπέττος, Ἀρτικονήσι) τῆς περιφέρειας τοῦ Κτηματολογικοῦ Γραφείου Σύμης, ἔχουν λάβει κατὰ τὴ διάρκεια τῆς κτηματογράφησης 13 συνολικὰ ΚΑΕΚ (ἤτοι: Κωδικοὺς Ἀριθμοὺς Ἐθνικοῦ Κτηματολογίου).
(γ) Ὅτι μὲ τὸ ἀγοραπωλητήριο συμβόλαιο τῆς 8ης Μαρτίου τοῦ ἔτους 1791 - ποὺ θεωρήθηκε μὲ τὴ Μεγάλη Σφραγίδα τῆς τότε Κοινότητας Σύμης – ἡ Δημογεροντία Σύμης μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν τότε Πρωτόγερο Μιχαήλ Μίγκλη, πώλησε στὴν ἐνάγουσα Ἱερὰ Μονὴ Πανορμίτη τὸ ἀνωτέρω σύμπλεγμα τῶν νήσων, ἀντὶ τιμήματος 2.600 γροσίων. Ἔκτοτε, ἡ ἐνάγουσα Μονὴ ἔχει στὴν νομὴ καὶ κατοχὴ της τὰ παραπάνω νησιά, ἐνῷ ἡ ἀνωτέρω ἀγοραπωλησία βεβαιώθηκε μὲ τὸ ἀπὸ 2 Ἀπριλίου 1791 ἔγγραφο τοῦ τότε Μητροπολίτου Ρόδου μὲ τὴν ὀνομασία ‘’Ἐπιτήμιον τοῦ Νησιοῦ Σεσκλιοῦ’’. Στὴ συνέχεια, μὲ τὴν ἀπὸ 24 Αὐγούστου 1869 πράξη δωρεᾶς ἐν ζωῇ, ὁ τότε Ἡγούμενος τῆς ἐνάγουσας Νίκανδρος Φιλάδελφος, ἐπιβεβαίωσε τὴν ἀπὸ 80 ἐτῶν περιελθοῦσα στὴν ἐνάγουσα ἰδιοκτησία τοῦ συμπλέγματος τῶν νησιῶν αὐτῶν...».
(δ) Συνεχίζοντας τα περί της μείζονος σκέψης της απόφασης του Αρείου Πάγου που εξετάζουμε, Δὲν ἀποδείχθηκε ἡ ἔνσταση τοῦ Δημοσίου γιὰ δική του κυριότητα στὰ ἐπίδικα νησιά, ὅτι δηλαδὴ περιῆλθαν σὲ αὐτὸ ὡς διάδοχο τοῦ Ἰταλικοῦ Δημοσίου καὶ ἀποτελοῦσαν ὡς ἐκ τούτου δημόσιες γαῖες «ἀρζί-μιρί». Τοῦτο δὲ καθόσον – σύμφωνα μὲ τὸν Ἄρειο Πάγο - ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ κατακτητῆ Σουλτάνου Σουλεϊμάν τοῦ Μεγαλοπρεποῦς (1522 μ.Χ.), δὲν ὑπῆρξαν στὰ νησιὰ τῆς περιφέρειας τοῦ Κτηματολογικοῦ Γραφείου Σύμης γαῖες ἐραζί-μιριγιέ, δηλαδή γαῖες δημόσιες. Γενικότερα τέτοιες γαῖες δὲν ὑπῆρξαν στὰ Δωδεκάνησα, ἐκτὸς τῆς Ρόδου καὶ τῆς Κῶ, ὅπου ὁ Τοῦρκος κατακτητής τὶς εἶχε κυριεύσει μὲ τὴ σπάθη καὶ τὸ δόρυ. Ἀντίθετα, στὰ ἄλλα νησιὰ τῆς Δωδεκανήσου, στὰ ὁποῖα περιλαμβάνονται καὶ τὰ μικρότερα νησιὰ τῆς περιφέρειας τοῦ Κτηματολογικοῦ Γραφείου Σύμης ποὺ δὲν εἶναι δορυάλωτα, ἤτοι δὲν εἶχαν κατακτηθεῖ μὲ τὰ ὅπλα, ὁ Σουλεϊμάν ὁ Μεγαλοπρεπής, ὄχι μόνον δὲν δήμευσε τὴ γῆ, ἀλλὰ παραχώρησε προνόμια καὶ δικαιώματα, μὲ ἀποτέλεσμα ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ κτήματα ποὺ κατεῖχαν καὶ ἐξουσίαζαν ἀπὸ τότε οἱ κάτοικοι τῶν νησιῶν αὐτῶν νὰ ἀνήκουν στοὺς ἰδιοκτῆτες τους, ἦταν δηλαδὴ ὅλα ἰδιόκτητες γαῖες («μούλκ»).
Αὐτὸ στὸ ὁποῖο πρέπει, νομίζω, νὰ σταθοῦμε ἰδιαίτερα, εἶναι ὅτι ἐδῶ τὸ ἱστορικὸ μέρος τῆς ὑπόθεσης δὲν ἔχει τὸν συνήθη, στὴν καθημερινὴ δικαστική πρακτική, χαρακτήρα τῶν ἐπικαλούμενων πραγματικῶν περιστατικῶν, τὰ ὁποία πρέπει νὰ ἀποδειχθοῦν μὲ μάρτυρες ἤ ἔγγραφα.
Ἐδῶ, θεμελιώδεις ἰσχυρισμοὶ περὶ ἱστορικῶν γεγονότων ἀφ’ ἑνός μὲν θεωροῦνται ὡς αὐταπόδεικτοι, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἀνάγονται, ὡς τέτοιοι, σὲ καίριο δομικὸ στοιχεῖο τῆς ὅλης διαγνωστικῆς ἀκολουθίας τοῦ δικανικοῦ συλλογισμοῦ.
Ἔτσι, τὰ ἱστορικὰ αὐτὰ δεδομένα καθίστανται, πλέον, μέρος τῆς μείζονος προτάσεως τοῦ ὅλου δικανικοῦ συλλογισμοῦ, ὁ ὁποῖος, σὲ συνδυασμό μὲ τὴν ἀκολουθοῦσα ἐλάσσονα πρόταση, θὰ τεκμηριώσει καὶ ὑποστασιοποιήσει ἀποδεικτικὰ τὴν δικαστική ἀπόφαση στὶς τελικές της κρίσεις.
Οὔτε βεβαίως ἡ δικαστικὴ ἀπόφαση ποὺ ἀναλύσαμε, καθώς καὶ ὅσες θὰ μνημονεύσουμε στὴ συνέχεια, ἀρκοῦνται σὲ μία ἁπλῆ μνεία τῶν γνωστῶν μεταβατικῶν διατάξεων τῶν ἄρθρων 51, 53 ἤ 55 ΕἰσΝΑΚ, ἀπὸ τὸ συνδυασμό τῶν ὁποίων, ὡς γνωστόν, προκύπτει ὅτι ὡς πρὸς τὸ σημερινὸ ἰδιοκτησιακό καθεστώς μεγάλου μέρους τῶν γαιῶν τῆς χώρας μας, θὰ ἐφαρμοσθεῖ τὸ νομικό status παλαιότερων γαιοκτητικῶν συστημάτων, ὅπως αὐτὰ ἴσχυσαν στὸν ἑλληνικό χῶρο, ὅπως ἦταν τὸ ὀθωμανικό, βυζαντινορρωμαϊκό, ἀκόμη καὶ τό ἑνετικό δίκαιο.
Πανομοιότυπο - κατά τὸ μᾶλλον ἤ ἦττον - δικαστικό σκεπτικό μὲ τὴν πιὸ πάνω ἀπόφαση τοῦ Ἀρείου Πάγου 458/2016, ἀνευρίσκεται καὶ σὲ πολυάριθμες ἄλλες δικαστικές ἀποφάσεις, ὡς πρὸς τὰ Δωδεκάνησα, τὶς Κυκλάδες, τὴ Μυτιλήνη καὶ Χίο καθὼς καὶ τὴ Θάσο.
Κατ’ἀρχάς, ἰδοὺ ἕνας κατάλογος ὡς πρὸς τὰ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ
Άρειος Πάγος 458/2016
Άρειος Πάγος 822/2013 Όλυμπος Κάρπαθος
ΕφΔωδ 188/2005 Κάρπαθος
ΕφΔωδ 270/2005 Κάρπαθος
ΕφΔωδ 13/2007 Κάρπαθος
ΕφΔωδ 183/2009 Κάρπαθος
ΕφΔωδ 84/2013 Κάλυμνος
ΕφΔωδ 99/2013 Μεγίστη (Καστελόριζο)
ΕφΔωδ 193/2013 Αστυπάλαια
ΕφΔωδ. 141/2014 Όλυμπος Κάρπαθος
ΕφΔωδ 143/2014 Σύμη
Σημειώνεται διευκρινιστικὰ ὅτι ἡ Δωδεκάνησος ἀποτελοῦσε ἐπαρχία τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας μέχρι τὸ 1309, ὁπότε καταλήφθηκε ἀπὸ τοὺς ἱππότες τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, τοῦς γνωστοὺς Ἰωαννίτες ἱππότες. Ἀπὸ τὸ 1522 μέχρι τὸ 1912, ἡ Δωδεκάνησος τελοῦσε ὑπὸ τὴν ὀθωμανικὴ κυριαρχία.
Ἀνάλογες νομολογιακές κρίσεις περὶ τῶν μὴ δορυάλωτων νησιῶν, συναντοῦμε καὶ στὶς Κυκλάδες, ἰδιαίτερα μὲ τὶς ἀποφάσεις:
ΑΠ 200/1934
ΑΠ 466/1957
ΑΠ 1810/2009 Μῆλος
ΑΠ 454/2011 Σαντορίνη
ΟλΑΠ 1/2013 Σαντορίνη
ΑΠ 1411/2014 Πάρος
ΑΠ 835/2014 Σύρος
Κατὰ τὶς ἴδιες ἀποφάσεις, ἀποτελεῖ γεγονὸς «πασίγνωστο» (μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πασίδηλου) ὅτι συλλήβδην οἱ Κυκλάδες ἦταν νῆσοι «μὴ δορυάλωτες», καὶ ἄρα οἱ γαῖες τους θεωροῦνταν ὡς ἐλεύθερης κυριότητας.
Ἐρχόμαστε στή Μυτιλήνη καὶ τὴ Χίο.
Κατ’ἀρχάς, σύμφωνα μὲ τὴν Ἐφετείου Αἰγαίου 18/1925,
«κατ’ ἐξαίρεσιν τῆς ἐν τῷ ὀθωμανικῷ δικαίῳ κρατούσης ἀρχῆς ὅτι ἅπασαι αἱ γαῖαι εἰσὶ δημόσιαι, αἱ γαῖαι τῶν διὰ συνθήκης παραδοθεισῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου Πελάγους, ὡς τῆς Χίου καὶ τῆς Μυτιλήνης, ἀφέθησαν ὡς κτήματα ἐλευθέρας καὶ πλήρους ἰδιοκτησίας».
Περαιτέρω, κατὰ τὴν πολὺ πιὸ πρόσφατη ἀπόφαση τοῦ Μονομελοῦς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης 219/1999, «στὴ νήσο Λέσβο (όπως και στη Χίο) οι γαίες υπάγονται στην κατηγορία των κατά πλήρη κυριότητα εξουσιαζόμενων κτημάτων (μούλκια), δηλαδή ήταν γαίες ιδιόκτητες φορολογούμενες. Η διαφοροποίηση αυτή από την υπόλοιπη Ελλάδα οφειλόταν στο γεγονός ότι η νήσος Λέσβος δεν θεωρήθηκε κατακτηθείσα ("δορυάλωτος") χώρα, αλλά υπαχθείσα υπό την οθωμανική κυριαρχία με σύμβαση ‘’σουλχέν’’, αφού οι κάτοικοί της δεν επιθυμούσαν την κυριαρχία των Γενουατών, υπό των οποίων την κατοχή βρισκόταν το νησί κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, και προτίμησαν να μετέχουν της τύχης των υπολοίπων Ελλήνων. Για το λόγο αυτόν απέστειλαν πρεσβεία στο Σουλτάνο ζητώντας να έλθει να καταλάβει το νησί και να εκδιώξει τους Γενουάτες (το νησί καταλήφθηκε το έτος 1462). Ως εκ τούτου αναγνωρίστηκαν στους κατοίκους της νήσου Λέσβου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία κάποια προνόμια και κυρίως το δικαίωμα της πλήρους ιδιοκτησίας των κατοίκων και των Κοινοτήτων επί των ακινήτων (Ελευθεριάδης, Θέμις ΛΓ, σελ. 559)».
Ὁλοκληρώνουμε μὲ τὴ Θάσο, ἡ ὁποία σύμφωνα μὲ τὶς ἀποφάσεις τοῦ Εἰρηνοδικείου Θάσου 36/2006 καὶ τοῦ Μονομελοῦς Πρωτοδικείου Καβάλας 1708/2006, επειδή δεν υπήρξε δορυάλωτη (Ν.Π. Ελευθεριάδη, ΕλλΔνη 1926.348) γι’ αυτό και η μεταβίβαση των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο δεν υπέκειτο σε διατυπώσεις και επιτρεπόταν η απόδειξη της με ιδιωτικά έγγραφα, καθόσον τα μούλκια εξομοιώνονταν με κινητά και δεν απαιτείτο μεταγραφή της πράξης μεταβίβασης στα κτηματολογικά βιβλία, που τηροῦνταν για όλες τις κατηγορίες γαιών.
Σὐμφωνα μὲ τοὺς ἱστορικοὺς τοῦ δικαίου, τὰ πορίσματα ἐρευνῶν τῶν ὁποίων προφανῶς ἐφαρμόζουν οἱ μνημονευθεῖσες πολυάριθμες δικαστικὲς ἀποφάσεις, ἡ καθιέρωση ἰδιαίτερης προνομιακῆς μεταχείρισης τῶν μὴ δορυάλωτων γαιῶν ἀνάγεται στὸ παλαιότερο ὀθωμανικὸ δίκαιο τοῦ 16ου αιῶνα, ποὺ ἴσχυε ἤδη πρὶν τὶς μεταρρυθμίσεις τοῦ Σουλτάνου Σουλεϊμὰν τοῦ Μεγαλοπρεποῦς (16ος αι.).
Ἐλευθεριάδης Νικόλαος, «Χαρακτηρισμὸς γαιῶν ἐν Ἑλλάδι ἐπὶ τουρκοκρατίας», Δικαιοσύνη 1929, σελ. 304
Πανταζόπουλος Νικόλαος, «Τὰ ‘προνόμια’ ὡς πολιτιστικὸς παράγων εἰς τὰ σχέσεις χριστιανῶν- μουσουλμάνων. Συμβολὴ εἰς τὸ ἐθιμικὸν κοινοδίκαιον τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Νοτιοανατολικῆς Εὐρώπης», Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρίς Σχολῆς Νομικῶν & Οἰκονομικῶν Ἐπιστημῶν Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τόμ. ΙΘ΄, Ἀντιχάρισμα στὸν Νικόλαο Ι. Πανταζόπουλο, τεῦχ. Γ΄, Θεσσαλονίκη 1986, 211.
Παπαστάθης Χαράλαμπος, «Παρατηρήσεις ὑπὸ τὴν Μονομελοῦς Πρωτοδικείου Καβάλας 1708/2006», Ἀρμενόπουλος 60 (2006) 1655
«Κατά το αρχαίο ισλαμικό δίκαιο, βάση και αφετηρία του δικαίου περί την κτήση ακινήτων υπήρξε η διά πολέμου κατάκτηση μιας περιοχής και η τυχόν στη συνέχεια παραχώρηση από την κρατική εξουσία του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Τόσο τα ακίνητα όσο και τα κινητά περιουσιακά στοιχεία των διά πολέμου («δορυαλώτως» στις μεσαιωνικές πηγές) κατακτωμένων λαών εκ μέρους των μουσουλμάνων εθεωρούντο λάφυρα πολέμου. Στην οθωμανική αυτοκρατορία, και από την έναρξη της βαθμιαίας εξαπλώσεώς της, μία εξαίρεση είχε αναγνωρισθεί στην ανωτέρω αρχή· τις γαίες, που ο οθωμανός κατακτητής εύρε να ανήκουν κατά πλήρες ιδιοκτησίας δικαίωμα στους αρχαίους μουσουλμανικούς λαούς στην αραβική χερσόνησο, ο κατακτητής συνέχισε να τις θεωρεί ιδιωτικές και τις άφησε στην πλήρη κυριότητα των ήδη κυρίων τους. Στη συνέχεια, το ίδιο δικαίωμα επεκτάθηκε και υπέρ των χριστιανών εκείνων, οι οποίοι περιήρχοντο στην οθωμανική κυριαρχία διά παραδόσεως, και όχι με πολεμική αντίσταση. Έτσι η οθωμανική αυτοκρατορία αναγνώρισε τα κτήματα των χριστιανών κατοίκων των νήσων του Αιγαίου ως ιδιωτικά πλήρους κυριότητος».
Μὲ τὸν τρόπο λοιπὸν αὐτὸ, μεγάλος ἀριθμὸς σύγχρονων δικαστικῶν ἀποφάσεων, καθίσταται «ζῶσα ἱστορία δικαίου», ἐπιτυγχάνοντας μία πολυσύνθετη διασταύρωση τοῦ ἑνετικοῦ, ἰταλικοῦ, βυζαντινορρωμαϊκοῦ καὶ ὀθωμανικοῦ δικαίου, μὲ θεμελιώδη κριτήρια τὸν χρόνο καὶ τον τρόπο ποὺ ἐνσωματώθηκαν οἱ ἐπὶ μέρους περιοχές στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια, βάσει νεώτερων διεθνῶν συνθηκῶν.
Ὡστόσο χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή ὅταν ὁ δικαστὴς προσφεύγει σὲ ἀπώτατες ἱστορικὲς περιόδους, προκειμένου νὰ θεμελιώσει δικανικὲς κρίσεις, ὅπως αὐτὲς ποὺ εἴδαμε. Καὶ τοῦτο διότι δὲν ἀποκλείεται ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια νὰ εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν ποὺ περιγράφει ἡ δικαστικὴ ἀπόφαση.
Γιὰ παράδειγμα, εἴδαμε ὅτι ἡ Μονομελοῦς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης 219/1999 δέχθηκε πὼς ἡ νῆσος Λέσβος καὶ ἡ Χίος ἦταν «μὴ δορυάλωτες».
Ἐν τούτοις, διαφορετικὴ ἀποδεικνύεται ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια, ὅπως μᾶς τὴν ἀποκαλύπτει τὸ προσφάτως ἐκδοθὲν βιβλίο τοῦ ὀθωμανολόγου κυρίου Κωνσταντίνου Καμπουρίδη, μὲ τίτλο: «Ἡ Λέσβος τὸν 16ο αἰῶνα. Οἰκονομία καὶ πληθυσμός. Τὸ ὀθωμανικὀ κατάστιχο ἀπογραφῆς τοῦ 1548», ποὺ ἐκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη λίγες μόλις μέρες πρίν.
Τὸ λαμπρὸ αὐτὸ ἱστορικὸ ἔργο στὴ σελίδα 19 ἀναλύει μὲ κάθε λεπτομέρεια τὶς πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις στὶς ὁποῖες προέβησαν οἱ ὀθωμανοὶ, προκειμένου νὰ κατακτήσουν τὴ Λέσβο.
Ἔτσι λοιπόν, ἡ συμπερίληψη ἱστορικῶν γεγονότων σὲ δικαστικὲς ἀποφάσεις, ἡ τελικὴ διαγνωστικὴ κρίση τῶν ὁποίων διαμορφώνει τὸ καθεστὼς τὴς ἐμπράγματης ἰδιοκτησίας σὲ ὁλόκληρες περιοχὲς ἤ νησιὰ, ἰδίως ἐν ὄψει τοῦ Ἐθνικοῦ Κτηματολογίου, πρέπει νὰ γίνεται μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ πάντοτε βάσει τῶν πλέον πρόσφατων πορισμάτων τῆς ἱστορίας τοῦ δικαίου, καὶ ὄχι βεβαίως μὲ ἀβασάνιστη ἀναπαραγωγὴ τοῦ ἱστορικοῦ μέρους παλαιότερων δικαστικῶν ἀποφάσεων, ἀφοῦ οἱ οἰκονομικὲς συνέπειες μπορεῖ νὰ εἶναι βαρύτατες.
Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ!