Κυρίες και κύριοι,
επιτρέψτε μου κατ’ αρχάς να ευχαριστήσω θερμά και από το βήμα αυτό τους υπεύθυνους της Εταιρείας ΔυτικοΜακεδονικών Μελετών (ΕΔΥΜΜΕ) για την πρόσκληση συμμετοχής μου στην παρούσα Ημερίδα. Είναι ιδιαίτερη τιμή, και συνάμα χαρά, για μένα να βρίσκομαι σήμερα μαζί με εξαίρετους συναδέλφους, έχοντας την ευκαιρία να γνωριστούμε από κοντά και να μοιραστούμε τις σκέψεις μας και τα πορίσματα των ερευνών μας.
Πριν εισέλθω στην ουσία της εισήγησης, κρίνω ως απαραίτητη μία προκαταρκτική εννοιολογική διευκρίνιση:
Με τον όρο «Εκκλησιαστικές Βιβλιοθήκες» εννοούμε εδώ, κατά κύριο λόγο, όσες τέτοιες διοργανώθηκαν και λειτουργούν υπό την ευθύνη
- είτε εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, κυρίως ιστορικών και παλαίφατων μονών,
- είτε με πρωτοβουλία κληρικών ή λαϊκών, μέσα από το θεσμικό τους ρόλο στο χώρο δράσης της Εκκλησίας.
Ας αρχίσουμε λοιπόν πολύ παραστατικά, με αναφορά στο αριστούργημα του μεγάλου Ιταλού λογοτέχνη, δοκιμιογράφου και καθηγητή της Σημειολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια Ουμπέρτο Έκο, το πασίγνωστο «Το Όνομα του Ρόδου», ένα μυθιστόρημα που άγγιξε τα 9.000.000 πωλήσεις αντιτύπων παγκοσμίως.
Το πολυβραβευμένο και πολυμεταφρασμένο αυτό έργο μυστηρίου και μεσαιωνικής φιλοσοφίας – στο οποίο, όσοι αγαπούμε τα κλασσικά γράμματα, εντρυφήσαμε περισσότερες από μία και δύο φορές, για τον πλούτο και την εμβρίθεια των αναφορών του στην αρχαία ελληνική αλλά και τη μεσαιωνική λατινική γραμματεία – μεταφέρθηκε, όπως γνωρίζουμε, και στον κινηματογράφο το έτος 1986, με μεγάλη επιτυχία, έχοντας ως πρωταγωνιστή τον θαυμάσιο Σον Κόνερι να ενσαρκώνει τον ιδιοφυή κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος.
Πολύ σύντομα, ας θυμηθούμε τον κεντρικό μύθο και τους βασικότερους συμβολισμούς που διατρέχουν το Όνομα του Ρόδου, καθώς έχουν άμεση σχέση με το θέμα μας.
Μία σειρά ανεξήγητων φόνων μοναχών, συνδέονται με την ανακάλυψη κάποιου μυστηριώδους χειρογράφου, που φυλάσσεται στην εξαιρετικά οχυρωμένη, δυσπρόσιτη και λαβυρινθώδη βιβλιοθήκη ενός μοναστηριού Βενεδικτίνων, κάπου στη Βόρειο Ιταλία.
Επρόκειτο λοιπόν για το υποτιθέμενο σαν ανύπαρκτο ή χαμένο δεύτερο μέρος του έργου «Ποιητική» του μέγιστου των ελλήνων φιλοσόφων Αριστοτέλη, που αφορούσε ειδικά την κωμωδία, ενώ, όπως γνωρίζουμε, το πρώτο μέρος της «Ποιητικής» βεβαίως σώζεται και έχει ως αντικείμενο την τραγωδία.
Η υπόθεση στην οποία στηρίζει τη μυθοπλασία του ο Έκο, έχει λογική βάση, αφού στο διασωζόμενο χειρόγραφο για την τραγωδία, περιέχεται σαφώς η νύξη ότι υπάρχει και μια δεύτερη μελέτη του Αριστοτέλη, αυτή ειδικά για την κωμωδία, γεγονός που προκάλεσε πλήθος εικασιών ανά τους αιώνες.
Σύμφωνα με το μυθιστόρημα, η μονή των Βενεδικτίνων κατείχε το μοναδικό σωζόμενο χειρόγραφο του έργου του Αριστοτέλη για την κωμωδία, όχι μόνον αποκρύπτοντας την ύπαρξή του αλλά και δολοφονώντας όσους επιχειρούσαν να το διαβάσουν, με δηλητήριο από το οποίο είχαν διαποτιστεί οι σελίδες του χειρογράφου.
Το έργο «Κωμωδία» του Αριστοτέλη έπρεπε να περιπέσει στη λήθη και να μη δει ποτέ το φως της δημοσιότητας, ακριβώς διότι ήταν ακραία επαναστατικό και ανατρεπτικό κάθε μορφής αυταρχικής εξουσίας. Το γέλιο και η σάτιρα συνιστούν από τη φύση τους στοιχεία κατεξοχήν αντιεξουσιαστικά, αφού αμφισβητούν, αποδομούν και τελικά γελοιοποιούν κάθε μορφή υποδούλωσης της ανθρώπινης ελευθερίας και του ανθρώπινου προσώπου. Η διακωμώδηση ενέχει την καταλυτική δύναμη να απογυμνώνει από την όποια σοβαροφάνεια, να απομυθοποιεί και να αποδομεί την οργανωμένη εξουσία – εν προκειμένω τη μεσαιωνική εξουσία της Καθολικής Εκκλησίας, που με αποτρόπαιο όργανο την Ιερά Εξέταση, καταδυνάστευσε επί αιώνες την πνευματική ελευθερία του δυτικού μεσαιωνικού ανθρώπου.
Μετά την εισαγωγική αυτή αναφορά, νομίζω ότι μπορούμε να συνοψίσουμε στα εξής κύρια σημεία:
(α) Η διαχρονική ύπαρξη και λειτουργία των εκκλησιαστικών βιβλιοθηκών, συνδεδεμένη αντίστοιχα με τη μακραίωνη δράση των εκκλησιαστικών οργανισμών που τις συντηρούν, λειτουργούν και εξοπλίζουν (όπως συνηθέστερα είναι οι Ι. Μητροπόλεις, οι Ι. Ναοί και οι Ι. Μονές), ως θεμελιώδη στόχο έχει τη συγκέντρωση, διαφύλαξη, συντήρηση και ανάδειξη του έντυπου ή όποιου άλλου μορφωτικού και εκπαιδευτικού υλικού.
(β) Εδώ, ωστόσο, δεν πρόκειται βεβαίως για τη διαφύλαξη ενός αξιολογικά ουδέτερου και μορφωτικά ή γνωσιολογικά αδιάφορου υλικού, ανεξάρτητου από το πάγιο αίτημα για τη διαρκή πνευματική αναβάθμιση του ανθρώπου, όπως το σχετικό αίτημα τέθηκε, πλην άλλων, και από τον ουμανιστικό αναγεννησιακό πολιτισμό. Τα χειρόγραφα, τα βιβλία και τα συγγράμματα είναι πνευματικά και διανοητικά δημιουργήματα, που διαυγάζουν ερμηνευτικά και φιλοσοφικά το ιστορικό και οντολογικό νόημα της ύπαρξης και των στόχων του ανθρώπινου βίου και των κοσμοθεωρητικών του ενατενίσεων. Τα έντυπα δημιουργήματα του ανθρώπινου πνεύματος φωτίζουν το νόημα της ιστορικής μας ύπαρξης, δικαιώνοντας ή όχι τους αγώνες του ανθρώπινου γένους για την πρόοδό του.
Ακριβώς όμως για τους λόγους αυτούς, (γ), η ευθύνη που συνεπάγεται η διαχείριση ενός τόσο σημαντικού πνευματικού θησαυρού, επιτρέπει να τεθούν διερωτήσεις μείζονος σημασίας, που ανακύπτουν από τη νοοτροπία και πολιτική διαχείρισης του αποθησαυρισμένου στις αιωνόβιες αυτές βιβλιοθήκες υλικού. Με άλλη διατύπωση, ο τρόπος διαχείρισης και αξιοποίησης του πολύτιμου αυτού υλικού - αν δηλαδή είναι εξωστρεφής ή εσωστρεφής, αν σκοπεύει στην απόκρυψη γεγονότων ή αληθειών, που όμως θάπρεπε να αποτελέσουν κοινό κτήμα όλης της ανθρωπότητας, έστω και αν μία τέτοια στάση οδηγούσε σε αμφισβήτηση και αποσταθεροποίηση κατεστημένων εξουσιών, εκκλησιαστικού, πολιτικού ή όποιου άλλου κοσμικού χαρακτήρα - απαντάει με ευθύτητα και χωρίς περιστροφές στο διαχρονικά πάγιο αίτημα σεβασμού της πνευματικής ελευθερίας του ανθρώπου.
Άλλωστε, η Αγία Γραφή το λέει πολύ καθαρά και ξάστερα:
"Γνώσεσθε την Αλήθειαν και η Αλήθεια ελευθερώσει υμάς"
Έτσι λοιπόν, επί πολλούς αιώνες οι εκκλησιαστικές βιβλιοθήκες λειτούργησαν ως «κιβωτοί γνώσεων», διαφυλάσσοντας μεταξύ άλλων και αρχαία χειρόγραφα, συντείνοντας καθοριστικά στην ανασύνθεση της ιστορικής μνήμης και συμβάλλοντας τα μέγιστα στη γνώση των παλαιότερων επιτευγμάτων του ανθρώπινου πολιτισμού.
Όπως γνωρίζουμε, χιλιάδες χειρόγραφα της αρχαίας κλασικής και της μεσαιωνικής γραμματείας διασώθηκαν από καταστροφή ακριβώς διότι αντιγράφηκαν σε περισσότερα αντίτυπα από μοναχούς μέσα στο ημίφως των μοναστηριακών εργαστηρίων, στα περίφημα καλλιγραφεία ή scriptoria. Ας σημειωθεί, ότι τα χειρόγραφα αυτά, πέρα από το περιεχόμενο τους, συχνά ήταν διακοσμημένα με καλλιγραφίες που τα καθιστούσαν αληθινά μνημεία τέχνης. Από τις χιλιάδες εκκλησιαστικές βιβλιοθήκες της χριστιανοσύνης σε όλη την οικουμένη, ας μνημονεύσουμε εδώ ορισμένες από τις παλαιότερες, οι οποίες, λόγω των ανυπολόγιστης αξίας έντυπων θησαυρών τους, προκαλούν τον αδιάπτωτο θαυμασμό μας.
Ας ξεκινήσουμε από τη Βιβλιοθήκη της Μονής Σινά.
Η Βιβλιοθήκη της Μονής Αγίας Αικατερίνης του Όρους Σινά, που ιδρύθηκε περί τον 6ο μ.Χ. αι., αποτελεί την αρχαιότερη σήμερα εν λειτουργία εκκλησιαστική βιβλιοθήκη. Μετά από βίο 17 περίπου αιώνων, διασώζει ανεκτίμητης αξίας χειρόγραφα, μεμβράνες, παπύρους, κώδικες και παλαίτυπα βιβλία. Τα παλαιότερα από τα χειρόγραφα αυτά χρονολογούνται ήδη από τον 4ο αιώνα, ενώ το 1975 εντοπίσθηκε νέος μεγάλος αριθμός χειρογράφων. Από τους κώδικες 836 είναι ελληνικοί ενώ οι υπόλοιποι αραβικοί, συριακοί, σλαβονικοί ή λατινικοί.
Εκτός από βυζαντινά ασκητικά και νομοκανονικά συγγράμματα, στο Σινά διαφυλάσσεται και μία σειρά έργων αρχαίων ελλήνων κλασικών συγγραφέων.
Διασώζεται ακόμη μεγάλο μέρος του περίφημου Σιναϊτικού Κώδικα, που χειρόγραφο της Βίβλου του 4ου αι., τμήματα ωστόσο του οποίου υπεξαίρεσε το 1865 ο Γερμανός μελετητής φον Τίσεντορφ, χωρίς να τα επιστρέψει ποτέ. Κατ’ αποτέλεσμα της κλοπής αυτής, σήμερα φύλλα του Σιναϊτικού Κώδικα κατέχουν και η Βρετανική Βιβλιοθήκη, η Βιβλιοθήκη της Λειψίας καθώς και η Εθνική Πινακοθήκη της Ρωσίας.
Στη Βιβλιοθήκη του Σινά θησαυρίζεται περαιτέρω χειρόγραφο τμήμα της Οδύσσειας του 9ου αιώνα, μέρος του οποίου αποτελεί την αρχαιότερη σωζόμενη γραφή του Ομηρικού έπους στις ημέρες μας.
Να σημειωθεί ότι, ως προς τον τύπο της γραφής, στα χειρόγραφα του Σινά διασώθηκαν τα αρχαιότερα δείγματα της μικρογράμματης ελληνικής γραφής, καλύπτοντας σοβαρά κενά στη γνώση μας ως προς τη συνέχεια της γλώσσας μας.
Η μελέτη της Βιβλιοθήκης του Σινά έχει ακόμη πολλά να συνεισφέρει για αρκετές γενεές, όσο τα χειρόγραφά της μελετώνται και δημοσιεύονται. Για το λόγο αυτό, ανακηρύχθηκε «Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO», έχοντας εδώ και χρόνια αρχίσει η συστηματική συντήρηση και ψηφιοποίηση των 4.000 περίπου χειρογράφων της Μονής. Το ίδιο Πρόγραμμα προβλέπει και την κατασκευή 2.000 ανοξείδωτων θηκών, ειδικά μελετημένων για την ασφαλή φύλαξη των χειρογράφων. Τη χρηματοδότηση του όλου έργου, που έχει προϋπολογιστεί στα 4 εκατ. δολάρια, εξασφάλισαν διεθνή ιδρύματα με έδρα στο Λονδίνο, τη Γενεύη και τη Νέα Υόρκη.
Οι σελίδες που ενδιαφέρουν τους μελετητές φωτογραφίζονται και τους αποστέλλονται άμεσα με ελάχιστο αντίτιμο, όσο το κόστος της φωτογράφησης. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο ρέκτης Αρχιεπίσκοπος του Σινά κ. Δαμιανός, το αδιερεύνητο υλικό είναι ακόμη τεράστιο, παρέχοντας τη δυνατότητα να δουλεύουν πολλοί επιστήμονες πάνω στις πολυάριθμες μεμβράνες, το φυλασσόμενο χαρτώο υλικό καθώς και τα παλίμψηστα χειρόγραφα της Μονής. Δεδομένου μάλιστα ότι ορισμένα από τα παλίμψηστα χρησιμοποιήθηκαν ως γραφική ύλη ήδη από τον 3ο αι. μ.Χ., έχοντας πάνω τους ακόμη και τρεις γραφές, δεν αποκλείεται να κρύβουν σημαντικές ανατροπές στις μέχρι σήμερα γνώσεις μας.
Η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου Πάτμου ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα, αποτελώντας μία από τις ελάχιστες ελληνικές μονές με αδιάκοπη ακμάζουσα δραστηριότητα από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα. Κατά την πορεία αυτή των 900 χρόνων πολιτιστικής προσφοράς, η Βιβλιοθήκη της εμπλουτίζεται διαρκώς, έχοντας αποθησαυρίσει έναν μεγάλο αριθμό από χειρόγραφους κώδικες, έγγραφα αλλά και έντυπα βιβλία, με αρχικό πυρήνα της συλλογής τα βιβλία του ιδρυτή της όσιου Χριστόδουλου. Ο ανυπολόγιστος αυτός πλούτος κατέστησε την Μονή του Θεολόγου, από τους βυζαντινούς χρόνους έως και τις μέρες μας, φάρο πνευματικής ακτινοβολίας, ελκύοντας το ενδιαφέρον σπουδαίων ερευνητών από όλο τον κόσμο.
Η Βιβλιοθήκη αποτελείται από μία κεντρική αίθουσα με περιφερειακά δωμάτια, τυπικό δείγμα μοναστηριακής αρχιτεκτονικής εσωτερικών χώρων με ειδικά βιβλιοστάσια.
Σήμερα, το σημαντικότερο τμήμα της Βιβλιοθήκης συνίσταται από:
- 1.200 χειρόγραφους κώδικες, που είναι περγαμηνοί, χαρτώοι και ειλητάρια, και καλύπτουν από την κλασική έως τη μεταβυζαντινή περίοδο. Πολλοί από τους κώδικες είναι εικονογραφημένοι, με μοναδικά καλλιτεχνικό τρόπο.
- Πάνω από 13.000 έγγραφα της ίδιας περιόδου, αναφορικά με τις σχέσεις της Μονής με βυζαντινούς αυτοκράτορες, ενετούς ή οθωμανούς αξιωματούχους καθώς και το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Μεγάλος αριθμός εγγράφων αναφέρεται στις οικονομικές ή άλλου είδους σχέσεις που είχε αναπτύξει η Μονή στις γειτονικές της περιοχές αλλά και στον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να κάνουμε στα ιδρυτικά της μονής αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα, καθώς και όσα άλλα έγγραφα αφορούν στην ίδρυση, στα μετόχια, τις κτήσεις και στα ποικίλα φορολογικά ή αυτοδιοικητικά προνόμια της Μονής της Πάτμου.
Ο κύριος όγκος των εγγράφων αυτών είναι ελληνικά, μεγάλος ωστόσο αριθμός είναι λατινικά, ρουμανικά και τουρκικά.
- Περισσότερα από 4.000 παλαίτυπα έντυπα βιβλία καθώς και περισσότερα από 15.000 σύγχρονα έντυπα βιβλία και περιοδικές εκδόσεις.
Σήμερα η μονή για την εξυπηρέτηση των ερευνητών έχει οργανώσει με εξαιρετικά μεθοδικό τρόπο τη βιβλιοθήκη και το αρχείο της, διαθέτοντας οργανωμένο αναγνωστήριο και ειδικό τεχνικό εξοπλισμό για την εξυπηρέτηση διεθνών επιστημονικών ιδρυμάτων και ειδικών επιστημόνων, αλλά και προβαίνοντας η ίδια η Μονή σε αριστοτεχνικές εκδόσεις.
Η χερσόνησος του Άθωνα άρχισε να αναδεικνύεται σε περιφανές μοναστικό κέντρο της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τον 9ο αιώνα και μετά, όταν, με επίσημα έγγραφα των αυτοκρατόρων ιδίως της Μακεδονικής Δυναστείας, χορηγήθηκαν στους Αγιορείτες Μοναχούς σειρά προνομίων φορολογικού και αυτοδιοικητικού χαρακτήρα.
Ο λόγιος και βιβλιόφιλος μοναχός Αθανάσιος, ιδρυτής όχι μόνον της περιώνυμης Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους αλλά και του αγιορείτικου κοινοβιακού μοναχισμού, ήταν ο ίδιος διακεκριμένος καλλιγράφος χειρογράφων καθώς και ταχυγράφος. Το πάθος του Αθανασίου για τα βιβλία τον ώθησε να ιδρύσει στη νεοσύστατη Λαύρα ένα άρτια οργανωμένο εργαστήριο αντιγραφής χειρογράφων (scriptorium) καθώς και αξιόλογη βιβλιοθήκη.
Το παράδειγμά του μιμήθηκαν και οι υπόλοιπες αγιορείτικες Μονές, που φρόντισαν για τη συγκέντρωση, διαφύλαξη, συντήρηση αλλά και καλλιτεχνική αντιγραφή βιβλίων όχι μόνον με θεολογικό ή λειτουργικό περιεχόμενο, αλλά συχνά και φιλοσοφικό, νομικό, αστρονομικό, γεωγραφικό ή ιατρικό.
Περιώνυμοι αγιορείτες καλλιγράφοι ή αντιγραφείς χειρογράφων ήταν οι Ιωάννης Κουκουζέλης, Ευθύμιος ο Ίβηρας, Νείλος ο Μυροβλήτης καθώς και πολλοί άλλοι.
Σημειώνεται ότι από τα πλέον προβεβλημένα «διακονήματα», δηλαδή υπηρεσίες προς την Αδελφότητα της Μονής, για τους μοναχούς μίας αγιορειτικής μονής, ήταν αυτό του βιβλιοθηκάριου ή βιβλιοφύλακα, αντίληψη που επιβιώνει μέχρι σήμερα.
Κατά το παρελθόν, πριν τα χειρόγραφα αποθησαυριστούν στη Βιβλιοθήκη της Μονής, ο βιβλιοθηκάριος σημείωνε συνήθως πάνω τους, για λόγους προληπτικής προστασίας, απειλές με κατάρες για όποιον θα αποτολμούσε να τα αφαιρέσει παράνομα.
Τα χειρόγραφα των βιβλιοθηκών των αγιορειτικών μονών υπολογίζονται σήμερα σε περίπου 20.000. Με μορφολογικά κριτήρια, διακρίνονται σε ειλητάρια, κοντάκια (διότι τυλίγονται γύρω από κοντό ξύλο) και σε κώδικες διαφόρων σχημάτων.
Από τον 2ο και 3ο αιώνα μ.Χ., οι κώδικες - δηλ. τα βιβλία με δεμένες σελίδες - άρχισαν να αντικαθιστούν τον παραδοσιακό κύλινδρο και πάπυρο. Οι περισσότεροι κώδικες έχουν καλλιτεχνικές βιβλιοδεσίες και διακοσμημένα καλύμματα με βαρύτιμα επιθήματα ή και ημιπολύτιμους λίθους. Με κριτήριο το υλικό κατασκευής των κωδίκων, διακρίνονται σε περγαμηνούς (δηλ. από δέρμα ζώου), χαρτώους και βομβύκινους (δηλ. φτιαγμένους από βαμβάκι).
Με αντιγραφή χειρογράφων στα αγιορειτικά scriptoria κατέστη δυνατή η διάσωση έργων των Ομήρου, Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Πινδάρου, Θεόκριτου, Ευκλείδη, Θουκυδίδη, Ευριπίδη, Σοφοκλή και άλλων αρχαίων κλασικών. Τα έργα αυτά πέρασαν αργότερα στα χέρια των λογίων της Δύσεως, συνδράμοντας καίρια στην ανάδειξη του μέγιστου πολιτιστικού φαινομένου της Αναγέννησης.
Ενδεικτικά αναφέρουμε χειρόγραφα έργα των γεωγράφων Πτολεμαίου και Στράβωνα, που βρίσκονται στη Μονή Βατοπαιδίου, καθώς και χειρόγραφο έργο του αρχαίου ιατρού Γαληνού. Ακόμη, στη Μονή Μεγίστης Λαύρας σώζονται δύο χειρόγραφα του Θουκυδίδη και το έργο «Βίοι Παράλληλοι» του Πλουτάρχου.
Υπογραμμίζεται ότι το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών της Ι. Μονής Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη, έχει αναλάβει τη κατάρτιση λεπτομερούς καταλόγου με δημιουργία μικροφίλμς για όλα τα χειρόγραφα του Αγίου Όρους. Έτσι, το περιεχόμενο των χειρογράφων όχι μόνον θα διασωθεί, αλλά θα είναι και προσιτότερο σε μελέτη από τους ειδικούς, που δεν θα χρειάζονται πλέον να επισκεφτούν τις βιβλιοθήκες του Άθω για να εργαστούν.
Οι βιβλιοθήκες του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης περιέχουν έναν σημαντικότατο θησαυρό εντύπων, κυρίως αναφορικά με την ιστορία της Ανατολικής Εκκλησίας. Ειδικότερα, η Πατριαρχική Βιβλιοθήκη αριθμεί σήμερα περισσότερους από 50.000 τόμους, ενώ η επίσης πλουσιότατη βιβλιοθήκη της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, περιέχει πλήθος χειρογράφων και σπάνιων βιβλίων από τον 16ο αιώνα και μετά, που φτάνουν τους 90.000 τόμους.
Ήδη, πρόγραμμα ψηφιοποίησης των ιστορικών αρχείων των δύο αυτών πατριαρχικών βιβλιοθηκών έχουν αναλάβει σημαντικοί χορηγοί, ενώ ομάδα ειδικών συμβούλων, αναλυτών και μηχανικών μεγάλου τηλεπικοινωνιακού οργανισμού άρχισε να δημιουργεί πληροφοριακή υποδομή για την ψηφιοποίηση, την τεκμηρίωση και την ανάδειξη των έντυπων πολιτιστικών τεκμηρίων.
Αλλά μοναδικά χειρόγραφα, σπάνια βιβλία και έργα των μεγάλων πνευμάτων της Αναγέννησης φυλάσσονται και στις επιβλητικές αίθουσες καθώς και στα άδυτα της περίφημης Αποστολικής Βιβλιοθήκης του Βατικανού.
Κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, έργα πάνω στις Φυσικές Επιστήμες, την Φιλοσοφία και την Ιστορία, που μεταφέρθηκαν στη Ρώμη από τη Δύση και την Ανατολή, στοιχειοθετούν τον μοναδικό πλούτο της Βατικανής Βιβλιοθήκης. Ανάμεσα στους θησαυρούς της περιλαμβάνονται μερικά από τα σχέδια που φιλοτέχνησε ο Σάντρο Μποτιτσέλι για την εικονογράφηση της Θείας Κωμωδίας του Δάντη καθώς και τα σονέτα του Μιχαήλ Αγγέλου.
Από το 1890 που η βιβλιοθήκη άνοιξε τις πόρτες της για την επιστημονική κοινότητα, καθημερινά τις περνούν περίπου 180 ερευνητές οι οποίοι ταξιδεύουν από ολόκληρο τον κόσμο για να μελετήσουν τα σπάνια βιβλία και χειρόγραφά της.
Είναι γνωστό ότι, από το μεσαίωνα μέχρι και σήμερα, χιλιάδες ιστορίες έχουν κυκλοφορήσει και εκατοντάδες βιβλία έχουν γραφτεί για τα λεγόμενα «Μυστικά Αρχεία» του Βατικανού. Πολλοί ήταν οι ερευνητές και οι ιστορικοί που πίστευαν ότι τα αρχεία αυτά «κρύβουν» σημαντικές πληροφορίες ικανές να κλονίσουν τα θεμέλια της Χριστιανικής Εκκλησίας. Ακόμη και σήμερα, οι «θρύλοι» αυτοί αποτελούν την έμπνευση για πολλούς συγγραφείς, όπως είδαμε στην αρχή, αναφερόμενοι στο μυθιστόρημα Το Όνομα του Ρόδου.
Ο Διευθυντής της Βιβλιοθήκης του Βατικανού υπογραμμίζει τη συμβολή της σύγχρονης τεχνολογίας, επισημαίνοντας ότι έχουν εγγραφεί σε cd-rom πάνω από 60.000 τόμοι της Βιβλιοθήκης, κάτι που επιτρέπει στον μελετητή, όπου και αν βρίσκεται, να διαβάσει ένα χειρόγραφο και να δουλέψει στο σπίτι. Και ο ίδιος προσθέτει: «Δεν μάχεται λοιπόν η σύγχρονη τεχνολογία την παράδοση, αφού χρησιμοποιούμε ό,τι σύγχρονο μπορεί να μας βοηθήσει για να προστατεύσουμε το παρελθόν».
Μιλώντας λοιπόν για τις τεράστιες δυνατότητες που παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία, ας μού επιτραπεί εδώ να κλείσω διατυπώνοντας μία, όχι και τόσο ρηξικέλευθη πρόταση: ο πολύ μεγάλος αριθμός εκκλησιαστικών βιβλιοθηκών, που υπάρχει και λειτουργεί σήμερα στις τοπικές μητροπόλεις και μονές της Ορθόδοξης Εκκλησίας της ελληνικής επικράτειας, να ενωθούν σε ένα ενιαίο ηλεκτρονικό δίκτυο εκκλησιαστικών βιβλιοθηκών. Τούτο θα επέτρεπε κατ’ αρχάς μία συνολικότερη εποπτεία του υπάρχοντος βιβλιογραφικού πλούτου, με ενιαίους καταλόγους και έλεγχο της προσβασιμότητας σε αυτούς. Και αυτό διότι, μέσα σε ένα κόσμο συνεχώς νέων προκλήσεων και διαρκών ανταγωνισμών, η Εκκλησία, με την αρχαιότατη εμπειρία που κομίζει, γνωρίζει άριστα ότι η γνώση, και δη η μεθοδικά οργανωμένη, συνιστά μία ανυπέρβλητη δύναμη.