*Οι εκδόσεις «ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ» διοργάνωσαν την Τετάρτη 22 Ιουλίου στις 9 το βράδυ, τη διαδικτυακή παρουσίαση του Τόμου των Πρακτικών του Ζ´ Διεθνούς Συνεδρίου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος για την Επανάσταση του 1821. Στην παρουσίαση έλαβαν μέρος: • ο Πολιτικός Επιστήμων Κωνσταντίνος Χολέβας, • ο Πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα Δρ. Δημήτριος Καραμπερόπουλος και • η Δικηγόρος, υποψ. Διδάκτωρ Εκκλησιαστικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ελένη Παλιούρα. https://youtu1.be/NvLnBioMefQ
Εισαγωγή
Διαβάζοντας τον τόμο των πρακτικών του Ζ’ Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, συνειδητοποιεί κανείς το πόσο έχει επηρεάσει ο αγώνας για τη συγκρότηση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, τη σύγχρονη Ελλάδα και το νομικό της πολιτισμό. Στα ζητήματα σχέσεων κράτους με την Ορθόδοξη Εκκλησία για παράδειγμα, ερωτήματα όπως, γιατί στην Ελλάδα έχουμε επικρατούσα θρησκεία; Ή γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία συγκεκριμένα θεωρείται η επικρατούσα, έχουν έρεισμα ακριβώς σε αυτή την περίοδο που περαιτέρω διαμόρφωσε ορισμένες αξίες και συμβολισμούς στον πολιτικό και νομικό κόσμο και γενικότερα στην ελληνική κοινωνία. Οι φιλελεύθεροι θεσμοί του αγώνος της ελληνικής επανάστασης, είναι ένας τίτλος που φέρνει κατευθείαν στο μυαλό τις ελευθερίες, τα δικαιώματα που ο υπόδουλος λαός είχε στερηθεί κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας και που διαμορφώνονται καθώς συγκροτείται το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Το καθορίζουν και αυτοκαθορίζονται και οι ίδιοι οι Έλληνες μέσα από αυτή τη διαδικασία, ενώ παράλληλα αξιοποιούν το ήδη υπάρχον έδαφος για την ενσωμάτωση στα κείμενα της επαναστάσεως δημοκρατικών ιδεών. Διαβάζοντας τις πολύ αξιόλογες συμβολές που περιέχονται στον βιβλίο των πρακτικών θεωρείται σκόπιμη η αναφορά ορισμένων σημείων τους μέσα από προβληματικές που είναι διαχρονικές.
1. Ανθρώπινα Δικαιώματα
Αρχικά, ως προς τη μεγάλη και δύσκολη συζήτηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι τα επαναστατικά κείμενα διαπνέονταν από τις γενικές τους αρχές, όπως τις γνωρίζουμε σήμερα μετά από 200 χρόνια. Ειδικότερα, επί των συμβολών, ο τέως πρόεδρος της δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος αναφέρθηκε στον φιλελεύθερο χαρακτήρα του συντάγματος της Τροιζήνας του 1827, που υπήρξε το πρώτο οριστικό Σύνταγμα στη συνταγματική ιστορία της Ελλάδος. Το κείμενο αυτό διαπνεόταν από φιλελεύθερες ιδέες ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα και παρόλο που εφαρμόστηκε ελάχιστα, διατηρεί έως σήμερα τη σημασία του λόγω της επιρροής που άσκησε στα μεταγενέστερα Συντάγματα. Η ελευθερία και η ισότητα ήταν ανθρώπινα δικαιώματα που έτυχαν ιδιαίτερης προσοχής στα επαναστατικά συντάγματα, ενώ όπως αναφέρει η κυρία Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα ασφαλίζεται με πρωτοποριακό τρόπο το δικαίωμα στην πνευματική ιδιοκτησία αφού η Βουλή το αναγνωρίζει στους ευρέτες και στους συγγραφείς. Η κυρία Αικατερίνη Ρωξάνα ανέφερε ότι τα επαναστατικά συντάγματα υιοθέτησαν τη δημοκρατική αρχή και την αβασίλευτη μορφή πολιτεύματος, τον πολιτικό φιλελευθερισμό και τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και τη νομική υπεροχή του συντάγματος. Συγκεκριμένα, ο κύριος Σπύρος Βλαχόπουλος επισημαίνει ότι τα συντάγματα του αγώνα επιβεβαιώνουν την πίστη του ελληνικού λαού ότι δεν μπορεί να υπάρξει ελληνικό κράτος χωρίς σύνταγμα. Τη σύγχρονη συνταγματική συζήτηση πάνω στα ανθρώπινα δικαιώματα με αφορμή τα επαναστατικά συντάγματα φέρνει στο προσκήνιο ο κύριος Στυλιανός Κουτνατζής με το χαρακτηριστικό παράδειγμα της αρχής της αξιοκρατίας που βρίσκουμε στα κείμενα του αγώνα που σήμερα αποδίδεται ως αρχή της ισότητας και αρχή της ίσης πρόσβασης των Ελλήνων πολιτών στις δημόσιες λειτουργίες, οι οποίοι Έλληνες πολίτες αναπτύσσουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους. Για το δίκαιο της ανάγκης στις συντακτικές πράξεις του αγώνα μιλάει ο κύριος Χρήστος Δετσαρίδης, αναλύοντας ένα ζήτημα που δεν είναι ευρέως γνωστό. Εκτενείς επισημάνσεις για τα δικαιώματα του ανθρώπου κατά τα συντάγματα του αγώνα έκανε ο κύριος Δημήτριος Πυργάκης, υποστηρίζοντας ότι ο φιλελεύθερος χαρακτήρας των επαναστατικών συνταγμάτων είναι απόρροια κυρίως της κατοχύρωσης εκ μέρους αυτών βασικών ατομικών δικαιωμάτων που είναι σχεδόν πλήρης στο σύνταγμα της Τροιζήνας. Τα δικαιώματα αυτά μπορούσαν να διασφαλισθούν μόνο με ανεξάρτητη δικαστική εξουσία, πλην, όμως, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Ο κύριος Γεώργιος Δίελλας γράφει ότι βασικός στόχος της επανάστασης ήταν η ελευθερία, η οποία δεν ήταν όμως δυνατόν να ισοδυναμεί μόνο με την απόσχιση από την οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά και με την ταυτόχρονη επιδίωξη της διοικητικής συγκρότησης του ελεύθερου κράτους. Περαιτέρω, ο κύριος Εμμανουήλ Πλούσος αναλύει το ζήτημα της γλώσσας των συνταγμάτων του αγώνα, ενώ ο κύριος Κωστής Κοκκινόφτας γράφει για τη θεσμοθέτηση κοινοβουλευτικού συστήματος στην Κύπρο στον απόηχο της ελληνικής επανάστασης. Τέλος, ο κύριος Δημήτριος Καραμπερόπουλος αναφέρεται στο συνταγματικό κείμενο του Ρήγα, από το οποίο θα σημειώσω εν προκειμένω ενδεικτικά μόνο την ελευθερία έκφρασης των ιδεών, του Τύπου, των ειρηνικών συγκεντρώσεων και των θρησκευτικών πεποιθήσεων, καθώς ο ίδιος πρόκειται να αναλύσει εκτενώς το εν λόγω κείμενο στο πλαίσιο της παρούσας παρουσίασης.
2. Προμετωπίδα του Συντάγματος
«Και λέω ότι το σωστό θα ήταν να καταργηθεί τελείως η προμετωπίδα του Συντάγματος. Δεν χρειάζεται, δεν προσφέρει τίποτα.». Τα λόγια αυτά του Στέφανου Μάνου είναι καταγεγραμμένα στα πρακτικά της επιτροπής αναθεώρησης του συντάγματος το 2006. Πράγματι, το ζήτημα της θρησκευτικής επίκλησης που διατηρείται στο ισχύον σύνταγμα έχει αποτελέσει αφορμή για μεγάλες συζητήσεις και δεν έλειψε από τις συμβολές του βιβλίου των πρακτικών.
Ο Μακαριώτατος ήδη κατά την έναρξη του συνεδρίου αναφέρθηκε στο ζήτημα αυτό λέγοντας ότι η επίκληση στην Αγία Τριάδα στην προμετωπίδα των συνταγματικών κειμένων του ελληνικού κράτους δεν έχει διατηρηθεί έως σήμερα ως απολίθωμα, αλλά ως ένα ζωντανό στοιχείο πατριωτισμού, αφού διακηρύσσει ότι η πολιτική μας ελευθερία ανάγεται στον λαϊκό ξεσηκωμό των χριστιανών επαναστατών του 1821. Έπειτα, η κυρία Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα ανέφερε ότι η συμβολική επιταγή που διατυπώθηκε στην Α’ Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο το 1822 είναι ένα ιστορικό σύμβολο και δεν ισοδυναμεί με την υποταγή της Πολιτείας στην Εκκλησία. Η προμετωπίδα είναι μια ουσιαστική διάταξη κατά τον κύριο Σπυρίδωνα Φλογαίτη. Υπάρχει η δυνατότητα αλλαγής της, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται για μια διάταξη που έχει περιπέσει σε αχρησία.
Το συνολικό κείμενο του συνταγματικού προοιμίου του συντάγματος της Επιδαύρου συμπεριλαμβανομένης της επίκλησης στην Αγία και Αδιαίρετη Τριάδα, περιέχει κατά τον κύριο Γεώργιο Ανδρουτσόπουλο το νόημα και την αιτιολογία της ελληνικής επανάστασης. Η ιδεολογική νομιμοποίηση της επανάστασης αυτής συνίσταται στην πίστη στη χριστιανική θρησκεία, στην αφοσίωση στο εθνικό ιδεώδες και στην αγάπη για την πολιτική ελευθερία.
Ο κύριος Αλέξανδρος Πανούσης ξεκινάει με το θρησκευτικό προοίμιο του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος. Η θρησκευτική επίκληση είναι χαρακτηριστικό των συνταγματικών κειμένων της χώρας μας, ενώ στη σύγχρονη περίοδο έχουν διατυπωθεί προτάσεις στη Βουλή απάλειψής της, οι οποίες, ωστόσο, έχουν απορριφθεί. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πάντως ότι κατά τη σύνταξη του συντάγματος του 1975, η εν λόγω επίκληση δεν υπήρχε στο κυβερνητικό σχέδιο. Προτάθηκε, λοιπόν, και έγινε δεκτή έπειτα από βουλευτές η επανεισαγωγή της.
3. Επικρατούσα θρησκεία
Στα πρακτικά του συντάγματος του 1975 βρίσκουμε την πρόταση ρύθμισης των σχέσεων κράτους εκκλησίας με το άρθρο 4 του συνταγματικού κειμένου. Στο άρθρο αυτό προτάθηκε να αναφέρεται ρητά ότι επικρατούσα είναι η θρησκεία που ακολουθείται από τη συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού λαού και σύμφωνα με το τυπικό της πραγματοποιούνται οι επίσημες εορτές και αργίες. Όπως και το ζήτημα της προμετωπίδα του συντάγματος, έτσι και το εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου επικρατούσα θρησκεία που σήμερα βρίσκουμε στο τρίτο άρθρο του ελληνικού συντάγματος, έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλαπλών αναλύσεων.
Στον τόμο των πρακτικών, η κυρία Κωνσταντίνα Μώρου παρατηρεί ότι κρίσιμα σημεία των συνταγμάτων της εθνεγερσίας ήταν η θρησκευτική ελευθερία, η επικρατούσα θρησκεία και η πίστη στον Χριστό ως στοιχείο της ταυτότητας των Ελλήνων. Ο όρος επικρατούσα θρησκεία περιλαμβάνει κατά την Επανάσταση χαρακτήρα ουσιαστικό, αφού λειτουργεί ως δικλείδα διαφύλαξης της θρησκευτικής συνείδησης και της εθνικότητας των Ελλήνων.
Ο κύριος Κωνσταντίνος Κωτσιόπουλος αναφέρει ότι ο όρος επικρατούσα θρησκεία είχε θεσμοθετηθεί ήδη στη Δύση πριν από την εισαγωγή του στην ελληνική πραγματικότητα, με τις προτεσταντικές ομολογίες στα Ρωμαιοκαθολικά κράτη να θεωρούνται ανεκτές. Στο σύνταγμα των Ιονίων Νήσων του 1817 θεσπίζεται ο όρος Επικρατούσα θρησκεία και γλώσσα, προκειμένου να μην παρατηρηθεί θρησκευτική, γλωσσική και εθνική αλλοίωση λόγω της αγγλικής διοίκησης και πολιτικής. Στην επαναστατημένη Ελλάδα, ο Αδαμάντιος Κοραής ασκεί κριτική στις διατάξεις περί επικρατούσας θρησκείας, τις θεωρεί περιττές και άνευ σημασίας, αφού η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ενώ παράλληλα τα συνταγματικά κείμενα δεν είναι σκόπιμο να αναφέρονται σε ζητήματα εξωπολιτικά, πνευματικά ή θρησκευτικά. Ο Κοραής διατύπωσε αυτές τις απόψεις αυτές, καθώς αντιλαμβανόταν τη θρησκευτική πίστη ως απλή δοξασία ιδιωτικού χαρακτήρα που δεν ασκεί επιρροή στα δημόσια πράγματα. Ο Μακρυγιάννης αντίθετα ήταν υπέρ της θεσμοθέτησης του πλαισίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη δημόσια σφαίρα του ελληνικού κράτους, με χαρακτηριστική την πρόταση τροποποίησης που υπέβαλε στο κείμενο του συντάγματος στην α’ εθνοσυνέλευση, με την οποία συν τοις άλλοις ζητούσε να προβλεφθεί η ακύρωση όλων των διαταγμάτων και των κανονιστικών κειμένων που έθιγαν τις παραδόσεις της εκκλησίας και αθετούσαν τους ιερούς κανόνες. Περαιτέρω ο Κοραής, όπως σημειώνει ο πρωτοπρεσβύτερος κυρός Γεώργιος Μεταλληνός, θεωρούσε πρόκληση τον προσδιορισμό της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ως επικρατούσας, καθώς η αριθμητική ερμηνευτική του προσέγγιση θα μπορούσε να οδηγήσει στη συσχέτισή της με την άσκηση κοσμικής και όχι πνευματικής εξουσίας από τους εκκλησιαστικούς φορείς. Ο Κοραής απορρίπτει και την πρόβλεψη περί ανοχής της διοίκησης όλων των άλλων θρησκειών στο Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος, καθώς δεν συμφωνεί με τον όρο ανοχή και τάσσεται υπέρ της θρησκευτικής ελευθερίας και δράσης όλων των πολιτών ανεξαρτήτου θρησκεύματος. Η ιστορική εξέλιξη, πάντως, του όρου επικρατούσα θρησκεία συνδέεται και με την εξέλιξη του δικαιώματος στη θρησκευτική ελευθερία στην ελληνική πραγματικότητα από το στάδιο της ανοχής, δηλαδή της ανεξιθρησκείας έως την πλήρη διασφάλισή του. Ο κύριος Γεώργιος Ανδρουτσόπουλος χαρακτηριστικά αναφέρει ότι το 1822 ο ορισμός της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως επικρατούσας συνοδευόταν από την κατοχύρωση του ακωλύτου της τέλεσης της λατρείας κάθε άλλης θρησκείας, με την πρόβλεψη αυτή να ισοδυναμεί περισσότερο με την έννοια της ανοχής των υπολοίπων θρησκευμάτων.
4. Σύνδεση του αγώνα με την ορθοδοξία
Η τελευταία προβληματική που υπάρχει διάχυτη στις συμβολές του τόμου των πρακτικών είναι η σύνδεση του επαναστατικού αγώνα με την ορθοδοξία και τη δράση της εκκλησίας. Η σύνδεση αυτή ήταν εξαιρετικά έντονη, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά μέσω της συσχέτισης της ιδιότητας του χριστιανού με αυτήν του πολίτη, που αναλύεται στη συμβολή του Αρχιμανδρίτη Ισιδώρου Κάτσου ή στην επισφράγιση της συνέλευσης της Μονής των Καλτεζών με δοξολογία και τελετή που αναφέρεται στη συμβολή του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Μαντινείας και Κυνουρίας. Στην επαναστατημένη Σάμο, επίσης, διατηρούνταν επιμελώς το Ορθόδοξο στοιχείο και η παράδοση, όπως αναλύει ο κύριος Μανώλης Βαρβούνης, ενώ για τη συμμετοχή των Ανδρέα και Αναστασίου Λόντου στις εθνοσυνελεύσεις του 1821 μας μιλάει η κυρία Ευανθία Μπεντεβή-Σπυροπούλου. Η κυρία Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα, επισημαίνει ότι ο χαρακτήρας του αγώνα ήταν εθνικός και ιερός και με το διττό αυτό χαρακτήρα προβλήθηκε στον χριστιανικό κόσμο της Ευρώπης. Τα δύο στοιχεία αυτά συνδέθηκαν, καθώς κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η Εκκλησία συντήρησε μέσω της γλώσσας και της λατρείας την εθνική συνείδηση ζωντανή με τους υπόδουλους Έλληνες να μάχονται υπέρ πίστεως και πατρίδος. Όπως παρατηρεί ο κύριος Ιωάννης Σαρμάς η Ορθοδοξία κατά τη διάρκεια της επανάστασης δεν έγινε κατανοητή ως εξουσία που ασκούσε ο κλήρος στο λαό, αλλά ως πνευματική δύναμη που του εμφυσούσε και του ενέπνεε. Την ίδια θέση αναλύει και η κυρία Αθηνά Κονταλή μέσα από τη δια της συνέλευσης της ιεράς μονής καλτεζών συμβολή της εκκλησίας. Η σύνδεση του αγώνα με την ορθοδοξία παρατηρείται στο ρόλο που διαδραμάτισε η Εκκλησία στο κυβερνητικό πλαίσιο της περιόδου με τον πρώτο Υπουργό θρησκευμάτων ή θρησκείας όπως ονομαζόταν να είναι κληρικός. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μάνης αναφέρεται συγκεκριμένα στον Ιωσήφ Ανδρούσης, ο οποίος υπήρξε και Υπουργός του Δικαίου, ενώ καλούνταν σε διάφορες φάσεις του αγώνα να απευθύνει γραπτές προκηρύξεις στον λαό, προκειμένου να τον συμβουλεύσει και να διατηρήσει την ομόνοια, να επιβάλλει την πειθαρχία και να του δώσει δύναμη. Ο κύριος Νικήτας Αλιπράντης, έπειτα, τονίζει τη σημασία της επιλογής της ημέρας της 25ης Μαρτίου, κατά την οποία ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε ως λάβαρο της Επανάστασης τον σταυρό. Ο κύριος Νίκος Τόμπρος επιπλέον σημειώνει ότι οι εξεγερμένοι Έλληνες στην προσπάθειά τους να λάβει η επανάσταση και θρησκευτική νομιμοποίηση, πραγματοποίησαν θρησκευτική τελετή στην πλατεία του αγίου γεωργίου στις 24 ή στις 25 Μαρτίου, κατά την οποία ο Παλαιών Πατρών Γερμανός όρκισε τους αγωνιστές που παρευρίσκονταν εκεί.
Ο επαναστατικός αγώνας και η συσχέτισή του με την ορθοδοξία φέρνει στο προσκήνιο τη διαμόρφωση των σχέσεων κράτους και θρησκευμάτων στην Ελλάδα. Επηρεάστηκαν και κατά πόσο από το ιστορικό αυτό γεγονός; Η περίοδος της εθνεγερσίας έχει ιδιαίτερη σημασία για την υπόσταση του θρησκευτικού φαινομένου στην Ελλάδα, όπως παρατηρεί ο κύριος Ιωάννης Σαλαπάτας. Για τη νομική επιστήμη το θρησκευτικό φαινόμενο στερείται μεταφυσικών χαρακτηριστικών και στο πλαίσιο αυτό η νομική υποστασιοποίηση της θρησκείας μέσα στον ελληνικό κοινωνικό χώρο διαμορφώθηκε σημαντικά αυτό ακριβώς το διάστημα. Τέλος, ο κύριος Παναγιώτης Αγγελόπουλος γράφει ότι το Σύνταγμα έχει ανάγκη την Εκκλησία και όχι η Εκκλησία το Σύνταγμα, αναφέροντας ότι ένα συνταγματικό κείμενο δεν παύει ποτέ να αποτελεί ανθρώπινο κατασκεύασμα. Η Εκκλησία από την άλλη πλευρά πιστεύει, βιώνει και ως εκ τούτου δεν αναθεωρεί κατά την πολιτειακή έννοια.
Συμπέρασμα
Βλέπουμε, λοιπόν, ένα πλήθος πληροφοριών και απόψεων σε σχέση με τη διαμόρφωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του θρησκευτικού φαινομένου κατά τη διάρκεια του επαναστατικού αγώνα. Αυτό το γεγονός μας φέρνει μπροστά στη διαπίστωση ότι η επανάσταση έθεσε τις βάσεις για το νομικό πολιτισμό της σύγχρονης Ελλάδας, κάτι το οποίο παρατηρούμε έντονα στις σχέσεις κράτους Εκκλησίας. Γιατί, λοιπόν, η Ελλάδα έχει επικρατούσα θρησκεία την Ορθόδοξη Ανατολική. Οι λόγοι είναι ιστορικοί, καθώς η εν λόγω εκκλησία συνδέεται διαχρονικά με την ελληνική κοινωνία, την πολιτική και τις αξίες της. Οφείλουμε να διατηρήσουμε μια τέτοια διάταξη στο σύνταγμά μας σε μια εποχή πλουραλιστική; Αυτό είναι ένα εύλογο ερώτημα υπό το πρίσμα των εξελίξεων των τελευταίων δεκαετιών. Τα ιστορικά, κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα έχουν αλλάξει και η ελληνική δημόσια σφαίρα δεν είναι η ίδια με αυτή που ήταν πριν από 200 χρόνια. Ένα τέτοιο ερώτημα, όμως, δεν μπορεί να απαντηθεί δίχως τη γνώση της ιστορίας της συγκρότησης του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Εκεί έγκειται και η μεγάλη σημασία του βιβλίου που παρουσιάζουμε σήμερα. Το θρησκευτικό φαινόμενο σε όλες του τις εκφάνσεις δεν πρόκειται απλά για κάτι τεχνικό. Η ρύθμισή του, λοιπόν, οφείλει να μην παραγνωρίζει τις ιστορικές βάσεις ενός κράτους. Θα ήθελα σε αυτό το σημείο να αναφερθώ εν συντομία σε δύο παραδείγματα που χαρακτηρίζουν την υπόσταση των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων σήμερα. Το πρώτο είναι η έννοια τη ουδετεροθρησκείας που τόσο πολύ έχει συζητηθεί πριν από την πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση. Ουδετερότητα του κράτους απέναντι στα θρησκεύματα υπάρχει ανεξάρτητα από τη ρητή διατύπωσή της και ανεξάρτητα από την επιλογή ενός κράτους να έχει επικρατούσα θρησκεία, θρησκευτική προμετωπίδα στο σύνταγμά του ή θρησκευτικά σύμβολα. Η άποψη αυτή έχει αναπτυχθεί στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία και φαίνεται πλέον και στις αποφάσεις των δικαστηρίων. Έχει τη βάση της ακριβώς στο έντονο κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο της ίδιας της ύπαρξης των θρησκευμάτων μέσα σε ένα κράτος. Το δεύτερο παράδειγμα πρόκειται για μια απόφαση του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Ελβετίας του 1990 η οποία χρησιμοποιείται εν προκειμένω, καθώς το Σύνταγμα της Ελβετίας έχει προμετωπίδα παρόμοια του ελληνικού. Στην εν λόγω απόφαση υποστηρίζεται συνοπτικά ότι η ελευθερία της πίστης και της συνείδησης προστατεύει τους πολίτες από κάθε κρατική παρέμβαση που ενδέχεται να παρεμποδίσει τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ενώ παράλληλα η ελευθερία της πίστης και της συνείδησης δεν απαιτεί απόλυτη ουδετερότητα του κράτους σε θρησκευτικά θέματα. Περαιτέρω, η επίκληση που εμφανίζεται σε Συνταγματικά προοίμια δεν έχει κανονιστική αξία, και οι εκκλησίες δεν κατέχουν καμία θεσμική πολιτική εξουσία. Τελικώς, κατά το σκεπτικό αυτής της απόφασης, ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους μπορεί να συνοψιστεί σε μια υποχρέωση ουδετερότητας, η οποία επιβάλλει την αποχή από δημόσιες ενέργειες που θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν την ελευθερία των πολιτών στην ανάπτυξη μιας πλουραλιστικής κοινωνίας.
Η προσωπική μου άποψη είναι ότι όλα αυτά τα ζητήματα πρέπει πλέον να προσεγγίζονται με γνώμονα τα ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών τόσο αυτών που θρησκεύονται όσο και εκείνων που δεν θρησκεύονται. Η διατήρηση, όμως, της ιστορίας ενός κράτους, όπως εκφράζεται και μέσα από τη σύνδεσή του με ορισμένη εκκλησία είναι διαφορετικό ζήτημα και έχει ιδιαίτερη σημασία.